Περί πνευματικών ηδονών – Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Με την απόλαυσι των πνευματικών ηδονών του νου, γίνονται μισητές οι αισθητές ηδονές.

Να που με την βοήθεια του Θεού, σου ανέφερα ποιες είναι οι πνευματικές και οικείες στον νου ηδονές να εντρυφάς λοιπόν σε αυτές και να τις απολαμβάνης με όλη σου την δύναμι. Δεν έχεις κανένα να σε κατηγορήση ή να σε εμποδίση, αλλά μάλλον θα έχης πολλούς που θα σε επαινούν και θα σε παρακινούν˙ και εγκατέλειψε όσο μπορείς τις σωματικές και αισθητές ηδονές, για τις οποίες έχεις πολλούς να σε κατηγορήσουν και να σε εμποδίσουν και κανέναν να σε επαινέση και να σε παρακινήση΄. Και σε πληροφορώ, ότι αν συνηθίσης να απολαμβάνης αυτές τις πνευματικές και αληθινές ηδονές, σιγά σιγά θα μισήσης τις αισθητές και ψεύτικες και επώδυνες. Αυτό το βεβαιώνει και ο μέγας Βασίλειος, ερμηνεύοντας εκείνον τον ψαλμό, που λέει: «Είσαι ο ωραιότερος από όλους» (Ερμ. στον μδ’ ψαλμ.), έτσι λέει: «Είναι φανερό ότι, όταν ο προφήτης ατένισε την λαμπρότητα αυτού και γέμισε με τις ακτινοβολίες που προέρχονται από εκεί, λαβώθηκε στην ψυχή από αυτό το κάλλος, κινήθηκε προς τον θείο έρωτα της νοητής ωραιότητος.

Όταν εμφανισθή αυτή στην ανθρώπινη ψυχή, κάνει να φαίνωνται αισχρά και απόβλητα όλα όσα ήταν μέχρι τώρα αγαπητά. Για αυτό και ο Παύλος, όταν είδε τον ωραίο στο κάλλος, θεώρησε όλα ως σκύβαλα για να κερδίση τον Χριστό». Ακούς; Όταν, λέει, φανερωθή στην ψυχή η νοητή ωραιότητα, και οι αισθητές ηδονές γίνονται μισητές και αποβάλλονται. Γιατί η αιτία για την οποία είναι αγαπητές οι αισθητές ηδονές, είναι γιατί ο νους δεν έφθασε στο σημείο να θεωρήση και να γευθή ανώτερη ηδονή από αυτή των αισθητών˙ συμβαίνει κάτι παρόμοιο με αυτό που συμβαίνει με τον άνθρωπο που νομίζει ότι είναι πιο γλυκό και νόστιμο ψωμί που είναι φτιαγμένο από βελανίδι ή κεχρί ή από πίτουρο, γιατί δεν γεύθηκε ποτέ το σιταρένιο ή από σιμιγδάλι ψωμί. Γι’ αυτό σωστά είπε ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Αυτός που έχει γευθή τα καλλίτερα, εύκολα περιφρονεί τα κατώτερα, αυτός όμως που δεν έχει δοκιμάσει εκείνα, ευχαριστιέται με τα πρόσκαιρα» (Λόγ. ις’ κεφ. 15). Και ο άγιος Θαλάσσιος:
«Η απόδειξι για το ότι ο νους ασχολείται με τα νοητά, είναι πως περιφρονεί αυτά που συγκινούν την αίσθησι». Λέγει και ο σοφός Θεόδωρος Ιεροσολύμων: «Εάν ο νους στρέφεται στα νοητά, δεν είναι δυνατόν να μην ποθήση το πραγματικό αγαθό˙ γιατί αν στρέφεται στα αλλότρια, πολύ περισσότερο όμως στρέφεται προς τα οικεία με αυτόν˙ και αν η ψυχή ερωτευθή αυτά, για ποιό λόγο θα ανεχθή τότε να παραμένη στα κατώτερα τα οποία από την φύσι τους απομακρύνουν από τον εραστή˙ αλλά να μην αηδιάζη με την ζωή που έχει σχέσι με την σάρκα, θεωρώντάς την εμπόδιο για τα καλά» (Φιλοκαλία σελ. 238). Και πάλι: «Είναι τέτοια και τόσο σπουδαία τα νοητά αγαθά, που ακόμη και μία μικρή ανάβλυσι και αμυδρή εμφάνισι εκείνου του απεράντου κάλλους, μπορεί να πείση τον νου να υπερίπταται πάνω από όλα τα μη νοητά και να στρέφεται μόνο προς εκείνα και να μην ανέχεται με κανένα τρόπο να εγκαταλείψη την τρυφή τους, ούτε και αν συμβή να πέση σε κάτι από τα δυσάρεστα» (Σελ. 385 Φιλοκαλία).

Με την απόλαυσι των πνευματικών ηδονών απρακτούν και τα αισθητήρια και το επιθυμητικό και αδρανούν.

Αλλά γιατί λέω ότι μόνο οι αισθητές ηδονές μισούνται; Ακόμη και αυτά τα πέντε αισθητήρια, αλλά και το επιθυμητικό μέρος της ψυχής μένουν άπρακτα και αποκοιμιούνται, όταν ο νους απολαμβάνει τις πνευματικές και αληθινές ηδονές. Και αυτό το βεβαιώνει και ο θείος Γρηγόριος Νύσσης λέγοντας: «Εξ αιτίας της θεωρίας των αληθινών αγαθών, ο οφθαλμός του σώματος αδυνατίζει, επειδή τίποτε από αυτά που αυτός υποδεικνύει δεν έλκει την τελειώτερη ψυχή, γιατί αυτή βλέπει με την διάνοια αυτά που βρίσκονται υπεράνω των ορατών˙ έτσι και η ακοή γίνεται σαν νεκρή και ανενέργητη, επειδή η ψυχή ασχολείται με τα υπεράνω της λογικής όσον αφορά τις κτηνώδεις από τις αισθήσεις δεν αξίζει ούτε λόγος να γίνεται˙ έτσι απομακρύνεται από την ψυχή μακρυά, σαν νεκρική δυσωδία και η όσφρησι που εντοπίζει τις οσμές και η γεύσι που πρόκειται στην λατρεία της κοιλιάς και επί πλέον η αφή, το πιο τυφλό και δουλοπρεπές αισθητήριο, το οποίο η φύσι το δημιούργησε ίσως μόνο για τους τυφλούς όταν όλα αυτά είναι σαν να βρίσκωνται στον ύπνο λόγω της
ανενέργειάς τους, η ενέργεια της καρδιάς είναι καθαρή και ο λογισμός κοιτάζει προς το ανώτερο, μένοντας ανεπηρέαστος από την αισθητή κίνησι και καθαρός» (Ομιλ. στο Άσμα τόμ. α’).

Το ίδιο συνομολογεί και ο δικός μας θεοφόρος φιλόσοφος άγιος Ισαάκ, λέγοντας «Η ζωή που βιώνεται εν Θεώ είναι η κατάπτωσι των αισθήσεων˙ όταν ζήση η καρδιά, καταπέφτουν οι αισθήσεις» (Λόγ. ογ’ σελ. 438). Και ένας από τους εξωτερικούς φιλοσόφους λέει: «Λίγο κινούν την αίσθησι αυτοί που τον περισσότερο καιρό χρησιμοποιούν το πνεύμα». Αυτό βεβαιώνει και η μελωδική και ρητορική και εύλαλη γλώσσα του Ιωάννη, που λέει˙ «Εκείνοι που ερωτεύονται όμορφα σώματα, δεν σκέπτονται τίποτε από τα κοσμικά πράγματα, αλλά ένα μόνον σκέπτονται, την μορφή της ερωμένης. Εκείνος που αγαπά τον Θεό, όπως πρέπει να τον αγαπά, ποιό πράγμα θα σκεφθή στο εξής είτε από τα καλά της ζωής αυτής είτε από τα δυσάρεστα; Κανένα, αλλά θα είναι πάνω από όλα, θα εντρυφά σε αθάνατα πράγματα, αφού και ο αγαπώμενος είναι αθάνατος. Εκείνοι δηλαδή που αγαπούν τα άλλα πράγματα, γρήγορα και χωρίς να το θέλουν, λησμονούνται, διότι χάνονται οι αγαπώμενοι και μαραίνονται, ενώ αυτός ο έρωτας είναι άπειρος, χωρίς τέλος, και προξενεί μεγαλύτερη ηδονή
και το κέρδος είναι μεγαλύτερο και με αυτό πάλι ψυχαγωγεί τον αγαπώντα, με το ότι δηλαδή ποτέ δεν καταλύεται» (Ερμ. στον θ’ ψαλμ.). Γι’ αυτό μιλά όπως πρέπει και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης λέγοντας: «Όταν η ψυχή μας κινήται προς τα νοητά με νοερές ενέργειες, είναι περιττές μετά από αυτό οι αισθήσεις των αισθητών» (Κεφ. δ’ περί θείων ονομ.). Ότι και αυτό ακόμη το επιθυμητικό μέρος της ψυχής απρακτεί και πιέζεται ολόγυρα από την θεωρία και την απόλαυσι των πνευματικών ηδονών, το βεβαιώνει και ο θεολόγος Γρηγόριος, λέγοντας «Ζητώ να μάθω˙ τί κοινό υπάρχει στην οσφύ και την αλήθεια; Τί λοιπόν εννοεί αυτό που λέγεται από τον άγιο Παύλο: Σταθήτε όρθιοι λοιπόν περιζώνοντας την μέση σας με την αλήθεια˙ μήπως το θεωρητικό (το οποίο δηλώνεται με την αλήθεια) περισφίγγη το επιθυμητικό (το οποίο δηλώνεται με το μέσον) και δεν το αφήνει να φέρεται διαφορετικά. Γιατί δεν θέλει αυτό που διάκειται ερωτικά προς κάτι, να έχη την ίδια δύναμι και προς τις άλλες ηδονές» (Λόγος εις το Πάσχα).1

Οι αισθήσεις και μαζί και το σώμα, συναπολαμβάνουν τις πνευματικές ηδονές και τώρα και στην μέλλουσα ζωή.

Να πω και κάτι ακόμη πιο σπουδαίο; Όταν ο νους απολαμβάνη τις πνευματικές ηδονές, όχι μόνο γίνονται μισητές οι επώδυνες ηδονές των αισθήσεων, όχι μόνο αποκοιμιούνται τα αισθητήρια και μένουν άπρακτα, αλλά και αυτά κατά τρόπο ανάλογο, όπως είπαμε στην αρχή, απολαμβάνουν μαζί με τον νου εκείνες τις θείες και πνευματικές ηδονές, σύμφωνα με τον θεοφόρο Μάξιμο και τον αγιώτατο Κάλλιστο. Γιατί και το σώμα πάσχει, και θα πάσχη κατάλληλα και μαζί και οι αισθήσεις, τα θεία και μακάρια πάθη και στην παρούσα ζωή και στην μέλλουσα, σύμφωνα με του θεολόγους (βλέπε και σελ. 1012 της Φιλοκαλίας). Γιατί ο νους σύμφωνα με τον Γρηγόριο Θεσσαλονίκης, «που ευδαιμονεί με αυτά, διαπερνά τα θεία και στο συνημμένο σώμα του σαν μεσίτης μεταξύ της θείας χάριτος και της παχύτητος του σώματος» (Λόγος εις την Ξένη). Έτσι στην συνέχεια και η όρασι βλέπει το θείο φως και το νοητό κάλλος και η ακοή ακούει τα νοητά ακούσματα. Γιατί η νύφη του Άσματος λέει στον νοητό νυμφίο: «Δείξε μου το πρόσωπό σου και ψάλλε για να ακούσω την φωνή σου,
γιατί η φωνή σου είναι γλυκειά και το πρόσωπό σου ωραίο» (Άσμα 2, 14). Και ο Δαβίδ λέει: «Θα ακούσω αυτό που λέει σε εμένα ο Κύριος και Θεός μου» (Ψαλμ. 84, 9). Αλλά και η όσφρησι οσφραίνεται εκείνη την νοητή οσμή και την ευωδία του θείου μύρου, όπως έχει γραφή: «Η ευωδία των μύρων σου είναι ανώτερη από όλα τα αρώματα. Το όνομά σου είναι μύρο που εκενώθη» (Άσμα 1, 13). Αλλά και η γεύσι γεύεται την νοητή ποιότητα του Κυρίου. Γιατί λέει: «Γευθήτε και δείτε πόσο καλός είναι ο Κύριος» (Ψαλμ. 33, 9). Όμοια και η αφή αισθάνεται εκείνη την νοητή περίληψι, δηλαδή τον εναγκαλισμό της δεξιάς του νυμφίου, κατά το γραμμένο: «Το αριστερό του χέρι κάτω από το κεφάλι μου και το δεξί του με κρατά στην αγκαλιά του» (Άσμα 2, 6). Και για την σοφία έχει γραφή: «Τίμησέ την, για να σε αγκαλιάση» (Παρ. 4,8). Γι’ αυτό και ο Γρηγόριος ο Σιναΐτης είπε: «Αυτός που δεν βλέπει ούτε ακούει ούτε αισθάνεται πνευματικά, είναι νεκρός» (Κεφ. η’). Γι’ αυτό και ο θεοφόρος Μάξιμος γνωματεύει, ότι οι αισθήσεις γίνονται όργανα της αρετής, όταν
επικρατή το λογικό: «Όταν η λογική επικρατή επί των παθών, κάνει τις αισθήσεις όργανο της αρετής». Αλλά και εκείνος ο εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα και υψηλόφρων άγιος Κάλλιστος, αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο, σωζόμενο στα χειρόγραφα, στο οποίο αποδεικνύει ότι ο Θεός γίνεται καταληπτός, λόγω της φιλανθρωπίας του, με κάθε νοερό αισθητήριο.2

Υποσημειώσεις.

1. Θέλεις να πληροφορηθής, αναγνώστη, και από αυτούς ακόμη τους εξωτερικούς, πόση χαρά προξενούν οι πνευματικές ηδονές του νου και ότι κάνουν κάποιον να ξεχνά ακόμη και τις αισθήσεις του; Άκουσέ το: Ο βασιλέας Ιέρων διέταξε τον σοφό Αρχιμήδη να βρη πόσο μείγμα ήταν διαλυμένο από τον χρυσοχόο σε ένα χρυσό στεφάνι που κατασκεύασε, χωρίς να το χαλάση. Ο Αρχιμήδης λοιπόν βρισκόταν στο λουτρό και λουζόταν και εκεί σκέφθηκε, με αφορμή την αναλογία του νερού που χυνόταν έξω από το αγγείο, και βρήκε την απόδειξι για την υπόθεσι του βασιλιά˙ αλλά δοκίμασε τόσο μεγάλη χαρά από την νοερή ηδονή αυτής της γνώσεως και της αποδείξεως, ώστε δεν μπόρεσε να συγκρατήση τον εαυτό του, αλλά αμέσως βγήκε από το λουτρό και χωρίς να καταλάβη ότι ήταν ολόγυμνος και πασαλειμμένος, έτρεχε σαν εκστατικός στο σπίτι του φωνάζοντας τα εξής λόγια: «Εύρηκα, εύρηκα!», σαν να είχε βρει κάποιο μεγάλο θησαυρό. Παρόμοια χαρά δοκίμασε και ο Πυθαγόρας από την νοερή ηδονή εκείνης της γεωμετρικής αποδείξεως που βρήκε, η οποία είναι η τεσσαρακοστή
έβδομη πρότασι του πρώτου βιβλίου του Ευκλείδη, ώστε θυσίασε μία εκατόμβη, δηλαδή εκατό ταύρους, λες και κέρδισε ένα ολόκληρο βασείλειο.
2. Από αυτές λοιπόν τις πνευματικές ηδονές του νου, τις οποίες απολαμβάνουν οι αισθήσεις και όλο το σώμα, εσωτερικά και εξωτερικά, εκλεπτύνεται, βελτιώνεται, γίνεται ωραίο, ενδυναμώνει, και μεταβάλλεται προς το πνευματικώτερο. Και για αυτό δεν χρειάζεται ούτε σωματική τροφή για να τραφή, ούτε ύπνο για να κοιμηθή, ούτε αισθάνεται καθόλου κούρασι˙ γιατί τρέφεται και αναπαύεται και ευφραίνεται από την θεία τροφή και ανάπαυσι και ηδονή, όπως δείχνουν τα χιλιάδες παραδείγματα στην παλαιά Γραφή και στην νέα χάρι του Ευαγγελίου. Έτσι ο Μωυσής πέρασε δύο ολόκληρα σαρανταήμερα και άλλες τόσες νύχτες επάνω στο όρος Σινά, χωρίς να φάη καθόλου, ούτε να πιή, ούτε να κοιμηθή και χωρίς να αναπαυθή˙ έτσι και ο Ηλίας με την δύναμι εκείνης της τροφής που του δόθηκε από τον άγγελο, πέρασε άσιτος σαράντα ημέρες και νύκτες. Έτσι και εκείνος ο μεγάλος όσιος, ο Παΐσιος, ο αγαπημένος φίλος του Θεού, και ο Μελέτιος ο Ομολογητής, πέρασαν πολλά σαρανταήμερα με νηστεία. Έτσι και ο Χρυσόστομος δεν δοκίμασε καθόλου αισθητή τροφή για
τρεις ολόκληρους μήνες και ο Συμεών ο στυλίτης πέρασε ολόκληρα χρόνια χωρίς να γευθή ανθρώπινη τροφή. Και άλλοι πολλοί επίσης, των οποίων είναι κουραστικό να αναφέρη κανείς όλα τα ονόματα. Και όλοι αυτοί, μέσω της απολαύσεως των θείων και πνευματικών ηδονών του νου, έλαβαν σαν ένα είδος αρραβώνα, εκείνη την ευδαιμονία και μακαριότητα, την οποία θα απολαύσουν στο μέλλοντα αιώνα, όταν το σώμα θα γίνη ανώτερο των σωματικών αναγκών, χωρίς να χρειάζεται τροφές ή ενδύματα. Γιατί ο Θεός θα γίνη σε αυτό και τροφή και ποτό και ένδυμα και φως και ό,τι άλλο, όπως λέει ο Παύλος: «Για να είναι ο Θεός τα πάντα σε όλα» (Α’ Κορ. 15, 28).
Έχοντας λεχθή αυτά σε αυτήν την τελευταία υποσημείωσι, εξάγω και εγώ το τελικό συμπέρασμα όλου αυτού του συμβουλευτικού και λέω: Πολύ κοπίασαν τα λύκεια του Αριστοτέλη και οι ακαδημίες του Πλάτωνα και οι στοές του Χρυσίππου και οι κήποι του Επικούρου και του Μητροδώρου, τα σχολεία του Σωκράτη και του Μουρατόρου και γενικά όλα τα μουσεία των ηθικών φιλοσόφων, τόσο των παλαιών όσο και των νεωτέρων, για να βρουν σε ποια πράγματα υπάρχει η ευδαιμονία, αλλά δεν μπόρεσαν. Γιατί άλλοι από αυτούς θεμελίωσαν την ευδαιμονία στα εξωτερικά και της τύχης λεγόμενα αγαθά, τα οποία είναι ο πλούτος, οι αξίες και οι τιμές και άλλοι στα σωματικά και ηδονικά αγαθά, τα οποία είναι οι ηδονές των αισθήσεων, η υγεία του σώματος, η άνετη ζωή και τα παρόμοια˙ άλλοι τέλος είπαν ότι η ευδαιμονία βρίσκεται στην γνώσι της υπάρξεως του Θεού, της αθανασίας της ψυχής και άλλων θείων πραγμάτων. Όλοι όμως βρέθηκαν μακριά από την αλήθεια. Γιατί αν η ευδαιμονία βρίσκεται σύμφωνα με τους πρώτους στα αγαθά της τύχης, αυτή η ευδαιμονία δεν είναι
αληθινή αλλά ψεύτικη. Και δεν διαρκεί για πάντα, αλλά είναι ρευστή και προσωρινή, όπως είναι και τα αγαθά πάνω στα οποία στηρίζεται˙ και αν σύμφωνα με τους δεύτερους η ευδαιμονία βρίσκεται στα σωματικά και ηδονικά αγαθά, αυτή η ευδαιμονία δεν είναι λογική και νοερά, αλλά παράλογη και κτηνώδης, όπως είναι και τα σωματικά αγαθά πάνω στα οποία βασίζεται, που είναι κοινά και για τα ζώα˙ και αν τέλος η ευδαιμονία βρίσκεται μόνο στην γνώσι των θείων πραγμάτων, αυτή η ευδαιμονία δεν είναι ευαγγελική, χριστιανική και εσωτερική, αλλά φιλοσοφική και εξωτερική.
Αλλά αυτό το Συμβουλευτικό, με όσα διδάσκει, εισάγει και νομοθετεί την αληθινή ευδαιμονία, την λογική και ευαγγελική και αιώνια˙ νομοθετεί ευδαιμονία αληθινή, γιατί διδάσκει να αποστρέφεται ο νους τα προσωρινά αγαθά της τύχης και να προσκολλάται και να ποθή τα αληθινά και αιώνια αγαθά˙ νομοθετεί ευδαιμονία ευαγγελική και χριστιανική, γιατί διδάσκει τον νου να μην θεωρή μόνο τα θεία πράγματα, αλλά και να πράττη τις αρετές και να μην εξετάζη μόνο τα σχετικά με τον Θεό και τις θείες τελειότητες, αλλά και να αγαπά με όλη την καρδιά του τον Θεό και μέσω αυτής της αγάπης να τηρή τις εντολές του και να μιμήται τις τελειότητές του. Και αυτό γιατί η θεωρία μόνο μέσω της γνώσεως δημιουργεί έπαρσι, ενώ η αγάπη οικοδομεί, σύμφωνα με τον Απόστολο. Γιατί εκείνη έχει την αρχή της στην φύσι, ενώ αυτή έχει την αρχή της στην πίστι˙ εκείνη είναι γνώσι ψιλή και γι’ αυτό αβέβαιη˙ ενώ αυτή είναι πείρα και δοκιμή και για αυτό ασφαλής εκείνη είναι γνώρισμα των φιλοσόφων και των εξωτερικών, ενώ αυτή ταιριάζει στους χριστιανούς και
στους βεβαίους για την πίστι τους ή καλλίτερα εκείνη την έχουν και οι φιλόσοφοι, αλλά αυτήν δεν μπορούν να την έχουν. Τέλος αυτό το Συμβουλευτικό νομοθετεί ευδαιμονία αιώνια˙ γιατί η ευδαιμονία που είναι αληθινή, λογική και ευαγγελική πρέπει να είναι και αιώνια˙ επειδή αυτή η ευδαιμονία ποτέ δεν στερείται την ηδονή, η οποία είναι η πρώτη ιδιότητα της ευδαιμονίας, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη˙ ούτε της λείπει η χαρά και η αγαλλίασι˙ γιατί ακόμα και αν αυτός που έχει αποκτήσει αυτήν την ευδαιμονία, ασθενή και πάσχη από τα πλέον φοβερά βάσανα, δεν εμποδίζεται ωστόσο από τα υψηλά αποτελέσματα της ευδαιμονίας. Γιατί έχοντας πάντοτε μέσα στην καρδιά του το απόλυτο και μακάριο αγαθό, το οποίο είναι ο Θεός, με την αγάπη και την πίστι θεωρεί όλα τα βάσανα σαν τρυφές και καλοπέρασι και μολονότι ο πόνος βρίσκεται στα μέλη του σώματός του και φωνάζει και στενάζει από την φύσι του, η ευδαιμονία όμως βρίσκεται στην ψυχή του και γι’ αυτό χαίρεται και αγάλλεται με την χαρά και την ελπίδα της απολαύσεως. Και τέλος, αυτός που
έχει αυτή την ευδαιμονία δεν την στερείται ούτε και στον ίδιο τον θάνατο. Αλλά μάλιστα μετά θάνατον θα την απολαμβάνη πληρέστερη και τελειότερη στα ουράνια.

Από το βιβλίο: Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο ή περί φυλακής των πέντε αισθήσεων, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Αγίου Ορους. Μάιος 2013. Επιμέλεια: Ιερομόναχος Βενέδικτος (Αγιορείτης).

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.