Λόγος ηθικός έκτος (Γ’): «Για την απάθεια, την ενάρετη ζωή. Για την ένωση Θεού, ψυχής, σώματος – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Για την απάθεια και την ενάρετη ζωή. Και πώς πρέπει να κόβουμε το δικό μας θέλημα και να ανερχόμαστε σε ύψος τελειότητας. Και για τη σύνδεση του Θεού με την ψυχή και της ψυχής με το σώμα και την παράδοξη ένωση των τριών. Και μαζί μ’ αυτά για την πνευματική θεραπεία και για το πώς πρέπει να θεραπεύει κάποιος αυτούς που είναι ψυχικά ασθενείς.

… Ας ακούσουν όσοι είναι υγιείς και ας καταλάβουν αυτά που έχουν ειπωθεί σ’ εμάς με αινιγματικό τρόπο, αν βέβαια δέχθηκαν και τη χάρη της θείας γνώσης. Διότι αυτά δεν τα γνωρίζουν εκείνοι που νοσούν, ή, καλύτερα, δεν γνωρίζουν ούτε ότι ασθενούν˙ αυτούς άλλωστε που βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση, ποιός άραγε θα τους πείσει ποτέ ότι κατέχονται από ασθένεια και νόσο; Διότι νομίζουν ότι υγεία είναι αυτό, το να κάνουν δηλαδή τα θελήματα της σάρκας και να πράττουν όλα τα έργα της επιθυμίας και της όρεξής τους˙ και όπως κανείς δεν θα κάνει εκείνους, που είναι παράφρονες και παράλογοι, να θεωρήσουν ποτέ τους εαυτούς τους ότι είναι παράφρονες έτσι δεν θα πείσει ποτέ κάποιος ούτε εκείνους, που κυλιούνται στα πάθη και έχουν εξουσιασθεί απ’ αυτά, και δεν αισθάνονται την κατοχή τους, ότι βρίσκονται μέσα σε κακά, ούτε θα τους κάνει να μεταβληθούν προς το καλύτερο. Διότι, με το να είναι τυφλοί και με το να πιστεύουν ότι δεν βλέπει κάποιος άλλος, ζουν με τον τρόπο αυτό στερημένοι και από την όραση˙ και διότι ούτε πείθονταν,
ίσως και θα ζητούσαν να ανακτήσουν την όρασή τους και, ανακτώντας την, θα έβλεπαν με ακρίβεια και θα αναγνώριζαν αυτούς που έχουν σταυρωθεί ως προς τον κόσμο˙ αλλά, επειδή δεν θέλουν να απαλλαγούν από τα πάθη, βουλώνουν εκούσια τα αυτιά τους και δεν θέλουν να προσέχουν τον απόστολο, που λέει τα εξής: «Για μένα ο κόσμος έχει σταυρωθεί και εγώ έχω σταυρωθεί ως προς τον κόσμο. Και δεν ζω πια εγώ, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός».1 Και πάλι λέει: «Νεκρώστε λοιπόν τα μέλη σας που είναι επάνω στη γη˙ δηλαδή την πορνεία, την ακαθαρσία, το πάθος την κακή επιθυμία και την πλεονεξία».2 Αυτός που πέθανε ως προς τον κόσμο – διότι αυτό είναι ο σταυρός – και που δεν ζει πια ο ίδιος, αλλά ζει μέσα του ο Χριστός, αυτός που νεκρώθηκε ως προς τα μέλη που είναι επάνω στη γη, δηλαδή ως προς τις εμπαθείς αισθήσεις του σώματος, ώστε να γίνει αμέτοχος και σε κάθε πάθος και σε κάθε κακή επιθυμία, πώς θα ήταν δυνατό, πες μου, να δεχθεί έστω και ελάχιστα την αίσθηση του πάθους, ή πώς θα υποστεί την κίνηση της ηδονής ή θα σαλευθεί
γενικά ως προς την καρδιά;
Αν όμως ακόμη δυσπιστείς και διστάζεις, πρόσεχε σε ποιόν στρέφεις τις κατηγορίες και ποιον θεωρείς συμμέτοχο στην αμαρτία. Απορώ για τη θρασύτητα! Αυτοί που έχουν τον Χριστό να ζει και να κατοικεί μέσα τους, λες ότι παρασύρονται χωρίς να το καταλαβαίνουν προς την ηδονή; Λοιπόν ο Χριστός έγινε σύμφωνα με την γνώμη σου συμμέτοχος στην αμαρτία, αυτός δηλαδή που δεν έκανε αμαρτία ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα του3˙ αυτός που σηκώνει τις αμαρτίες του κόσμου4 και καθαρίζει από κάθε πάθος τις ψυχές που ενώθηκαν μαζί του; Δεν καταλαβαίνεις ακόμη αυτά που εμείς λέμε και αυτά που εσύ βλασφημείς; Δεν αισθάνεσαι φρίκη και δεν βάζεις το χέρι στο στόμα σου και δεν συνετίζεις τη γλώσσα σου, ώστε να μη μιλάς γι’ αυτά, που ακόμη δεν απέκτησες την εμπειρία τους, ούτε γνώρισες με το νου σου, και μάλιστα δεν έχεις δει με τα μάτια σου, ούτε χώρεσε η ακοή σου το μέγεθός τους; Δεν γνωρίζεις ότι αυτοί που απέκτησαν την εμπειρία γι’ αυτά με την εργασία και το λόγο, σε περιγελούν σαν αναίσθητο, όταν προσπαθείς να μιλάς γι’ αυτά, με
το να λες ασυναρτησίες;
Αν λοιπόν αξιώθηκες για την ουράνια χάρη, τότε λέγε, μιλώντας ελεύθερα και γι’ αυτά που αναφέρονται στη χάρη, και θεολόγησε αδίστακτα γι’ αυτόν που είναι Θεός από τη φύση του˙ και όχι μόνο αυτό, αλλά διηγήσου αδίστακτα σε όλους και γι’ αυτούς που είναι υιοί του Θεού από υιοθεσία και όμοιοί του δια μέσου της χάρης, όσο είναι δυνατό στον άνθρωπο, λέγοντας ότι είναι άγιοι δούλοι της δόξας του. Αν όμως ομολογείς, και καλά κάνεις, ότι δεν απέκτησες το χάρισμα, ούτε αισθάνθηκες ότι ο εαυτό σου έγινε νεκρός ως προς τον κόσμο, ούτε αντιλήφθηκες τον εαυτό σου ότι ανέβηκε στον ουρανό, ώστε να κρυφθεί μόνος εκεί και να μη φαίνεται, ούτε ότι βρέθηκες, όπως ο Παύλος, έξω από όλο τον κόσμο, είτε με σώμα είτε χωρίς το σώμα,5 ούτε είδες τον εαυτό σου ότι αλλοιώθηκε ολόκληρος και έγινε σαν πνεύμα με την απόθεση της σάρκας, συγκρίνοντας τα πνευματικά με τα πνευματικά,6 γιατί δεν αποδέχεσαι την καλή σιωπή και δεν ζητάς με μετάνοια και με δάκρυα να λάβεις και να μάθεις αυτά, αλλά θέλεις να μιλάς έτσι μάταια γι’ αυτά, για τα
οποία δεν απέκτησες την αληθινή γνώση, και γιατί ανέχεσαι να ονομάζεσαι άγιος, χωρίς αυτά, και να συμπεριφέρεσαι σαν να είσαι πια σωσμένος, με το να τολμάς να ακούς ξένους λογισμούς και να διδάσκεις άλλους; Δεν αισθάνεσαι φρίκη να οδηγείς άλλους προς το φως, εφόσον ο ίδιος είσαι στερημένος από το θείο φως; Δεν φοβάσαι να ποιμαίνεις αδελφούς, εσύ που κάθεσαι ακόμη στο σκότος και δεν απέκτησες ούτε εκείνο το μάτι, που βλέπει το φως το αληθινό;7 Δεν αισθάνεσαι ντροπή να γιατρεύεις άλλους, εφόσον ο ίδιος είσαι ασθενής και δεν μπορείς να αντιληφθείς ούτε τα δικά σου τραύματα; Διότι, πές μου, αν δεν αντιλήφθηκες τον εαυτό σου ότι είναι απαθής και δεν γνώρισες ότι ο απαθής Θεός κατοικεί μέσα σου, από τί άλλο έλαβες το θάρρος και τόλμησες να υπηρετείς και να εισχωρήσεις στα έργα των απαθών και στις διακονίες των αγίων δούλων του Θεού;
Πρόσεχε ώστε να μην εφορμήσεις, χωρίς να το καταλαβαίνεις, επάνω σε ξένα αξιώματα και σε αλλότριες διακονίες, και αποπεμφθείς στο εξώτερο σκότος, ως καταφρονητής του θείου θελήματος και ως θρασύς και ανάξιος υπηρέτης.8 Πρόσεχε ώστε να μη βρεθείς γυμνός από το συγκλητικό ένδυμα και αξίωμα,9 το οποίο να σκεφθείς ότι δεν είναι τίποτε άλλο από τη χάρη του Πνεύματος, και τότε, αφού δεθείς, όπως είσαι, χέρια και πόδια, να ριχθείς στην αιώνια φωτιά.10 Κοίταζε ώστε να μην επιχειρήσεις προηγουμένως να ποιμαίνεις, πριν να αποκτήσεις γνήσιο φίλο τον καλό ποιμένα,11 επειδή δεν θα κερδίσεις τίποτε άλλο, να το γνωρίζεις, από το να δώσεις λόγο στον Θεό όχι μόνο για τη δική σου αναξιότητα, αλλά και για τα πρόβατα που οδήγησες από απειρία και εμπάθεια στην απώλεια. Κοίταξε, παρακαλώ, ώστε να μη δεχθείς γενικά ξένα χρέη, εφόσον ο ίδιος είσαι χρεώστης σε κάτι, και να μην τολμήσεις να δώσεις συγχώρηση, εσύ, που δεν απέκτησες μέσα στην καρδιά σου εκείνον που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου.12 Πρόσεχε, αδελφέ, ώστε να μη δεχθείς
να κρίνεις τον άλλο, πριν να γίνεις ο ίδιος ακριβής κριτής του εαυτού σου και εξεταστής των δικών σου σφαλμάτων, και πριν να διαλύσεις τη δίκαιη κατηγορία σε βάρος σου με τα δάκρυα και το πένθος˙ και τότε, αφού γεμίσεις από Άγιο Πνεύμα, μέσα στην ελευθερία από το νόμο της σάρκας και από το θάνατο της αμαρτίας,13 να τοποθετηθείς από τη χάρη του Θεού δίκαιος κριτής, για να κρίνεις τους άλλους, επειδή εκλέχθηκες σ’ αυτό από τον Θεό δια μέσου του Πνεύματος.
Δες λοιπόν ότι κανείς από τους άρχοντες που υπάρχουν στον κόσμο δεν τολμά να εφορμήσει σ’ αυτό το αξίωμα, πριν να συναριθμηθεί από τον βασιλιά στο τάγμα των κριτών. Και αν στα ανθρώπινα αξιώματα υπάρχει τέτοια τάξη και τέτοιος φόβος, ώστε να μη συγκρουσθεί κάποιος με τον επίγειο βασιλιά, πόσο σεβασμό οφείλουμε να αποδίδουμε εμείς στα αξιώματα του Θεού, ώστε να μην εφορμούμε στα θεία αξιώματα αυτοχειροτόνητοι και προτού να κληθούμε από τον ουρανό, και να πέφτουμε στα χέρια του ζωντανού Θεού.14
Φρίξε, άνθρωπε, και σεβάσου τη μακροθυμία του Θεού, και μη φανείς ότι έχεις το φόβο προς τον Θεό, τον επουράνιο Βασιλιά, λιγότερο από τους κοσμικούς άρχοντες, από όσο δηλαδή εκείνοι έχουν το φόβο προς τον επίγειο βασιλιά˙ ούτε από φιλοδοξία και φιλαρχία να καταφρονήσεις τον πλούτο της καλοσύνης και της μακροθυμίας του,15 διότι ο ίδιος είναι εξουσιαστής όλων και φοβερός κριτής όλων, και αποδίδει στον καθένα σύμφωνα με τις πράξεις και τις σκέψεις του16˙ αλλά, όπως αυτοί απονέμουν την τιμή και το φόβο στον επίγειο βασιλιά, έτσι και εσύ απόνεμε, κατά τον ίδιο έστω τρόπο, την τιμή και το φόβο στον επουράνιο Βασιλιά και Θεό, ώστε, τιμώντας και φοβούμενος αυτόν, να μπορέσεις να τηρήσεις τις εντολές του, και αφού προετοιμάσεις τον εαυτό σου με τη φύλαξη των εντολών, να αξιωθείς να γίνεις κατοικία της τριφεγγούς,17 λάμψης του, σύμφωνα με τις αψευδείς υποσχέσεις του. Διότι λέει: «Αυτός που με αγαπά θα τηρήσει τις εντολές μου, και εγώ θα τον αγαπήσω και θα φανερώσω σ’ αυτόν τον εαυτό μου»,18 και προσθέτει: «Και εγώ
και ο Πατέρας μου θα έρθουμε και θα κατοικήσουμε σ’ αυτόν».19
Και όταν γίνεις τέτοιος, δεν θα ζεις πια για τον εαυτό σου, αλλά θα δεις τον εαυτό σου να έχει γίνει νεκρός ως προς τον κόσμο, επειδή περιφέρει τη σάρκα νεκρή και αδρανή εντελώς προς την αμαρτία, να ζει μάλιστα μόνο για τον Θεό, επειδή ενεργεί και κινείται απ’ αυτόν˙ και όταν δεις τον εαυτό σου να βρίσκεται σε τέτοια δόξα, τότε θα φωνάξεις δυνατά με χαρά της καρδιάς σου μαζί με τον θείο Παύλο και θα πεις: «Ευχαριστώ τον Θεό μου, διότι ο νόμος του Πνεύματος της ζωής με ελευθέρωσε από το νόμο και από το θάνατο της αμαρτίας».20 Και στο εξής δεν θα προσέχεις τη διαφορά άνδρα και γυναίκας, και δεν θα υποστείς βλάβη απ’ αυτό, επειδή έλαβες πια το κατά φύση21 και δεν βλέπεις τα πλάσματα του Θεού παρά φύση˙ αλλά και όταν συναντάσαι και συναναστρέφεσαι με άνδρες και γυναίκες και τους ασπάζεσαι, θα παραμείνεις άβλαβος και ακίνητος από την κατά φύση θέση και στάση σου, και θα τους δεις και θα τους προσέξεις ως τίμια μέλη του Χριστού και ως ναούς του Θεού.
Προτού όμως να φθάσεις σε τέτοια πνευματική κατάσταση και προτού να δεις στα μέλη σου τη ζωοποιό νέκρωση του Ιησού22 και Θεού, καλά θα κάνεις, αν θα αποφύγεις τα βλαβερά βλέμματα, στα οποία βέβαια δεν υπάρχει καμία αιτία κακού, με την προγονική αμαρτία ωστόσο, που κατοικεί μέσα μας,23 παρασυρόμαστε και δελεαζόμαστε σε άπρεπες επιθυμίες.
Αν λοιπόν κάνεις έτσι, όλη η ζωή σου θα είναι ασφαλής, και δεν θα χτυπήσει σε λίθο αμαρτίας το πόδι σου,24 επειδή απέκτησες τον Θεό, ή αγωνίζεσαι να τον αποκτήσεις στο όνομα του ίδιου του Χριστού, του Θεού μας, στον οποίο αρμόζει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Υποσημειώσεις.

1. Γαλ. 6,14 και 2,20
2. Κολ. 3,5
3. Πρβ. Α’ Πέτρ. 2,22 Ησ’. 53,9
4. Πρβ. Ιω. 1,29
5. Β’ Κορ. 12,2-3
6. Πρβ. Α’ Κορ. 2,13
7. Πρβ. Ιω. 1,9
8. Πρβ. Ματθ. 25, 30
9. Συγκλητικό ένδυμα και αξίωμα˙ των συγκλητικών, συμβούλων του βασιλιά.
10. Πρβ. Ματθ. 22,13
11. Πρβ. Ιω. 10,14
12. Πρβ. Ιω. 1,29
13. Πρβ. Ρωμ. 8,2
14. Πρβ. Εβρ. 10,31
15. Πρβ. Ρωμ. 2,4
16. Πρβ. Ρωμ. 2,6
17. Τριφεγγής λάμψη˙ αναφορά στην τρισυπόστατη Θεότητα της Αγίας Τριάδας.
18. Ιω. 14,21
19. Ιω. 14,23
20. Ρωμ. 8,2
21. Κατά φύση˙ η προπτωτική κατάσταση της απάθειας.
22. Πρβ. Β’ Κορ. 4,10
23. Πρβ. Ρωμ. 7,17
24. Πρβ. Ψαλμ. 90,12

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Λόγος ηθικός έκτος (Α’): «Για την απάθεια, την ενάρετη ζωή. Για την ένωση Θεού, ψυχής, σώματος” – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.
Λόγος ηθικός έκτος (Β’): «Για την απάθεια, την ενάρετη ζωή. Για την ένωση Θεού, ψυχής, σώματος” – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.