Λόγος ηθικός έκτος (Β’): «Για την απάθεια, την ενάρετη ζωή. Για την ένωση Θεού, ψυχής, σώματος – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Για την απάθεια και την ενάρετη ζωή. Και πώς πρέπει να κόβουμε το δικό μας θέλημα και να ανερχόμαστε σε ύψος τελειότητας. Και για τη σύνδεση του Θεού με την ψυχή και της ψυχής με το σώμα και την παράδοξη ένωση των τριών. Και μαζί μ’ αυτά για την πνευματική θεραπεία και για το πώς πρέπει να θεραπεύει κάποιος αυτούς που είναι ψυχικά ασθενείς.

… Αποδείχθηκε λοιπόν ότι, όπως στον Πατέρα και στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα προσκυνείται ασύγχυτα και αδιαίρετα ένας Θεός, έτσι πάλι στον Θεό και στην ψυχή και στο σώμα γίνεται ο άνθρωπος αδιαίρετα και ασύγχυτα θεός κατά χάρη, χωρίς δηλαδή ούτε το σώμα να μεταβάλλεται σε ψυχή ούτε η ψυχή να μετατρέπεται σε θεότητα, ούτε ο Θεός να συγχέεται με την ψυχή, ούτε η ψυχή να στερεοποιείται, ώστε να γίνει σάρκα, αλλά ο Θεός παραμένει αμετάβλητος, καθόσον είναι Θεός, και η ψυχή παραμένει, όπως είναι από τη φύση της, και το σώμα παραμένει πηλός, όπως πλάσθηκε. Εκείνος που τα συνένωσε αυτά με τρόπο παράδοξο και που ανέμιξε το νοερό και άυλο με τον πηλό, ο ίδιος ενώνεται με αυτά τα δύο ασύγχυτα, και γίνομαι εγώ, όπως απέδειξε ο λόγος, κατ’ εικόνα και ομοίωση1 εκείνου. Αλλά πάλι, αν νομίζεις, ας επαναλάβουμε το λόγο˙ επειδή δηλαδή κινούμαι από ευχαρίστηση και χαρά, θέλω να παραμένω ακόμη σ’ αυτά που ειπώθηκαν, ώστε να συνάξω με περισσότερη σαφήνεια και το νόημά τους. Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα είναι ένας Θεός, που
λατρεύουμε. Θεός, ψυχή και σώμα είναι ο άνθρωπος, που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού και αξιώνεται να είναι θεός.
Γιατί λοιπόν και για ποιό σκοπό έχουν ειπωθεί αυτά με περισσότερες λεπτομέρειες, και γιατί άλλο μάκρυνα το λόγο μου, παρά για να ντραπούν, ή, καλύτερα, για να γνωρίσουν τον εαυτό τους αυτοί που δεν έχουν το κατ’ εικόνα, και να θρηνήσουν τον εαυτό τους αυτοί που είναι χωρισμένοι από τον Θεό, και να γνωρίσουν από ποια πράγματα έχουν στερηθεί, και να διακρίνουν με την ακρόαση του λόγου από ποια πάθη κατέχονται, και να σκεφθούν ποιο σκότος τους σκεπάζει, και να τρομάξουν που διδάσκουν για τον Θεό, ή, καλύτερα, για να μιλήσω ηπιότερα, να φρίξουν που αντιμιλούν σ’ αυτούς που έχουν μέσα τους τη χάρη του Θεού και διδάσκονται όλα από τη χάρη και μπορούν να κάνουν όλα με τη χάρη, αλλά και να σταματήσουν να λένε ότι δεν είναι δυνατό κάποιος απ’ αυτούς που ζει όπως θέλει ο Θεός, επειδή περιφέρεται μέσα στον κόσμο και συντρώγει με γυναίκες και συναναστρέφεται μ’ αυτές, να παραμένει ως προς το νου και τις αισθήσεις αμόλυντος; Ο Θεός είναι απαθής, επειδή δεν έχει προσκόλληση στα ορατά πράγματα. Και γνωρίζω πάλι ότι αυτοί
που δεν έχουν τη δυνατότητα να δουν με τα μάτια της ψυχής, και δεν αισθάνονται με τα αισθητήριά της, επειδή δεν αντιλήφθηκαν το νόημα του λόγου μου, θα απαντήσουν κάπως έτσι: «Ότι βέβαια ο Θεός είναι απαθής το γνωρίζουμε˙ εμείς όμως δεν αμφιβάλλουμε ασφαλώς για τον Θεό, αλλά για τον άνθρωπο.
Αλλά και ο λόγος γι’ αυτό πρόλαβε και έφραξε τα στόματά τους, με το να πει ότι και ο άνθρωπος γίνεται θεός κατά χάρη, με τη δωρεά δηλαδή του παναγίου Πνεύματος. Διότι όπως δεν είναι δυνατό ο ήλιος, λάμποντας μέσα σε βούρκο, να μολυνθεί ποτέ ως προς τις ακτίνες του, έτσι δεν είναι δυνατό ούτε η ψυχή ή ο νους του χαριτωμένου ανθρώπου, που έχει ντυθεί τον Θεό, να μολυνθεί, και αν ακόμη συμβεί, να πούμε, το καθαρότατο σώμα του να κυλιέται μέσα σε βούρκο ανθρωπίνων σωμάτων, πράγμα που είναι άπρεπο στους θεοσεβείς˙ και όχι μόνο αυτό, αλλά ούτε αν κλεισθεί σε φυλακή με μύριους άπιστους και ασεβείς και μολυσμένους, και συνυπάρχει γυμνός ως προς το σώμα με γυμνούς αυτούς τους ίδιους, θα ζημιωθεί ως προς την πίστη ή θα χωρισθεί από τον Δεσπότη του και θα λησμονήσει την ωραιότητα εκείνου. Διότι πολλά τέτοια έγιναν στους μάρτυρες και στους αγίους, όπως σον μάρτυρα Χρύσανθο2 και σε μερικούς άλλους αγίους, και όμως εκείνοι δεν βλάφθηκαν διόλου απ’ αυτή την πανουργία του διαβόλου,
επειδή έχουν τον Θεό να κατοικεί και να μένει μέσα τους.
Διότι εκείνος που ή φύλαξε στον εαυτό του το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση3 από την αρχή, ή το αναζήτησε και το απέκτησε πάλι, αυτός απέκτησε και την ικανότητα να βλέπει σύμφωνα με τη φύση. Γι’ αυτό λοιπόν ένας τέτοιος άνθρωπος περπατά με σεμνό τρόπο, όπως όταν είναι μέρα,4 και βλέπει όλα τα πράγματα όπως είναι στη φυσική τους κατάσταση˙ δεν θαμάζει τα χρώματα και τις στιλπνότητες, αλλά, κοιτάζοντας την ουσία και την ποιότητά τους, παραμένει ασάλευτος, προσέχοντας μόνο σ’ αυτά που είναι σταθερά και μόνιμα. Βλέπει δηλαδή το χρυσάφι και δεν προσέχει τη λαμπρότητά του, αλλά αντιλαμβάνεται την ύλη, ότι προέρχεται από τη γη και ότι είναι χώμα ή πέτρα, χωρίς να μπορεί ποτέ να μεταβληθεί σε κάτι άλλο. Βλέπει το ασήμι, το μαργαριτάρι, όλα τα πολύτιμα πετράδια, και δεν εξαπατάται η αίσθησή του από τα ωραία χρώματα, αλλά τα βλέπει όλα πέτρες, σαν όλες τις πέτρες, και θεωρεί συγχρόνως αυτά σαν πηλό. Βλέπει τα πολυτελή ενδύματα και δεν θαυμάζει τη διακόσμησή τους, αλλά σκέφτεται ότι είναι κοπριά σκουληκιών,5
και λυπάται εκείνους που ευχαριστιούνται μ’ αυτά και τα προσέχουν σαν πράγματα πολύτιμα. Βλέπει κάποιον, που δοξάζεται, να κάθεται επάνω σε θρόνο, να συνοδεύεται στους δρόμους από πολύ λαό ή και να φουσκώνει από υπερηφάνεια, και είναι σαν να βλέπει όνειρο, ώστε να γελά και να απορεί με την άγνοια των ανθρώπων. Βλέπει τον κόσμο και βρίσκεται και βαδίζει στη μέση μεγάλης πόλης – μάρτυρας είναι ο Κύριος που ενεργεί αυτά μέσα της -, σαν να είναι αυτός μόνος σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά και είναι σαν να ζει μέσα σε έρημο αδιάβατη από τους ανθρώπους, και σαν να μην έχει καμία σχέση με κάποιον ή να μη γνωρίζει κάποιον από τους ανθρώπους, που είναι επάνω στη γη.
Αυτός λοιπόν και όταν βλέπει γυναίκα, που έχει σωματική ομορφιά, δεν βλέπει την ανθηρή ομορφιά του προσώπου της, αλλά την βλέπει έτσι, σαν σαπίλα δηλαδή και σαν βούρκο, και σαν να είναι νεκρή πια και να έχει γίνει ολόκληρη αυτό που και γίνεται˙ ο νους δηλαδή δεν θα εξετάσει ποτέ την εξωτερική ομορφιά αυτής της γυναίκας, αλλά την φθαρτή ύλη που υπάρχει μέσα της, από την οποία αποτελείται ολόκληρο το σώμα˙ διότι και τί άλλο είναι το σώμα παρά χυλός τροφής που μασήθηκε; Αν όμως ο νους θα ήθελε να γνωρίσει και την εξωτερική ομορφιά, γνωρίζει να θαυμάζει ανάλογα από τα δημιουργήματα τον Γενεσιουργό6 και να μη λατρεύει την κτίση παρά τον Δημιουργό7 διότι έτσι, από το μέγεθος και την ωραιότητα των κτισμάτων, ο νους γνωρίζει τον Κτίστη και ανυψώνεται στη θέαση Εκείνου και ανάβει την ψυχή προς την ενατένιση το Ποιητή, με την οποία άλλωστε προχωρεί συγχρόνως στον θείο πόθο και στα δάκρυα, και απομακρύνεται εντελώς από τα ορατά, και αποχωρίζεται από τα δημιουργήματα.
Όπως δηλαδή το φως των αισθητών ματιών στέλνεται από μας παντού και, παρ’ όλο που περιφέρεται με την οπτική του δύναμη γύρω από όλα τα αντικείμενα, δεν μολύνεται καθόλου απ’ αυτά, και αν ακόμη αυτά που βλέπονται είναι πολύ άσχημα, αλλά το περιφέρουμε πάλι αμόλυντο σε άλλα αντικείμενα, έτσι και η σκέψη των αγίων, και αν ακόμη σκύψει να δει βρομερά και αισχρά πάθη, δεν μολύνεται. Διότι ο νους τους είναι γυμνός και αποξενωμένος από κάθε εμπαθή επιθυμία. Αλλά και αν ακόμη ο νους θελήσει κάποτε να προχωρήσει στη θέαση τέτοιων πραγμάτων, δεν το κάνει αυτό για τίποτε άλλο, παρά για να εξετάσει και να μάθει τις εμπαθείς κινήσεις και ενέργειες των παθών, και από πού παίρνουν τις αιτίες, και με ποια φάρμακα εξαφανίζονται πάλι, όπως ακούμε να κάνουν οι γιατροί, και όπως έχουμε ακούσει για τους παλαιούς˙ διότι άνοιγαν τους νεκρούς, για αντιληφθούν την ανατομία του σώματος, ώστε να γνωρίσουν από τους νεκρούς το εσωτερικό των ζωντανών ανθρώπων και να επιχειρούν να γιατρεύουν σε άλλους τις ασθένειες που δεν είναι ορατές.
Κάτι τέτοιο οπωσδήποτε εργάζεται και ο πνευματικός γιατρός, που θέλει να γιατρεύει με εμπειρία τις ασθένειες της ψυχής˙ και για να σου δείξω με το λόγο τη μεθοδική θεραπεία, που αυτός εφαρμόζει, θα κάνω τη διήγηση σύμφωνα με την πραγματικότητα.
Έρχεται στον πνευματικό γιατρό ένας άρρωστος, ζαλισμένος από το πάθος, ταραγμένος ολότελα ως προς το νου, ζητώντας αντί για θεραπεία αυτά που βλάπτουν, αυτά που αυξάνουν το πάθος και προξενούν σύντομα το θάνατο. Τον βλέπει ο φιλάνθρωπος και συμπονετικός γιατρός, αντιλαμβάνεται την αρρώστια του αδελφού, την έξαψη του πάθους, την έξαρσή του˙ διακρίνει ότι ο άρρωστος πλησιάζει ολότελα το θάνατο. Άραγε θα επιθυμήσει κάποιος εμπαθώς έναν τέτοιο άρρωστο, για να θυμηθώ τα αναίσθητα λόγια εκείνων; Νομίζω ότι ούτε κανείς από τους ανθρώπους που είναι υπερβολικά παράφρονες θα σκεφθεί κάτι τέτοιο σε βάρος της άρρωστης ή του άρρωστου, που έχει τη θανατηφόρο ασθένεια, πολύ περισσότερο βέβαια δεν θα το σκεφθεί κανείς από τους γιατρούς, που είναι ευσεβείς και φοβούνται τον Θεό. Αλλά, αδιαφορώντας για τα λόγια εκείνων, που είναι πραγματικά παράφρονες, ας συνεχίσουμε το λόγο της διήγησης. Όταν λοιπόν ο πνευματικός και συνετός γιατρός δει τον αδελφό να βρίσκεται στην κατάσταση που είπαμε, δεν βάζει αμέσως τις φωνές,
ούτε εξοργίζεται, ούτε λέει στον αδελφό, «Αυτά που ζητάς είναι βλαβερά και προκαλούν το θάνατο, και γι’ αυτό δεν θα σου δώσω αυτά τα φάρμακα», για να μην ακούσει ο αδελφός και φύγει και πάει σε άλλο γιατρό, που δεν έχει εμπειρία από τέτοια πάθη, και πεθάνει την ίδια ώρα. Αλλά τον δέχεται, τον κρατά, τον παρηγορεί, δείχνει σ’ αυτόν κάθε αγάπη και απλότητα συγχρόνως, για να τον βεβαιώσει ότι με τα φάρμακα που ζήτησε, μ’ αυτά και τη θεραπεία θα κάνει και την επιθυμία του θα εκπληρώσει.
Διότι υπάρχουν κάποιοι που νοσούν βαριά στην ψυχή και πάσχουν από βαριά νοσήματα και ζητούν επίμονα εκείνα που αυξάνουν την αρρώστια˙ και το πάθος του καθενός απ’ αυτούς πιθανώς να χρειάζεται βέβαια δίαιτα και αποχή από τα απολαυστικά φαγητά, οι ίδιοι όμως ζητούν κυρίως να απολαμβάνουν τις βλαβερές τροφές και να χορταίνουν απ’ αυτές. Γι’ αυτό λοιπόν ο έμπειρος γιατρός, όπως προηγουμένως είπα, δεν αρνείται αμέσως αυτά που του ζητά ο άρρωστος, αλλά υπόσχεται να εκπληρώσει όλα τα αιτήματά του˙ ο άρρωστος δηλαδή σπεύδει να λάβει αυτά που επιθυμεί, σαν να είναι καλά, ο γιατρός όμως κρύβει τα φάρμακα, και, από τη μία, ο άρρωστος τα περιμένει και παραμένει με χαρά, από την άλλη, ο γιατρός, επειδή είναι σοφός, δείχνει βέβαια στον άρρωστο φάρμακα που φαινομενικά είναι παρόμοια μ’ αυτά που ζητήθηκαν απ’ αυτόν, κρυφά ωστόσο είναι διαφορετικά ως προς τη γεύση και παράδοξα ως προς τη δύναμη της ενέργειας. Διότι ο άρρωστος μόνο αγγίζει τα φάρμακα, και με μόνο το άγγιγμά τους ανέλπιστα θεραπεύεται˙
και αμέσως σταματά η
έξαρση του πάθους και εξαφανίζεται τελείως το τραύμα˙ και εκείνα, που πρώτα καιγόταν από την επιθυμία τους, δεν ανέχεται στο εξής ούτε να τα θυμάται. Και είναι δυνατό να δει και να παρατηρήσει κάποιος να γίνεται θαύμα ανώτερο από κάθε περιγραφή˙ χωρίς δηλαδή κάποιο άλλο φάρμακο, αλλά με μόνο το άγγιγμα και τη θέαση των θεραπευτικών φαρμάκων, κάνει αυτούς που είναι άρρωστοι να γίνονται υγιείς, να υποχωρούν τα τραύματα και η έξαρσή τους, και να σταματά η φλόγα της δίψας τους, και αυτούς, που πεινούν από τα φθοροποιά και βλαβερά φαγητά, τους κάνει να επιθυμούν περισσότερο από τότε τα ωφέλιμα, και να διηγούνται σε πολλούς τα θαύματα του γιατρού και τη θαυμαστή μέθοδο της επιστήμης του.

Υποσημειώσεις.

1. Πρβ. Γέν. 1,26
2. Μηνολόγιον, Μαρτίου 19
3. Πρβ. Γέν. 1, 26
4. Πρβ. Ρωμ. 13,13
5. Αναφέρεται στο μετάξι ως απέκκριμα του μεταξοσκώληκα.
6. Πρβ. Σ. Σολ. 13,5
7. Πρβ. Ρωμ. 1,25

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Λόγος ηθικός έκτος (Α’): «Για την απάθεια, την ενάρετη ζωή. Για την ένωση Θεού, ψυχής, σώματος” – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.