Αξιοθάύμαστα περιστατικά από την ζωή του Αγίου Ευμενίου – Σίμωνος Μοναχού του Αγιορείτου.

Έφευγε από το Νοσοκομείο και λειτουργούσε

ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ είχα λογισμό, να πάω στον Παππούλη. Εκείνος, όμως, ήταν στο νοσοκομείο και νοσηλευόταν στην Β΄ Παθολογική, με ορούς. Πάω εκεί, δεν ήταν στο κρεββάτι του. “Έ, λέω, “θα του έχουν άλλάξει δωμάτιο.

Ψάχνω τον Παππούλη σε όλη την Β΄ Παθολογική, στο Λοιμωδών, πουθενά ο Παππούλης. Ρωτάω μια νοσοκόμα: “ Αδελφή, ήταν εδώ ο πατήρ Ευμένιος. Τι έγινε, που είναι;. “ Ά, μου λέει, “άμα τον δεις, πες το και σ’ εμάς. Έβγαλε τους ορούς, έβγαλε τα σωληνάκια, έβγαλε τα καλώδια και εξαφανίστηκε.

Βγαίνω, πάω μέχρι την εκκλησία ν’ ανάψω ένα κεράκι. Μπαίνω και ο Πατήρ Ευμένιος ήταν μέσα και λειτουργούσε.

Τον πλησιάζω στην Ωραία Πύλη. “Παππούλη, τι κάνεις εδώ; Σε ψάχνει όλο το νοσοκομείο, του λέω.

Και γυρίζει με μια λαχτάρα και μου λέει: “Λειτουργώ, λειτουργώ.

Τα είχε εγκαταλείψει όλα και είχε πάει να λειτουργήσει.» [Καλοχωρίδης Χρήστος]

Ή Ανάσταση που άργησε…

«ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ βράδυ. Ο Γέροντας, λαμπροφορεμένος, υποδεχόταν τον κόσμο και έπαιρνε τίς λειτουργιές. Είχε ετοιμάσει τα καντήλια από νωρίς. Έτοιμα όλα, σβηστά. Άρχισε το “Ευλογητός, πήρε καιρό μέσα στα μαύρα του τα ράσα, με τους βοστρύχους των μαλλιών και των γενειών, του να λάμπουν. Σοβαρός-σοβαρός. Ανοιγόκλεινε την πόρτα, παραπατούσε, αλλά έτρεχε κιόλας, προσκυνούσε τίς Δεσποτικές εικόνες, τον θρόνο, έμπαινε στο Ιερό, έπαιρνε τίς λειτουργιές, ψέλναμε τον Κανόνα “Κύματι θαλάσσης. Δεν είχε ο Γέροντας χρόνο κοσμικό, είχε χρόνο λειτουργικό. Μαζευόταν ο κόσμος, πολύς κόσμος. Χριστιανοί, που τον αγαπούσαν, αλλά και άλλοι από την γειτονιά δρασκέλιζαν την μάντρα, σκύβοντας από το μικρό πορτάκι, άρρωστοι, νοσοκόμες, γιατροί. Καθυστερούσε ο Γέροντας. Σβηστά τα φώτα. Ψέλναμε, ξαναψέλναμε, δεν έβγαινε να πει το “Δεύτε, λάβετε φώς. Έφευγα από το ψαλτήρι, να πάω στο Ιερό, μου έλεγε: “Ξέρω-ξέρω. Αδημονία. Οι άλλες εκκλησία σήμαναν ήδη Ανάσταση, βαρελότα πέφτανε κι αυτός δεν έβγαινε.

“Ξέρω, ξέρω, μου λέει. “Όποιος θέλει ας φύγει. Δεν μπορεί. Ας τους βάλουμε στην εκκλησία, τα προβατάκια του Χριστού μας, Βαγγέλη. Μέσα στην κιβωτό είναι μια φορά τον χρόνο. Ας καθυστερήσουν. Ψάλλε εσύ, ψάλλε. “Τα είπα, Γέροντα, πάλι και πάλι.

Τέλος πάντων, βγήκε. Άλλο πανηγύρι. Έκουνούσε την λαμπάδα γελώντας, βλέποντας το φως. Έπεφταν οι Χριστιανοί κι εκείνος εκουνούσε την λαμπάδα του. Πήραν το φως, διαδόθηκε παντού, έξω στις αυλές. Ψέλναμε: “Την Ανάστασίν Σου, Χριστέ Σωτήρ. Βγήκαμε, καθυστερούσε, χαιρετούσε, ευλογούσε, σταύρωνε. Ανέβηκε σ’ ένα πεζούλι, απέναντι από τον ναό, και πήγαινε πέρα-δώθε. Γελούσε, έλαμπε το πρόσωπό του, σωστό παιδί. Ό κόσμος περίμενε το Ευαγγέλιο.

Αφού «έπαιξε» κάμποσο, πηγαίνοντας πέρα-δώθε, εστάθη. Άνοιξε το Ευαγγέλιο, δόξασε την Αγία Τριάδα, διάβασε το κείμενο, το εωθινό, όχι το σύνηθες, αλλά το άλλο, το μεγαλύτερο. Δόξα σοι, είπε το «Χριστός Ανέστη, χτύπησαν οι καμπάνες. Δεν είχαν πολλά βαρελότα. Ψέλναμε όλοι, όλος ο λαός. Νέα χαρά τώρα. “Χριστός Ανέστη, φώναζε. Περιδιάβαινε στο πεζούλι, μετά χάθηκε στον κόσμο. Είχε πάει η ώρα 1:30. Μπήκαμε στην εκκλησία. “Ψάλτε, ψάλτε, έλεγε. Λιβάνιζε σε κάθε ωδή. Ψέλναμε τις Καταβασίες. Εάν μας ξέφυγε κανένα τροπάριο και το λέγαμε μόνο μιά φορά, αυτός μας έλεγε: “Πες το πάλι. Μνημόνευε στην πρόθεση χιλιάδες ονόματα. Είχε πάει 2:30 το πρωί. Ό κόσμος είχε εγκλωβιστεί. Μόνον οι Έλληνες ξέρουν τι σημαίνει, να πας κάπου να αναστήσεις και μετά να πας να φας. Ακόμα και οι χριστιανοί θέλουν να είναι 2 η ώρα στο τραπέζι κι εμείς μόλις που είχαμε αρχίσει.

Είπα το “Όσοι εις Χριστόν, τον Απόστολο, διαβάστηκε και το Ευαγγέλιο και ήρθε η ώρα των κατηχουμένων. Τρείς την νύχτα άρχισε να μνημονεύει τους ζωντανούς, χιλιάδες ονόματα. Πολλοί έφυγαν από την εκκλησία. Πήγε η ώρα 4:00 κι ακόμα να βγούν τα Άγια. Τέλος πάντων, ευδόκησε να πάψει τα μνημόνια. Βγήκαν τα Άγια κι άρχισε πάλι να μνημονεύει. Μπήκα στο Ιερό και μου λέει: “Χαίρονται, Βαγγέλη μου, χαίρονται οι πεθαμένοι. Κι εγώ του απαντώ: “Δεν ξέρω αν χαίρονται οι πεθαμένοι. Οι ζωντανοί όμως;. Μου λέει: “Χαίρονται κι αυτοί, Βαγγέλη μου, ψάλλε, ψάλλε. Και τι να ψάλλω; Περίμενα να τελειώσει.

Τελείωσε, μας κοινώνησε όλους, μας έδωσε όλα του τα κρασιά και τα πρόσφορα και τ’ αυγά, και φύγαμε κατά τίς 5:00. Σκέφθηκα: “Δεν ξανάρχομαι του χρόνου, άπαπαπα!!!. Τον επόμενο χρόνο, όμως, δεν λειτούργησε. Ήταν η τελευταία πασχαλιάτικη Λειτουργία, που έκανε μόνος του, με το ποίμνιό του, ο ποιμένας ο καλός, ο ευλογημένος.» [π. Ευάγγελος Παπανικολάου]

Από το βιβλίο: Πατήρ Ευμένιος. Ο κρυφός άγιος της εποχής μας. Μοναχού Σίμωνος.

Αθήνα, 2009

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.