Ο άνθρωπος συχνά κανονίζει χωρίς τον Θεό – Αγίου Παισίου του Αγιορείτου.

Κάποιος είχε κάνει μιά μονάδα ιχθυοτροφείου Και όλη μερα έλεγε «δόξα σοι ο Θεός», γιατί έβλεπε συνέχεια την πρόνοια του Θεου. Μου έλεγε ότι το ψαράκι, άπό την στιγμή που θα γονιμοποιηθη Και είναι μικρό σάν το κεφαλάκι της καρφίτσας, έχει και ένα σακκουλάκι με υγρό, για να τρέφεται, μεχρι να μεγαλώση και να μπορή να πιάνη κανέναν μικροοργανισμό από το νερό. Του έχει δηλαδή και την «κομπανία» του ο Θεός! Και αν γι’ αυτά προνοή ο Θεός, πόσο μάλλον για τον άνθρωπο! Αλλά ο άνθρωπος συχνά κανονίζει και αποφασίζει για όλα χωρίς τον Θεό. «Θά κάνω, λέει, δύο παιδιά». τον Θεό δεν Τον βάζει στον λογαριασμό. Γι’ αυτό Και γίνονται τόσα ατυχήματα και σκοτώνονται τόσα παιδιά. Έχουν οί περισσότεροι δυο παιδιά, το ένα χτυπάει με το αυτοκίνητο, το άλλο αρρωσταίνει Και πεθαίνει, Και δεν έχουν μετά κανένα παιδί.

Όταν οι γονείς, οι συνδημιουργοί του Θεού, δυσκολεύωνται, μετά από τις προσπάθειες που κάνουν να οικονομήσουν τα παιδιά τους, πρέπει ταπεινά να ζητήσουν Και την βοήθεια του Μεγάλου Δημιουργού, απλώνοντας τα χέρια τους προς τα πάνω. Τότε χαίρεται Και ο Θεός που βοηθάει, χαίρεται Και ο άνθρωπος που βοηθιέται. Το διάστημα που ήμουν στην Μονή Στομίου, γνώρισα έναν πολύτεκνο οικογενειάρχη που ήταν αγροφύλακας σε ένα χωριό της Ηπείρου, απόσταση τεσσερισήμισι ώρες με τα πόδια από την Κόνιτσα, όπου έμενε η οικογένεια του. Είχε εννέα παιδιά. Επειδή ο δρόμος για το χωριό περνούσε έξω από το μοναστήρι, ο αγροφύλακας αυτός ερχόταν, Και όταν πήγαινε στην υπηρεσία του, αλλά Και όταν επέστρεφε. Όποτε επέστρεφε άπό το χωριό, για να πάη στο σπίτι του, με παρακαλούσε να άνάψη ο ίδιος τα κανδήλια. Αν Και έχυνε κάτω λάδια, τον άφηνα να τα άνάβη• προτιμούσα να καθαρίσω μετά τις πλάκες τού Ναού, παρά να τον λυπήσω. Όταν έφευγε άπό το μοναστήρι, τριακόσια μετρα περίπου πιο έξω, ερριχνε πάντα μιά ντουφέκια!

Αυτό δεν μπορούσα να το εξηγήσω, γι’ αυτό αποφάσισα να τον παρακολουθήσω, άπό την στιγμή που θα έμπαινε μεσα στον Ναό μεχρι να πάρη τον δρόμο για την Κόνιτσα. Άναβε λοιπόν πρώτα τα κανδήλια μεσα στον Ναό Και ΰστερα έβγαινε στον ναρθηκα. Αφου άναβε Και έκεϊ την κανδήλα που ήταν πάνω άπό την είσοδο, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, βουτούσε το δάκτυλο του στην κανδήλα, γονάτιζε, άπλωνε τα χέρια του προς την εικόνα Και έλεγε: «Παναγία μου, εννιά παιδιά έχω• οικονόμησε τα λίγο κρέας». Άλειφε στην συνέχεια το στοχαστρο στην κάννη του ντουφεκιου με το λαδάκι που είχε στο δάκτυλο, Και έφευγε. Τριακόσια μετρα έξω άπό την μονή, όπου υπήρχε μιά μουριά, τον περίμενε ένα αγριοκάτσικο. Έρριχνε, όπως ανέφερα, μιά ντουφέκια, το σκότωνε, το κατέβαζε κάτω σε μιά σπηλιά, το έγδερνε Και το πήγαινε στά παιδιά του. Αυτό γινόταν κάθε φορά που θα επέστρεφε άπό την δουλειά του. Θαύμασα την πίστη τοy αγροφύλακα Και την πρόνοια της Παναγίας. Μετά άπό είκοσι πέντε χρόνια ήρθε Και με βρήκε στο Αγιον Όρος.

Κάποια στιγμή τον ρώτησα αυθόρμητα: «Τί κάνουν τα παιδιά σου; Που βρίσκονται;». Και εκείνος άπλωσε πρώτα το χέρι του προς τον Βορρά Και είπε «άλλα στην Γερμανία» Και μετά άπλωσε το χέρι του προς τον Νότο Και είπε «καί αλλά στην Αυστραλία• δόξα τω Θεώ έχουν την υγειά τους». Διατηρούσε αυτός ο άνθρωπος Και την πίστη του, αλλά Και τον εαυτό του αγνό άπό άθεες ιδεολογίες, γι’ αυτό Και ο Θεός δεν τον άφησε.

Από το βιβλίο: Λόγοι του Γέροντος Παισίου Β’. Πνευματική αφύπνιση.
Έκδοση: Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος. Σουρωτή Θεσσαλονίκης. 1999.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.