Ο Άγιος Ευμένιος αγαπητός και σεβαστός λειτουργός – Σίμωνος μοναχού του Αγιορείτου.

Αγαπητός και σεβαστός

«ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ επισκεπτόταν για ένα μήνα το Άγιον Όρος. Εκεί γέμιζε τις μπαταρίες του με πίστη και ό,τι άλλο του παρείχε πλουσιοπάροχα ο θεόπνευστος, αγγελικός μοναχισμός.

Ο πατήρ Ευμένιος, με την πραότητα του, με το συνεχές χαμόγελό του, με τον αυστηρό τρόπο ζωής του και, γενικά, με την όλη βιωτή του, προσείλκυε όλο και περισσότερους πιστούς. Οι περίοικοι γέμιζαν την εκκλησία. Οι ασθενείς, αποθεραπευμένοι, έφυγαν και έμειναν λίγοι, αλλά η φήμη του είχε απλωθεί σε όλο το λεκανοπέδιο και όχι μόνο στην Λειτουργία προσήρχοντό, αλλά και τα απογεύματα, στους Εσπερινούς, για να πάρουν την ευλογία του.

Ο κόσμος το ταπεινό, το αφτιασίδωτο, το αγνό, το εύρισκε στον πατέρα Ευμένιο, γι’ αυτό και, η νεολαία προπαντός, ερχόταν κοντά του. Αλλά και πολλοί γραμματισμένοι και κληρικοί τον αγαπούσαν και τον σέβονταν. Πάρα πολλοί του άφηναν χρήματα, για να τα διαθέσει όπου εκείνος νόμιζε καλύτερα. Βοηθούσε αναξιοπαθούντες. Για τον εαυτό του ή τους δικούς του, ούτε ένα λεπτό, ούτε μία δραχμή.» [Φουντουλάκης Γεώργιος]

Τιμή στην ιεροσύνη

«Η ΙΕΡΟΣΥΝΗ για τον Όσιο Γέροντα ήταν πνευματική κορυφή για τους άξιος. Ό ίδιος είχε πάντα την αγωνία, αν είναι άξιος να ιερουργεί, παρ’ όλο που η ζωή του ήταν τόσο ασκητική και παρθενική. Δεν σύγκρινε τον εαυτό του με τους άλλους, αλλά με τους Αγίους, με τον Χριστό. Ενώ, όμως, έβαζε ερωτηματικά για τον εαυτό του, δεν είχε ποτέ κακούς λογισμούς για άλλους ιερείς. Ούτε ο ίδιος ποτέ αναφερόταν σε ιερείς υποτιμητικά, ούτε άφηνε περιθώριο να του πεις ένα αρνητικό σχόλιο για κάποιον ιερωμένο.

Ένα απόγευμα, πήγαμε μ’ έναν φίλο μου, νεαρό ιερομόναχο, να τον δούμε. Τι χαρά έκανε! Μπήκε από το προαύλιο στο κελί του. “Πάει να μας φέρει ένα σωρό κεράσματα, λέω στον φίλο μου. Όμως δεν έκανε αυτό πρώτα. Στην αυλή υπήρχαν δύο απλές καρέκλες. Πριν προλάβουμε να καθίσουμε, βγήκε από το κελλί, σηκώνοντας μια πολυθρόνα, και υπέδειξε στον ιερέα φίλο μου να καθίσει σ’ αυτήν.» [Χατζηγεωργίου Μιχαήλ]

ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΥΨΙΣΤΟΥ

ΩΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ, ο πατήρ Ευμένιος ήτο ευάρεστος στον Ύψιστο και Εκείνος του το έδειχνε με κάθε τρόπο. Κάποια μέρα, άρχισε να μυροβλύζει η κόγχη του Ιερού και ο Παππούλης προσπαθούσε να επισπεύσει την Θεία Λειτουργία, για να μη βγει το μύρο έξω από την Ωραία Πύλη, όπως ο ίδιος μας έλεγε.

Άλλοτε πάλι, μυρόβλυζε η κόγχη της ‘Αγίας Προθέσεως και κάποια άλλη φορά, που στην απλότητά του πήγε να μνημονεύσει έναν ευεργέτη των χανσενικών, για τον οποίο δεν εγνώριζε ότι ήτο ρωμαιοκαθολικός, έλαβε, αυθωρεί και με πνευματικό τρόπο, την πληροφορία ότι δεν έπρεπε να μνημονευθεί ο συγκεκριμένος άνθρωπος στην Αγία Πρόθεση.

Και, όταν κάποτε είχε λογισμούς, αν είναι άξιος να είναι λειτουργός, και πάλι ο Κύριος τον πληροφόρησε, με όραμα αυτή την φορά, ότι ήταν στον Παράδεισο, θυρωρός σ’ έναν υπέρλαμπρο ναό.

Ή, όταν πηγαίναμε να κοινωνήσει τους ασθενείς στο αναρρωτήριο, άνθρωποι που ήταν πολύ βαριά άρρωστοι, σαν σε κώμα, και δεν άνοιγαν ούτε το στόμα τους, ούτε τα μάτια τους, μόλις ο πατήρ Ευμένιος τους έκανε το σημείο του Σταυρού στο μέτωπό τους, τότε άνοιγαν το στόμα τους διάπλατα και έπαιρναν την Θεία Κοινωνία.

Ή, που τον έβλεπαν τα παιδιά να πετάει.

Ή, όταν τον ερώτησε μια ΄Ηγουμένη αν υπάρχει μόνο ένας Άγγελος κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, της είπε ότι υπάρχουν πολλοί, με τον δικό του τρόπο, βέβαια: «Φρού-φρού οι Άγγελοι, φρού-φρού οι Άγγελοι».

Θυρωρός υπέρλαμπρού ναού!

«ΚΑΤΩ ΑΠΟ τον αστερωμένο ουρανό, μίαν εαρινή βραδιά, ο Γέροντας κι εγώ συνομιλούμε λίγα μέτρα από την εκκλησία. Δεν θυμάμαι από ποιάν αφορμή μου εξομολογήθηκε, τότε ένα εντυπωσιακό του όνειρο, απάντηση στην αγωνία του, αν είναι άξιος να ιερουργεί, να είναι λειτουργός των μυστηρίων του Θεού.

“Είδα, μου είπε, “ότι ζητούσα από τον Θεό, να μου απαντήσει αν είμαι άξιος, να είμαι ιερεύς. Και τότε να με μπρός από έναν υπέρλαμπρο ναό.

Λέγοντας “υπέρλαμπρο ο Γέροντας τόνιζε το “υπέρ με πολλά “ε, θέλοντας να μου δείξει πόσο φώς είχε αυτός ο ναός στο σημαδιακό του ενύπνιο. Και συνέχισε:

“Ό Θεός με έβαλε σ’ αυτό τον ναό θυρωρό λέγοντάς μου, όποιους επιτρέπω εγώ να εισέρχονται, θα μπαίνουν μέσα, κι όποιους αποκλείω, θα μένουν απ’ έξω.» [Χατζηγεωργίου Μιχαήλ]

Στην Θεία Λειτουργία μεταρσιωνόταν

«ΤΑ ΕΛΕΓΕ όλα απ’ έξω και είχε συνεχώς το πρόσωπό του προς τον ουρανό και κάτι ψιθύριζε. Όταν ερχόταν η ώρα για την είσοδο, τον τραβούσα από τα άμφια, για να τον συνεφέρω!!! Μεταρσιωνόταν….» [π. Στέφανος Νταλιάνης]

«Κάνει φασαρία και…»

«Η ΦΑΝΗ Μπούκη μου είχε πεί, ότι είχε ακούσει κάποιον που έλεγε, ότι, μιά φορά, γέλαγε ένα μικρό παιδί και έκανε πολλή φασαρία μέσα στην εκκλησία. Βγαίνει ο Γέροντας από το Ιερό και λέει: “Βγάλτε το λίγο έξω, κάνει πολλή φασαρία και διώχνει τους Αγγέλους.» [Ζάννης Δημήτριος]

ΙΕΡΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ

Ο ΠΑΤΗΡ ΕΥΜΕΝΙΟΣ ήτο εις το έπακρον φιλακόλουθος, όσο ελάχιστοι μοναχοί ή ιερείς. «Μού αρέσουν τα ιερά γράμματα», έλεγε, «μού αρέσουν να τα βλέπω, να τα διαβάζω και να τα ακούω, μού αρέσουν πολύ». Ατέρμονες Ακολουθίες είχε το καθημερινό μας πρόγραμμα. Όχι μόνο δεν παραλείπαμε τίποτε από την εικοσιτετράωρη λατρευτική τάξη τής Εκκλησίας μας, αλλά προσθέταμε και άλλα, δηλαδή Παρακλήσεις, Χαιρετισμούς και ό,τι άλλο σκεπτόταν εκείνη την στιγμή η ευαίσθητη ψυχή του Παππούλη μας.

Κάποτε, ήλθε, για να πάρει την ευχή του πατρός Ευμενίου, ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Διονυσίου του Αγίου Ορούς, Πέτρος. Και συνέπεσε να είναι ώρα Ακολουθιών. Όταν τελειώσαμε, λέει στον άνθρωπο, που τον συνώδευε και ήτο πνευματικό παιδί του πατρός Ευμενίου: «’Επειδή ήλθα εγώ, ο Παππούλης διάβασε τόσα πολλά σήμερα;». Και του λέει ο συνοδός του: «Όχι, αυτό είναι το καθημερινό μας πρόγραμμα». Λέει ο Ηγούμενος: «Ούτε εμείς, στο Άγιον Όρος, δεν λέμε τόσα πολλά κάθε μέρα».

Αγιασμός…πανηγύρι

ΚΑΘΕ ΠΡΩΤΗ του μηνός κάναμε αγιασμό και, φυσικά, στα Άγια Θεοφάνεια. Για τον πατέρα Ευμένιο ο αγιασμός ήταν ένα μεγάλο πανηγύρι, λές και άνοιγαν οι ουρανοί, λές και είμαστε στον ʼΙορδάνη ποταμό. Τον έκανε σε μεγάλη κολυμβήθρα. Την γέμιζε νερό μέχρι επάνω. Γέμιζε και άλλους δύο μεγάλους κουβάδες, τους οποίους είχε κάτω από το τραπέζι. Μερικές φορές δεν έφθαναν ούτε αυτοί και φέρναμε κι άλλο νερό. Αφού γινόταν η Ακολουθία κανονικά και φθάναμε να ασπασθούμε τον Τίμιο Σταυρό και να μας ραντίσει, τότε ο ενθουσιασμός, που επικρατούσε, δεν περιγράφεται. Μας έλουζε από πάνω μέχρι κάτω με αγιασμό, με την τεράστια αγιαστούρα του, είτε χειμώνας ήταν, είτε καλοκαίρι. Εμείς το ευχαριστιόμαστε πολύ και ο Παππούλης μας το χαιρόταν και το απολάμβανε πολύ, πάρα πολύ, γελώντας συνεχώς και δως’ του να μας καταβρέχει. Μας έκανε «παπάκια», όπως έλεγε κι ένας ψάλτης του, ο Νίκος. Μετά, έβαζε αγιασμό μόνος του σε όλο το εκκλησίασμα. Και ήταν πάρα πολύ ευχαριστημένος όταν τα δοχεία, που του πηγαίναμε, ήταν μεγάλα και με φαρδύ
στόμιο, για να μας βάζει πολύ αγιασμό ο πληθωρικός μας Παππούλης.

Αυτό γινόταν και στο άγιο ευχέλαιο. Μας έχριε σε όλα τα μέρη του σώματος, για να εξαγιασθούν όλες μας οι αισθήσεις.

Άνθρωπος ευρύχωρος, με χάρι

«ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ που πήγαινα στον Γέροντα και περνούσαμε κάποιες στιγμές μαζί, κάναμε Ακολουθίες.

Θυμάμαι ότι ο Γέροντας είχε ένα δικό του τυπικό. Διάβαζε την Ενάτη, αρχίζαμε τον Εσπερινό, μετά στεκόταν στην Ωραία Πύλη. Οι λιγοστοί, που ήταν στην Εκκλησία, έπαιρναν την ευχή του κι έφευγαν κι εμείς παραμέναμε. Έκλεινε η πόρτα και πάνω στο ψαλτήρι αρχίζαμε και διαβάζαμε. Παρακλητική, Κανόνες, τον Κανόνα της ημέρας. Του άρεσε του Γέροντα και έβγαινε και τον διάβαζε πολλές φορές. Σαν διάβαζε, είχα παρατηρήσει ότι, σε κάποια σημεία, επαναλάμβανε δύο τρείς φορές τον ίδιο στίχο. Διαβάζαμε τον Κανόνα του Ιησού Χριστού, των Αγίων Πάντων, Παράκληση, Θεία Μετάληψη, Απόδειπνο, Ψαλτήρι.

Εκεί εξοικειωθήκαμε πραγματικά με το ψαλτήρι. Πήραμε αυτή την οικειότητα, να μπορούμε να ψέλνουμε, δίχως να ντρεπόμαστε. Διότι ήμαστε με τον Γέροντα. Και ξέρεις, όταν είσαι μ’ έναν άνθρωπο που έχει χάρι, νοιώθεις έτσι μιά ευρυχωρία, νοιώθεις πολύ όμορφα. Όταν ο άνθρωπος είναι άνθρωπος προσευχής και είναι δεμένος με τον Θεό, έχει απλότητα κι αυτή η απλότητα σε κάνει να νοιώθεις σαν στο σπίτι σου, σε βοηθάει πάρα πολύ να ζεις και να βιώνεις αυτά, τα οποία τελούνται. Κι εμείς, εκεί στον Γέροντα, νοιώθαμε αυτή την ευρυχωρία, αυτή την αγάπη του. Εκεί βοηθηθήκαμε, τα μέγιστα και αγαπήσαμε, πιστεύω, την Εκκλησία και ο Γέροντας μας έβαλε στην πορεία, που διαλέξαμε.» [π. Ευμένιος, ιερομόναχος από την Λάρνακα]

Από το βιβλίο: Πατήρ Ευμένιος. Ο κρυφός άγιος της εποχής μας. Μοναχού Σίμωνος.

Αθήνα, 2009

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.