«Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού»
– Γέροντα, ο Αββάς Μακάριος λέει ότι ο Θεός μας δίνει τα ουράνια αγαθά, και αυτό το πιστεύουμε. Πρέπει να πιστεύουμε ότι θα μας δώση και τα επίγεια, που δεν είναι τόσο σημαντικά;
– Ποια επίγεια;
– Ό,τι μάς χρειάζεται.
– Ναί, καλά το είπες. ο Θεός αγαπάει το πλάσμα Του, την εικόνα Του, και το φροντίζει γι’ αυτά που του χρειάζονται.
– Αυτό πρέπει να το πιστεύη ο καθένας και να μήν ανήσυχη;
– Αν δεν το πιστεύη Και παλεύη μόνος του να τα αποκτήση, θα ταλαιπωρηται. Μά Και αν ο Θεός δεν δώση αυτά τα επίγεια, τα υλικά πράγματα, δεν θα στενοχωρηθή ο άνθρωπος που ζή πνευματικά. Αν ζητάμε πρώτα την Βασιλεία του Θεού Και αυτή είναι η μόνη μεριμνα μας, όλα τα αλλά θα μάς δοθούν. θα άφήση ο Θεός το πλάσμα Του; Το μάννα που ερριχνε ο Θεός καθημερινά στους Ισραηλίτες στην έρημο, αν το κρατούσαν για την άλλη μερα, σάπιζε. Έτσι τα οικονόμησε ο Θεός, για να έχουν εμπιστοσύνη στην θεία πρόνοια.
Ακόμη το «ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεου» δεν το έχουμε καταλάβει. Ή πιστεύουμε ή δεν πιστεύουμε. Όταν πήγα να μείνω στο Σινά, δεν είχα τίποτε. δεν σκέφθηκα όμως καθόλου τί θα γίνω στην έρημο, μεσα σε άγνωστους ανθρώπους, τί θα φάω, πώς θα ζήσω. Το ασκητήριο τής Αγίας Επιστήμης, όπου θα έμενα, ήταν χρόνια εγκαταλελειμμένο, ακατοίκητο. Επειδή δεν ήθελα να επιβαρύνω το μοναστήρι, δεν ζήτησα τίποτε. Μου έφεραν λίγο ψωμί άπό το μοναστήρι Και το γύρισα πίσω. Γιατί να ανησυχήσω, αφού ο Χριστός είπε: «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεου»; Το νερό Και αυτό ήταν ελάχιστο. Ούτε εργόχειρο ήξερα, για να πής πώς θα δούλευα Και θα έβγαζα το ψωμί μου. Το μόνο εργαλείο που είχα ήταν ένα ψαλίδι. Το χώρισα στά δύο, το ακόνισα σε μιά πέτρα, πήρα Και ένα ξύλο Και άρχισα να φτιάχνω ξυλόγλυπτα εικονάκια. Δούλευα Και έλεγα Και την ευχή. Γρήγορα εξασκήθηκα/Έφτιαχνα συνέχεια το ϊδιο σχέδιο, Και την δουλειά που θα έκανα σε πέντε μερες, την έκανα σε έντεκα ώρες, και όχι μόνο δεν στερήθηκα, αλλά βοηθούσα Και τα Βεδουϊνάκια.
Για ένα διάστημα έκανα εργόχειρο αρκετές ώρες την ημέρα. Ύστερα είχα φθάσει σε μιά κατάσταση που δεν ήθελα να κάνω εργόχειρο, αλλά έβλεπα Και την ανάγκη που είχαν τα Βεδουϊνάκια. Ένα σκουφί Και ένα ζευγάρι πέδιλα να τους έδινες, ήταν γι’ αυτά πολύ μεγάλη ευλογία… Μού πέρασε λοιπόν ο λογισμός: «Ήρθα εδώ, για να βοηθώ τους Βεδουίνους η για να κάνω προσευχή για όλον τον κόσμο;». Έτσι αποφάσισα να περιορίσω την δουλειά, για να είμαι πιο άπερίσπαστός και να προσεύχωμαι περισσότερο. Και μήπως περίμενα από πουθενά βοήθεια; Οι Βεδουίνοι δεν είχαν οι ίδιοι να φάνε. Το μοναστήρι ήταν μακριά. Άπό την άλλη μεριά έρημος. Την ϊδια μερα όμως που περιόρισα την δουλειά, για να διαθέσω περισσότερο χρόνο στην προσευχή, έρχεται κάποιος και με βρίσκει έξω άπό το άσκητήριο και μου λέει: «Νά, πάρε αυτές τις εκατό λίρες, για να βοηθάς τα Βεδουϊνάκια και να μη βγαίνης άπό το πρόγραμμα σου και να προσεύχεσαι»! Δεν άντεξα.
Τον άφησα μόνον του για ένα τέταρτο και πήγα λίγο μεσα. Μου είχε δημιουργήσει τέτοια κατάσταση η πρόνοια και η αγάπη του Θεου, που δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυα μου. Βλέπεις πώς ο Θεός οικονομάει, όταν ύπάρχη η καλή διάθεση; Γιατί εγώ πόσα θα τους έδινα; Εδινα σε ένα, ερχόταν το άλλο, «έμενα δεν μού έδωσες, Πάτερ!», έλεγε, ύστερα ερχόταν άλλο, «εμένα δεν μου έδωσες, Πάτερ!».
– Γιατί, Γέροντα, ενώ πολλές φορές έχουμε νιώσει την παντοδυναμία του Θεου, δεν βλέπουμε την πρόνοια Του για μάς;
– Είναι παγίδα του διαβόλου. ο διάβολος ρίχνει στάχτη στά μάτια του ανθρώπου, για να μή δη την πρόνοια του Θεου. Γιατί, όταν δη ο άνθρωπος την πρόνοια του Θεου, θα μαλακώση η γρανιτένια καρδιά του, θα γίνη ευαίσθητη Και θα ξεσπάση σε δοξολογία, Και αυτό δεν συμφέρει στον διάβολο.
Από το βιβλίο: Λόγοι του Γέροντος Παισίου Β’. Πνευματική αφύπνιση.
Έκδοση: Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος. Σουρωτή Θεσσαλονίκης. 1999.