Λόγος ηθικός ένατος (Β’): «Για την αληθινή γνώση του Θεού – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Για την αληθινή γνώση, και ότι η γνώση του Θεού δεν προστίθεται στον αγωνιστή από τα μαθήματα, αλλά από την καθαρότητα και την ουράνια χάρη˙ και ότι είναι φοβερό το να κρίνει κανείς˙ και έλεγχος εκείνων που νομίζουν ότι γνωρίζουν τα μυστήρια του Πνεύματος χωρίς Πνεύμα, όπου γίνεται λόγος και για την αγιοσύνη του πνευματικού πατέρα˙ και τί λογής καλό είναι η πίστη, και ποιός είναι ο καρπός της, και πώς αυξάνεται˙ και ότι εκείνοι που έχουν αποκτήσει μέσα τους το θησαυρό του Πνεύματος τον αναγνωρίζουν, όταν υπάρχει και σε άλλους˙ και ποιά είναι τα γνωρίσματα των αγίων, και πώς και σε ποιούς γνωρίζονται˙ και ότι εκείνος που δεν γεννήθηκε από τον ουρανό δεν μπορεί να δει τον Θεό που τον έχει γεννήσει, ούτε να γνωρίσει εκείνον που έχει φθάσει σ’ αυτή την κατάσταση δια μέσου του Πνεύματος.

… Αν λοιπόν έφθασες σ’ αυτό, αδελφέ, με πολλή καλοσύνη και ταπεινοφροσύνη, με τη χάρη του Θεού, που σε έσωσε, γιατί δείχνεις δυσπιστία στους συνασκητές σου και σ’ αυτούς που έφθασαν μαζί σου σ’ αυτό το ύψος, και τους φθονείς και τους διαβάλλεις με λοιδορίες, επιχειρώντας να καταστρέψεις την καλή τους υπόληψη; Δεν γνωρίζεις ότι, επειδή εκείνοι, που εργάσθηκαν από την πρώτη ώρα, φθόνησαν αυτούς, που έφθασαν γύρω στην ενδεκάτη ώρα, για το λόγο ότι έλαβαν μισθό εξίσου μ’ εκείνους,1 ρίχθηκαν εξαιτίας αυτού στο πυρ το εξώτερο; Και πώς εσύ, κάνοντας και λέγοντας τα ίδια και χειρότερα απ’ αυτά εναντίον των αγίων, που η ζωή, η αρετή και η σύνεσή τους λάμπει όπως ο ήλιος, νομίζεις ότι δεν θα υποβληθείς στις τιμωρίες της ίδιας ή και χειρότερης κόλασης; Ή δεν γνωρίζεις ότι δεν υπάρχει κανείς φθόνος από τους αγίους προς τους αγίους, όπως έχει γραφεί;2 Όπου υπάρχει ο φθόνος, εκεί κατοικεί και ο πατέρας του φθόνου διάβολος και όχι ο Θεός της αγάπης. Κυοφορώντας λοιπόν μέσα σου το φθόνο, πώς νομίζεις ότι είσαι εντελώς
άγιος εσύ που δεν αναγνωρίζεσαι ότι είσαι ούτε πιστός ή χριστιανός από την αγάπη του Θεού και του πλησίον σου; ότι όμως έτσι είναι η ακολουθία αυτών των πραγμάτων και ότι εκείνος που κυοφορεί μέσα του το φθόνο έχει μέσα του τον διάβολο και δεν μπορεί να είναι άνθρωπος του Χριστού, επειδή δεν έχει αγάπη προς τον πλησίον, είναι αναμφισβήτητα φανερό στον καθένα που γνωρίζει τις θείες Γραφές.
Αν όμως δεν έχεις αξιωθεί ακόμη να λάβεις τέτοια χαρίσματα, ούτε έφθασες σε τόσο μεγάλο ύψος των θεοποιών αρετών, πώς λοιπόν τολμάς να ανοίξεις το στόμα σου, έστω και λόγο, και να μιλήσεις; Πώς, αν και είσαι κατηχούμενος, θέλεις να διδάσκεις, και επιχειρείς να εξετάζεις με περιέργεια αυτά που δεν γνωρίζεις τα θεία; Δεν γνωρίζεις ότι στέκεσαι έξω από τα πρόθυρα της Εκκλησίας,3 σαν κατηχούμενος δηλαδή, αν και παρακινείς τον εαυτό σου να στέκεται από την αυθάδεια της γνώμη σου μαζί με όλους εκείνους που προσεύχονται με πίστη και καθαρότητα, επειδή δεν ακολουθείς τους αποστολικούς κανόνες; Διότι δεν ονομάζεται τώρα κατηχούμενος μόνο ο άπιστος, αλλά και εκείνος που δεν αντανακλά σαν καθρέπτης τη δόξα του Κυρίου με ακάλυπτο το πρόσωπο4 του νου. Εγώ όμως θρηνώ πολύ και για την ανοησία σου, διότι δείχνεις εντελώς και πλήρως απιστία ότι υπάρχει και τώρα, όπως παλαιά, κάποιος τέτοιος άγιος, και κατατάσσοντας τον εαυτό σου με όλους, σαν ένας συνηθισμένος με συνηθισμένους, μιλώντας σαν με Άγιο Πνεύμα, όπως ένας άγιος
και θεοφόρος, αυτά τα οποία, με το να κεντρίζεσαι από το λόγο μου, ομολόγησες ότι δεν γνωρίζεις διόλου, και αυτά που είπες ότι ούτε τα είδες ούτε τα άκουσες ούτε αξιώθηκες να τα λάβεις μέσα στην καρδιά σου, αυτά δεν ντρέπεσαι εντελώς να τα εξηγείς και να τα διευκρινίζεις, σαν να τα γνωρίζεις, ούτε κοκκινίζεις από τα γέλια των ανθρώπων. Διότι, αν δεν έχεις γίνει, όπως είπαμε, απαθής, ούτε έχεις αξιωθεί να αποκτήσεις Άγιο Πνεύμα, ούτε είσαι άγιος, πώς λες ότι γνωρίζεις ως άγιος τα μυστήρια του Πνεύματος, τα οποία, όπως έχει γραφεί, μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νους γήινου ανθρώπου δεν συνέλαβε, τα αγαθά δηλαδή που ο Θεός ετοίμασε γ’ αυτούς που τον αγαπούν.5
Σ’ εμάς όμως που είμαστε τελευταίοι και έχουμε ελεηθεί, για να μιλήσω σαν παράφρων, επειδή αναγκάζομαι από σένα, ο Θεός φανέρωσε δια μέσου του Πνεύματός του, σύμφωνα με την ανείπωτη αγαθότητά του προς εμάς, με τις ικεσίες του μακαρίου και αγίου πατέρα μας Συμεών, «για να γνωρίσουμε», όπως λέει ο απόστολος, «αυτά που χαρίσθηκαν σ’ εμάς από τον Θεό˙ διότι το Πνεύμα ερευνά και τα βάθη του Θεού˙ εμείς όμως», λέει, «δεν λάβαμε το πνεύμα του κόσμου, αλλά το Πνεύμα που προέρχεται από τον Θεό».6 Και με το Πνεύμα φανερώθηκε και γνωρίσθηκε σ’ εμάς, αν και είμαστε αμαρτωλοί και άσημοι, ο Θεός και Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού7 και Σωτήρα, του μεγάλου Θεού,7 στο πρόσωπο του ίδιου του Χριστού και Θεού, ο Θεός και Πατέρας, που κανείς από τους ανθρώπους δεν είδε, ούτε μπορεί να δει.8 «Διότι εκείνος που είπε να λάμψει φως από το σκότος, ο ίδιος είναι που και έλαμψε μέσα στις καρδιές μας»,9 σ’ εμάς τους τιποτένιους και άχρηστους, με το να βρίσκεται σαν θησαυρός μέσα στα πήλινα σκεύ10 των σωμάτων μας, αυτός που είναι
τελείως απεριόριστος και απροσδιόριστος, αυτός που λαμβάνει βέβαια μέσα μας μικρή μορφή, ο άμορφος και ο ασχημάτιστος, αλλά που γεμίζει ωστόσο τα σύμπαντα με απερίγραπτο τρόπο, επειδή είναι υπερμεγέθης και υπερπλήρης.
Το να λάβει όμως μέσα μας μορφή ο αληθινός Θεός, τί άλλο είναι από το να μας μεταβάλλει και να μας αναπλάθει και να μας μεταμορφώνει προς την εικόνα της θεότητάς του; Τέτοιος λοιπόν γνωρίσαμε ότι έχει γίνει και ο άγιος Συμεών ο Ευλαβής, που ασκήτεψε στη Μονή του Στουδίου, με το να βεβαιωθούμε για τα γεγονότα της ζωής του από την ίδια μας την πείρα. Αφού μάλιστα επικυρώσαμε την εμπιστοσύνη μας σ’ αυτόν με τη φανέρωση του Πνεύματος, που υπήρχε μέσα του, τη φυλάγουμε αδιαμφισβήτητη˙ ή, καλύτερα, αφού ανάψαμε με μεταδοτικό τρόπο από το ίδιο φως, σαν από κάποια λαμπάδα, το λυχνάρι της ψυχής μας, το διατηρούμε άσβηστο, με το να φρουρούμαστε με τις προσευχές και τις πρεσβείες εκείνου, από τις οποίες αρδεύεται και αυξάνει η πίστη μας σ’ αυτόν, αλλά και θα αυξηθεί ακόμη – μιλώ, έχοντας πεποίθηση στον Θεό -, και θα κάνει μέσα στο ίδιο το θείο φως εκατονταπλάσιο καρπό. Διότι καρπός της πίστης είναι το άγιο και ανέσπερο φως, άγιο φως μάλιστα είναι η προσθήκη και η αύξηση της πίστης˙ διότι όσο πηγάζει το φως, τόσο
αυξάνει η πίστη και ανεβαίνει σε ύψος. Ανάλογα μάλιστα με την πίστη αφθονεί ολοφάνερα και ο καρπός του Πνεύματος˙ «Ο καρπός του Πνεύματος είναι η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η καλοσύνη, η αγαθότητα, η πίστη, η πραότητα, η εγκράτεια»,12 που όποιος τα έχει αυτά γνωρίζει το καθένα. Διότι όπως εκείνος που έχει μαργαριτάρια και λαμπερά πετράδια, ζαφείρι και αμέθυστο και κάποια άλλα, γνωρίζει, αν δεν είναι άπειρος, το είδος και το μέγεθος του καθενός απ’ αυτά, έτσι και εκείνος, που φύτεψε μέσα του με πόνο και με πολλά δάκρυα τις αρετές και έκανε τους καρπούς του Πνεύματος, γνωρίζει καλά και το είδος και την ποιότητα του καθενός από τους καρπούς και απολαμβάνει τη γλυκύτητα όλων˙ και το μεγαλύτερο και θαυμαστότερο είναι ότι αναγνωρίζει τον ίδιο καρπό και όταν υπάρχει μέσα σε άλλους.
Διότι όπως τα έθνη αναγνωρίζονται από την ενδυμασία τους, και περισσότερο από τη γλώσσα και από τα λόγια τους, έτσι λοιπόν και οι άγιοι αναγνωρίζονται βέβαια από την ευπρέπειά τους και από το σεμνό βάδισμα και τις άλλες εξωτερικές εκδηλώσεις, το ιδιαίτερο όμως γνώρισμά τους παρουσιάζει με ακρίβεια και αλήθεια ο λόγος που γεννιέται απ’ αυτούς. Διότι αυτό που δεν έχει η καρδιά δεν μπορεί να το βγάλει το στόμα˙ και αν ακόμη το πει, ελέγχεται αμέσως από τα ίδια του τα λόγια ότι δεν μιλά καλά. «Διότι ο αγαθός άνθρωπος», λέει, «βγάζει από τον αγαθό θησαυρό της καρδιάς του τα αγαθά, και ο πονηρός άνθρωπος βγάζει από τον πονηρό θησαυρό της καρδιάς του τα πονηρά».13 Και πρόσεχε τα βάθη του Πνεύματος, πώς δηλαδή ο Κύριος δεν είπε μόνο ότι ο άνθρωπος «από την αγαθή καρδιά βγάζει τα αγαθά», αλλά και πρόσθεσε και είπε, «από το θησαυρό της καρδιάς», για να μάθεις ότι κανείς από μας δεν μπορεί να έχει άδεια και κενή καρδιά, αλλά ότι καθένας από μας ή με την αγαθοεργία και την αληθινή πίστη έχει τη χάρη του Πνεύματος, ή με
την απιστία και την παραμέληση των εντολών και την εκτέλεση των φαύλων έργων περιφέρει μέσα του τον πονηρό διάβολο. Και για να μη νομίσεις ότι λέει, ότι έχουν τάχα το θησαυρό του Πνεύματος αυτοί που κατά ένα μέρος τηρούν τις εντολές του Χριστού και κατά ένα μέρος τις καταφρονούν, αλλά αυτοί που τηρούν με ακρίβεια όλες τις εντολές, δίδαξε λέγοντας˙ «Όποιος έχει τις εντολές μου και τις τηρεί, εκείνος είναι αυτός που με αγαπά˙ όποιος μάλιστα με αγαπά, εκείνος θα αγαπηθεί από τον Πατέρα μου, και εγώ θα τον αγαπήσω και θα φανερώσω σ’ αυτόν τον εαυτό μου˙ και εγώ και ο Πατέρας θα έρθουμε και θα κατοικήσουμε σ’ αυτόν».14
Βλέπεις πως εκείνος, που απέκτησε αγαθή καρδιά, με τους κόπους και με την εργασία των εντολών, έκανε ένοικη μέσα του ολόκληρη τη Θεότητα, που είναι ο αγαθός θησαυρός; Ότι όμως ο τέτοιος θησαυρός δεν κατοικεί σ’ αυτόν που παραβαίνει μία και την παραμικρή εντολή, ή αμελεί και δεν την εκτελεί, άκου πάλι τον ίδιο τον Κύριο, που λέει: «Εκείνος που κατάργησε μία απ’ αυτές τις ελάχιστες εντολές και δίδαξε στους ανθρώπους να κάνουν έτσι, θα ονομασθεί ελάχιστος στη βασιλεία των ουρανών».15 Αυτές άλλωστε τις ονόμασε ελάχιστες όχι επειδή είναι, αλλά επειδή θεωρούνται τέτοιες από μας˙ διότι, για να λέμε ανώφελα λόγια ή να επιθυμούμε κάτι, που ανήκει στον πλησίον, ή να βλέπουμε με εμπάθεια, ή να περιφρονούμε και να προσβάλλουμε κάποιον, επειδή αυτό το θεωρούμε τιποτένιο αδιαφορούμε, ξεχνώντας αυτόν που έβαλε αυτά κάτω από κρίση. Διότι τί λέει αυτός; «ΓΙ κάθε ανώφελο λόγο, που θα πουν οι άνθρωποι, θα λογοδοτήσουν τη μέρα της κρίσης»16˙ και αλλιώς λέει, «Να μην επιθυμήσεις κάτι, που ανήκει στον πλησίον σου»17˙ και πάλι
λέει, «Εκείνος που βλέπει γυναίκα και την επιθυμεί, έχει πια διαπράξει μέσα στην καρδιά του τη μοιχεία.18 Όποιος μάλιστα θα πει επίσης στον αδελφό του ¨ανόητε¨, να καταδικασθεί ως ένοχος από το συνέδριο˙ εκείνος ακόμη που θα τον προσφωνήσει, ¨μωρέ¨, να καταδικασθεί ως ένοχος στη γέεννα του πυρός».19 Θέλοντας άλλωστε να δείξει και ο απόστολος ότι σ’ εκείνους που κάνουν αυτά ενεργεί ο διάβολος, είπε: «Το κεντρί του θανάτου είναι η αμαρτία».20 Αν λοιπόν η αμαρτία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η παράβαση της εντολής, εντολή όμως είναι και το να μην επιθυμήσεις και το να μην πεις ψέματα και το να μην κλέψεις, αλλά και το να μην πεις ανώφελα λόγια, και το να μιλήσεις άπρεπα στον αδελφό σου, τότε καθένας που κάνει αυτά έχει τραυματισθεί από το κεντρί του θανάτου, δηλαδή από την αμαρτία˙ σ’ αυτή μάλιστα την πληγή και σ’ αυτό το δάγκωμα της αμαρτίας μπαίνει αμέσως ο διάβολος, σαν σκουλήκι, και βρίσκεται να κατοικεί.
Είδες πως εκείνοι που δεν απέκτησαν πάλι τις καρδιές τους καθαρές, με δάκρυα και μετάνοια, έχουν ένοικο μέσα τους το διάβολο, ο οποίος είναι πονηρός θησαυρός; Έτσι ο αγαθός άνθρωπος βγάζει από τον αγαθό θησαυρό της καρδιάς του τα αγαθά, ενώ ο πονηρός άνθρωπος βγάζει παρόμοια τα πονηρά.21 Όμως η αληθινή μετάνοια με την εξομολόγηση και τα δάκρυα, όπως με κάποιο έμπλαστρο και φάρμακο, ξεπλύνει και καθαρίζει το τραύμα της καρδιά και την πληγή που άνοιξε μέσα της το κεντρί του νοητού θανάτου, έπειτα ρίχνει έξω το σκουλήκι, που φωλιάζει μέσα της, και το θανατώνει, και επουλώνει και θεραπεύει εντελώς το τραύμα. Αυτό μάλιστα γίνεται αντιληπτό ότι κάνουν μόνο εκείνοι που έχουν καρδιά που ζητά, κοπιάζοντας με δάκρυα και μετάνοια, την υγεία. Διότι οι άλλοι και ευχαριστούνται μ’ αυτά τα τραύματα, και όχι μόνο ευχαριστούνται, αλλά και φροντίζουν να τα ερεθίζουν, αλλά και περισσότερο να προσθέτουν σ’ αυτά άλλα τραύματα, επειδή θεωρούν υγεία την εκπλήρωση του πάθους˙ γι’ αυτό και όταν κάνουν κάποια πονηρή απρέπεια της
αμαρτίας, καυχώνται, και θεωρούν την ντροπή σαν δόξα.22 Γιατί όμως παθαίνουν αυτό; Επειδή δεν γνωρίζουν τη γλυκύτητα και την ευχαρίστηση της τέλειας κάθαρσης, ή, καλύτερα, επειδή απιστούν και πείθουν τους εαυτούς τους ότι είναι αδύνατο ο άνθρωπος να καθαρισθεί εντελώς από τα πάθη και να δεχθεί αληθινά μέσα του ολόκληρο τον Παράκλητο.

Υποσημειώσεις.

1. Ματθ. 20, 9-16
2. Ο άγιος Συμεών παραφράζει τον λόγο του Γρηγορίου Θεολόγου: φθόνος γαρ ουδείς παρά μαρτύρων μάρτυσιν (Λόγος 24, Εις τον άγιον ιερομάρτυρα Κυπριανόν, 5, PG 35, 1173D
3. Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, Κανών 11, PG 138, 545
4. Β’ Κορ. 3, 18
5. Α’ Κορ. 2,9
6. Α’ Κορ. 2,10 και 12
7. Β’ Κορ. 1,3
8. Τίτ. 2,13
9. Α’ Τιμ. 6, 16
10. Β’ Κορ. 4, 6
11. Β’ Κορ. 4, 7
12. Γαλ. 5,22
13. Ματθ. 12,35
14. Ιω. 14,21 και 23
15. Ματθ. 5, 19
16. Ματθ. 12,36
17. Ματθ. 5, 19
18. Ματθ. 12,36
19. Έξ. 20,17
20. Ματθ. 5, 28
21. Ματθ. 5, 22
22. Πρβ. Φιλιπ. 3, 19

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Λόγος ηθικός ένατος (Α’): «Για την αληθινή γνώση του Θεού” – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.