Ευλογίες της θαυμαστής πρόνοιας του Θεού! – Αγίου Παισίου του Αγιορείτου.

– Μερικές φορές, Γέροντα, έχω μιά επιθυμία, Και ο Θεός μου την εκπληρώνει, χωρίς να του το ζητήσω. Πώς γίνεται αυτό;

– Οικονομάει ο Θεός. Βλέπει τις ανάγκες, τις επιθυμίες μας, Και, όταν κάτι είναι για το καλό μας, μας το δίνει. Όταν κανείς χρειάζεται σε κάτι βοήθεια, ο Χριστός και η Παναγία βοηθούν. Ρωτούσαν τον Γέροντα Φιλάρετο: «Τί θέλεις, Γέροντα, να σε οικονομήσουμε;». «Ό,τι θέλω η Παναγία θα το στείλη», απαντούσε εκείνος. Και έτσι γινόταν. Όταν έμπιστευώμαστε τον εαυτό μας στον Θεό, ο Καλός Θεός μας παρακολουθεί και μας οικονομάει. Σαν καλός οικονόμος δίνει στον καθένα μας ο,τι του χρειάζεται και μας φροντίζει ακόμη και σε λεπτομέρειες για τις υλικές ανάγκες μας.

Και για να καταλάβουμε την φροντίδα Του, την πρόνοια Του, μας δίνει ακριβώς ο,τι μας χρειάζεται. να μήν περιμένης όμως πρώτα να σου δώση ο Θεός, αλλά εσύ να δώσης όλο τον εαυτό σου στον Θεό. Γιατί, εάν ζητάς συνέχεια από τον Θεό και δεν άφήνης τον εαυτό σου με εμπιστοσύνη στον Θεό, αυτό δείχνει ότι έχεις δικό σου σπίτι και αποξενώνεσαι άπό τίς αιώνιες ουράνιες Μονές. Όσοι άνθρωποι τα δίνουν όλα στον Θεό και δίνονται ολόκληροι σ’ Αυτόν, στεγάζονται κάτω άπό τον μεγάλο τρουλλο του Θεοΰ και προστατεύονται άπό την θεία Του πρόνοια. η εμπιστοσύνη στον Θεό είναι μιά συνεχής μυστική προσευχή, που φέρνει αθόρυβα τίς δυνάμεις τού Θεού εκεί που χρειάζονται και την ώρα που χρειάζονται, και τότε τα φιλότιμα παιδιά Του Τον δοξολογούν συνέχεια με πολλή ευγνωμοσύνη.

Ό Παπά-Τύχων, όταν είχε πάει στο Καλύβι τού Τιμίου Σταυρού, δεν είχε Ναό, αν και τού ήταν απαραίτητος. Ούτε χρήματα εϊχε για να φτιάξη, παρά μόνο μεγάλη πίστη στον Θεό. Μιά μερα προσευχήθηκε και ξεκίνησε για τίς Καρυές, με την πίστη ότι ο Θεός θα τού οικονομούσε τα χρήματα που χρειαζόταν, για να φτιάξη τον Ναό. Πριν φθάση ακόμη στις Καρυές, τον φώναξε από μακριά ο δίκαιος της Σκήτης του Προφήτη Ηλία. Όταν πλησίασε ο Παπα-Τύχων, ο δίκαιος του είπε: «Κάποιος καλός Χριστιανός από την Αμερική μου έστειλε αυτά τα δολλάρια, για να τα δώσω σε κανέναν ασκητή που δεν έχει Ναό. Έσύ δεν έχεις Ναό• πάρ’ τα Και φτιάξε». Δάκρυσε ο Παπα-Τύχων άπό συγκίνηση και ευγνωμοσύνη στον Καλό Θεό που, σαν καρδιογνώστης που είναι, είχε φροντίσει για τον Ναό, πριν ακόμη εκείνος Τον παρακάλεση, ώστε να του έχη έτοιμα τα χρήματα, όταν θα του τα ζητούσε.

Όταν κανείς αφήνεται στον Θεό, ο Θεός δεν τον αφήνει. Και πράγματι, αν χρειασθής αύριο στις δέκα η ώρα κάτι, όταν δεν είναι παράλογο Και είναι ανάγκη πραγματική, εννιά Και σαράντα πέντε λεπτά η εννιά Και μισή θα το έχη έτοιμο ο Θεός, για να σου το δώση. Π.χ. σου χρειάζεται ένα κύπελλο στις εννιά η ώρα. Στις εννιά παρά πέντε σου έρχεται το κύπελλο. Σου χρειάζονται πεντακόσιες δραχμές. την ώρα που τις θέλεις έρχονται ακριβώς πεντακόσιες δραχμές• ούτε πεντακόσιες δέκα ούτε τετρακόσιες ενενήντα. Έχω παρατηρήσει ότι, αν μου χρειασθή λ.χ. κάτι αύριο, ο Θεός το έχει προνοήσει άπό σήμερα• πριν δηλαδή το σκεφθώ εγώ, το έχει σκεφθή ο Θεός πιο νωρίς Και το παρουσιάζει την ώρα που το χρειάζομαι. Γιατί άπό εκεί που έρχεται, για να φθάση σ’ έμενα ακριβώς την ώρα που το χρειάζομαι, βλέπω πόσος χρόνος απαιτείται. Άρα ο Θεός το φρόντισε νωρίτερα.

Όταν άπό φιλότιμο κάνουμε τον Θεό να χαίρεται με την ζωή μας, τότε Εκείνος δίνει άφθονες τις ευλογίες Του στά φιλότιμα παιδιά Του, την ώρα που τις χρειάζονται. Όλη η ζωή μετά περνάει με ευλογίες της θείας πρόνοιας. Μπορώ ώρες να σας λέω παραδείγματα από την θαυμαστή πρόνοια του Θεού.

Όταν ήμουν στον πόλεμο, στις επιχειρήσεις, είχα ένα Ευαγγέλιο και το έδωσα σε κάποιον. Μετά έλεγα: «Αχ, να είχα ένα Ευαγγέλιο, πόσο θα με βοηθούσε!». Τα Χριστούγεννα μας είχαν στείλει πάνω στο βουνό διακόσια δέματα από το Μεσολόγγι. Άπό τα διακόσια δέματα, μόνο στο δικό μου δέμα υπήρχε ένα Ευαγγέλιο! Ήταν παλιό Ευαγγέλιο, είχε και χάρτη της Παλαιστίνης. Στο δέμα υπήρχε και ένα σημείωμα που έγραφε: «Άν χρειάζεσαι και αλλά βιβλία, γράψε μας να σου στείλουμε». Αργότερα, στην Μονή Στομίου, χρειάσθηκα μιά φορά ένα κανδήλι για τον Ναό. Ένα πρωί, χαράματα, κατέβηκα στην Κόνιτσα. την ώρα που περνούσα έξω άπό ένα σπίτι, ακούω μιά κοπέλα να λέη στον πατέρα της: «Πατέρα, ο καλόγερος!». Τότε εκείνος ήρθε και μού είπε: «Πάτερ, έταξα ένα κανδήλι στην Παναγία• πάρε αυτά τα χρήματα να το άγοράσης», και μού δίνει πεντακόσιες δραχ-μές, ακριβώς όσο έκανε το 1958 ένα κανδήλι.

Αλλά και τώρα, όταν κάτι χρειάζωμαι, τα οικονομάει αμέσως ο Θεός. Θέλω λ.χ. να κόψω ξύλα και δεν μπορώ. Τότε οικονομούνται τάκα-τάκα τα ξύλα. Πριν έρθω εδώ, έλαβα ένα δέμα που είχε μεσα πενήντα χιλιάδες δραχμές, ακριβώς όσα χρειαζόμουν. Έδωσα μία εικόνα τού « Αξιον έστιν» σε κάποιον ευλογία, την άλλη μερα μού φέρνουν μία τής «Πορταΐτισσας!». Φέτος το καλοκαίρι, πριν βρέξη, δεν είχα καθόλου νερό. Τώρα που έβρεξε λίγο, μαζεύω ενάμισι κουτί την ήμερα. η στέρνα έχει περσινό νερό, και αυτή είναι χάλια. Πώς τα οικονομάει όμως ο Θεός! Έχω ένα βαρέλι με νερό. Τόσοι άνθρωποι που έρχονται κάθε μερα πίνουν, πλένονται, γιατί είναι και ιδρωμένοι, και η στάθμη κατεβαίνει μόνον τέσσερα-πέντε δάκτυλα! Εκατόν πενήντα-διακόσιοι άνθρωποι να βολεύωνται και να μην άδειάζη το βαρέλι! Άλλοι ανοίγουν πολύ την κάννουλα της βρύσης, άλλοι την ξεχνούν ανοιχτή και τρέχει, και όμως το νερό δεν τελειώνει!

Να αφεθούμε στην Θεία πρόνοια

Όποιος παρακολουθεί τις ευεργεσίες του Θεού, μαθαίνει να εξαρτά τον εαυτό του άπό την θεία πρόνοια. Νιώθει μετά σάν το μωρό στην κούνια που, αν το αφήση για λίγο η μητέρα του, αρχίζει να κλαίη, μεχρι να τρέξη πάλι κοντά του. Αν άφεθή κανείς στον Θεό, είναι μεγάλη υπόθεση.

Όταν πρωτοπήγα στην Ιερά Μονή Στομίου, δεν είχα που να μείνω. Όλο το μοναστήρι ήταν γεμάτο μπάζα. Βρήκα μιά γωνιά κοντά στην μάνδρα, έβαλα κάτι άπό πάνω, για να την σκεπάσω λίγο, και έκεϊ περ-νούσα τα βράδυα καθιστός, γιατί δεν χωρούσα να ξαπλώσω. Μιά μερα ήρθε ένας γνωστός μου ιερομόναχος Και μού λέει: «Καλά, πώς μενεις εδώ;». «Γιατί, του λέω, οι κοσμικοί είχαν περισσότερα άπό μας; Όταν είπαν στον Κανάρη, τότε που ζήτησε δάνειο, “δεν έχεις Πατρίδα”, εκείνος είπε: “Θά αποκτήσουμε Πατρίδα”. Αν κοσμικός άνθρωπος είχε τέτοια πίστη, εμείς να μήν έχουμε εμπιστοσύνη στον Θεό; Αφού η Παναγία οικονόμησε να βρεθώ εδώ, δεν θα φροντίση για το μοναστήρι της, όταν ερθη η ώρα;». Και πράγματι, πώς τα οικονόμησε σιγά-σιγά όλα η Παναγία! Θυμάμαι, όταν ερριχναν οί μάςτορες το μπετόν, για να φτιάξουν την πλάκα στά κελλιά που είχαν καή, δεν έφθασαν τα τσιμέντα. Υπολειπόταν το ένα τρίτο, για να τελείωση η πλάκα.

Έρχονται οί μάςτορες Και μού λένε: «Τα τσιμέντα τελειώνουν. να αραιώσουμε το μπετόν, για να φθάση για όλη την πλάκα». «Όχι, τους λέω, συνεχίστε κανονικά». να φέρουμε αλλά δεν γινόταν, γιατί τα ζώα ήταν στον κάμπο. Έπρεπε να πάνε οι μάςτορες δυο ώρες ώς την Κόνιτσα και δυο ώρες ώς τον κάμπο, στά χωράφια, για να βρουν ζώα. Πότε να πάνε, πότε να γυρίσουν. Ύστερα, οι άνθρωποι είχαν τις δουλειές τους• δεν μπορούσαν να έρθουν άλλη μερα. Βλέπω, είχαν ρίξει τα δύο τρίτα της πλάκας. Μπήκα στο εκκλησάκι και λέω: «Τί θα γίνη τώρα, Παναγία μου; σε παρακαλώ, βοήθησε μας». Μετά βγήκα έξω…

– Και τί έγινε, Γέροντα;

– Και η πλάκα τελείωσε Και τα τσιμέντα περίσσεψαν!

– Οι μάςτορες το κατάλαβαν;

– Πώς δεν το κατάλαβαν. Είναι μερικές φορές πολύ μεγάλη η βοήθεια του Θεου Και της Παναγίας!

Από το βιβλίο: Λόγοι του Γέροντος Παισίου Β’. Πνευματική αφύπνιση.
Έκδοση: Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος. Σουρωτή Θεσσαλονίκης. 1999.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.