Κεφάλαια περί των οιομένων εξ έργων δικαιούσθαι (Κεφ. 201-226) – οσίου Μάρκου του Ασκητού.

201. Εάν ο Πέτρος δεν απετύγχανεν, εις την δι’ όλης της νυκτός αλιείαν του, δεν θα επετύγχανε την επομένην ημέραν (Λουκ. ε’, 5). Και εάν ο Παύλος δεν ετυφλώνετο αισθητώς, δεν θα ανέβλεπε νοητώς (Πράξ. θ’, 8). Και εάν ο Στέφανος δεν εσυκοφαντείτο ως βλάσφημος, δεν θα έβλεπε τον Θεόν από τους ανοιχθέντας ουρανούς (Πράξ. ζ’, 55).
202. Όπως η πνευματική εργασία, που γίνεται κατά το θέλημα του Θεού, ονομάζεται αρετή, ούτω και η απροσδόκητος θλίψις ονομάζεται πειρασμός.
203. Ο Θεός επείραζε τον Αβραάμ (Γεν. κβ’, 1), δηλαδή τον έθλιβε δια το συμφέρον του, όχι βέβαια, δια να μάθη ο Θεός ποίος ήτο, διότι ο Θεός, που γνωρίζει τα πάντα προ της γενέσεώς των, εγνώριζε και του Αβραάμ την πίστιν. Ήθελεν όμως να του δώση αφορμάς να φανερωθή η τελεία προς αυτόν πίστις του.
204. Κάθε θλίψις ελέγχει την προαίρεσιν του ανθρώπου, που θα αποκλίνη προς τα δεξιά ή τα αριστερά; Δια τούτο και κάθε συμβαίνουσα θλίψις ονομάζεται πειρασμός, επειδή αποκαλύπτει εις τον πειραζόμενον τα ανεκδήλωτα πάθη του.
205. Ο φόβος του Θεού μας ωθεί να πολεμώμεν τας αμαρτίας. Όταν ημείς στρατευώμεθα κατά των αμαρτιών, η χάρις του Θεού τας νικά.
206. Σοφία δεν είναι μόνον η γνώσις της αληθείας που αποκτάται δια της θεωρητικής μαθήσεως, αλλά και η υπομονή εις τας αδικίας, τας οποίας πρέπει να θεωρώμεν ως οφειλομένας εξ αφορμής των αμαρτιών μας. Διότι όσοι παρέμειναν εις την θεωρητικήν γνώσιν, οδηγήθησαν εις υπερηφάνειαν. Οι δε συζεύξαντες την θεωρίαν μαζί με την πρακτικήν, της υπομονής δηλαδή εις τους πειρασμούς, αυτοί απέκτησαν βαθείαν ταπεινοφροσύνην.
207. Εάν θέλης να μη ενοχλήσαι από πονηρούς λογισμούς, αγάπησε την κακοπάθειαν της σαρκός και την εξουδένωσιν της ψυχής. Και τούτο, όχι προς καιρόν, αλλά σε κάθε καιρόν, σε κάθε τόπον και σε κάθε πράγμα.
208. Όστις γυμνάζεται εκουσίως να υπομένη τας θλίψεις και τους πειρασμούς, ουδέποτε θα κυριαρχηθή από τους ακουσίως ερχομένους αμαρτωλούς λογισμούς. Όστις όμως δεν ασκεί εαυτόν εις την υπομονήν των ακουσίων θλιβερών, χωρίς να θέλη αιχμαλωτίζεται από τους κακούς λογισμούς.
209. Όταν σκληρυνθή η καρδία σου και όλος ο εσωτερικός σου κόσμος από τας αδικίας που υφίστασαι, μη λυπάσαι, διότι τούτο παρεχωρήθη προς παιδαγωγίαν υπό του Θεού. Αντιθέτως με χαράν να ανατρέπης τους ανακύπτοντας λογισμούς. Γνώριζε, δε, ότι εφ’ όσον οι λογισμοί, με την πρώτην προσβολήν, αναιρούνται, συναναιρείται ευθύς και το κακόν της ψυχής και μετά την κίνησιν του πάθους. Εάν όμως οι λογισμοί παραμένουν, το κακόν συμβαίνει να χειροτερεύη εις την ψυχήν.
210. Χωρίς την συντριβήν της καρδίας, είναι αδύνατον να απαλλαγή κανείς τελείως από τας κακίας. Την καρδίαν συντρίβει η τριμερής εγκράτεια, του ύπνου, της τροφής και της σωματικής ανέσεως. Η αμετρία τούτων εναποθέτει εις την ψυχήν ηδυπάθειαν. Η ηδυπάθεια συγκατατίθεται εις τους αμαρτωλούς λογισμούς και κατ’ επέκτασιν ανθίσταται τόσον εις την προσευχήν, όσον και εις την καλήν διακονίαν των αδελφών.
211. Εάν ανέλαβες να ποιμάνης αδελφούς, κράτησε την θέσιν σου εις το υψηλόν επίπεδόν της και μη παρασιωπήσης την πρέπουσαν διδαχήν, επειδή τινές σου αντιλέγουν. Ούτω ποιών θα λάβης μισθόν υπό Κυρίου δια την αρετήν των υποτακτικών σου εις εκείνα που σε υπακούουν. Εις όσα πάλιν σε παρακούουν, να τους συγχωρήσης και θα λάβης και συ τα ίσα από τον Κύριον, όστις είπεν˙ «άφετε, και αφεθήσεται υμίν» (Ματθ. ς’, 14).
212. Τα καλά και τα κακά, τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα, που συμβαίνουν, ομοιάζουν με πανήγυριν εμπορικήν. Εκείνος που γνωρίζει την τέχνην του εμπορίου, κερδίζει πολλά, ο δε άπειρος ζημιούται.
213. Μη προσπαθής να επιβάλης την ωφέλιμον συμβουλήν, εις εκείνον που αντιλέγει εις τον πρώτον σου λόγον. Αλλά κέρδος που εκείνος απέρριψε, δια της παρακοής, κάμε το κέρδος ιδικόν σου. Διότι περισσότερον σε ωφελεί η ανεξικακία σου από την διόρθωσιν του άλλου.
214. Όταν η πνευματική βλάβη ενός εξαπλούται εις πολλούς μεταδιδομένη, τότε δεν πρέπει να μακροθυμή κανείς, ούτε να ζητά το συμφέρον του αλλά το συμφέρον των πολλών δια να σωθούν. Διότι η αρετή της αγάπης προς τους πολλούς αδελφούς είναι ωφελιμωτέρα από την αρετήν της αγάπης προς τον ένα.
215. Εάν κανείς πέση εις οιανδήποτε αμαρτίαν και δεν λυπηθή κατά την αναλογίαν της αμαρτίας, αυτός ευκόλως πάλιν πίπτει μέσα εις το ίδιον δίκτυον της αμαρτίας.
216. Όπως η λέαινα δεν πλησιάζει με φιλικήν διάθεσιν την δάμαλιν, έτσι η αναισχυντία το αμαρτάνοντος, δεν δέχεται την κατά Θεόν λύπην και συντριβήν με ευχαρίστησιν.
217. Όπως το πρόβατον δεν ενούται με τον λύκον προς αναπαραγωγήν, ούτως ουδέ ο πόνος της καρδίας ενούται με τον κορεσμόν του σώματος δια να γεννηθούν αρεταί.
218. Ουδείς δύναται να έχη την κατά Θεόν λύπην και τον πόνον της καρδίας, εάν προηγουμένως δεν αγαπήση τας γενεσιουργούς αιτίας των.
219. Ο φόβος του Θεού και οι έξωθεν έλεγχοι εισάγουν εις την ψυχήν λύπην πνευματικήν. Η εγκράτεια και η αγρυπνία προκαλούν πόνον.
220. Όστις δεν παιδαγωγείται με τας εντολάς και τας νουθεσίας της θείας Γραφής αυτός θα υποχρεωθή να οδηγηθή εις τον Θεόν, δια του μαστιγίου που χρησιμοποιούν δια τους ίππους και με την βουκέντρα που νύσσουν τους όνους. (Παροιμ. κζ’, 3). Αλλά εάν και αυτά τα οδυνηρά δεν τον ωφελήσουν, τότε ο Θθεός δια να τον φέρη πλησίον του, τον άγει «εν κημώ και χαλινώ» εις τας σιαγόνας του (Ψαλμ. λα’, 9).
221. Όστις νικάται ευκόλως εις τα μικρά αμαρτήματα, εξ ανάγκης έχει δουλωθή και εις τα μεγάλα. Ο δε μη νικώμενος εις τα μικρά, θα δυνηθή να αντισταθή εις τα μεγαλύτερα με την βοήθειαν του Κυρίου.
222. Μη προσπαθής να ωφελήσης δια των ελέγχων τον καυχώμενον δια τας αρετάς του. Διότι ο αυτός άνθρωπος, αδύνατον να είναι φίλος της αληθείας και φίλος της επιδείξεως.
223. Κάθε λόγος του Χριστού φανερώνει το έλεος, την δικαιοσύνην και την σοφίαν του Θεού και δια της ακοής εισέρχεται εις τας ψυχάς, που ακούουν ευχαρίστως η δύναμίς των, δηλαδή η ανάλογος ενέργειάν των. Ως εκ τούτου οι ανελεήμονες και οι άδικοι, ακούοντες με δυσαρέσκειαν, όχι μόνον δεν ηδυνήθησαν να γνωρίσουν την Σοφίαν του Θεού, αλλά και διδάσκουσαν εσταύρωσαν. Ημείς, λοιπόν ας ερευνήσωμεν τον εαυτόν μας, εάν ακούωμεν με ευχαρίστησι τους λόγους του. Διότι είπεν ο Κύριος˙ «ο αγαπών με, τας εντολάς μου τηρήσει, και αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου, καγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν» (Ιωάν. ιδ’, 21). Βλέπεις ότι ο Κύριος απέκρυψε το Πρόσωπόν του εις τας εντολάς του; Από όλας, λοιπόν, τας αρετάς, η πλέον περιεκτική είναι η αγάπη προς τον Θεόν και τον πλησίον, η οποία συγκροτείται από την αποχήν των ενηδόνων υλών και την ειρήνην της ψυχής.
224. Τα ανωτέρω γτνωρίζων ο Κύριος μας παραγγέλλει˙ «μη μεριμνήσητε περί της αύριον» (Ματθ. ς’, 34). Και πράγματι˙ εκείνος που δεν απηλλάγη από τας ύλας και την μέριμνάν των, πώς θα απαλλαγή από τους πονηρούς λογισμούς; Ο δε κυκλούμενος από τους περισπώντας λογισμούς, πώς θα διακρίνη την ενυπόστατον αμαρτία που καλύπτεται από αυτούς; Η οποία αμαρτία εν αναλύσει είναι σκότος και ομίχλη ψυχής, που εγεννήθη εξ εννοιών και πράξεων πονηρών. Δια να υπάρξη η αμαρτία συνέδραμον δύο παράγοντες˙ ο διάβολος, δια λογιστικών προσβολών πειράζων, χωρίς να καταδυναστεύη το αυτεξούσιον και απλώς δεικνύων το είδωλον της αμαρτίας˙ και ο άνθρωπος, ενωθείς εις το είδωλον ευαρέστως δια του πάθους της φιληδονίας και κενοδοξίας. Αν και ο άνθρωπος, δυνάμει του ορθού λόγου, δυαντόν να μη ήθελε να συγκατατεθή εις την εξεικονιζομένην εις την φαντασίαν του αμαρτίαν, εν τούτοις την εδέχετο ηδυνόμενος κατά διάθεσιν.
Εκείνος, λοιπόν, που δεν ημπόρεσε να επισημάνη την εμφωλεύουσαν εντός του αμαρτίαν, εκ των αναφερθέντων λόγων, πότε θα προσευχηθή δια να καθαρισθή από αυτήν; Και ο ακάθαρτος πώς θα δυνηθή να ανακαλύψη τον χώρον της καθαράς φύσεως της ψυχής; Και εφ’ όσον δεν θα εύρη τον χώρον αυτόν, πώς θα ίδη τον ενδότερον οίκον την «μονήν», όπου δια του αγίου Βαπτίσματος σκηνώνει ο Χριστός; Επειδή είμεθα οίκος του Θεού, κατά τον προφητικόν, ευαγγελικόν και αποστολικόν λόγον (Εβρ. γ’, 6).
225. Είναι αναγκαιότατον, λοιπόν, όπως ζητήσωμεν και εύρωμεν τον οίκον, κατά την σειράν που ανεφέραμεν, και να παραμείνωμεν κρούοντες δια προσευχής, δια να μας ανοίξη ο Δεσπότης ή εις τον παρόντα βίον ή κατά τον θάνατόν μας, δια να μη ακούσωμεν, από την αμέλειάν μας, «ουκ οίδα υμάς πόθεν εστέ» (Λουκ. ιγ’, 25). Και όχι μόνον οφείλομεν να ζητώμεν δια να λάβωμεν, αλλά και να φυλάξωμεν ό,τι μας δοθή. Διότι υπάρχουν κάποιοι, οι οποίοι αφού έλαβον χάριν από τον Θεόν πάλιν την απώλεσαν. Δια τούτο πολλοί οψιμαθείς και νέοι έχουν ίσως ψιλήν γνώσιν και μικράν πείραν των ενεργειών της χάριτος. Αλλά μόνον οι ευλαβείς γέροντες και πολύπειροι κρατούν σταθερώς και με υπομονήν την κεχαριτωμένην εργασίαν της αδιαλείπτου προσευχής και τα χαρίσματα από τον Θεόν. Αν και αυτοί πολλάκις, εξ απροσεξίας των, απώλεσαν την χάριν, την οποίαν πάλιν εύρον, αναζητήσαντες δια πολλών εκουσίων και κοπιωδών αγώνων.
Αυτό, λοιπόν, και ημείς, ας μη παύσωμεν να πράττωμεν, έως ότου αποκτήσωμεν αναφαίρετον πλέον την χάριν, που θα μας εισαγάγη εντός του οίκου μας, όπου ο Χριστός έχει «μονήν».
226. Αυτά τα ολίγα δικαιώματα, εκ των πολλών του Πνευματικού Νόμου εγνωρίσαμεν, τα οποία και ο μέγας ψαλμωδός Δαβίδ, επιμόνως εξαγγέλλει, δια να τα μάθουν και να τα πράττουν οι ψάλλοντες αδιαλείπτως, εν Κυρίω Ιησού. Εις αυτόν οφείλεται η δόξα και το κράτος και η προσκύνησις νυν τε και εις τους αιώνας. Αμήν.

Από το βιβλίο: «Πάντα πώλησον, Μάρκον αγόρασον».

Εκδόσεις: Ιερό Ησυχαστήριον Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Κουφάλια Θεσσαλονίκης. Γ’ έκδοσις, 1999.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.