44. Επειδή πρόκειται μετά από εφτά μέρες να ξεκινήσω για την Τύρο, θέλω να πάτε το γρηγορότερο εκεί και, φιλοξενούμενοι κρυφά στη Χαναναία Βερενίκη, τη θυγατέρα της Ιούστας, αφού διερευνήσετε όλα τα σχετικά με τον Σίμωνα, να μου τα γράψετε με ακρίβεια. Γι’ αυτό από σήμερα πηγαίνετε με ειρήνη. Έτσι, αφήνοντάς τον να βαπτίζει, πήγαμε στην Τύρο της Φοινίκης, και φτάνοντας στη Χαναναία Βερονίκη που προαναφέρθηκε, όπου βρήκαμε φιλοξενία και γενναιοδωρία, αρχίσαμε αμέσως να συζητούμε για τον Σίμωνα, λέγοντας ότι αυτός ο Σίμωνας ο μάγος, επειδή κατά τη συζήτησή του με τον κύριό μας Πέτρο στην Καισάρεια νικήθηκε, τράπηκε σε φυγή και ήρθε αμέσως εδώ όπως ήταν, και βρίζοντας τον Πέτρο συναρπάζει τις ψυχές των πιο απλοϊκών? και ενώ είναι αυτός πλάνος, διακηρύττει ότι ο απόστολος είναι πλάνος και ενώ ως προς όλα αυτός νικήθηκε και τράπηκε σε αισχρή φυγή, ισχυρίζεται ότι νίκησε.
45. Η Βερονίκη τότε είπε, ότι πράγματι αυτά έτσι είναι και πρόσθεσε και η ίδια όσα είχαν παραλειφθεί. Διότι είπε, ότι κάθε μέρα, από τότε που ήρθε εδώ, παρουσιάζει φαντάσματα και ομοιώματα στη μέση της αγοράς, και προκαλεί κατάπληξη σ’ ολόκληρη την πόλη? κάνει δηλαδή, καθώς περνάει αυτός, να κουνιούνται αγάλματα, και πολλές φορές να προηγούνται μπροστά από αυτόν σκιές, τις οποίες αυτός ονομάζει ψυχές των νεκρών. Πολλούς που τον ονομάζουν και αγύρτη, τους καλεί έπειτα δήθεν σε πλούσιο φαγοπότι, θυσιάζοντας βόδια, και αφού τους περιποιηθεί, στη συνέχεια τους προκαλεί διάφορες αρρώστιες. Αλλά και δαίμονες βάζει σ’ αυτούς και γενικά προκαλώντας σε πολλούς κακώσεις, πιστεύεται ότι είναι θεός. Έτσι νομίζω ότι δεν θα μπορέσει κανένας να σβήσει τέτοια φωτιά που άναψε. Γι’ αυτό, για να μη κινδυνέψετε εσείς, σας παρακαλώ να μην επιχειρήσετε τίποτε σ’ αυτόν πριν φτάσει ο απόστολος Πέτρος, ο οποίος, όντας ο πιο διακεκριμένος μαθητής του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού, είναι ο μόνος που θα μπορέσει να
ανταγωνισθεί με μια τέτοια εξουσία.
46. Αφού η Βερονίκη είπε αυτά, εμείς πρωί πρωί γράψαμε όλα τα σχετικά με τον Σίμωνα και βγήκαμε περίπατο. Εκεί μας συναντά ο Αππίωνας μαζί με άλλους τριάντα. Ο Αππίωνας είναι εκείνος τον οποίο αναφέραμε προηγουμένως.1 Μόλις αυτός με είδε, αφού με χαιρέτησε και με ασπάστηκε, είπε σ’ αυτούς που ήταν μαζί του? Αυτός είναι ο Κλήμης, για την ευγένεια του οποίου και τους αρμόζοντες σε ελεύθερο άνθρωπο τρόπους σας έκανα πολύν λόγο? ότι δηλαδή, ενώ ήταν άνδρας από το γένος του καίσαρα Τιβερίου και εκπαιδευμένος σε όλη την ελληνική παιδεία, παρασύρθηκε από κάποιο βάρβαρο, που ονομάζεται Πέτρος, να λέει και να κάνει αυτά που κάνουν οι Χριστιανοί. Γι’ αυτό ζητώ να αναμετρηθεί μαζί μου για να διορθωθεί. Τον ερωτώ λοιπόν μπροστά σας και ας μου πει? επειδή νομίζει ότι παρέδωσε τον εαυτό του στην ευσέβεια, δεν ασεβεί πάρα πολύ εγκαταλείποντας τα πατροπαράδοτα και προσχωρώντας σε ήθη βάρβαρα και αλλόκοτα;
44. Μέλλοντί μοι προς την Τύρον ορμάν μεθ’ ημέρας επτά, βούλομαι το τάχος υμάς εκεί γενομένους και παρά τη Χαναανίτιδι Βερονίκη, Ιούστης θυγατρί, λανθανόντως επιξενωθέντας, τα κατά τον Σίμωνα πάντα διερευνησαμένους, ακριβώς γράψαι μοι. Διο εξαυτής πορεύεσθε μετ’ ειρήνης. Και δη βαπτίζοντα καταλιπόντες αυτόν, εις Τύρον της Φοινίκης επορευόμεθα και παρά τη προειρημένη Χαναανίτιδι καταχθέντες και δαψιλούς παρ’ αυτή ξενίας και φιλοτίμου τυχόντες, περί του Σίμωνος αυτίκα διελεγόμεθα? Σίμων ούτος ο Μάγος, ειπόντες, επί της εν Καισαρεία προς τον κύριον ημών Πέτρον ζητήσεως ηττηθείς, φυγάς ενταύθα ως είχεν ευθύς απέδρα, και λοιδορούμενος αυτώ, συναρπάζει τας των απλουστέρων ψυχάς, και μάγος ων αυτός, μάγον εκείνον αποκαλεί και πλάνος ων ούτος, τον απόστολον πλάνον αποκηρύττει, και δια πάντων αυτός ηττηθείς και φυγή αισχρώς εαυτόν επιτρέψας, φάσκει νενικηκέναι.
45. Η Βερονίκη μεν ουν, ούτω και αυτή ταύτα έχειν είπε και τάλλα δε παρ’ εαυτής τα λειπόμενα προσετίθει. Φαντάσματα γαρ, έφη, μετά το τήδε αυτόν επιστήναι και ινδάλματα καθ’ εκάστην εν μέση τη αγορά ποιών, πάσαν εκπλήττει την πόλιν, ως ανδριάντας μεν αυτού διερχομένου κινείσθαι και σκιάς πολλάκις αυτού προηγείσθαι, ας και των τεθνηκότων ψυχάς αυτός ονομάζει. Πολλούς δε αυτόν και γόητα λέγοντας, ύστερον εις ευωχίαν δήθεν καλέσας, βουν τε θύσας και αυτούς εστιάσας, διαφόρους περιέβαλε νόσοις. Και δαίμονας δε αυτοίς ενήκε και όλως πολλούς κακώσας, θεός είναι νενόμισται. Όθεν ουκ οίομαι δυνήσεσθαί τινά τοσούτον πυρ αναφθέν κατασβέσαι. Διο του μη κινδυνεύειν υμάς χάριν παρακαλώ, μηδέν εγχειρήσητε προς αυτόν, πριν αν ο απόστολος Πέτρος αφίκηται, ος, του Κυρίου και Θεού ημών Ιησού Χριστού δοκιμώτατος υπάρχων μαθητής, δυνήσεται μόνος προς τοσαύτην δυναστείαν ανταγωνίσασθαι.
46. Ταύτα της Βερονίκης ειπούσης, ημείς έωθεν πάντα τα κατά τον Σίμωνα γράψαντες, εις περίπατον ετρεπόμεθα. Και δη και Αππίων υπαντά ημίν μεθ’ ετέρων τριάκοντα. Αππίων εκείνος, ου πρόσθεν εμνήσθημεν. Και άμα τω ιδείν με, προσαγορεύσας τε και κατασπασάμενος. Ούτός εστί Κλήμης, έφη τοις μετ’ αυτού, περί του πολύν εν ευγενεία τε και τρόπων ελευθερία προς υμάς εποιούμην λόγον? ότι ανήρ γένος τε ων από Καίσαρος Τιβερίου και πάσαν ελληνικήν παιδείαν εξησκημένος, υπό βαρβάρου τινός, την προσηγορίαν Πέτρου, τα Χριστιανών ποιείν και λέγειν ηπάτηται. Όθεν αξιώ συναγωνίσασθέ μοι προς την τούτου διόρθωσιν. Εφ’ υμών γαρ αυτού πυνθάνομαι και λεγέτω μοι? επειδή προς το ευσεβείν εαυτόν αποδεδωκέναι νομίζει πως ουχί και τα μέγιστα ασεβεί, τα πάτρια μεν καταλιπών, αποκλίνας δε εις έθη βάρβαρα και αλλόκοτα;
Υποσημείωση.
1. Ο Αππίωνας στο έργο αυτό αναφέρεται για πρώτη φορά. Προφανώς η φράση, «ούπερ πρόσθεν εμνήσθημεν» αναφέρεται στην Επιτομή των επιδημίων κηρυγμάτων του Πέτρου, όπου στην ομιλία Δ’, 6 γίνεται πρώτη μνεία του Αππίωνα.
***
47. Και εγώ είπα σ’ αυτόν? Δέχομαι την αγαθή σου διάθεση προς το πρόσωπό μου. Την άγνοια όμως την απορρίπτω. Διότι η διάθεσή σου βέβαια είναι αγαθή, επειδή θέλεις να παραμένω σ’ αυτά που νομίζεις ότι είναι καλά, η γνώση σου όμως δεν είναι σωστή, γιατί προσπαθεί, με το πρόσχημα της φιλίας, να μας παρασύρει προς την απάτη.
Και ο Αππίωνας είπε? Ώστε θεωρείς άγνοια το να τηρείς τα πατροπαράδοτα και να πιστεύεις αυτά που πιστεύουν οι Έλληνες;
Κι εγώ αποκρίθηκα? Εκείνος που προτιμάει να είναι ευσεβής, δεν πρέπει να φυλάει τα πατροπαράδοτα? αλλά να φυλάει βέβαια όταν είναι ευσεβή, να τα απορρίπτει όμως όταν δεν είναι τέτοια. Διότι είναι ενδεχόμενο κάποιος που έχει πατέρα ευσεβή και θέλει να είναι ευσεβής, να μη θέλει να ακολουθεί αυτά που σέβεται ο πατέρας του και να ακολουθεί τα ίχνη τους.
Και ο Αππίωνας? Τί δηλαδή; Λες ότι ο πατέρας σου δεν είχε καλή ζωή;
Κι εγώ απάντησα, ότι δεν θα μπορούσα βέβαια να πω ότι ήταν κακός, αλλά ότι πίστευε στους ψεύτικους και κακούς μύθους των Ελλήνων.
Και εκείνος είπε? Ποιοί είναι οι μύθοι αυτοί;
Παίρνοντας τον λόγο εγώ είπα? η εσφαλμένη πίστη για τον Θεό, την οποία, εάν έχεις υπομονή, θα ακούσεις μαζί με τους άλλους που αγαπούν την αλήθεια.
48. Γ’ αυτό πριν από τη συζήτηση ας πάμε σε κάποιο μέρος που μας παρέχει περισσότερη ησυχία. Αφού λοιπόν πήγαμε εκεί όπου υπήρχαν καθαρά ρυάκια κρύων πηγών και ποικίλων ολοπράσινων δένδρων απόλαυση, καθίσαμε. Και επειδή όλοι είχαν στραμμένα τα μάτια τους σε μένα, άρχισα τον λόγο μου προς αυτούς ως εξής?
49. Υπάρχει μεγάλη διαφορά, άνδρες, ανάμεσα στην αλήθεια και στη συνήθεια. Διότι άλλοι από τους Έλληνες πίστεψαν πολλούς θεούς κακούς και γεμάτους πάθη, ώστε αυτοί που θέλουν να κάνουν τα ίδια, να έχουν εκείνους ως συνηγόρους του κακού. Άλλοι πάλι δίδαξαν την ειμαρμένη, την λεγόμενη τύχη, έξω από την οποία, λένε, ότι κανείς δεν μπορεί να πάθει ή να κάνει κάτι? έτσι, με το να πιστεύουν ότι έξω από την τύχη κανείς δεν μπορεί να κάνει ή να πάθει κάτι, φτάνουν εύκολα στην αμαρτία, και αμαρτάνοντας να μη μετανοούν για τις ασέβειες που έκαναν. Άλλοι πάλι διδάσκουν ότι όλα τα παρόντα είναι αφηρημένα στην τύχη τους και λένε ότι δεν υπάρχει καν αυτός που υπάρχει και φροντίζει και ανταποδίδει στον καθένα ανάλογα με την αξία του. Γι’ αυτό αυτοί που τα πιστεύουν αυτά δεν σωφρονίζονται εύκολα, γιατί δεφν προβλέπουν τον κίνδυνο που έρχεται.
50. Ο λόγος, αντίθετα, των βαρβάρων, όπως λέτε εσείς, είναι πάρα πολύ ευσεβής, διδάσκοντας ένα Θεό δημιουργό αυτού του σύμπαντος, από τη φύση του αγαθόν και δίκαιον. Αγαθόν, επειδή συγχωρεί τα αμαρτήματα εκείνων που μετανοούν, και δίκαιον, επειδή καθέναν που δεν μετανοεί τον ανταμείβει ανάλογα με την αξία των πράξεών του. Διότι ο καθένας αναμένοντας την κρίση από τον παντεπόπτη Θεό, θα έχει κίνητρο για να ζει με σύνεση, και εκείνος που ζει συνετά γλιτώνει από την αιώνια κόλαση.
47. Καγώ προς αυτόν? Την μεν προς εμέ σου, φημί, αγαθήν προαίρεσιν αποδέχομαι, την δε αγνωσίαν αποσείομαι. Η μεν γαρ προαίρεσις αγαθή, ότι περ εν οις δοκείς καλοίς, εν τούτοις είναί με θέλεις, η δε γνώσις ουκ ορθώς έχουσα, προφάσει γαρ φιλίας λανθάνεις προς απάτην ημάς εκκαλούμενος.
Και ο Αππίων? Ουκούν αγνωσία σοι δοκεί τα πάτρια, έφη, φυλάττοντα, τα Ελλήνων φρονείν;
Καγώ? Τον ευσεβείν προηρημένον, απεκρινάμην, ου πάντως φυλάσσειν τα πάτρια δει, αλλά φυλάσσειν μεν, εάν η ευσεβή, αποσείεσθαι δε, μη ούτως έχοντα. Ενδέχεται γαρ τινά πατρός ασεβείς όντα και βουλόμενον ευσεβείν, μη τα του πατρός εθέλειν μιμείσθαι και κατ’ ίχνος αυτοίς έπεσθαι.
Και ο Αππίων? Τί ουν; Τον σον πατέρα φης ουκ αγαθού γεγονέναι βίου;
Καγώ έφην, ότι κακού μεν αυτόν ουκ αν είποιμι, πλην ότι τοις ψευδέσι και ακάκοις των Ελλήνων επίστευε μύθοις.
Και ος? Τίνες οι μύθοι ούτοι; Φησίν.
Εγώ δε υπολαβών? Η περί τον Θεόν, είπον, ουκ ορθή δόκησις, ην, εάν μακροθυμής, μετά των άλλων ακούση φιλομαθών.
48. Διο προ των διαλόγων, εις τινά πλείονα, παρεχόμενον ησυχίαν υποχωρήσωμεν τόπον. Και δη προϊόντες ένθα ναμάτων ην ψυχρών καθαρά ρεύματα και δένδρων παντοίων χλοερών τέρψις, εκαθεζόμεθα. Επεί δε πάντες ήσαν ορώντες ατενώς εις εμέ, ούτω του προς αυτούς άρχομαι λόγου.
49. Πολλή τις, ω άνδρες, διαφορά τυγχάνει αληθείας τε και συνηθείας. Οι μεν γαρ των Ελλήνων πολλούς θεούς κακούς και πολυπαθείς ηγήσαντο, ίνα οι τα όμοια πράττειν θέλοντες, εκείνους έχωσι του κακού συνηγόρους. Άλλοι δε ειμαρμένην εισηγήσαντο την λεγομένην γένεσιν, και παρ’ αυτήν ούτε πάσχειν τινά δυνατόν είναι φασίν, ούτε ποιείν, ίνα, νομίσαντες ότι παρά γένεσιν ουδείς ούτε ποιείν ούτε πάσχειν έχει, ραδίως επί το αμαρτάνειν έρχωνται, και αμαρτάνοντες, μη μεταμέλωνται εφ’ οις ησεβήκασιν. Άλλοι δε απρονόητα δογματίζουσι τα παρόντα και αυτομάτως φέρεσθαι το παν εισάγουσι, μηδενός εφεστηκότος Δεσπότου, ο δη και πάντων εστί χαλεπώτατον, ούτω τον Θεόν βλασφημείν και της του πατρός εκβάλλειν προνοίας, ώστε μηδέ είναι λέγειν τον εφεστώτα και προνοούμενον και τα κατ’ αξίαν τω παντί απονέμοντα? όθεν ου ραδίως οι τα τοιαύτα φρονούντες σωφρονίζονται. Τον γαρ επερχόμενον κίνδυνον ου προορώνται.
50. Ο δε των, ως υμείς φάτε, βαρβάρων λόγος, ευσεβέστατός εστίν, ένα Θεόν δημιουργόν τούδε του παντός εισηγούμενος, τη φύσει αγαθόν και δίκαιον? αγαθόν μεν, ως μεταμελουμένοις συγχωρούνται τα αμαρτήματα? δίκαιον δε, ως εκάστω μη μετανοούντα, κατ’ αξίαν των πεπραγμένων, αποδιδόναι. Έκαστος γαρ προσδοκία του κριθήσεσθαι υπό του παντεπόπτου Θεού, προς το σωφρονείν μάλλον τον ορμήν λαμβάνει και ο σωφρόνως βεβιωκώς της αιωνίου λυτρούται κολάσεως.
***
51. Ελέγχοντας λοιπόν του καθενός από αυτούς που σεις ονομάζετε θεούς τις ασεβείς πράξεις, του Δία και του Ποσειδώνα, του Πλούτωνα και του Απόλλωνα, του Διονύσου και του Ηρακλή και του καθενός χωριστά (των οποίων ούτε σεις αγνοείτε, αφού προέρχεσθε από την ελληνική παιδεία, τους βίους που διδαχθήκατε, για να κάνετε τα ίδια ως ζηλωτές των θεών), θα αρχίσω πρώτα, εάν εγκρίνετε, από τον βασιλικώτατον Δία. Ο πατέρας αυτού Κρόνος, όπως λέγεται, αφού κατάπιε τα παιδιά του, κόβοντας με την αδαμάντινη άρπα τα μόρια του πατέρα του, έδωσε σ’ εκείνους που μιμούνται τα μυστικά των θεών εικόνες και πρότυπα του σεβασμού προς τους γονείς και της αγάπης προς τα παιδιά. Ο ίδιος δε ο Δίας, αφού έδεσε το πατέρα του, τον κατακρήμνησε στον Τάρταρο και τιμωρεί και τους άλλους θεούς. Για εκείνους πάλι που θέλουν να κάνουν ακατανόμαστες πράξεις, όταν γέννησε την Μήτι την κατάπιε, αλλά η Μήτις ήταν σπέρμα, διότι ήταν αδύνατο να καταπιεί βρέφος. Προς δικαιολογία των παιδεραστών αρπάζει τον Γανυμήδη.1
Βοηθώντας επίσης τους μοιχούς για τη μοιχεία τους γίνεται ο ίδιος πολλές φορές μοιχός. Αλλά και προτρέπει σε διαφθορά αδελφών, συνουσιαζόμενος ο ίδιος με τις αδελφές του, την Ήρα, τη Δήμητρα και την ουράνια Αφροδίτη, την οποία μερικοί την ονομάζουν Δωδώνη. Σ’ εκείνους που θέλουν να κάνουν έρωτα με τις θυγατέρες τους, γίνεται πονηρό παράδειγμα σμίγοντας με την Περσεφόνη, όπως βγαίνει από τους μύθους. Αλλά και μύριες άλλες ασέβειες έκανε, για να διατυπωθεί από τους ασεβείς, εξαιτίας της υπερβολικής ακρασίας τους, ο μύθος ότι είναι θεός για τους αφελείς. Καταδικάζοντας λοιπόν αυτούς εγώ όχι τυχαία, κατέφυγα στον μοναδικό αγαθό Θεόν, αποδίδοντας πίστη στην ασφαλή κρίση, διότι από την δίκαιη κρίση του Θεού έχει οριστεί και ο νόμος, και η ψυχή οπωσδήποτε ανταμείβεται ανάλογα με την αξία αυτών που έπραξε οπουδήποτε.
52. Αφού είπα αυτά, ο Αππίωνας πρόσθεσε στον λόγο? Τί δηλαδή; Και οι Έλληνες και οι ελληνικοί νόμοι δεν τα απαγορεύουν αυτά και ορίζουν ότι και οι μοιχοί και όσοι με άλλο τρόπο κάνουν τα αντίθετα να τιμωρούνται;
Κι εγώ είπα? Άρα οι θεοί των Ελλήνων, που διέπραξαν τα αντίθετα προς τους νόμους, πρέπει να τιμωρηθούν αυστηρά. Πώς όμως θα μπορέσω να συνετίσω τον εαυτό μου, γνωρίζοντας ότι οι ίδιοι οι θεοί πρώτοι μαζί με την μοιχεία διέπραξαν όλα τα φοβερά και δεν τιμωρήθηκαν, ενώ έπρεπε να τιμωρηθούν περισσότερο, επειδή δεν ήταν υποδουλωμένοι στη σαρκική επιθυμία; Εάν πάλι ήταν υποδουλωμένοι, πώς ήταν θεοί;
Και ο Αππίωνας? Ας μη είναι ανώτατοι επόπτες για μας πια οι Θεοί, αλλά οι δικαστές, προς τους οποίους αποβλέποντας θα φοβούμαστε να αμαρτήσουμε.
Και εγώ είπα? Δεν είναι το ίδιο, Αππίωνα. Διότι αυτός που έχει επόπτη άνθρωπο, με την ελπίδα ότι θα διαφύγει, θα τολμά να αμαρτάνει, ενώ εκείνος που όρισε στην ψυχή του παντεπόπτη τον Θεό, γνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να ξεφύγει αυτόν, θα αποφύγει να αμαρτήσει στα κρυφά.
53. Ακούοντας αυτά ο Αππίωνας είπε? Γνώριζα, από τότε που άκουσα ότι συναναστρέφεσαι Χριστιανούς,2 ότι άλλαξες γνώμη. Διότι καλά είπε κάποιος? «Διαφθείρουν τα χρηστά ήδη οι κακές συναναστροφές».3
Κι εγώ του απάντησα? Επομένως διορθώνουν τα μη χρηστά ήθη οι καλές συναναστροφές. Όταν είπα αυτά οι παρευρισκόμενοι έδειχναν ότι ευχαριστήθηκαν μ’ αυτά που έλεγα? γι’ αυτό, αφού μου ζήτησαν να έρθω και αύριο πάλι, τότε αποχώρησαν.
Την επόμενη μέρα όμως ήρθε ο Πέτρος και τον προϋπάντησαν πολλοί από τα γύρω μέρη, αλλά και πολλοί από την Τύρο και του φώναζαν λέγοντας? Ο Θεός να μας ελεήσει μέσω σου και να μας θεραπεύσει.
Ο Πέτρος τότε, αφού ανέβηκε σε κάποιο βράχο ψηλό, για να φαίνεται από όλους, και αφού τους χαιρέτισε σύμφωνα με τον θεοσεβή νόμο, άρχισε ως εξής?
51. Εκάστου δε των παρ’ υμίν λεγομένων θεών τας ασεβείς διελέγχων πράξεις, του Διός τε και Ποσειδώνος, Πλούτωνός τε και Απόλλωνος, Διονύσου τε και Ηρακλέους, και των καθ’ ένα έκαστον (ών ουδέ αυτοί αγνοείτε, εκ παιδείας ελληνικής, ορμώμενοι, ους επαιδεύθητε βίους, ίνα, ως ζηλωταί των θεών, τα όμοια πράττητε), και απ’ αυτού γε πρότερον, ει δοκεί, του βασιλικωτάτου Διός άρξομαι. Του ο μεν πατήρ Κρόνος τα ίδια τέκνα, ως λέγεται, καταπιών, τη εξ αδάμαντος άρπη του πατρός τα μόρια θερίσας, της προς γονείς ευσεβείας και της προς τα τέκνα φιλίας, τοις τα μυστικά των θεών ζηλούσιν, εικόνας και τόπους παρέσχετο. Αυτός δε ο Ζεύς, τον αυτού πατέρα δείσας κατέρραξεν εις Τάρταρον και τους άλλους κολάζει θεούς. Τοις δε αρρητουργείν εθέλουσι, την Μήτιν γεννήσας κατέπιεν, ην δε η Μήτις γονή? βρέφος γαρ καταπιείν αδύνατον. Υπέρ δε απολογίας παιδεραστών. Γανυμήδην αρπάζει. Και μοιχοίς υπέρ μοιχείας βοηθών, αυτός πολλάκις μοιχός ευρίσκεται. Αδελφογαμείν δε προτρέπεται, αδελφοίς αυτός συνεισελθών.
Ήρα και Δήμητρι και Αφροδίτη τη ουρανία, ην τινές Δωδώνην λέγουσι. Τοις δε θυγατράσι μίγνυσθαι βουλομένοις, Περσεφόνη συνεληλυθώς, παράδειγμα πονηρόν εκ των μύθων γίνεται. Άλλα τε μυρία ησέβηκεν, ίνα υπό των δυσσεβών, δια την υπερβάλλουσαν ακρασίαν, και θεός είναι τοις ιδιώταις ο μύθος δογματισθή. Τούτων ουχ ως έτυχεν εγώ καταγνούς, τω μόνω αγαθώ Θεώ προσέφυγον, αποδεδωκώς την πίστιν ασφαλεί τη κρίσει, ότι εκ της του Θεού δικαίας κρίσεως και νόμος ώρισται, και η ψυχή πάντως το κατ’ αξίαν ων έπραξεν όπου δη ποτέ απολαμβάνει.
52. Ταύτά μου ειπόντος, ο Αππίων επήνεγκε τω λόγω? Τί γαρ; Ουχί και Έλληνες και Ελλήνων νόμοι απαγορεύουσι τα τοιαύτα, και τους μοιχούς τε και άλλως τα εναντία πράττοντας τιμωρείσθαι νομοθετούσι;
Καγώ έφην? Ουκούν οι Ελλήνων θεοί τα εναντία τοις νόμοις διαπραξάμενοι κόλασιν ου την τυχούσαν οφείλουσι. Πώς δε σωφρονίζειν εμαυτόν δυνήσομαι, υπολαμβάνων ότι οι θεοί αυτοί πρώτοι άμα τη μοιχεία τα χαλεπά πάντα διεπράξαντο, και δίκην ου δεδώκασι, ταύτη μάλλον οφείλοντες δούναι, ως μη δουλεύοντες επιθυμία? ει δε υπέκειντο, πώς ήταν θεοί;
Και ο Αππίων? Έστωσαν ημίν σκοποί μηκέτι θεοί, αλλά δικασταί, εις ους αφορούντες, φοβηθησόμεθα αμαρτάνειν.
Καγώ έφην? Ουκ έστιν όμοιον, ω Αππίων. Ο μεν γαρ προς άνθρωπον τον σκοπόν έχων, ελπίδι του λαθείν, αμαρτάνειν πάντως τολμήσειεν, ο δε Θεόν παντεπόπτην τη εαυτού ψυχή ορισάμενος, ειδώς αυτόν λαθείν μη δύνασθαι, και το λάθρα αμαρτάνειν παραιτήσεται.
53. Ταύτα ο Αππίων ακούσας, Ή δειν, έφη, εξ ότε ήκουσα Χριστιανοίς σε προσομιλούντα ηλλοιώσθαι την γνώμην. Καλώς γαρ είρηταί τινί; Φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί.
Καγώ προς αυτόν? Ουκούν επανορθούσιν ήθη μη χρηστά ομιλίαι κακαί. Ταύτα μου ειπόντος οι παρόντες φανεροί ήσαν ώσπερ ηδόμενοι τοις υπ’ εμού λεγομένοις? όθεν και τη υστεραία αξιώσαντες αφικέσθαι πάλιν, το γε νυν έχον υπεχώρουν.
Τη δε επαύριον προεληλυθύα τω Πέτρω απήντουν πλησιόχωροί τε ουκ ολίγοι, και αυτής? δε της Τύρου πολλοί, και επεφώνουν λέγοντες? Ο Θεός δια σου ημάς ελεείτω, δια σου θεραπευέτω.
Στας ουν ο Πέτρος επί λίθου τινός υψηλού προς το δύνασθαι πάσι καταφανής είναι και προσαγορεύσας θεοσεβεί νόμω, ούτως ήρξατο.
Υποσημειώσεις.
1. Ωραίος νέος, γιος του Τρώα, που τον άρπαξε ο Δίας στον Όλυμπο ως οινοχόο του.
2. Στην αντίστοιχη ομιλία (Δ’ 24) αντί του ¨Χριστιανοίς¨ αναφέρει ¨Ιουδαίους¨.
3. Πρβλ. Α’ Κορ. 15, 33
Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.
Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994
Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Εισαγωγή στην επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου.