Λόγος ηθικός όγδοος: «Για την αγάπη του Θεού, την πίστη, την έλλαμψη και τη θέαση του Θείου φωτός – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Για την αγάπη του Θεού και την πίστη, και πώς κυοφορεί κάποιος μέσα του την αγάπη του Θεού. Και για την έλλαμψη και τη θέαση του φωτός και τη μυστική συνομιλία του Πνεύματος.

Ας ακούσουμε λοιπόν, αν νομίζετε, τον Σωτήρα μας Θεό, που απερίφραστα φωνάζει και λέει σ’ εμάς: «Δεν ήρθα, για να κρίνω τον κόσμο, αλλά για να σωθεί ο κόσμος δια μέσου εμού».1 Και θέλοντας να δείξει τον τρόπο της σωτηρίας, λέει: «Ο Θεός έστειλε τον Υιό του στον κόσμο, ώστε καθένας που πιστεύει σ’ αυτόν να μη χαθεί, αλλά να έχει αιώνια ζωή».2
Αυτός λοιπόν που πιστεύει αυτά από την καρδιά του και βεβαιώνεται ότι ο Χριστός δεν ήρθε να τον κρίνει, αλλά να τον σώσει, και όχι με τα έργα ή με τους κόπους και τους ιδρώτες, αλλά με μόνη την πίστη σ’ αυτόν, πες μου, πώς άραγε δεν θα τον αγαπήσει με όλη του την ψυχή και με όλη του τη σκέψη;3 Και μάλιστα, όταν ακούσει όσα υπέστη εκείνος, θέλοντας να σώσει αυτόν και όλους τους ανθρώπους˙ όπως δηλαδή την κάθοδό του από τους ουρανούς, την είσοδο και την σύλληψή του μέσα στα σπλάχνα της Παρθένου και Θεοτόκου, και το πώς έγινε άνθρωπος, χωρίς να μεταβληθεί η θεία του φύση, αυτός που είναι επάνω από όλους τους ουρανούς,4 που είναι ισότιμος, και ομοούσιος με τον Πατέρα και κρατά όλη τη δημιουργία με το χέρι της δύναμής του, που είναι επάνω στους ουρανούς μαζί με τον Πατέρα και καταδέχθηκε να γίνει κάτω στη γη βρέφος, σύμφωνα με την τάξη της ανθρώπινης φύσης μας.
Και όταν αναλογισθεί κάποιος μαζί μ’ αυτά τα άλλα μυστήρια της οικονομίας του, και όχι μόνο αυτά, αλλά και τα πάθη που υπέμεινε γι’ αυτόν, εκείνος που ήταν απαθής ως προς τη θεία φύση, όπως δηλαδή την ανείπωτη γέννησή του, τα σπάργανα, το ίδιο το σπήλαιο, τη φάτνη των άλογων ζώων, στην οποία ο Βασιλιάς του παντός έγειρε και ξάπλωσε φτωχικά, τη φυγή στην Αίγυπτο, την επιστροφή από την Αίγυπτο, την υποδοχή από τον Συμεών, και πως σαν ένας από τους κοινούς ανθρώπους ευλογήθηκε απ’ αυτόν και εισήχθη μέσα στο ναό˙ όταν αναλογισθεί την υποταγή στους γονείς, τη βάπτισή του από τον Ιωάννη μέσα στον Ιορδάνη, τον πειρασμό από τον διάβολο, τις θαυματουργίες του, και το ότι γι’ αυτές δεν θαυμαζόταν, αλλά μάλλον φθονούνταν και λοιδορούνταν και διακωμωδούνταν από όλους (και μάλιστα από ποιούς; Από πονηρούς και άθεους άνδρες, που μπορούσε με φανερό ή αφανή τρόπο να φράξει τα απύλωτα στόματά τους και να ξηράνει τις γλώσσες τους και να εξαφανίσει τη φωνή, που υπήρχε μέσα τους)˙
όταν αναλογισθεί την προδοσία από το μαθητή, το δέσιμο που υπέστη από τους ανόσιους φονιάδες, και πως οδηγούνταν απ’ αυτούς σαν κακούργος, και παραδιδόταν στον Πιλάτο σαν κατάκριτος, και δέχθηκε ράπισμα από δούλο, και άκουσε τη θανατική απόφαση σιωπώντας («Σ’ εμένα λοιπόν», λέει, «δεν μιλάς; Δεν γνωρίζεις ότι έχω εξουσία να σε σταυρώσω, αλλά και εξουσία να σε αφήσω ελεύθερο;»)5˙ έπειτα τη μαστίγωση, τις κοροϊδίες, τους εξευτελισμούς, την πορφύρα, το καλάμι, με το οποίο δεχόταν στα αμόλυντο κεφάλι του τα χτυπήματα από τους θεοκτόνους, το αγκάθινο στεφάνι, το σταυρό, τον οποίο βαστούσε στους ώμους του εκείνος, που με το λόγο του βαστά τα σύμπαντα.6 Και για να μιλήσω με συντομία, όταν κάποιος φέρει στο νου του, πως οδηγούνταν εκείνος έξω από την πόλη, τον τόπο του Κρανίου, ενώ οι δήμιοι και οι στρατιώτες τον περικύκλωναν με άπειρο όχλο που ακολουθούσε, για να δει το θέαμα της σταύρωσης και, επιπρόσθετα, οι άγγελοι στον ουρανό αισθάνονταν φρίκη, ενώ ο Θεός και Πατέρας έβλεπε τον ομοούσιο και ομόθρονο και
ομότιμο Υιό να πάσχει αυτά από τους ασεβείς Ιουδαίους, και να κρεμάται γυμνός στο σταυρό, και να καρφώνεται με καρφιά στα χέρια και στα πόδια, να πληγώνεται με λόγχη στην πλευρά και να ποτίζεται χολή με όξος, και όχι μόνο να υπομένει όλα με μακροθυμία, αλλά και να προσεύχεται για τους σταυρωτές του, πώς δεν θα τον αγαπήσει αυτόν με όλη του την ψυχή;
Διότι, όταν κάποιος σκεφθεί, ότι, αν και είναι Θεός άναρχος, που γεννήθηκε από άναρχο Πατέρα, συμφυής,7 και ομοούσιος με το πανάγιο και προσκυνητό Πνεύμα, αόρατος και ανεξερεύνητος, κατέβηκε από τον ουρανό και σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος, και όλα αυτά, που ειπώθηκαν, αλλά και πολλά άλλα, τα έπαθε για τον άνθρωπο, για να τον απαλλάξει από το θάνατο και τη φθορά, και να τον κάνει υιό του Θεού και θεό όμοιο μ’ αυτόν, άραγε, αν είναι σκληρότερος από πέτρα και ψυχρότερος από πάγο, δεν θα μαλακώσει η ψυχή του και δεν θα θερμανθεί η καρδιά του, ώστε να αγαπήσει τον Θεό; Εγώ έτσι λέω και έτσι ομολογουμένως είναι η αλήθεια, ότι δηλαδή, αν πιστέψει κάποιος όλα αυτά από την καρδιά του και από τα βάθη της ψυχής του, θα αποκτήσει αμέσως μέσα στην καρδιά του και την αγάπη προς τον Θεό.
Διότι όπως λένε ότι το μαργαριτάρι συλλαμβάνεται μέσα στο κογχύλι από τη δροσιά του ουρανού και από την αστραπή,8 όταν ανοιχθεί το κογχύλι, έτσι να σκεφθείς ότι σπέρνεται μέσα μας και η αγάπη προς τον Θεό. Διότι από τα παθήματά του, που ειπώθηκαν, η ψυχή, ακούγοντας και πιστεύοντας λίγο λίγο, ανοίγει ανάλογα με την πίστη της, ενώ προηγουμένως ήταν κλεισμένη από την απιστία˙ όταν όμως ανοιχθεί, τότε η αγάπη του Θεού, που είναι ενωμένη με το ανέκφραστο φως, πέφτει νοερά μέσα στις καρδιές μας σαν ουράνια δροσιά, όπως πέφτει η αστραπή, και γίνεται σαν φωτεινό μαργαριτάρι, για το οποίο ο Κύριος λέει ότι, όταν το βρήκε ο έμπορος, πήγε και πούλησε όλα τα υπάρχοντά του, και αγόρασε εκείνο το ένα μαργαριτάρι.9 Λοιπόν, και εκείνος που αξιώθηκε να πιστέψει έτσι, όπως δηλαδή είπαμε, και να βρει μέσα του το νοητό μαργαριτάρι της αγάπης του Θεού, δεν ανέχεται να μην τα καταφρονήσει όλα και να μη μοιράσει όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και να μην αφήσει σ’ εκείνους που θέλουν αυτά με άλλο τρόπο, για να διαφυλάξει
ασφαλή και εντελώς αμείωτη την αγάπη προς τον Θεό. Διότι, όταν η αγάπη προς τον Θεό αυξάνεται καθημερινά στην καρδιά εκείνου που την προτιμά από όλα, τότε γίνεται μέσα του θαύμα θαυμάτων, εντελώς ανείπωτο και ολότελα απερίγραπτο, που δεν μπορεί αυτός ούτε με το νου να καταλάβει, ούτε με το λόγο να παραστήσει˙ και επειδή αυτός εκπλήσσεται από το απερίγραπτο και ακατανόητο πράγμα και ο νους του αφοσιώνεται σ’ εκείνο, μεταφέρεται εντελώς έξω από τον κόσμο όχι με το σώμα, αλλά με όλες τις αισθήσεις˙ διότι και οι αισθήσεις μαζί με το νου αποχωρούν προς αυτό που βλέπει μέσα του.
Αυτός λοιπόν που βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση κοιτάζει για να δει, και βλέπει και διαπιστώνει ότι αυτό είναι φως˙ θεωρεί μάλιστα ότι το φως έχει την αρχή του από τον ουρανό. Αναζητώντας λοιπόν, βρίσκει ότι αυτό το φως δεν έχει ούτε αρχή, που να καταλήγει σε κάποιο τέλος, ούτε ότι έφθασε σε κάποια μέση. Επειδή μάλιστα απορεί γι’ αυτά, κοιτάζει και διακρίνει ότι σ’ αυτό το φως υπάρχουν τρεις ενέργειες: το δια μέσου ποιού έρχεται, το μέσα σε ποιον υπάρχει και το σε ποιον έρχεται. Και όταν δει αυτά, τότε ρωτά να μάθει, και τότε ακούει καθαρά: «Να, εγώ είμαι το Πνεύμα διαμέσου του οποίου έρχεται και μέσα στο οποίο υπάρχει ο Υιός»˙ και, «Να, εγώ είμαι ο Υιός, στον οποίο υπάρχει ο Πατέρας». Και επειδή αυτός εξακολουθεί να απορεί όλο και περισσότερο, ο Πατέρας λέει πάλι, «Να, με βλέπεις». Ο Υιός λέει, «Και εγώ είμαι μέσα στον Πατέρα».10 Και το Πνεύμα έλεγε, «Αληθινά είμαι εγώ˙ διότι εκείνος που βλέπει τον Πατέρα και τον Υιό, βλέπει δια μέσου εμού, και βλέποντας μεταφέρεται έξω από τα ορατά πράγματα». Αλλά ρωτώ:
«Πού αυτός βλέπει να είναι ο Πατέρας και ο Υιός;» Απαντά: «Εκεί όπου κανείς, ούτε από τους ανθρώπους, ούτε από τους αγγέλους, γνωρίζει, εκτός από εμένα την ίδια, τη μία δηλαδή και μονάδα και υπερούσια ουσία και φύση». «Πώς όμως υπάρχεις», λέει «μέσα μου;» «Υπάρχω τελείως ολόκληρη˙ διότι είμαι εντελώς αχώριστη και άτμητη, διατηρώντας την ενότητα ακόμη και στις υποστάσεις. Αν λοιπόν βρίσκεσαι κάπως ή κάπου μέσα σ’ εμένα, μην πεις ότι γνωρίζεις κάποια υπόσταση. Επειδή όμως είσαι άνθρωπος και επειδή είσαι περιγραπτός, βρίσκομαι και εγώ σαν σε περιγραφή και σαν σε τόπο, διότι και ο ένας από μας11 έγινε περιγραπτός, με το να γίνει άνθρωπος˙ όπως ως προς τη φύση, που έχω, είμαι τελείως αόρατη, απερίγραπτη, ασχημάτιστη, ανέγγιχτη, αψηλάφητη, ακίνητη, αεικίνητη, γεμίζοντας με την παρουσία μου τα πάντα και χωρίς πουθενά να είμαι ολόκληρη, ούτε μέσα σ’ εσένα, ούτε μέσα σε κάποιον άλλο από τους παλαιούς ή απ’ αυτούς που τώρα με πλησιάζουν, αγγέλους ή προφήτες, οι οποίοι ούτε με είδαν ούτε με βλέπουν ποτέ».12
Εκείνος λοιπόν που βλέπει αυτά με τρόπο μυστικό και που μυείται σ’ εκείνα που ξεπερνούν τους αγγέλους, σ’ εκείνα που ξεπερνούν την ανθρώπινη αντίληψη, άραγε θα μπορέσει διόλου να είναι ως προς την αίσθηση και τη σκέψη μαζί με ανθρώπους; Διότι, αν εκείνος, που αξιώθηκε να συναντηθεί κάποτε με θνητό βασιλιά και να σταθεί κοντά του, ξεχνά όλους τους άλλους και κρέμεται ολόκληρος από τα λόγια του βασιλιά, πόσο περισσότερο αυτός που αξιώθηκε να βλέπει, όσο είναι δυνατό στον άνθρωπο, εκείνο τον ίδιο τον Δημιουργό και Δεσπότη και Κύριο του σύμπαντος, αυτόν που δεν είδε κανείς από τους ανθρώπους, ούτε μπορεί να δει,13 και να συναντηθεί μαζί του, και να ακούει τη φωνή εκείνου που πρόκειται να κρίνει τους ζωντανούς και τους νεκρούς,14 δεν θα βγει έξω από τον εαυτό του, και δεν θα βρεθεί πραγματικά ολόκληρος έξω από τον κόσμο και από τη σάρκα, και δεν θα ποθήσει να είναι μαζί του, αλλά, αφού απομακρυνθεί από έναν τέτοιο και τόσο μεγάλο Δημιουργό και Δεσπότη και Κύριο, που είναι επάνω από κάθε ιδιότητα και μεγαλοσύνη, θα ενδιαφερθεί για βιοτικές μέριμνες και θα φροντίσει για πράγματα που φθείρονται εντελώς, ή περνούν και ρέουν; Νομίζω ότι κανείς από τους συνετούς δεν θα δεχθεί, με κανένα τρόπο να φθάσει σ’ αυτό το κατάντημα.
Διότι, από τη μία, τα καλά, που υπάρχουν σ’ αυτή τη ζωή, έχουν ομολογουμένως συνακόλουθη και ενωμένη μ’ αυτά τη λύπη και τη στενοχώρια και τον πόνο, από την άλλη, η ζωή και η συνομιλία με τον Θεό και η θέαση των απόρρητων αγαθών του ξεπερνά κάθε μακαριότητα και είναι επάνω από κάθε δόξα και ευημερία και χαρά και άνεση, επειδή είναι ανώτερη από κάθε τιμή και ευχαρίστηση και απόλαυση, που προέρχεται από κάθε πράγμα, που θεωρείται αγαθό στην παρούσα ζωή. Διότι, όσο το να αναπαύεται κανείς σε ακριβό και απαλό στρώμα υπερέχει από το να είναι ξαπλωμένος σε πυρακτωμένη σχάρα, τόσο η χαρά και η αγαλλίαση, που προκαλείται μέσα στην ψυχή από τη συναναστροφή και τη συνομιλία με τον Θεό, είναι ανώτερη από κάθε ευφροσύνη και απόλαυση της ζωής. Γι’ αυτό λοιπόν και εκείνος που πολλές φορές από άγνοια ή από ραθυμία απομακρύνθηκε από τα πνευματικά και κατέληξε στις φροντίδες του κόσμου, όταν αντιληφθεί την πίκρα και την αβάσταχτη βλάβη που υπάρχει σ’ αυτά, επιστρέφει τρέχοντας σ’ εκείνα από τα οποία αναχώρησε, και κατηγορεί
πολύ τον εαυτό του, διότι παρασύρθηκε ολότελα και βρέθηκε ανάμεσα στα αγκάθια της ζωής και στη φωτιά που κατακαίει τις ψυχές των ανθρώπων, φεύγει ωστόσο και επιστρέφει τρέχοντας στον Δεσπότη του. Και αν ο Δεσπότης δεν ήταν φιλάνθρωπος, ώστε να μας δέχεται, όταν εμείς επιστρέφουμε, και να μη μνησικακεί ή να μην οργίζεται, αλλά και να δέχεται περισσότερο την επιστροφή μας σ’ αυτόν, δεν θα σωζόταν καμία ψυχή αγίου, ή και ανθρώπου που βρίσκεται σε μέση ή σε άλλη κατάσταση. Γι’ αυτό όλοι, όσοι έχουν γίνει τέλειοι15 σε αγιοσύνη και αρετή, σώθηκαν δωρεάν και όχι από τα έργα της αρετής˙ και όχι μόνο αυτοί, αλλά και εκείνοι που γίνονται τέλειοι μετά απ’ αυτά, όλοι θα σωθούν έτσι.
Επειδή όμως, σύμφωνα με τον θείο απόστολο, η σωτηρία έρχεται σ’ εμάς τους πιστούς «όχι από τα έργα του νόμου, για να μην καυχηθεί κανείς»,16 δεν πρέπει κάποιος να στηρίζεται εντελώς στα έργα, εννοώ στις νηστείες και στις αγρυπνίες, ή στον ύπνο της καταγής και στην πείνα και τη δίψα, ούτε να καθηλώνει το σώμα του με σίδερα, ούτε να το ταλαιπωρεί με φθαρμένα ενδύματα. Διότι αυτά δεν είναι τίποτε, επειδή πολλοί και από τους κακούργους και τους ίδιους τους φτωχούς, αν και υπέφεραν αυτά, παρέμειναν ίδιοι, χωρίς να υποχωρήσουν διόλου από την κακία τους, ούτε να προοδεύσουν από την πονηρία τους. Συμβάλλουν σε μερικούς βέβαια και αυτά, και έλκουν το σώμα στην ταπείνωση, ή, καλύτερα, στην αδυναμία και στην ασθένεια˙ αλλά ο Θεός δεν ζητά μόνο αυτό, αλλά ποθεί πνεύμα συντριμμένο και καρδιά συντριμμένη και ταπεινωμένη,17 και να μιλά σ’ αυτόν πάντοτε η καρδιά μας με χαμηλωμένο φρόνημα, λέγοντας: «Ποιός είμαι εγώ, Κύριέ μου, Δέσποτα και Θεέ, διότι κατέβηκες και σαρκώθηκες και πέθανες για μένα, για να με απαλλάξεις από το
θάνατο και τη φθορά και να με κάνεις κοινωνό και συμμέτοχο στη δόξα σου και μαζί στη θεότητά σου;» Διότι, όταν θα φθάσεις σε τέτοια κατάσταση ως προς τις αφανείς κινήσεις της καρδιάς σου, αμέσως θα βρεις τον Θεό να αγκαλιάζει μυστικά και να σε καταφιλά και να σου χαρίζει μέσα στα βάθη της ψυχής πνεύμα αληθινό,18 πνεύμα ελευθερίας και άφεσης των αμαρτημάτων σου, και όχι μόνο αυτό, αλλά και να σε στεφανώνει με τα χαρίσματά του και να σε κάνει ένδοξο με τη σοφία και τη γνώση.
Διότι, τί άλλο είναι τόσο αγαπητό και ευάρεστο στο Θεό, όπως είναι η συντριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά και το χαμηλωμένο με πνεύμα ταπείνωσης φρόνημα; Διότι σε τέτοια κατάσταση της ψυχής κατοικεί και αναπαύεται ο ίδιος ο Θεός και παραμένει εντελώς αδρανής κάθε πανουργία του διαβόλου, ενώ εξαφανίζονται τελείως όλα τα φθοροποιά πάθη της αμαρτίας και αφθονεί μέσα σ’ αυτή μόνος ο καρπός του Αγίου Πνεύματος, ο οποίος είναι η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η αγαθότητα, η καλοσύνη, η πίστη, η πραότητα, η ταπεινοφροσύνη και η περιεκτική εγκράτεια,19 που τα ακολουθεί κατόπι, στον κατάλληλο καιρό, η θεία γνώση, η σοφία του Λόγου και η άβυσσος των κρυμμένων νοημάτων και μυστηρίων του Χριστού. Εκείνος, που κατόρθωσε να πλησιάσει σ’ αυτά και να τα κάνει κτήμα του, υφίσταται την καλή αλλοίωση και από άνθρωπος γίνεται άγγελος, με το να συναναστρέφεται με τους ανθρώπους εδώ στη γη με το σώμα, και να περιφέρεται στους ουρανούς και να ζει μαζί με τους αγγέλους και να πλατύνεται από την ανείπωτη χαρά στην αγάπη του Θεού με το
πνεύμα˙ σ’ αυτή την αγάπη κανείς από τους ανθρώπους δεν θα πλησιάσει ποτέ, αν δεν καθαρίσει προηγουμένως με μετάνοια και με πολλά δάκρυα την καρδιά του και δεν φθάσει σε βάθος ταπεινοφροσύνης και δεν συλλάβει μέσα του το πανάγιο Πνεύμα, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο ανήκει στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα δόξα, τιμή, εξουσία, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν. …

Υποσημειώσεις.

1. Ιω. 3, 17 και 12,47
2. Ιω. 3,16
3. Πρβ. Μάρκ. 12,30
4. Πρβ. Εφ. 4, 10
5. Ιω. 19,10
6. Πρβ. Εβρ. 1,3
7. Συμφυής˙ αυτός που έχει την ίδια φύση.
8. Αιλιανού, περί φύσεως ζώων 10, 13. Βλ. και οσίου Εφραίμ του Σύρου Έργα τ. ΣΤ’, Λόγος κατά αιρετικών, σσ’. 131-172. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας». Θεσσ’. 1995
9. Ματθ. 13,45-46
10. Ιω. 14, 10-11 και 20
11. Δηλαδή, ο Υιός και Λόγος.
12. Εννοεί, ως προς τη φύση, διότι πολλοί είδαν θεία οράματα, αλλά ποτέ κανείς δεν έβλεπε τη θεία φύση.
13. Α’ Τιμ. 6,16
14. Β’ Τιμ. 4,1
15. Στο αρχαίο κείμενο: τετελειωμένοι˙ όπου διασώζονται οι δύο βασικές σημασίες του ρήματος τελειούμαι˙ α) φθάνω στο τέλος της ζωής, πεθαίνω, και β) φθάνω στην τελειότητα.
16. Εφ. 2,9
17. Ψαλμ. 50,19
18. Πρβ. Ψαλμ. 50,12
19. Γαλ. 5,22

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.