Λόγος ηθικός έβδομος (Β’): «Γι’ αυτούς που δουλεύουν στον Θεό – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.


Γι’ αυτούς που δουλεύουν στον Θεό˙ ποιοί θα πρέπει να είναι και τί λογής και πόσο προσεκτικοί. Και ποιός είναι αυτός που μετανοεί και ποιά είναι η εργασία του, και ποιός είναι αυτός που επιδιώκει την ασκητική ζωή και ποιά είναι η εργασία του, και ποιός είναι αυτός που υπηρετεί τον Θεό και ποιό είναι το έργο του. Και ότι, να δεν αποκτήσουμε τις αρετές, δεν θα μας ωφελήσει διόλου μόνο η απαλλαγή από τα πάθη.

Εμείς λοιπόν, επειδή ακούσαμε τον Κύριο να λέει, «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει το σταυρό του και ας με ακολουθεί»,1 και τον απόστολο να διδάσκει, «Παιδιά μου, μην αγαπάτε τον κόσμο, ούτε τα πράγματα που υπάρχουν στον κόσμο2˙ διότι η αγάπη του κόσμου είναι έχθρα στον Θεό»,3 και ότι «εκείνος που αγαπά τον κόσμο γίνεται εχθρός του Θεού»,4 αφού εγκαταλείψαμε με την απόφασή μας όλα, ακολουθήσαμε τον Σωτήρα μας και Θεό, ή, καλύτερα, αφού εγκαταλείψαμε τον κόσμο, επειδή είναι για μας εμπόδιο στην αρετή, στραφήκαμε προς τη μοναχική ζωή, σαν να εγκαταλείψαμε την εχθρική χώρα, στην οποία, αφού καταφύγαμε εκούσια, ζούσαμε αιχμάλωτοι˙ και επιστρέψαμε στη χώρα του δικού μας Δεσπότη και Βασιλιά Χριστού, με το να ντυθούμε μόνο την ενδυμασία του στρατού που είναι στην εξουσία του, χωρίς όμως με το ένδυμα να στρατευθούμε ή να δουλεύουμε σ’ αυτόν, όπως δηλαδή ούτε εκείνοι που φορούν την ίδια στολή με τους στρατιώτες είναι στρατιώτες του βασιλιά˙ αλλά λέμε ότι τώρα είμαστε στη βασιλεία του, με το να ντυθούμε το μοναχικό ένδυμα, δεν λέμε όμως ότι γι’ αυτό στρατευθήκαμε μ’ αυτόν, διότι τα όπλα μας δεν είναι σωματικά, αλλά είναι πνευματικά5˙ διότι η πάλη μας δεν είναι με ανθρώπους, που έχουν αίμα και σάρκα, αλλά είναι με τις αρχές, με τις εξουσίες, με τα πονηρά πνεύματα, που βρίσκονται ανάμεσα στη γη και στον ουρανό.6 Όταν λοιπόν θα ντυθούμε τα όπλα του φωτός,7 την ασπίδα δηλαδή και την περικεφαλαία και τα υπόλοιπα, που ο άγιος Παύλος απαρίθμησε, και θα λάβουμε στα χέρια μας ακονισμένη τη μάχαιρα του Πνεύματος,8 τότε και λέμε ότι στρατευθήκαμε και ετοιμάζουμε τους εαυτούς μας για να παραχθούμε για μάχη.
Αλλά τώρα ας σκεφθούμε, αν νομίζετε, όσοι ντυθήκαμε το μοναχικό ένδυμα και μπήκαμε στο στάδιο της μετάνοιας και της άσκησης, τι εργασία κάνουμε. Κλαίμε; Γιατί κλαίμε; Ασφαλώς, για να λάβουμε την άφεση των αμαρτημάτων μας, και όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά για να καθαριστούμε και από τους μολυσμούς, που προέρχονται από τα αμαρτήματα. Νηστεύουμε; Ασφαλώς, για να ελαττώσουμε τις κινήσεις της σάρκας και να κάνουμε μαλακότερη την καρδιά. Αγρυπνούμε και ψάλλουμε; Για να μη σκεφτόμαστε πονηρά πράγματα και παρασυρόμαστε σε ρεμβασμούς. Προσευχόμαστε σωματικά; Για να μην αιχμαλωτιζόμαστε νοερά από τον εχθρό, και για να έχουμε τη σκέψη μας στα αγαθά, και για να φθάσουμε να προσευχόμαστε με το νου μας πάντοτε και διαρκώς πνευματικά. Πενθούμε; Ασφαλώς, για να απολαύσουμε τη χαρά του πένθους.9 Φορούμε φτωχικά και κουρελιασμένα ενδύματα και κοιμόμαστε καταγής ή και σφίγγουμε οι περισσότεροι το σώμα μας με σίδερα; Γιατί το κάνουμε; Ασφαλώς, για να καταναγκάσουμε και να φορτώσουμε αυτό το σφριγηλό σώμα και να μην το αφήσουμε, όπως ένα αδάμαστο πουλάρι, χωρίς το χαλινάρι που το συγκρατεί, ώστε, αφού ορμήσει στον γκρεμό, να κατακρημνίσει τον εαυτό του και τον αναβάτη νου σε λάκκο απώλειας και αιώνιας φωτιάς. Κάνοντας όμως αυτά, ποιά χάρη κάνουμε άραγε σ’ εκείνους τους ίδιους που τα βλέπουν; Ασφαλώς, καμία. Αν όμως δεν κάνουμε χάρη σ’ αυτούς, δεν κάνουμε πολύ περισσότερο χάρη σ’ εκείνους που μας χάρισε και σοφία και δύναμη, για να σώσουμε τους εαυτούς μας.
Αλλά υποφέρουμε με ευχαριστία, χωρίς να μνησικακούμε, τις λοιδορίες και τις θλίψεις που έρχονται; Και μ’ αυτό πάλι ευεργετούμε τους εαυτούς μας και όχι άλλον. Και άκουσε που το λέει ο Κύριος: «Αν δεν συγχωρήσετε στους ανθρώπους τα παραπτώματά τους από τις καρδιές σας, ούτε ο ουράνιος Πατέρας σας θα συγχωρήσει σ’ εσάς τα παραπτώματά σας».10 Να, λοιπόν, είτε χλευασμούς είτε ραπίσματα είτε κολαφίσματα είτε κοροϊδίες είτε φτυσίματα είτε οτιδήποτε παθαίνουμε, αν βέβαια τα υποφέρουμε αυτά με ευχαρίστηση και συμπονούμε από την ψυχή μας εκείνους, που τα προκαλούν σ’ εμάς, κάνουμε χάρη στους εαυτούς μας, λαμβάνονται συγχώρηση για τα αμαρτήματα που κάναμε εμείς στον Θεό˙ αν όμως κρατούμε κακία και επιχειρούμε να ανταποδώσουμε αυτά σ’ αυτούς με πολλούς τρόπους, βλάπτουμε τους εαυτούς μας, με το να κάνουμε να μένουν ασυγχώρητα τα αμαρτήματά μας. Καθόμαστε σε κελλί, φεύγουμε στα όρη, κατοικούμε σε σπήλαια, ανεβαίνουμε σε στύλους;11 Για ποιό λόγο το κάνουμε; Ασφαλώς, επειδή αγωνιζόμαστε να ξεφύγουμε από εκείνον, που σαν λιοντάρι τριγυρίζει και βρυχάται φοβερά εναντίον μας και ζητά ποιον να καταβροχθίσει.12 Αν λοιπόν δώσει ο Θεός και διασωθούμε, χωρίς να γίνουμε τροφή γι’ αυτό το φοβερό θηρίο – διότι δεν θα μπορέσουμε χωρίς τη βοήθεια του Θεού να ξεφύγουμε από τα δόντια εκείνου και από τα διάφορα δεσμά, όπου και αν πάμε -, πώς θα λέγαμε ότι δουλεύουμε στον Θεό μ’ αυτές τις πράξεις; Σ’ εμένα δεν φαίνεται αυτό εύλογο, αλλά νομίζω ούτε σ’ εσάς.
Διότι, πώς θα έλεγε εκείνος, που καταδιώκεται βέβαια από κάποιον, φεύγει όμως ο ίδιος με όλη του τη δύναμη, ότι αυτός που τον δέχθηκε στην κατοικία του και στάθηκε μπροστά στις θύρες και τον έσωσε από τον εχθρό, που τον καταδίωκε, ότι δούλεψε σ’ αυτόν εξαιτίας αυτού; Δεν θα το έλεγε με κανένα τρόπο, αλλά περισσότερο, ότι, επειδή ευεργετήθηκε απ’ αυτόν και σώθηκε από τον εχθρό του, έχει χρέος να αποδίδει παντοτινά σ’ αυτόν την ευχαριστία. Πώς μάλιστα, πείτε μου, θα θεωρηθούν οι φτωχοί, που ζητιανεύουν, επειδή είτε από ασθένεια του σώματος, είτε από απραξία και οκνηρία, δεν θέλουν να εργάζονται, ότι δουλεύουν σ’ εκείνους που τους δίνουν ελεημοσύνη και τους βοηθούν, και δεν θα φανούν περισσότερο, ότι βοηθούνται και εξυπηρετούνται δωρεάν από τους ελεήμονες; Έτσι λοιπόν και όλοι εμείς, με το να είμαστε φτωχοί και ενδεείς από τις ανομίες, που κάναμε προηγουμένως, ποτέ δεν θα λέγαμε ότι δουλεύουμε στον Θεό, που μας ελεεί, εφόσον βρισκόμαστε σε τέτοια κατάσταση, επειδή, όπως έχει ειπωθεί, άλλοι από τα αμαρτήματα, που προηγουμένως κάναμε, άλλοι από την κακή συνήθεια, άλλοι από την οκνηρία και την απραξία των εντολών του Θεού, άλλοι από την πονηρή διάθεση, άλλοι από την προηγούμενη γνώση των ηδονών, άλλοι από την άγνοια και την απιστία των Γραφών, άλλοι από την έπαρση και τη γνώμη, ότι τίποτε πια δεν χρειαζόμαστε για τη σωτηρία της ψυχής, και γενικά όλοι είμαστε φτωχοί και γυμνοί. Και όχι μόνο αυτό, αλλά είμαστε και τραυματίες, που κατεχόμαστε από ποικίλες αρρώστιες, και καθώς μέσα στα ίδια τα κελλιά και τα μοναστήρια μας, σαν μέσα σε διάφορους ξενώνες και γηροκομεία, είμαστε σε άθλια κατάσταση κατάκοιτοι, ή μόλις και περπατούμε, φωνάζουμε και θρηνούμε και κλαίμε και προσκαλούμε τον ίδιο τον γιατρό των ψυχών και των σωμάτων –όσοι δηλαδή αισθανθήκαμε τον πόνο από τα τραύματα και τα πάθη, επειδή υπάρχουν βέβαια κάποιοι που δεν γνωρίζουν, σαν παράφρονες, ούτε ότι έχουν κάποια ασθένεια, ούτε ότι κατέχονται από κάποιο πάθος -, για να έρθει αυτός και να γιατρέψει τις τραυματισμένες καρδιές μας και να δώσει την υγεία στις ψυχές μας, που κείτονται στο κρεβάτι της αμαρτίας και του θανάτου, επειδή όλοι αμαρτήσαμε, όπως λέει ο θείος απόστολος και έχουμε ανάγκη από το έλεος και τη χάρη του.13
Επειδή λοιπόν, όπως έχει ειπωθεί, βρισκόμαστε σε τέτοια κατάσταση, θα τολμήσουμε άραγε να πούμε καθόλου ότι δουλεύουμε σ’ εκείνον που μας ελεεί και δείχνει την ευσπλαχνία του σ’ εμάς και γιατρεύει τις ψυχές μας και διδάσκει αυτά που χρειάζονται για τη σωτηρία μας και χαρίζει σ’ εμάς λίγο λίγο τη θεραπεία των τραυμάτων και των νοσημάτων; Όχι, βέβαια, δεν θα τολμήσουμε να πούμε, όπως και δεν λέγεται, ότι εκείνος που τραυματίσθηκε ως προς το σώμα από τους ληστές και που κείτονταν μισοπεθαμένος, δούλεψε σ’ αυτόν που τον σήκωσε επάνω στο δικό του το ζώο και τον μετέφερε στον πανδοχείο και έβαλε στα τραύματά του κρασί και λάδι,14 αλλά λέγεται περισσότερο ότι ελεήθηκε και γιατρεύθηκε και επέστρεψε με τη βοήθεια του στην προηγούμενη υγεία. Λοιπόν, επειδή είμαστε και εμείς παραλυμένοι και ακρωτηριασμένοι και τραυματίες και αμελείς σ’ αυτά, που χρειάζονται για τη θεραπεία μας, και φροντίζουμε με κάθε τρόπο, όπως είπα, να μην τα κάνουμε αυτά, πώς θα τολμήσουμε να πούμε ή να σκεφθούμε ότι δουλεύουμε στον Κύριο; Με κανένα τρόπο! Αλλά τί κάνουμε; Παρακαλούμε, όπως προηγουμένως είπα, αν δηλαδή αντιλαμβανόμαστε ολότελα σε ποια κατάσταση βρισκόμαστε, ζητώντας να γιατρευθούμε από τις αρρώστιες μας. Όταν μάλιστα γίνει αυτό και αποβάλλουμε από επάνω μας λίγο λίγο την αρρώστια, σαν ένδυμα παλιωμένο και ξεσχισμένο και λερωμένο, και ντυθούμε σε όλο το σώμα μας την υγεία, σαν φωτεινό μανδύα, από το κεφάλι δηλαδή ως τα πόδια, τότε και εμείς οι ίδιοι, υπηρετώντας άλλους και γιατρεύοντάς τους με κρασί και με λάδι και με τα άλλα έμπλαστρα και φάρμακα, θα θεωρηθούμε ότι δουλεύουμε τον Κύριο, που είπε έτσι: «Αφού κάνατε αυτά σε έναν απ’ αυτούς τους άσημους αδελφούς μου, σ’ εμένα τα κάνατε».15 Αν όμως δεν θα φθάσουμε πρώτα σε τέτοια κατάσταση, αλλά, αν και ακόμη είμαστε άρρωστοι, θα επιχειρήσουμε να κάνουμε αυτό, απαντώντας ο Δεσπότης, θα πει σ’ εμάς: «Γιατρέ, γιάτρεψε τον εαυτό σου».16
Επειδή όμως άκουσες ότι εμείς ονομάσαμε φωτεινό μανδύα την υγεία της ψυχής, μην περιγελάσεις από άγνοια την έκφραση, ούτε να υποθέσεις ότι εμείς εννοούμε τη σωματική υγεία, αλλά κάποια ασώματη και θεία και νοερή υγεία, η οποία δεν συνηθίζει να αποκτάται από φάρμακα και βότανα, ούτε από κάποια έργα, για να μην καυχηθεί κάποιος.17 Διότι όπως όταν κάποιος συνενώσει ένα νεκρό κόκκαλο με άλλο και μία άρθρωση με άλλη,18 που πρέπει να υποθέσεις ότι γίνεται στα έργα και στην απόκτηση της αρετής, αυτό δεν ωφελεί διόλου, αν δεν υπάρχει εκείνος, που μπορεί να απλώσει σ’ αυτά σαν ύφανση το κρέας και τα νεύρα, επενδύσει όμως εκείνα τα νεκρά κόκκαλα με κρέας και δέρμα, και τα συγκροτήσει σε σώμα, δεν θα υπάρχει πάλι καμία ωφέλεια, αν το σώμα στερείται από το πνεύμα, που δίνει σ’ αυτό ζωή και το κινεί, αν δηλαδή το σώμα είναι έρημο από ψυχή˙ έτσι να σκεφθείς και για την ψυχή, που είναι νεκρωμένη, και να μεταφέρεις το νου σου στα εσωτερικά των μελών της ψυχής, και να δεις ότι συγκεντρώνονται όλες οι πράξεις, η νηστεία δηλαδή και η αγρυπνία, ο ύπνος καταγής και χωρίς στρωσίδι, η ακτημοσύνη και η ακουσία και τα συνακόλουθά τους, σαν νεκρά κόκκαλα, και ότι οι πράξεις αυτές συναρμολογούνται μεταξύ τους, και ακολουθούν η μία την άλλη, και συνενώνονται και συγκροτούν κατά κάποιο τρόπο ακέραιο το σώμα της ψυχής. Ποιά λοιπόν είναι η ωφέλεια, αν το σώμα κείτεται άψυχο και άπνοο, εφόσον δεν είναι το Άγιο Πνεύμα μέσα του; Διότι μόνο εκείνο, αφού έρθει και κατοικήσει μέσα μας, συνδέει με νεύρα πνευματικής δύναμης και συνενώνει με την αγάπη προς τον Θεό, σαν άψυχα μέλη, που έχουν διαχωριστεί μεταξύ τους, τις ενάρετες πράξεις, έτσι νεκρωμένες, και τότε μας καθιστά καινούργιους από παλαιούς, και ζωντανούς από νεκρούς˙ αλλιώς μάλιστα δεν είναι δυνατό να ζήσει η ψυχή.

Υποσημειώσεις.

1. Ματθ. 16,24
2. Α’ Ιω. 2,15
3. Πρβ. Ρωμ. 8,6
4. Ιακ. 4,4
5. Πρβ. Β’. Κορ. 10,4
6. Εφ. 6,12
7. Ρωμ. 13,12
8. Εφ. 6, 14-17
9. Πρβ. Λουκ. 6,21
10. Ματθ. 6,15 και 18,35
11. Αναφέρεται στους στυλίτες ασκητές.
12. Πρβ. Α’ Πέτρ. 5,8
13. Ρωμ. 3,23
14. Λουκ. 10,30-35
15. Ματθ. 25,40
16. Λουκ. 4,23
17. Εφ. 2,9
18. Πρβ. Ιεζ. 37, 7-8

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Λόγος ηθικός έβδομος (Α’): «Γι’ αυτούς που δουλεύουν στον Θεό” – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.