Στις 20 Νοεμβρίου 1912 τα δύο διοικητικά σώματα της εκκλησίας, η ιερά Σύνοδος και το διαρκές εθνικό Μικτό συμβούλιο, εξέλεξαν Τοποτηρητή του οικουμενικού θρόνου τον μητροπολίτη Αμασείας Γερμανό.1 Η ανάδειξη του Γερμανού Καραβαγγέλη στο υψηλό αυτό αξίωμα του πατριαρχείου υπήρξε ένα σπουδαίο γεγονός στη ζωή του φημισμένου ιεράρχη.2
Η περίοδος μετά το τελεσίγραφο των βαλκανικών συμμάχων προς την Υψηλή Πύλη ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη και τεταμένη για τις σχέσεις της Ελλάδος με την Τουρκία. Στην καρδιά του Α’ Βαλκανικού πολέμου και μετά τις πρώτες επιτυχίες του ελληνικού στρατού, το νεοτουρκικό καθεστώς ανασυντάσσεται και προσπαθεί να διαχειριστεί την απώλεια των ευρωπαϊκών εδαφών της οθωμανικής αυτοκρατορίας στη Μακεδονία και την Ήπειρο.
Αποτέλεσμα αυτής της έντονης κινητικότητας υπήρξε η βίαιη πολιτική αλλαγή στην Τουρκία στις αρχές του 1913. Ειδικότερα, στις 10 Ιανουαρίου 1913 ομάδα αξιωματικών, επιφανή στελέχη της επιτροπής Ένωσης και Προόδου, επαναστάτησε κατά της τουρκικής κυβέρνησης. Οι στασιαστές, με επικεφαλής τον ισχυρό άνδρα της επανάστασης του 1908 Εμβέρ μπέη, κατηγορώντας την κυβέρνηση του Κιαμίλ πασά για ανικανότητα και αποδίδοντας σε αυτήν την ευθύνη για την ήττα του τουρκικού στρατού στη Μακεδονία, πραγματοποίησαν αιφνιδιαστική επίθεση στην έδρα της υψηλής πύλης, όπου πυροβόλησαν και σκότωσαν τον υπουργό πολέμου Ναζίμ πασά. Έπειτα, αφού υποχρέωσαν τον μετριοπαθή Μέγα Βεζίρη Κιαμίλ πασά να παραιτηθεί, παρουσιάστηκαν στον Σουλτάνο Μεχμέτ Ρεσάτ Ε’ και επέβαλαν τα πρόσωπα που θα αναλάμβαναν την σωτηρία της αυτοκρατορίας. Η περίοδος από το 1913 έως το 1918 υπήρξε καθοριστική για την πορεία της χώρας και το πολυσύνθετο πληθυσμιακό στοιχείο της, καθώς στη διάρκειά της η Τουρκία κυβερνήθηκε από μια σκληρή στρατιωτική δικτατορία, η
οποία χωρίς ενδοιασμούς ξεκίνησε το έργο της οθωμανοποίησης κάθε μη μουσουλμανικού στοιχείου στα εδάφη της.3
Σε αυτό το κλίμα της ανασφάλειας και του φόβου, των καταιγιστικών εξελίξεων και των εύθραυστων ισορροπιών, ο μητροπολίτης Σμύρνης αποστέλλει στον τοποτηρητή του πατριαρχικού θρόνου επιστολή, στην οποία εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για την «ανατροπήν της Κυβερνήσεως και την άνοδον εις την εξουσίαν φιλοπολέμου Υπουργείου».4
Ταυτόχρονα, ο Χρυσόστομος καλεί τον ομοϊδεάτη και παλιό συναγωνιστή του στη Μακεδονία, μητροπολίτη Αμασείας Γερμανό, να ζητήσει με υπόμνημά του από τη Διάσκεψη της Ειρήνης, η οποία είχε ξεκινήσει τις εργασίες της τον Δεκέμβριο του 1912 στο Λονδίνο, την κύρωση με διεθνή Πράξη των κεκτημένων προνομίων της εκκλησίας και του γένους, ώστε να εξασφαλιστεί τόσο η ύπαρξη και λειτουργία του οικουμενικού πατριαρχείου στη μουσουλμανική επικράτεια όσο και η παραμονή των εκατοντάδων χιλιάδων χριστιανικών πληθυσμών στη μικρασιατική γη.5
Στις 21 Ιανουαρίου 1913 ο τοποτηρητής του οικουμενικού θρόνου, αφού ολοκλήρωσε τις ανάλογες διατυπώσεις, κάλεσε την πρώτη εκλογική συνέλευση αρχιερέων για την ανάδειξη του νέου πατριάρχη.6 Σε αυτή συμμετείχαν οι δώδεκα συνοδικοί ιεράρχες,7 επτά παρεπιδημούντες στην Κωνσταντινούπολη μητροπολίτες,8 τα επτά μέλη του διαρκούς εθνικού μικτού συμβουλίου και τα λοιπά λαϊκά μέλη της συνέλευσης.9 Κατά την πρώτη ψηφοφορία διακρίθηκαν οι μητροπολίτες Αμασείας Γερμανός με 22 ψήφους, Χίου Ιερώνυμος με 16, Χαλκηδόνος Γερμανός με 13 και Σμύρνης Χρυσόστομος με 13, ενώ οι υπόλοιποι υποψήφιοι έλαβαν λιγότερες ψήφους.10
Επρόκειτο για μια μεγάλη στιγμή στην πολυκύμαντη ζωή του αγίου. Ο Χρυσόστομος είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη πολλών ιεραρχών του Φαναρίου, οι οποίοι σε μια τόσο δύσκολη εποχή επιθυμούσαν να εκλεγεί ο χαρισματικός μητροπολίτης Σμύρνης στο ύπατο αξίωμα της ορθοδοξίας.
Ωστόσο, η διαδικασία εκλογής του νέου πατριάρχη προέβλεπε την αποστολή του καταλόγου των υποψηφίων στην υψηλή πύλη για έγκριση, καθώς το πρόσωπο που επρόκειτο να αναδειχθεί επικεφαλής της ελληνορθόδοξης κοινότητας θα έπρεπε να έχει την εμπιστοσύνη και αποδοχή της τουρκικής κυβέρνησης. Από τα πρόσωπα που είχε αναδείξει η πρώτη εκλογική συνέλευση, η υψηλή πύλη διέγραψε τους μητροπολίτες Θεσσαλονίκης Γεννάδιο, Κρήτης Ευμένιο, Σμύρνης Χρυσόστομο, Μυτιλήνης Κύριλλο, Δράμας Αγαθάγγελο, Σάμου Κωνσταντίνο και Κασσανδρείας Ειρηναίο και στη συνέχεια επέστρεψε τον κατάλογο στο πατριαρχείο για τα περαιτέρω.11
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι από τον κατάλογο που απεστάλη στην υψηλή πύλη δεν διεγράφησαν τα ονόματα του Χαλκηδόνος Γερμανού, ο οποίος για δεκαετίες πρωταγωνιστούσε στις μηχανορραφίες για την άνοδο και πτώση πολλών πατριαρχών, και του Αμασείας Γερμανού, ο οποίος είχε συγκρουστεί και διωχθεί από τις τουρκικές αρχές στη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα.
Από την άλλη, ο Χρυσόστομος ήταν ο μοναδικός ιεράρχης που αποκλείστηκε από την επόμενη εκλογική διαδικασία ενώ υπήρχε το ενδεχόμενο να εκλεγεί. Οι υπόλοιποι μητροπολίτες που διεγράφησαν είχαν ελάχιστες έως μηδαμινές πιθανότητες να υποστηριχθούν από μια ευρεία πλειοψηφία ιεραρχών του Φαναρίου.
Ο αποκλεισμός του Χρυσοστόμου από τη δεύτερη και πιο σημαντική εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη του νέου πατριάρχη επιβεβαίωνε το βαθύ ρήγμα στις σχέσεις του μητροπολίτη Σμύρνης με την υψηλή πύλη. Ασφαλώς αυτό το γνώριζε ο ιεράρχης όταν έγραφε λίγους μήνες νωρίτερα στον Ίωνα Δραγούμή ότι «Νεοτουρκικά φύλλα εφορμώσι κατ’ εμού… και γράφουσι ότι η Νέα Τουρκία δύο έχει εχθρούς ένα Τούρκον, τον Κιαμήλ – Πασάν (τον Κομιτατοφάγον) και ένα Χριστιανόν, τον μητροπολίτην της Σμύρνης Χρυσόστομον, όστις είνε ο άσπονδος του Κομιτάτου εχθρός».12
Είναι βέβαιο πως αυτό που ελέγετο τότε δεν ήταν υπερβολή, καθώς σε λίγες μέρες τον Ιανουάριο του 1913, το νεοτουρκικό καθεστώς κατάφερε να αποκλείσει τους δύο άνδρες από δύο υψηλά αξιώματα. Τον μεν Κιαμίλ πασά εξανάγκασε σε παραίτηση από τη θέση του Μεγάλου Βεζίρη, τον δε μητροπολίτη Σμύρνης απέκλεισε από το ενδεχόμενο να εκλεγεί οικουμενικός πατριάρχης.
Στις 28 Ιανουαρίου 1913 συγκροτήθηκε η δεύτερη εκλογική συνέλευση για την κατάρτιση του τριπρόσωπου, το οποίο συμπληρώθηκε από τους μητροπολίτες Χαλκηδόνος Γερμανό, Αδριανουπόλεως Πολύκαρπο και Αμασείας Γερμανό. Την ίδια ημέρα, κατά την τελική ψηφοφορία που πραγματοποιήθηκε στον πατριαρχικό ιερό ναό του αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, εξελέγη παμψηφεί οικουμενικός πατριάρχης ο από Χαλκηδόνος Γερμανός Ε’.13
Ο νέος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός Ε’ (κατά κόσμον Γεώργιος Καβακόπουλος) γεννήθηκε στη συνοικία Βαλατά του Φαναρίου το 1835. Σπούδασε την ιερά επιστήμη στη Θεολογική σχολή του Σταυρού στα Ιεροσόλυμα και στη θεολογική σχολή της Χάλκης. Μετά από σύντομη θητεία στην πατριαρχική Αυλή, εξελέγη μητροπολίτης Κώου (1867), Ρόδου (1876), Ηρακλείας (1888) και Χαλκηδόνος (1897). Ο Γερμανός Ε’ υπήρξε για πολλά χρόνια ένας από τους επικρατέστερους υποψηφίους για τον οικουμενικό θρόνο, ωστόσο, η υψηλή πύλη διέγραφε συνεχώς το όνομά του, όταν επέστρεφε τον κατάλογο των υποψηφίων στο Φανάρι.14
Λίγο μετά την εκλογή του ο πατριάρχης προέβη στην ανασύνθεση της ιεράς συνόδου. Σε αυτήν κλήθηκαν οι ιεράρχες που θα αναλάμβαναν τα καθήκοντά τους στη νέα συνοδική περίοδο, κατά την τάξη και την προτεραιότητα που είχε ο κάθε μητροπολίτης στο Συνταγμάτιο του οικουμενικού πατριαρχείου.
Στην πρόσκληση όμως των νέων συνοδικών δεν συμπεριελήφθη ο μητροπολίτης Σμύρνης, η κλήση του οποίου ήταν τότε επιβεβλημένη από τον καταστατικό χάρτη της Εκκλησίας, ενώ για τη θέση του Χρυσοστόμου στην ιερά σύνοδο επελέγη ο τότε μητροπολίτης Ιωαννίνων Γερβάσιος (Ωρολογάς).15
Ο Χρυσόστομος γνώριζε προσωπικά τον νέο πατριάρχη από τα φοιτητικά του χρόνια. Το 1891 ο Γερμανός Ε’, ως μητροπολίτης Ηρακλείας, επικεφαλής των συνοδικών αρχιερέων και εκπρόσωπος του πατριάρχη Διονυσίου Ε’, είχε παραστεί στην τελετή αποφοίτησης των σπουδαστών της θεολογικής σχολής της Χάλκης, κατά την οποία ο ιεροδιάκονος Χρυσόστομος είχε αποφοιτήσει αριστούχος. Επίσης, ο Γερμανός Ε’, όπως και ο Χρυσόστομος ως Μέγας Πρωτοσύγκελλος, ήταν από τους κύριους εκπροσώπους του αντιιωακειμικού αγώνα, καθώς για πολλά χρόνια είχε εργαστεί για τη μη επανεκλογή του Ιωακείμ Γ’ στον πατριαρχικό θρόνο.
Φαίνεται πως ο παραγκωνισμός του ιεράρχη από τη νέα Συνοδική περίοδο τον λύπησε ιδιαίτερα, καθώς για πολλοστή φορά δεν γινόταν δεκτός στη σύνοδο του Φαναρίου. Σε επιστολή του προς τον νεοεκλεγέντα πατριάρχη, ο Χρυσόστομος, ενώ εξέφρασε τη χαρά του για την επιλογή του μητροπολίτη Ιωαννίνων ως συνοδικού, διαμαρτυρήθηκε για τον νέο αποκλεισμό του. Ο άγιος αναφέρθηκε στο ζήτημα αυτό λέγοντας πως, παρά το γεγονός ότι διέτρεχε το δωδέκατο έτος της αρχιερατείας του, ποτέ μέχρι τότε δεν είχε κληθεί ως συνοδικός στην Κωνσταντινούπολη.16
Πράγματι, ο Χρυσόστομος ήταν ένας από τους ελάχιστους μητροπολίτες του οικουμενικού θρόνου που επί της πατριαρχίας Ιωακείμ Γ’ δεν είχε προσφέρει τις υπηρεσίες του ως μέλος της Ιεράς συνόδου. Ταυτόχρονα, ήταν και ο μοναδικός ιεράρχης της Μακεδονίας, ο οποίος, μετά την ανάκλησή του το 1907 και το 1909, δεν είχε αξιοποιηθεί στην ιερά σύνοδο, ενώ στίγμα για το Πατριαρχείο αποτέλεσε η απαγόρευση διέλευσης του Χρυσοστόμου τον Οκτώβριο του 1907 από το Φανάρι καθ’ οδόν για την Τρίγλια της Προποντίδας.
Υποσημειώσεις.
1. ΕΑ ΛΒ (1912) 45.
2. Κορυφαία μορφή του Μακεδονικού αγώνα, ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός (κατά κόσμον Στυλιανός Καραβαγγέλης) γεννήθηκε στο χωριό Στύψη της Λέσβου το 1866. Απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης (1888), πραγματοποίησε ευρύτερες σπουδές στη Γερμανία, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας του πανεπιστημίου της Λειψίας (1891). Έπειτα, διορίστηκε καθηγητής της σχολής της Χάλκης, στην οποία διακρίθηκε συν τοις άλλοις ως συγγραφέας ποικίλων εκκλησιαστικών και άλλων ιστορικών μελετών. Το 1896 χειροτονήθηκε επίσκοπος Χαριουπόλεως με έδρα τη συνοικία Καστορίας, όπου εργάστηκε σκληρά εναντίον της βουλγαρικής και ρουμανικής εγκληματικότητας, γεγονός που τον ανέδειξε σε ένα πρόσωπο – σύμβολο των αγώνων του Μακεδονικού Ελληνισμού. Λόγω της εθνικής του δράσης ο Γερμανός διώχθηκε από τις τουρκικές αρχές με αποτέλεσμα το πατριαρχείο να τον ανακαλέσει (1907) στην Κωνσταντινούπολη και εν συνεχεία να τον μεταθέσει (1908) στη μητρόπολη Αμασείας του Πόντου, απ’ όπου εξελέγη (1912) τοποτηρητής του οικουμενικού θρόνου.
3. Lewis, ό. π., σσ’. 450-451
4. Το αρχείον, τ. Β’, σ. 34
5. Ό. π., σσ’. 34-36, 346-347
6. ΕΑ ΛΓ (1913) 15-16
7. Οι δώδεκα συνοδικοί ιεράρχες που συγκροτούσαν την περίοδο εκείνη τη σύνοδο του Φαναρίου ήταν οι Αμασείας Γερμανός, Προύσης Δωρόθεος, Τραπεζούντος Κωνσταντίνος, Διδυμοτείχου Φιλάρετος, Βιζύης Άνθιμος, Μαρωνείας Νικόλαος, Γάνου και Χώρας Σεραφείμ, Σισανίου και Σιατίστης Ιερόθεος, Δεβρών και Βελισσού Παρθένιος, Χαλδίας και Χεροιάνων Λαυρέντιος, Λέρου και Καλύμνου Γερμανός και Κρήνης Θεόκλητος.
8. Οι παρεπιδημούντες τότε στην Κωνσταντινούπολη μητροπολίτες ήταν οι Ηρακλείας Γρηγόριος, Νεοκαισαρείας Πολύκαρπος, Φιλιππουπόλεως Τιμόθεος, Μεσημβρίας Νικηφόρος, Αγχιάλου Κωνσταντίνος Βάρνης Ιωάννης και Ρασκοπρεσρένης Γαβριήλ.
9. ΕΑ ΛΓ (1913) 16, 27
10. ΕΑ ΛΓ (1913) 27-28
11. ΕΑ ΛΓ (1913) 28
12. Κιτρομηλίδης ό. π., σ. 497
13. ΕΑ ΛΓ (1913) 33-35
14. ΕΑ Μ (1920) 472-473.
15. ΕΑ ΛΓ (1913) 108
16. Το αρχείον, τ. Β’, σσ’. 38-40
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.