Επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου (Κεφ. 12-20) – Αγίου Κλήμεντος Επισκ. Ρώμης.

12. Καθώς έλεγα αυτά και τα συναφή προς αυτά, έγινε πολύς θόρυβος μεταξύ του πλήθους˙ και άλλοι μεν, λυπούμενοι τον Βαρνάβα, με βοηθούσαν, ενώ άλλοι, που ήταν ηλίθιοι, έτριζαν απειλητικά τα δόντια τους εναντίον μου. Και επειδή ήδη είχε βραδυάσει, παίρνοντας τον Βαρνάβα από το χέρι και, χωρίς να θέλει, τον οδήγησα βίαια στο σπίτι μου, όπου και τον έπεισα να μείνει, για να μη τον κακοποιήσει κανένας. Και αφού έμεινε λίγες μέρες μαζί μου, με κατήχησε λίγο στον αληθινό λόγο˙ διότι έλεγε ότι βιάζεται να φτάσει στην Ιουδαία για χάρη της γιορτής, αλλά και επειδή ήθελε στο εξής να βρίσκεται μαζί με τους ομοεθνείς του.

13. Και ενώ εγώ ήμουν κρεμασμένος από τη γλώσσα του και επέμενα ενοχλητικά και δεν τον άφηνα, αλλά απαιτούσα και την υπόλοιπη διδασκαλία και του έλεγα˙ συ πες μου μόνο τους λόγους που άκουσες από τον Θεό που εμφανίστηκε, και εγώ εξωραΐζοντάς τους με τον δικό μου λόγο, θα κηρύξω τη βούληση του Θεού, και έτσι μετά από λίγες μέρες θα ταξιδέψω μαζί σου. Διότι επιθυμώ πολύ να πάω στη χώρα της Ιουδαίας. Ίσως μάλιστα να συγκατοικήσω μαζί σας όλο τον χρόνο της ζωής μου. Αυτός ακούοντας αυτά, αμέσως απάντησε˙ εάν, όπως λες, θέλεις να σου εξιστορήσω τα δικά μας και να μάθεις αυτό που είναι το συμφέρον σου, ταξίδεψε από σήμερα μαζί μου˙ εάν πάλι δεν θέλεις, εγώ θα σου πω σήμερα τα σημεία της διαμονής μου και ό,τι άλλο θέλεις, ώστε, όταν θελήσεις να έρθεις και να μας βρεις˙ διότι εγώ αύριο θα πορευθώ στα δικά μου. Επειδή λοιπόν είδα τον Βαρνάβα τόσο αμετάπιστο, πήγα μαζί του μέχρι το λιμάνι, και αφού έμαθα από αυτόν τα σημεία της διαμονής του που έλεγε, του είπε˙ Εάν δεν είχα να ζητήσω αύριο κάτι από αυτά που μου
οφείλονται, θα ταξίδευα από σήμερα μαζί σου, αλλά θα σε συναντήσω πολύ γρήγορα. Αφού είπα αυτά και τον παρέδωσα στους επικεφαλής του πλοίου, επέστρεψα λυπημένος, ενθυμούμενος τον καλό και γνώριμο φίλο μου.

14. Αφού δε έμεινα μερικές μέρες και δεν μπόρεσα να εισπράξω όλο το χρέος για το οποίο έμεινα, αδιαφορώντας για το υπόλοιπο, επειδή μου γινόταν εμπόδιο να προλάβω τον άνδρα, απέπλευσα κι εγώ για την Ιουδαία, και ύστερα από δεκαπέντε μέρες έφτασα στην Καισάρεια του Στράτωνα.1 Όταν αποβιβάστηκα στη στεριά και αναζητούσα τόπο να μείνω, μαθαίνω ότι κάποιος που ονομαζόταν Πέτρος και είναι ο πιο δοκιμασμένος μαθητής του Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού, ο οποίος είχε εμφανισθεί στην Ιουδαία και έκανε σημεία και τέρατα, ότι πρόκειται αύριο να έρθει σε συζήτηση με τον Σίμωνα τον Σαμαρείτη από τους Γιτθούς. Εγώ, ακούοντάς τα αυτά, παρακάλεσα να μου πουν τη διαμονή του, και μόλις την έμαθα, βρέθηκα στην πόρτα. Βλέποντάς με αυτοί που βρίσκονταν μέσα στο σπίτι, με ρωτούσαν ποιός είμαι και από πού έρχομαι. Και τότε βγαίνοντας ο Βαρνάβας, μόλις με είδε με αγκάλιασε με μεγάλη χαρά και δάκρυα, και παίρνοντάς με από το χέρι με έβαλε μέσα στο σπίτι. Έπειτα, δείχνοντάς μου τον Πέτρο είπε˙

Αυτός είναι ο Πέτρος, Κλήμη, που σου είπα ότι είναι ο πιο μεγάλος στη σοφία του Θεού, στον οποίο διηγιόμουν πάντοτε τις αρετές σου και την διάθεση, ώστε από αυτά να θέλει και αυτός πολύ να σε δει και να επιθυμεί διακαώς να συναντηθεί μαζί σου. Σε προσφέρω λοιπόν σ’ αυτόν μεγάλο δώρο με τα δικά μου χέρια. Και αφού είπε αυτό, με παρουσίασε λέγοντας˙ Αυτός είναι ο Κλήμης, Πέτρε.

12. Ταύτά μου λέγοντος και τα τούτοις ακόλουθα, πολύς των όχλων εγένετο θρύλλος˙ και οι μεν, ως τον Βαρνάβαν ελεούντες, συνήράν μοι, οι δε ηλίθιοι όντες, δεινώς κατ’ εμού έβρυχον τους οδόντας. Επεί δε ήδη και η εσπέρα κατέλαβε, της χειρός λαβών τον Βαρνάβαν και μη βουλόμενον βία εις την εμήν ήγον οικίαν, ένθα και μένειν αυτόν εποίησα, ίνα μη τις αυτώ χείρας επιβάλλη. Και ημέρας ολίγας συν εμοί διατρίψας και του αληθινού λόγου βραχέα με κατήχησε˙ σπεύδειν γαρ έλεγεν εις Ιουδαίαν αφικέσθαι της εορτής χάριν, ως και του λοιπού συνείναι τοις αυτού ομοεθνέσιν εθέλων.

13. Εμού δε λίαν της εκείνου γώττης κρεμαμένου και σφοδρώς εγκειμένου και ουκ ανιέντος, αλλά την λοιπήν απαιτούντος διδασκαλίαν και λέγοντος, Συ μόνον ους ήκουσας του φανέντος Θεού εκτίθου λόγους, καγώ, τω εμώ λόγω κοσμήσας, του Θεού κηρύξω την βούλησιν, είθ’ ούτω και εντός ολίγων ημερών συνεκπλείσω σοι. Λίαν γαρ ποθώ παρά τον της Ιουδαίας γενέσθαι τόπον. Τάχα δε και συνοικήσω υμίν τον πάντα μου της ζωής χρόνον. Αυτός τούτων ακούσας, ευθύς απεκρίνατο˙ Συ ει μεν ιστορήσαι τα ημέτερα και μαθείν το συμφέρον εθέλεις, εξαυτής μοι, φησί, σύμπλευσον˙ ει δε μη βούλει, αλλά τα σημεία της οικήσεώς μου και ων θέλεις εγώ σοι σήμερον γνωριώ, ίνα ότε και βούλει παραγενόμενος εύρης ημάς˙ εγώ γαρ αύριον επί τα εμαυτού πορεύσομαι. Και δη αδυσώπητον ούτως ιδών τον Βαρνάβαν, συνήλθον αυτώ μέχρι και του λιμένος και μαθών παρ’ αυτού άπερ έλεγε σημεία των οικήσεων, φημί προς αυτόν˙ Ως, ει μη αύριον έμελλον απαιτήσαί τι των οφειλομένων μοι, εξαυτής αν και συνέπλεόν σοι˙ πλην αλλά τάχιόν σε καταλήψομαι. Ταύτα ειπών και
παραθέμενος αυτόν τοις του πλοίου ηγουμένοις, υπέστρεφον μετά λύπης, μεμνημένος του καλού και συνήθους φίλου.

14. Ημέρας δε διατρίψας και το χρέος δι’ ο και επεσχέθην ουχ όλον λαβείν δυνηθείς, αμελήσας του περιλειπομένου δια το ταχύ τον άνδρα καταλαβείν, ως εμποδίου μοι γενομένου, και αυτός εις Ιουδαίαν απέπλευσα και δια πεντεκαίδεκα ημερών τη Στράτωνος επιδημώ Καισαρεία. Επιβάντος δε μου της γης και ξενίαν επιζητούντος, μανθάνω Πέτρον τινά λεγόμενον του εν Ιουδαία φανέντος Ιησού Χριστού Υιού του Θεού του σημεία και τέρατα πεποιηκότος, τον δοκιμώτατον μαθητήν, αύριον Σίμωνι τω από Γιτθών Σαμαρεί, μέλλειν ιέναι προς διαλέξεις. Εγώ δε ταύτα ακούσας εδεήθην την τούτου μοι μηνυθήναι μονήν. Και ομώς έμαθον και τω πυλώνι επέστην. Θεασάμενοι δε οι εν τω οίκω, αντιβάλλοντες ήσαν, τίς τε ειμί και πόθεν ήκω. Και ιδού Βαρνάβας εκβάς, άμα τω ιδείν περιεπλάκη μοι πολύ χαίρων και δακρύων, και λαβόμενός μου της χειρός εισήγεν εις την οικίαν. Είτα και τον Πέτρον υποδεικνύς, Ούτός εστίν, έλεγε, Πέτρος, ον μέγιστον επί τη του Θεού σοφία επηγγελλόμην σοι. Κλήμη, ώ πάντα τε και τα κατά σε καλά και την προαίρεσιν αεί διηγούμην,
ως εντεύθεν γλίχεσθαι και αυτόν ιδείν σε και την σην επιποθείν συντυχίαν. Μέγα ουν αυτώ δώρόν σε δια των εμών προσφέρω χειρών. Και τούτο ειπών, προσαγαγών έφη˙ Ούτός εστί Κλήμης, Πέτρε.

Υποσημείωση.

1. Ιόππης και Τύρου, που καταστράφηκε το 1265 μ. Χ.

***

15. Εκείνος μόλις άκουσε το όνομά μου, θυμήθηκε όσα του διηγήθηκε ο Βαρνάβας, όρμησε όπως ήταν αμέσως, και αφού με φίλησε με οικειότητα και ειλικρίνεια, με έβαλε να καθίσω δίπλα του και μου είπε˙ Έκανες καλά που φιλοξένησες τον κήρυκα της αλήθειας Βαρνάβα προς τιμήν του πραγματικού Θεού, και μάλιστα πολύ μεγαλόψυχα, χωρίς να φοβηθείς τον θυμό των απαίδευτων. Είσαι πραγματικά μακάριος συ που φιλοξένησες με κάθε τιμή τον πρεσβευτή της αλήθειας για όλα αυτά η ίδια η αλήθεια και σένα που είσαι ξένος θα σε κάνει πολίτη της δικής της πόλεως, και τότε θα χαρείς πολύ, διότι, δανείζοντας τώρα μικρή χάρη και την προτίμησή σου για αγαθούς λόγους, θα γίνεις κληρονόμος καλών, αιώνιων και αναφαίρετων αγαθών. Και μη κουράζεσαι μιλώντας μου για το ήθος σου˙ διότι όλα τα σχετικά με σένα μας τα είπε ο φιλαλήθης αυτός άνδρας, ο Βαρνάβας, αναφέροντας σχεδόν κάθε μέρα την καλή σου ανάμνηση. Και για να σου φανερώσω, σαν γνήσιο φίλο, με συντομία το θέμα που σε απασχολεί, εάν δεν σε εμποδίζει τίποτε, συνόδευσέ μας, για ν’
ακούσεις τον λόγο της αλήθειας, που πρόκειται να κάνω σε κάθε πόλη, ακόμα και στην ίδια τη Ρώμη.

16. Και εγώ είπα σ’ αυτόν˙ Είμαι βέβαια έτοιμος να σε συνοδέψω˙ γιατί δεν ξέρω πως αυτό το προτίμησα με χαρά. Όμως θέλω πρώτα να πληροφορηθώ για την αλήθεια, για να γνωρίσω εάν η ψυχή είναι αθάνατη ή θνητή, εάν, όντας αιώνια, πρόκειται να κριθεί για όσα έκανε εδώ, και τί τέλος πάντων είναι δίκαιο και αρεστό στον Θεό, και εάν δημιουργήθηκε ο κόσμος και για ποιο λόγο δημιουργήθηκε, και εάν θα καταστραφεί˙ και αν δεν καταστραφεί, αν θα γίνει καλύτερος, ή δεν θα γίνει˙ και για να μη λέω το καθένα χωριστά, αυτά και τα όμοια μ’ αυτά θέλω να μάθω. Και εκείνος, γνωρίζοντας από το θείο Πνεύμα τι σημαίνουν τα λόγια αυτά, έδωσε γρήγορα την απάντηση, για να με οδηγήσει γρήγορα στην αλήθεια.

Και είπε˙ εγώ, Κλήμη, σύντομα θα σου δώσω τη γνώση των όντων˙ και τώρα άκουε γι’ αυτήν.

17. Η απόφαση του Θεού για πολλούς λόγους έμεινε άγνωστη στους ανθρώπους. Πρώτα – πρώτα επειδή κυριεύθηκαν από κακή αρχή, πονηρή συντροφιά, φρικτή συνήθεια, κακή ομιλία, λαθεμένη προκατάληψη και γι’ αυτό από πλάνη. Έπειτα από έλλειψη φόβου, απιστία, πορνεία, φιλαργυρία, ματαιοδοξία και άλλα παρόμοια, τα οποία, αφού σαν πλήθος καπνού μπήκαν σ’ ένα σπίτι, στον κόσμο, και θόλωσαν τα μάτια των ανθρώπων που κατοικούν μέσα και δεν τους αφήνουν να δουν και με την περιγραφή να καταλάβουν τον Θεό που τον δημιούργησε, και να μάθουν τι είναι καλό γι’ αυτόν. Γι’ αυτό όσοι αγαπούν την αλήθεια πρέπει μέσα από τα βάθη της ψυχής τους να καλέσουν σε βοήθεια με ειλικρινή λογισμό τον μοναδικό Θεό και Κύριό μας και Σωτήρα Ιησού Χριστό, και να δεχθούν από αυτόν γνώση, ώστε κάποιος που βρίσκεται μέσα στο σπίτι το γεμάτο καπνό, εννοώ τον κόσμο αυτό, να πάει και να μπορέσει να ανοίξει την πόρτα, ώστε το φως του ήλιου που είναι έξω να εισδύσει στο σπίτι, και ο καπνός που βρίσκεται μέσα στη φωτιά να βγει έξω,
για να δουν οι άνθρωποι και να πιστέψουν σ’ ένα Θεό, Πατέρα παντοκράτορα, και στον μονογενή Υιό του, ο οποίος γεννήθηκε κατά τρόπο άρρητο από αυτόν πριν από όλους τους αιώνες, και στο άγιο Πνεύμα, που εκπορεύεται από αυτόν κατά τρόπο που δεν μπορεί να λεχθεί, γνωρίζοντας ένα Θεόν σε τρεις υποστάσεις, χωρίς αρχή, χωρίς τέλος, αιώνιο, αΐδιο, άκτιστο, αμετάβλητο, αναλλοίωτο, απλό, όχι σύνθετο, ασώματο, αόρατο, που δεν φαίνεται, απερίγραπτο, αχώρητο, άπειρο, ακατανόητο, αγαθό, δίκαιο, παντοδύναμο, δημιουργό όλων των κτισμάτων, παντοκράτορα, που επιβλέπει τα πάντα, που προνοεί για όλα, εξουσιαστή και κριτή˙ και αφού έτσι αναγεννηθούν με νερό και πνεύμα, να γίνουν κληρονόμοι μαζί με τους υιούς του Θεού που αναγεννήθηκαν για την αθανασία.

15. Ο δε ηνίκα του ονόματος ήκουσεν εις μνήμην ελθών των Βαρνάβα διηγημάτων, εξήλατό τε ως είχεν ευθύς και προσηνώς με και γνησίως καταφιλήσας και παρακαθισάμενος, Καλώς εποίησας, έφη, τον της αληθείας κήρυκα ξενίσας Βαρνάβαν εις τιμήν του όντος Θεού, και λίαν μεγαλοφρόνως ουκ αιδεσθείς τον των απαιδεύτων θυμόν. Μακάριος γαρ ως αληθώς συ, τον της αληθείας πρεσβευτήν ούτω ξενίσας πάση τιμή, άνθ’ ων αυτή και σε η αλήθεια ξένον όντα, της ιδίας πόλεως καταστήσει πολίτην, και τότε χαρήση μεγάλως, ότι βραχείαν νυν χάριν δανείσας και αγαθήν λόγων προαίρεσιν, καλών αϊδίων και αναφαιρέτων αγαθών έση κληρονόμος. Και μη κάμνε αντιβάλλων μοι το σον ήθος˙ πάντα γαρ τα κατά σε ο φιλαλήθης ούτος ανήρ ο Βαρνάβας απήγγειλε, καθ’ ημέραν σχεδόν την αγαθήν σου μνήμην ποιούμενος. Και ίνα σοι, ως γνησίω φίλω, δηλώσω κατ’ επιτομήν το προκείμενον, ει μη σοι τι εμποδίζει, συνόδευσον ημίν, μεταλαμβάνων τον της αληθείας λόγον, ον κατά πόλιν ποιείσθαι μέλλω μέχρι Ρώμης αυτής.

16. Εγώ δε προς αυτόν, Σοι μεν ετοίμως έχω συνοδεύειν, είπον˙ τούτο γαρ οίδ’ όπως χαίρων προήρημαι˙ πλην περί αληθείας βούλομαι πρώτον πληροφορηθήναι, ίνα γνω, ει η ψυχή αθάνατος ή θνητή˙ και ει, αΐδιος ούσα, περί ων έπραξεν ενταύθα έχει κριθήναι˙ και τί ποτέ έστι δίκαιον ή αρέσκον Θεώ, και ει γέγονε κόσμος, και δια τί γέγονε, και ει λυθήσεται˙ και ει ου λυθήσεται, και κρείττων έσται, ή ουδέ έσται˙ και ίνα μη το κατ’ είδος λέγω, ταύτά τε και τα τούτοις επόμενα μαθείν ήθελον. Ο δε, τί ταυτί βούλεται τα ρήματα τω θείω Πνεύματι γνους, ταχείνα την απόκρισιν εποιείτο, ίνα και ταχύ με προς την αλήθειαν επαναγάγηται.

Και, Συντόμως εγώ σοι, έλεγεν, ω Κλήμη, την των όντων γνώσιν παρέξομαι˙ και τα νυν εξαυτής άκουε.

17. Η του Θεού βουλή κατά πολλούς τρόπους εν αδήλω γέγονε τοις ανθρώποις. Πρώτα μεν δια το κρατηθήναι αυτούς εισαγωγή κακή, συντροφία πονηρά, συνηθεία δεινή, ομιλία κακή, προλήψει ουκ ορθή, και δια ταύτα πλάνη˙ έπειτα αφοβία, απιστία, πορνεία, φιλαργυρία, κενοδοξία, και άλλοις τοιούτοις, α δη καθάπερ καπνού πλήθος εις ένα οίκον επεισελθόντα τας οράσεις, αναβλέψαι αυτούς ουκ εά και τη διαγραφή τον δημιουργήσαντα κατανοήσαι Θεόν, και το τούτω δοκούν γνωρίσαι. Διο χρη τους φιλαλήθεις έσωθεν εκ βάθους ψυχής εκκαλέσασθαι προς επικουρίαν αληθεί λογισμώ τον μόνον Θεόν, Κύριον δε ημών και Σωτήρα Ιησούν Χριστόν, και παρ’ αυτού γνώσιν λαβείν, ίνα τις εντός ων εν τω οίκω τω πεπλησμένω καπνού, τω κόσμω τούτω, φημί, προσιών ανοίξαι δυνηθή θύραν, ως το μεν εκτός του ηλίου φως εισκριθήναι τω οίκω, τον δε εντός του πυρός όντα εκβληθήναι καπνόν, όπως διαβλέψαντες οι άνθρωποι πιτεύσωσιν εις ένα Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα, και εις τον μονογενή αυτού Υιόν τον προ των αιώνων εξ αυτού αφράστως γεννηθέντα και εις το Πνεύμα
το άγιον το εξ αυτού αρρήτως εκπορευόμενον, ένα Θεόν γνωρίζοντες εν τρισίν υποστάσεσιν, άναρχον, ατελεύτητον, αιώνιον, αΐδιον, άκτιστον, άτρεπτον, αναλλοίωτον, απλούν, ασύνθετον, ασώματον, αόρατον, αφανή, απερίγραπτον, απερίληπτον, άπειρον, ακατανόητον, αγαθόν, δίκαιον, παντοδύναμον, πάντων κτισμάτων δημιουργόν, παντοκράτορα, παντεπόπτην, πάντων προνοητήν, εξουσιαστήν και κριτήν, και ούτως, αναγεννηθέντες δι’ ύδατός τε και Πνεύματος, συγκληρονόμοι καταστώσι των προς αφθαρσίαν αναγεννηθέντων υιών του Θεού.

***

18. Γι’ αυτό πριν από κάθε ζήτημα και συ, Κλήμη, έλα πρόθυμος σαν γιος στον πατέρα, για να σου δώσει ο Θεός κατά τρόπο αψευδή τη γνώση και αυτών που φαίνονται και αυτών που είναι αόρατα. Εάν όμως και μετά την κλήση δεν θελήσεις ή καθυστερήσεις, με δίκαιη απόφαση του Θεού θα γίνεις απόκληρος, επειδή με το να μη θελήσεις δεν θα γίνεις δεκτός. Και μη νομίσεις βέβαια ότι, έστω και αν γίνεις πιο ευσεβής από όλους όσους υπήρξαν κάποτε ευσεβείς, αλλά δεν προφτάσεις να αγιασθείς με το βάπτισμα, θα μπορέσεις ποτέ να επιτύχεις την αγαθή ελπίδα. Διότι έτσι μάλλον θα υποστείς μεγαλύτερη κόλαση, επειδή δεν χρησιμοποίησες καλά τα καλά έργα. Διότι το καλό δεν είναι καλό, όπως λένε, όταν δεν γίνει καλά. Εάν λοιπόν εσύ δεν θέλεις, όπως αρέσει στον Θεό, να βαπτισθείς, υπακούοντας το δικό σου θέλημα, φέρεσαι οπωσδήποτε εχθρικά στο θέλημα εκείνου. Ίσως όμως να πεις˙ Και σε τί συμβάλλει ως προς την ευσέβεια το να βαπτισθώ με νερό; Πρώτον ότι κάνεις αυτό που αρέσει στον Θεό.

Δεύτερον, διότι με το νερό και το Πνεύμα ξαναγεννιέσαι για τον Θεό, και συμφιλιώνεις την πρώτη σου γέννηση που έγινε με σαρκική επιθυμία, και έτσι θα μπορέσεις να κερδίσεις την σωτηρία, ενώ αλλιώς είναι αδύνατο. Διότι έτσι μας είπε ο Θεός Λόγος που έγινε άνθρωπος για τη σωτηρία και αθανασία του γένους μας˙ «αλήθεια σας λέω, εάν δεν ξαναγεννηθείτε με νερό και Πνεύμα, δεν θα μπείτε στη βασιλεία των ουρανών».1 Γι’ αυτό θέλησε να δεχθείς το βάπτισμα˙ γιατί μόνο αυτό μπορεί να σβήσει την ορμή της φωτιάς. Και μην αναβάλλεις διότι η αναβολή ξέρει να φέρνει κίνδυνο, επειδή είναι άγνωστη η προθεσμία του θανάτου.

19. Όταν εκείνος είπε αυτά, εγώ είπα˙ Ευχαριστώ ήδη τον Θεό και Πατέρα και τον μονογενή του Υιό και το άγιο Πνεύμα του, γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να πληροφορηθώ όπως ήθελα. Στο εξής λοιπόν δεν χρειάζεται να φροντίζεις. Διότι ποτέ δεν θα έχω ενδοιασμούς για κάτι που ειπώθηκαν από σένα˙ ώστε, κύριέ μου, Πέτρε, μη στενοχωρείσαι, επειδή τάχα δώρισες πολύ μεγάλα αγαθά σε αναίσθητο. Διότι γνωρίζω ότι είναι τέτοιο και τόσο μεγάλο, ώστε να θέλει κανείς γρήγορα να το πάρει. Καταλαβαίνω δηλαδή το χάρισμα που μου δόθηκε γρήγορα.

Όταν εγώ είπα αυτά, ο Πέτρος είπε˙ Ευχαριστώ τον Θεό και για τη δική σου σωτηρία, και για τη δική μου ανταμοιβή. Νήστεψε λοιπόν τις μέρες τριών μηνών και θα λάβεις το βάπτισμα. Και άρχισε από αύριο. Αύριο μάλιστα θα γίνει η συζήτηση με τον μάγο Σίμωνα. Και μη λυγίσεις να είσαι δίπλα μου στις συζητήσεις των θεμάτων. Και αφού είπε αυτά και έφαγε αυτός, με πρόσταξε να φάω κι εγώ ιδιαιτέρως, κι αφού ευλόγησε για την τροφή και απηύθυνε ευχαριστιακή προσευχή, πρόσθεσε λέγοντας˙ Είθε να δώσει ο Θεός να γίνεις όμοιος με μένα σε όλα, και αφού βαπτισθείς να τρως μαζί μου στο τραπέζι. Και αφού είπε αυτά με πρόσταξε να ησυχάσω˙ γιατί ήδη και η ώρα καλούσε για ύπνο.

20. Την επομένη λοιπόν ημέρα εγώ ο Κλήμης, ενώ ακόμη ήταν νύχτα, ξυπνώντας έμαθα ότι ο Πέτρος είχε ξυπνήσει και μιλούσε μ’ εκείνους που ήταν μαζί του για τη θεοσέβεια, που ήταν δεκαέξι τον αριθμό, των οποίων τα ονόματα είναι τα εξής˙ Ζακχαίος, ο άλλοτε τελώνης, και Σοφωνίας ο αδελφός του, ο Ιώσηφος και ο σύντροφός του Μιχαίας, και ακόμα ο Θωμάς και ο Ελιέζερ, οι δίδυμοι, Ενέας ο ιερέας και ο Λάζαρος ο ιερέας, τον οποίον ανέστησε από τους νεκρούς μετά τέσσερις μέρες ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, και Ελισσαίος, ο Βενιαμίν, ο γιος του Σαφρά, καθώς επίσης ο Ρεύβιλος και Ζαχαρίας, οι οικοδόμοι, ο Ανανίας και ο Αγγαίας, οι Αμμηνοί, και ακόμα οι Νικήτης και Ακύλας οι φίλοι. Μπήκα κι εγώ και αφού χαιρέτησα, κάθισα με δική του προτροπή.

18. Διο προ παντός ζητήματος και αυτός, ώ Κλήμη, ετοίμως ως υιός πατρί πρόσελθε, ίνα και των ορωμένων και των αοράτων αψευδώς την γνώσιν Θεός παράσχη σοι. Ει δε και μετά το κληθήναι ου θέλεις ή βραδύνεις, δικαία Θεού κρίσει απόκληρος έση, τω μη θελήσαι μη θεληθείς. Και μη τοι νομίσης ότι καν πάντων των ποτέ γενομένων ευσεβών ευσεβέστατος γένη, μη φθάσεις δε τελειωθήναι δια βαπτίσματος, ελπίδος αγαθής τυχείν δυνήση ποτέ. Ταύτη γαρ πλείονα μάλλον υφέξεις την κόλασιν, ότι καλοίς έργοις ουκ εχρήσω καλώς. Ουδέ γαρ καλόν το καλόν, ο φασίν, όταν μη καλώς γίνηται. Συ δε ει ου θέλεις ως τω Θεώ δοκούν βαπτισθήναι, τω σω μάλλον υπηρετών θελήματι, εχθραίνεις πάντως τη εκείνου βουλή. Άλλ’ ίσως ερείς˙ Και τί συμβάλλεται προς ευσέβειαν το βαπτισθήναι ύδατι; Πρώτον μεν ότι το δόξαν Θεώ πράττεις. Δεύτερον δε, ότι δι’ ύδατος και Πνεύματος αναγεννάσαι Θεώ και την εξ επιθυμίας πρώτην σοι γενομένη καταλλάσσεις γέννησιν, και ούτω σωτηρίας τυχείν δυνήση, άλλως δε άρα αδύνατον. Ούτω γαρ οι επί σωτηρία και αφθαρσία
του γένους ημών ενθρωπήσας Θεός Λόγος είπε ημίν˙ «αμήν λέγω υμίν˙ εάν μη αναγεννηθήτε δι’ ύδατος και Πνεύματος, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών». Διο πρόσελθε τω βαπτίσματι˙ τούτο γαρ μόνον την του πυρός ορμήν σβέσαι δύναται. Και μη αναβάλλου˙ ότι η αναβολή κίνδυνον οίδε φέρειν, δια το άδηλον είναι του θανάτου την προθεσμίαν.

19. Ταύτα εκείνου ειπόντος. Εγώ μεν, έφην, ήδη ευχαριστώ τω Θεώ και Πατρί και τω μονογενεί αυτού Υιώ και τω Πνεύματι αυτού τω αγίω, ότι ως εβουλόμην πληροφορηθήναι, ούτω μοι και παρέσχε. Πλην περί εμού το λοιπόν άφροντις έσο. Ουδέποτε γαρ ενδοιάσω προς τι των υπό σου λαληθέντων˙ ώστε, κύριέ μου Πέτρε, μη αθύμει, ως αναισθήτω μέγιστα δωρούμενος αγαθά. Οίδα γαρ ότι τοιούτόν εστί και ούτω μέγιστον, οίον αν τις και ταχέως λαβείν βούλοιτο. Αισθάνομαι γαρ του δοθέντος μοι δια τάχους χαρίσματος.

Ταύτά μου ειπόντος, ο Πέτρος έφη˙ Χάριν ομολογώ τω Θεώ και περί της σωτηρίας και περί της εμής απολαύσεως. Πλην νήστευσον τριών μηνών ημέρας και λαμβάνεις το βάπτισμα. Άρξαι τοίνυν από της αύριον. Έστι δε μοι η αύριον προς Σίμωνα τον μάγον διάλεξις. Και μη οκλάσης παρείναί μοι εν ταις των αντικειμένων ζητήσεται.

Ταύτα ειπών και τρυφής αυτός μεταλαβών, ιδία καμέ μεταλαβείν εκέλευσεν. Ευλογήσας δε επί της τροφής και ευχαριστήσας, επήγαγε λέγων˙ Δώη σοι ο Θεός κατά πάντα εξομοιωθήναί μοι και βαπτισθέντι της αυτής μοι κοινωνήσαι τραπέζης. Ούτως ειπών, ησυχάζειν μοι προσέταξεν˙ ήδη γαρ που ο καιρός προς ύπνον εκάλει.

20. Τη μεν ουν επιούση εγώ Κλήμης, έτι της νυκτός εχούσης, διυπνισθείς και μαθών τον Πέτρον εγρηγορότα και τοις συννούσι περί θεοσεβείας διαλεγόμενον, οι ήσαν εκκαίδεκα τον αριθμόν, ων και τα ονόματά εισί ταύτα. Ζακχαίος ο ποτέ τελώνης, και Σοφωνίας ο αδελφός αυτού, Ιώσηφός τε και ο τούτου σύντροφος Μιχαίας, προσέτι δε Θωμάς και Ελιέζερος οι δίδυμοι, και Ενέας ο ιερεύς, και Λάζαρος ο ιερεύς ον ανέστησεν εκ νεκρών τετραήμερον ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, και Ελισσαίος, Βενιαμίν ο του Σαφρά, ομοίως γε Ρεύβιλος και Ζαχαρίας οι οικοδόμοι, Ανανίας τε και Αγγαίας οι αμμηνοί, έτι τε Νικήτης και Ακύλας οι εταίροι, εισήλθον καγώ και προσαγορεύσας εκαθέσθην, εκείνου κελεύσαντος.

Υποσημείωση

1. Ιω. 3, 5

Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.

Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994

Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Εισαγωγή στην επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.