Ο Αγιος Ευμένιος στο Λοιμωδών – Σίμωνος Μοναχού του Αγιορείτου.

Η ζωή ΤΟΥ πατρός Σωφρονίου στο Λοιμωδών ήταν ένας συνεχής και αδιάκοπος αγώνας. Βοηθούσε στον ναό, φρόντιζε τον Όσιο Νικηφόρο, ξενυχτούσε κοντά στους αρρώστους. Γέμισε όλο το Ίδρυμα με βιβλιοθήκες και πνευματικά βιβλία, έβαλε σε όλους τους θαλάμους εικόνες, που έφτιαχνε ο ίδιος, έφτιαχνε λιβάνι και το έστελνε σε ναούς και μοναστήρια κι ας ήταν και ο ίδιος πολύ άρρωστος.

Μας έλεγε ο πατήρ Ιωσήφ, Γέροντας του Ιερού Κελίου Γενεσίου της Θεοτόκου, Ιεράς Μονής Φιλοθεού Αγίου Όρους, ότι, όταν ήταν νεαρός μοναχός στην Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου, στον Όλυμπο, τους επεσκέφθη εκεί ο πατήρ Ευμένιος και κάθισε μαζί τους δύο ημέρες. «Εγώ», λέει ο πατήρ Ιωσήφ, «είχα το διακόνημα να κάνω λιβάνι και ο πατήρ Ευμένιος ήλθε και μου δίδαξε κάποια μυστικά, πώς να φτιάχνω καλό λιβάνι. Μού είπε δε να το κάνω με πολλή ευλάβεια, σεβασμό και αγάπη, διότι αυτό προσφέρεται ως θυσία στον Θεό. Μας είπε δε ότι το λιβάνι και τις ποιότητες, που ο ίδιος έκανε, είδε οπτασία στον ουρανό να το παρουσιάζουν οι Άγγελοι, σε ασημένιους και χρυσούς δίσκους, ενώπιον του Θεού».

Θυμάμαι, κάποιο βράδυ, που ήταν πολύ άρρωστος, είχε πάνω από 39° πυρετό, καθόμαστε κοντά του, μήπως χρειασθεί κάτι. Κατά τίς 1:30 ή ώρα την νύκτα, σηκώνεται, βγαίνει έξω, τον ακολουθούμε κι εμείς, πάει πίσω από τον ναό και άρχισε να φυτεύει πεύκα, που του είχαν φέρει από ένα φυτώριο. Μιάμιση ώρα την νύκτα με 39° πυρετό, να φυτεύει πεύκα.

Οι συνασθενείς του πατρός Σωφρονίου, Κωνσταντίνα Λάμπρου και Αργυρώ Στεφανάκη, ενθυμούντο και μας έλεγαν:
« Ό πατήρ Σωφρόνιος ήταν από τους αρρώστους, που ήρθαν κατ’ ευθείαν στο νοσοκομείο. Ήταν φαντάρος στην Θεσσαλονίκη και του είπαν να έρθει εδώ. Δεν φορούσε τα στρατιωτικά του όταν ήρθε, ήρθε με τα ράσα του καλόγερου. Είχε πυρετό και τον είχαν πάει στο αναρρωτήριο.

Μια μέρα, μου λέει η Αργυρώ: “Ήρθε ένας μοναχός από την Κρήτη και είναι στο αναρρωτήριο. Πάμε να τον δούμε και να πάρουμε την ευχή του. Πήγαμε και μας μίλησε, μας καλωσόρισε. Ήταν σεμνός και ταπεινός άνθρωπος. Μετά έγινε καλά. Του έπεσε ο πυρετός, έφυγε και πήγε σ’ ένα δωματιάκι.

Εκεί κάτω ήταν χαμόσπιτα κι εκεί του δώσανε δωμάτιο. Εκεί δίπλα πήγαν και τον πατέρα Νικηφόρο, στο ίδιο κτίριο. Είχαμε και μοναχές. Ήταν η Φιλοθέη, ήταν μια Χαριτίνη, μια Τιμοθέη. Ήταν λαϊκές και μετά έγιναν μοναχές, τις παρακίνησε ο πατήρ Ευμένιος.

Το καλοκαίρι του 1957 ήρθε εδώ ο πατήρ Νικηφόρος και τούς έβαλαν κοντά-κοντά. Ό πατήρ Ευμένιος, λεγόταν τότε πατήρ Σωφρόνιος, έκανε υπακοή στον πατέρα Νικηφόρο, τον είχε πνευματικό. Ό πατήρ Νικηφόρος πέθανε το 1964, προπαραμονή των Θεοφανείων. Ό πατήρ Ευμένιος έτρωγε κρέας τότε, τού το επέβαλαν, γιατί ήταν άρρωστος. Μετά, όταν ήλθε ο πατήρ Νικηφόρος, ο οποίος δεν έτρωγε κρέας, σταμάτησε και ο πατήρ Ευμένιος να τρώει. Καθένας διάβαζε χωριστά τις Ακολουθίες. Ό πατήρ Νικηφόρος τις ήξερε απ’ έξω. Δεν έκανε κομποσχοίνια, δεν μπορούσε. Ό πατήρ Ευμένιος έκανε τούς κανόνες του σε υπερβολικό βαθμό. Διπλούς και τριπλούς κανόνες.

Ήμαστε εδώ πάνω από 500 άνθρωποι. Ό πατήρ Ευμένιος καθόταν κοντά στους αρρώστους, τους περιποιόταν. Σήκωνε τα ράσα του και δούλευε. Ήταν φιλάνθρωπος. Δεν μιλούσε, δεν συζητούσε. Καθόταν ήσυχος δίπλα τους, χωρίς να μιλά. Όλη η ζωή τού πατρός Ευμενίου ήταν γεμάτη με πρακτικά πράγματα. Δεν ήταν να καθίσουμε, να συζητήσουμε για μισή ώρα. Δεν είχε μακροσκελείς συζητήσεις.

Είχε κάνει βιβλιοθήκες και πήρε εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, του Αγίου Νικήτα, και έβαλε στο κάτω νοσοκομείο και σ’ εμάς, σε όλα τα δωμάτια, στο αναρρωτήριο. Εκείνος τις είχε κρεμάσει, με τα χέρια του. Έχτισε τα δύο δωματιάκια και την κουζίνα. Τα έχτισε μόνος του. Υπήρχε μόνο το ένα δωματιάκι, εκεί που έμενε πρώτα. Έφτιαχνε λιβάνι, το έβγαζε και μετά πηγαίναμε εμείς. Κάπου είκοσι γυναίκες, με λεκανίτσες και το κόβαμε με τα ψαλίδια. Το πιο πολύ λιβάνι το έδινε δώρο. Εγώ το ζύγιζα και έδινα κι εκείνος μου έλεγε: “Βαρύ-βαρύ να το βάζεις. Μού έδειξε πώς να το βάζω και το έβαζα βαρύ. Του λέγανε: “Μα είναι παραπάνω. “Δικό μου είναι, να μη σε νοιάζει εσένα. Δικό μου δεν είναι;” απαντούσε.

Έφτιαχνε κερί μόνος του.
Μας έβαζε και διαβάζαμε στο αναλόγιο και του έλεγε η Αργυρώ: “Η Ντίνα κοιμάται, Γέροντα.

“Κοιμάται η Ντίνα, χα, χα, χα, έλεγε εκείνος και γελούσε. Έκείνος ήταν όρθιος και προσευχόταν μπροστά στο Ιερό, αλλά, όταν πήδαγε η Αργυρώ καμμιά γραμμή, έλεγε: “Ξαναπές το Αργυρώ, το πήδηξες το κομμάτι.

Οι συγγενείς του, όταν ήταν εδώ ως μοναχός, έρχονταν. Τον αγαπούσαν πάρα πολύ. Του έφερναν πολλά πράγματα, εκείνος, όμως, δεν τους έδινε τίποτε. Να βγάζουμε από τις τσάντες εμείς τα πράγματα, να γεμίζουμε τα πανέρια κι εκείνος να γελάει και να χαίρεται. Μού έλεγε: “Το πρωί θα τα βγάλεις έξω από την εκκλησία. Έλεγα: “’Εγώ δεν παίρνω. “Να παίρνεις κι εσύ, μου έλεγε.»

Από το βιβλίο: Πατήρ Ευμένιος. Ο κρυφός άγιος της εποχής μας. Μοναχού Σίμωνος.

Αθήνα, 2009

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.