Λόγος ηθικός έβδομος (Δ’): «Γι’ αυτούς που δουλεύουν στον Θεό – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Γι’ αυτούς που δουλεύουν στον Θεό˙ ποιοί θα πρέπει να είναι και τί λογής και πόσο προσεκτικοί. Και ποιός είναι αυτός που μετανοεί και ποιά είναι η εργασία του, και ποιός είναι αυτός που επιδιώκει την ασκητική ζωή και ποιά είναι η εργασία του, και ποιός είναι αυτός που υπηρετεί τον Θεό και ποιό είναι το έργο του. Και ότι, να δεν αποκτήσουμε τις αρετές, δεν θα μας ωφελήσει διόλου μόνο η απαλλαγή από τα πάθη.

Αν όμως, όπως έχει ειπωθεί, εσύ δεν ανέχεσαι να ζητάς και να χτυπάς τη θύρα,1 αλλά προτιμάς να βρεθείς κάτω από την εξάρτηση ανώνυμων στρατιωτών, είσαι δηλαδή πρόθυμος να καταταχθείς σαν άσημος υποτακτικός ανάμεσα σε άσημους, και δεν θέλεις να δουλέψεις σε πνευματικούς άρχοντες, τότε, γιατί κατηγορείς εμένα, επειδή σε ονομάζω νεκρό ή τυφλό ή άρρωστο και παράλυτο και απομακρυσμένο από τη δούλεψη του Βασιλιά Χριστού; Αλλά θα απαντούσες ότι κάθεσαι μέσα στο κελλί σου, προσέχοντας τον εαυτό σου, και δεν αδικείς διόλου κανένα; Άραγε θα δεχόσουν να κάνει αυτό το ίδιο και ο δικός σου δούλος ή υπηρέτης, να καταφρονήσει δηλαδή την υπηρεσία σου και να αποχωρήσει και ο ίδιος και να καθίσει σε άλλο κελλί, χωρίς να αδικεί διόλου κανένα, ούτε τον εαυτό σου; Αλλά ποιός άλλος από τους ανθρώπους θα ανεχθεί γενικά να το ακούσει αυτό; Πώς λοιπόν, εφόσον κάθεσαι μέσα στο κελλί σου να υπηρετείσαι από άλλους, λες εσύ ότι δουλεύεις στον Θεό; Με ποιά έργα; Πες μου. διότι, αν υπηρετούσες τον εαυτό σου σε όλα και είχες από τα έργα των χεριών σου εκείνα που χρειάζονται για όλες τις ανάγκες του σώματος, ούτε έτσι θα έπρεπε να λες ότι δουλεύεις στον Θεό. Διότι ο δούλος δεν επαινείται, επειδή τρέψει και ντύνει τον εαυτό του, αλλά τιμωρείται και καταδικάζεται ως άχρηστος, αν δεν καταβάλλει καθημερινά στον κύριό του από το έργο του και το λεγόμενο πάκτο.2 Πώς λοιπόν εμείς, που ζούμε ως ελεύθεροι και παραδίδουμε τους εαυτούς μας στην άνεση και στην αμέλεια και στη ραθυμία, και όχι μόνο δεν εργαζόμαστε διόλου και δεν υπηρετούμε τους άλλους, αλλά και αγανακτούμε και βλαστημάμε και γογγύζουμε κάθε ώρα, αν δεν υπηρετούμαστε από τους άλλους, λέμε ότι δουλεύουμε στον Θεό και δεν αδικούμε κανένα; Διότι όσους θα μπορούσε κάποιος να υπηρετεί και δεν αποφασίζει να το κάνει, τόσους αδικεί και κάνει τον εαυτό του υπεύθυνο για την καταδίκη και την απόφαση του Δεσπότη, η οποία λέει τα εξής˙ «Απομακρυνθείτε από μένα, οι καταραμένοι, στην αιώνια φωτιά, που είναι ετοιμασμένη για τον διάβολο και τους αγγέλους του. Διότι πείνασα», και απαριθμώντας όσα ακολουθούν, είπε, «ήμουν άρρωστος, και δεν με υπηρετήσατε».3 Πώς λοιπόν, ή με τί πρόσωπο θα τον κοιτάξουμε, καθώς έρχεται να ελέγξει το έργο του καθενός;
Μην πλανάσθε˙ ο Θεός είναι φωτιά,4 επάνω στη γη5 και αυτή η φωτιά περιφέρεται και ζητά ύλη για να την αρπάξει, δηλαδή καλή πρόθεση και προαίρεση, και να πέσει μέσα σ’ αυτή και να την ανάψει. Σε όποιους μάλιστα θα ανάψει, υψώνεται και γίνεται μεγάλη φλόγα και φθάνει ως τους ουρανούς και δεν αφήνει εκείνον που πυρπολήθηκε να είναι διόλου αδρανής και ήρεμος. Ούτε κατακαίει ασυναίσθητα την ψυχή, που πυρπολήθηκε, όπως μερικοί από τους νεκρούς6 νομίζουν –διότι και δεν είναι αναίσθητη ύλη -, αλλά αυτό γίνεται με αίσθηση και γνώση και αβάσταχτη οδύνη˙ διότι η ψυχή έχει αίσθηση και λογικό˙ μετά απ’ αυτά ωστόσο, αφού αυτή η φωτιά μας καθαρίσει εντελώς από το ρύπο των παθών, γίνεται μέσα μας αδιάκοπα τροφή και ποτό, φωτισμός και χαρά, και καθιστά εμάς τους ίδιους φως από τη συμμετοχή μας στη φωτιά. Όπως δηλαδή ένας φούρνος, που τον καίμε, στην αρχή βέβαια μαυρίζει περισσότερο από τον καπνό που βγάζουν τα ξύλα, όταν όμως καεί πολύ, γίνεται ολόκληρος διάφανος και όμοιος με τη φωτιά, και από τη στιγμή εκείνη δεν αποκτά καμία μαυρίλα από τη συμμετοχή του στον καπνό, έτσι λοιπόν και η ψυχή που άρχισε να καίγεται από τον θείο πόθο, πρώτα βέβαια βλέπει τον ζόφο των παθών να βγαίνει μέσα της, μέσα στη φωτιά του Πνεύματος, σαν καπνός, και παρατηρεί τη μαυρίλα, που υπάρχει σ’ αυτή από τον καπνό, και θρηνεί και αισθάνεται να καίγονται τελείως και να γίνονται στάχτη οι αγκαθεροί λογισμοί και τα φρυγανώδη πάθη˙ όταν όμως αυτά αναλωθούν και η ουσία της ψυχής απομείνει μόνη, χωρίς πάθος, τότε η θεία και άυλη φωτιά ενώνεται πραγματικά και με την ψυχή˙ και τότε η ψυχή ανάβει αμέσως και γίνεται διάφανη και προσλαμβάνει, όπως ο φούρνος, αυτή την αίσθηση φωτιά˙ έτσι και το σώμα γίνεται και το ίδιο φωτιά από τη συμμετοχή του στο θείο και ανείπωτο φως.
Αυτό όμως δεν θα γίνει ποτέ σ’ εμάς, αν δεν θα σιχαθούμε τον κόσμο και όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο, και αν δεν θα χάσουμε την ίδια την ψυχή μας,7 σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου. Διότι δεν ανάβει αλλιώς μέσα μας εκείνη η φωτιά. Αυτή τη φωτιά, όποιοι την έλαβαν, δεν απαλλάχθηκαν εντελώς μόνο από ψυχικές αρρώστιες, αλλά και άλλους πολλούς, που ήταν ψυχικά άρρωστοι και ασθενείς, αφού τους έβγαλαν από τα δίχτυα του διαβόλου, τους θεράπευσαν και τους πρόσφεραν σαν δώρα στον Δεσπότη Χριστό. Διότι, αφού αυτοί διδάχθηκαν σοφά από εκείνη τη θεία φωτιά κάθε επιστήμη και κάθε τέχνη, ευαρέστησαν με όλα σε όλη τους βιοτή και σε όλη τους τη ζωή στον Θεό˙ όπως ήταν ο θείος απόστολος Πέτρος, που έλαβε τα κλειδιά της βασιλείας,8 όπως ήταν ο Παύλος, που αρπάχθηκε στον τρίτο ουρανό9, και στη συνέχεια οι θείοι απόστολοι˙ τέτοιοι άλλωστε ήταν και οι άγιοι και θεοφόροι πατέρες μας και διδάσκαλοι, αυτοί που με τη θεία αυτή φωτιά εξαφάνισαν τις αιρέσεις σαν αγκάθια, αυτοί που διατάζουν τους δαίμονες σαν ανάξιους και αδύναμους δούλους (και εκείνοι, υπακούοντας σ’ αυτούς με φόβο, έχουν γίνει, και πάντοτε γίνονται, ανάξιοι και αδύναμοι δούλοι), αυτοί που αγάπησαν έτσι τον Θεό, ώστε να μη λυπηθούν ούτε τη ζωή τους. Αυτοί, λοιπόν, και όσοι έγιναν όπως αυτοί, θεωρούνται ότι δούλεψαν και δουλεύουν διαρκώς στον Θεό, εκείνοι όμως που είναι ακόμη ένοχοι για αμαρτίες, όχι, αλλά μοιάζουν με δούλους πονηρούς και με δούλους που συγκρούσθηκαν με τον κύριό τους˙ εκείνοι πάλι που ενοχλούνται ακόμη από τα πάθη, μοιάζουν μ’ αυτούς που πάντοτε μάχονται, και μ’ αυτούς που επιτίθενται ή και παλεύουν˙ εκείνοι τέλος που δεν απέκτησαν ακόμη τις αρετές, αλλά αγωνίζονται να τις αποκτήσουν, παρομοιάζονται με τους ακρωτηριασμένους ως προς τα σώματα, ή και με τους φτωχούς, που στερούνται αυτά που είναι απαραίτητα για τη ζωή, μ’ αυτούς δηλαδή που έχουν ανάγκη, μάλλον από τα ακρωτηριασμένα μέλη τους και απ’ αυτά που χρειάζονται, και όχι μ’ αυτούς που δίνουν σε άλλους αυτά που έχουν ανάγκη ή μ’ αυτούς που μπορούν να δουλεύουν χωρίς μισθό.
Είναι άλλωστε ανάγκη, σύμφωνα με το λόγο του αποστόλου, αφού επιτύχουμε κάθε αρετή, να κάνουμε τον κατά Θεό άνθρωπό μας τέλειο,10 χωρίς δηλαδή να στερείται διόλου τίποτε, και να λάβουμε τη χάρη του Πνεύματος από τον επουράνιο βασιλιά Χριστό, όπως λαμβάνουν οι στρατιώτες την τροφή τους από τον επίγειο βασιλιά˙ και τότε, επειδή θα έχουμε γίνει πια ώριμοι άνδρες, με το να ανυψωθούμε στην τελειότητα του Χριστού και στον πνευματικό της ανάστημα,11 και να καταγραφούμε στους στρατιώτες και στους δούλους του, θα εκστρατεύσουμε εναντίον των αντιπάλων εχθρών, επειδή, όπως λέει ο Παύλος, ο θείος απόστολος, κανείς ποτέ δεν υπηρετεί στο στρατό με δικά του εφόδια.12 Τί εννοεί εφόδιο; Τη βασιλική τροφή. Αν λοιπόν και εμείς δεν λάβουμε από τον Θεό το άρτο, που κατεβαίνει από τον ουρανό και δίνει στον κόσμο ζωή,13 δηλαδή τη χάρη του Πνεύματος – διότι αυτή είναι η πνευματική τροφή, με την οποία τρέφονται εκείνοι που στρατεύθηκαν για τον Χριστό και που την ενδύονται πνευματικά αντί γι όπλα -, πώς θα βγούμε, πες μου, στην παράταξη του Θεού ή πώς θα καταταγούμε στους δούλους του;
Αλλά ελάτε, ας ανασηκωθούμε, όσοι θέλετε να φύγετε από τη δουλειά των παθών και να προστρέξετε στον Χριστό, τον αληθινό Δεσπότη, για να γίνετε και δούλοι του˙ και ας φροντίσουμε και εμείς να γίνουμε τέτοιοι, όποιους προηγουμένως παρουσίασε ο λόγος μου. Ας μην καταφρονήσουμε λοιπόν την σωτηρία μας, ούτε να εξαπατούμε τους εαυτούς μας και να μεταχειριζόμαστε προφάσεις, για να δικαιολογήσουμε τις αμαρτίες μας,14 με το να λέμε δηλαδή, είναι αδύνατο αυτό˙ είναι αδύνατο να γίνει ποτέ κάτι τέτοιο στην παρούσα γενεά. Ας μη λοιπόν φιλοσοφούμε σε βάρος της σωτηρίας μας, ούτε να ρητορεύουμε σε βάρος των ψυχών μας˙ διότι είναι δυνατό, αν θέλουμε, και είναι τόσο πολύ δυνατό, ώστε να αρκεί μόνο η διάθεση για να μας ανεβάσει σε τόσο μεγάλο ύψος˙ διότι όπου υπάρχει, λέει, πρόθυμη διάθεση, δεν υπάρχει τίποτε που να γίνεται εμπόδιο.15 Ο Θεός θέλει να μας κάνει θεούς από ανθρώπους, αλλά με τη θέλησή μας και όχι χωρίς να το θέλουμε˙ και εμείς αποφεύγουμε, απομακρύνοντας από τον εαυτό μας την ευεργεσία;
Αλλά, πόση ανοησία και πόση τρέλα και έσχατη μωρία δεν δείχνει αυτό; Τόσο πολύ, δηλαδή, το θέλει αυτό ο Θεός, ώστε, αφού βγήκε, χωρίς να χωρισθεί, από τις αγκάλες του ευλογημένου Πατέρα, κατέβηκε και ήρθε γι’ αυτό επάνω στη γη. Αν λοιπόν θελήσουμε και εμείς, δεν θα μπορέσει τίποτε με κανένα τρόπο να μας εμποδίσει σ’ αυτό. Ας τρέξουμε σ’ αυτόν μόνο με θερμή μετάνοια, και αυτός, αφού μας πλησιάσει και αγγίξει τις καρδιές μας με μόνο το άχραντο δάκτυλό του, θα ανάψει τα λυχνάρια των ψυχών μας και δεν θα τα αφήσει πια να σβήσουν ως το τέλος του κόσμου, και στους αιώνες, και ακόμη πιο πέρα˙ διότι σ’ αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, τώρα και στους ατέλειωτους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Υποσημειώσεις.

1. Πρβ. Ματθ. 7,7-8
2. Πάκτο˙ προσυμφωνημένο ποσό.
3. Ματθ. 25, 41-43
4. Πρβ. Εβρ. 12,29
5. Πρβ. Λουκ. 12,49
6. Εννοεί αυτούς, που προηγουμένως χαρακτήρισε νεκρούς.
7. Ματθ. 10,39
8. Ματθ. 16,19
9. Β’ Κορ. 12,2
10. Β’ Τιμ. 3,17
11. Πρβ. Εφ. 4,13
12. Α’ Κορ. 9,7
13. Ιω. 6,51
14. Πρβ. Ψαλ. 140,4
15. Μ. Βασιλείου, Λόγος 13, εις το άγιον βάπτισμα 6, PG 31,437A

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Λόγος ηθικός έβδομος (Α’): «Γι’ αυτούς που δουλεύουν στον Θεό” – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.
Λόγος ηθικός έβδομος (Β’): «Γι’ αυτούς που δουλεύουν στον Θεό” – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.
Λόγος ηθικός έβδομος (Γ’): «Γι’ αυτούς που δουλεύουν στον Θεό” – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.