Κεφάλαια περί των οιομένων εξ έργων δικαιούσθαι (Κεφ. 179-200) – οσίου Μάρκου του Ασκητού.

179. Οι έλεγχοι, που διατυπούνται αορίστως και πληθυντικώς, αποβαίνουν εις όλους ωφέλιμοι, διότι εκάστου ακούοντος η συνείδησις εννοεί τας αμαρτίας του, χωρίς να εξεγείρεται κατά του ελέγχοντος.
180. Όστις ομιλεί ορθώς, οφείλει να σκέπτεται, ότι δεν ανήκει εις αυτόν η τιμή, άλλ’ εις τον Θεόν, από τον οποίον αντλεί τους λόγους. Διότι η αλήθεια, δεν είναι του λαλούντος, αλλά του ενεργούντος εις την καρδίαν Θεού.
181. Μη φιλονεικής με εκείνους που ανθίστανται εις τους αληθείς λόγους σου, εάν αυτοί δεν διατελούν εις την υποταγήν στου, δια να μη προκαλέσης το μίσος των, ως λέγει η Γραφή (Παροιμ. θ’, 8).
182. Ο Γέροντας, που αφήνει τον υποτακτικόν του να αντιλέγη σε θέματα πνευματικά και δεν τον νουθετεί καταλλήλως, τον βοηθεί να πλανάται επί εκείνου του συγκεκριμένου ζητήματος και ούτω τον καθιστά αρνητήν των υποσχέσεων της υποταγής.
183. Όστις με φόβον Θεού νουθετεί ή καταλλήλως τιμωρεί τον αμαρτάνοντα, αυτός καλλιεργεί εις την ψυχήν του την αρετήν εκείνην, που είναι αντίθετος προς την ελεγχομένην αμαρτίαν. Όστις δε μνησικακεί και κακοπροαιρέτως ονειδίζει τον αμαρτάνοντα, αυτός θα πέση εις τον ίδιον πάθος, συμφώνως με τον λειτουργούντα αλαθήτως πνευματικόν νόμον.
184. Εκείνος που έμαθε καλώς τον πνευματικόν νόμον, φοβείται τον νομοθέτην. Και φοβούμενος τον νομοθέτην, αποφεύγει κάθε κακόν.
185. Μη γίνεσαι δίγλωσσος, άλλα μεν λέγων δια του λόγου και άλλα κρύπτων εις την συνείδησίν σου. Αυτόν τον τύπον η Γραφή θεωρεί κατηραμένον (Σοφ. Σειρ. κη’, 13).
186. Συμβαίνει να μισήται υπό των αφρόνων, εκείνος που λέγει την αλήθειαν, κατά τον Απόστολον (Γαλ. δ’, 16). Επίσης δε συμβαίνει να αγαπάται υπό των αφρόνων εκείνος, που από σκοπού αποκρύπτει την αλήθειαν. Αλλά τόσον η πρώτη περίπτωσις, όσον και η δευτέρα, δεν διαρκούν πολύ, διότι ο Κύριος εν καιρώ αποκαθιστά τα πράγματα, έκαστος λαμβάνει τον πρέποντα μισθόν και η αλήθεια αποκαλύπτεται.
187. Εκείνος που θέλει να λυτρωθή από τας μελλούσας θλίψεις, οφείλει να υπομένη ευχαρίστως τα θλιβερά της παρούσης ζωής. Ούτω, λοιπόν, ανταλλάσσων κανείς, κατά διάθεσιν εσωτερικήν, τα παρόντα δια των μελλόντων, με μικράς στενοχωρίας, θα αποφύγη μεγάλας τιμωρίας.
188. Πρόσεξε να διασφαλισθής τόσον από λόγους καυχήσεως, όσον και από λογισμούς οιήσεως εξ αφορμής των χαρισμάτων και των καλών έργων σου, δια να μη σε αφήση ο Θεός και πράξης τα εντελώς αντίθετα. Διότι τα καλά έργα δεν τελούνται μόνον υπό του ανθρώπου, αλλά και εκ της βοηθείας του βλέποντος τα πάντα Θεού.
189. Ο βλέπων τα πάντα Θεός, όπως κατανέμει δικαίως πειρασμούς δια τα κακά έργα μας, ούτως ενεργεί και επί των λογισμών και των εκουσίων κακών νοημάτων.
190. Οι μεν ακούσιοι αμαρτωλοί λογισμοί αναφύονται από την ψυχήν εξ αφορμής προηγουμένων αμαρτιών. Οι δε εκούσιοι γεννώνται από το αυτεξούσιον θέλημα. Ως εκ τούτου, οι ακούσιοι εκ των εκουσίων έχουν την προέλευσιν.
191. Εις μεν τους αμαρτωλούς λογισμούς, που έρχονται αθελήτως, ακολουθεί λύπη, δια τούτο, και μη ευρίσκοντες ευνοϊκόν κλίμα, ταχέως εξαφανίζονται. Εις δε τους θεληματικώς ερχομένους λογισμούς, έπεται χαρά, επειδή το έδαφος είναι αμαρτωλόν. Δια τον λόγον δε αυτόν, οι λογισμοί αυτοί, δυσκόλως εκδιώκονται.
192. Ο μεν φιλήδονος λυπείται εις τας κατηγορίας και τας κακοπαθείας. Ο δε φιλόθεος άνθρωπος λυπείται, όταν τον επαινούν και όταν του προσφέρουν περισσότερα απ’ ό,τι έχει ανάγκην.
193. Όστις δεν γνωρίζει την δικαίαν κρίσιν του Θεού, βαδίζει εις ατραπόν μεταξύ δύο κρημνών και ανατρέπεται ευκόλως από όλους τους ανέμους. Επαινούμενος, επαίρεται θρασέως και κατηγορούμενος πικραίνεται. Όταν ευωχήται, ακολασταίνει. Και όταν εννοή ένα υψηλόν λόγον, επιδεικνύεται˙ και όταν δεν τον εννοή, υποκρίνεται. Χορταζόμενος, θρασύνεται και νηστεύων, κενοδοξεί. Με τους ελέγχοντας αυτόν φιλονεικεί και εκείνους που τον συγχωρούν, τους βλέπει ως ανοήτους.
194. Εάν, λοιπόν, δεν αποκτήση κανείς γνώσιν αληθινήν και φόβον Θεού, δια της χάριτος του Χριστού, αυτός όχι μόνον τραυματίζεται δεινώς από τα πάθη, αλλά και υποφέρει από τους πειρασμούς χωρίς να ωφελήται.
195. Όταν θέλης να λύσης ένα περίπλοκον ζήτημα, ερεύνησε και εξέτασε, τι αρέσει, εις τον Θεόν, ως προς το ζήτημα αυτό και θα εύρης την λύσιν του ωφελιμωτάτην.
196. Εις εκείνα τα πράγματα, που ο Θεός ευδοκεί, εις αυτά υπηρετεί ολόκληρος η κτίσις. Εις εκείνα δε τα πράγματα, που ο Θεός αποστρέφεται, ολόκληρος η κτίσις εξεγείρεται κατ’ αυτών.
197. Όστις ανθίσταται εις τους πειρασμούς αντιμάχεται εις τας διαταγάς του Θεού, εν αγνοία του. Όστις δε, υποδέχεται τους πειρασμούς, από αληθή γνώσιν, αυτός «υπομένει τον Κύριον», κατά την Γραφήν (Ψαλμ. κστ’, 14).
198. Όταν έλθη πειρασμός, μη εξετάζης δια ποίον λόγον ή δια ποίου ανθρώπου ήλθεν, αλλά αγωνίσου να τον υπομείνης χωρίς λύπην και χωρίς μνησικακίαν, αλλά με ευγνώμονα διάθεσιν.
199. Ό,τι κακόν έρχεται έξωθεν ως πειρασμός, είναι κακόν άσχετον προς ημάς, δια τούτο και δεν προσθέτει καμμίαν αμαρτίαν, εάν, βεβαίως, το αντιμετωπίσωμεν όχι με λανθασμένους λογισμούς.
200. Εάν δεν είναι εύκολον να εύρη κανείς αγίους ανθρώπους, που ευηρέστησαν τον Θεόν, χωρίς να υποστούν διαφόρους πειρασμούς, πρέπει να ευγνωμονώμεν τον Θεόν δια κάθε πειρασμόν που παραχωρεί.

Από το βιβλίο: «Πάντα πώλησον, Μάρκον αγόρασον».

Εκδόσεις: Ιερό Ησυχαστήριον Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Κουφάλια Θεσσαλονίκης. Γ’ έκδοσις, 1999.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.