Κεφάλαια περί των οιομένων εξ έργων δικαιούσθαι (Κεφ. 44-68) – οσίου Μάρκου του Ασκητού.

44. Η αύξησις της επιδόσεώς μας εις τας αρετάς τώρα δεν αποτελεί ανταπόδοσιν εις τον Θεόν, αλλά έλεγχον της προγενεστέρας αμελείας μας.
45. Όστις θλίβεται μεν εντός της ψυχής του, αλλά ζη άνευ σωματικής κακοπαθείας, εξισούται με τον κακοπαθούντα σωματικώς και εις τον νουν διαχεόμενον.
46. Η εκούσιος στενοχωρία σώματος και ψυχής συνεργεί η μία προς την άλλην. Η στενοχωρία της ψυχής εις την στενοχωρίαν του σώματος και τ’ ανάπαλιν. Όταν συμπάσχουν ψυχή και σώμα, τότε η κακοπάθεια είναι μεγαλυτέρα.
47. Είναι μεγάλη αρετή το να υπομένη κανείς τας επερχομένας θλίψεις, πειρασμούς και αδικίας και παρά ταύτα να αγαπά εκείνον που τον μισεί, όπως λέγει ο Κύριος (Ματθ. ε’, 44).
48. Απόδειξις της αληθούς αγάπης είναι η εκ καρδίας άφεσις και συγχώρησις των αδικιών του πλησίον μας. Ο Κύριος δια της συγχωρήσεως απέδειξεν την αγάπην του προς τον κόσμον και τους σταυρωτάς του.
49. Δεν είναι δυνατόν να συγχωήση κανείς εκ καρδίας αδικίας του πλησίον, εάν δεν έχη γνώσιν αληθή. Διότι η γνώσις αυτή μας πείθει, ότι όσα κακά υφιστάμεθα από τους συνανθρώπους μας, δεν είναι ειμή οφειλαί εξ αμαρτιών μας, προς συμψηφισμόν και εξόφλησιν, που παραχωρούνται από τον Θεόν.
50. Τίποτε δεν θα ζημιωθής, εάν συγχωρήσης οιανδήποτε αδικίαν του πλησίον, χάριν της αγάπης του Κυρίου. Διότι εις ωρισμένον καιρόν θα αποζημιωθής πολλαπλασίως, με άφεσιν των αμαρτιών σου.
51. Όταν ο νους εργάζεται μεν την αρετήν, λησμονεί όμως τον σκοπόν της αρετής, την σημασίαν της και την οφειλομένην ταπείνωσιν, τότε το κατά την εξωτερικήν όψιν του έργον της αρετής αποβαίνει ανωφελές.
52. Εάν δια κάθε άνθρωπον, η μη μετά ορθής σκέψεως εργασία των αρετών, αποβαίνει βλαβερά, τούτο πολύ περισσότερον συμβαίνει εις εκείνους που εξέλεξαν την τελειότητα (Μοναχούς).
53. Φρόντιζε να φιλοσοφής με το έργον περί της σημασίας της ελευθερίας του ανθρώπου και περί κρίσεως Θεού και ανταποδόσεως και όχι με λόγους κενούς. Διότι η πράξις είναι πλέον σοφή και πλέον ωφέλιμος από τους χωρίς πράξιν λόγους.
54. Εις τους κόπους υπέρ της ευσεβείας, ακολουθεί βοήθεια θεία. Τούτο πρέπει να το μάθη έκαστος δι’ εσωτερικής πληροφορίας και μαρτυρίας της συνειδήσεως.
55. Ένας παρέλαβε μίαν παράδοσιν και χωρίς να την ελέγξη την απεδέχθη. Έτερος την ιδίαν παράδοσιν, πριν την αποδεχθή, εξήτασε με κριτήριον την αντικειμενικήν αλήθειαν. Πρέπει να εξετάσωμεν, ποίος εκ των δύο ενήργησεν ευσεβέστερα;
56. Υπάρχει αληθής γνώσις εις εκείνον που υπομένει όλα τα θλιβερά και δεν αιτιάται τους ανθρώπους εις τας συμφοράς.
57. Εκείνος που κάμνει έργον καλόν και ζητεί δια τούτο ανταπόδοσιν, δεικνύει ότι δεν υπηρετεί τον Θεόν, αλλά εαυτόν.
58. Δεν υπάρχει αμαρτήσας, που θ’ αποφύγη την ανάλογον ανταπόδοσιν από τον Θεόν, εκτός εάν μετανοήση έργω κατ’ αναλογίαν του αμαρτήματός του.
59. Λέγουν τινές, ότι δεν δυνάμεθα να κάμωμεν το καλόν, εάν δεν λάβωμεν ενεργούσαν του Αγίου Πνεύματος την δύναμιν.
60. Εκείνοι που παραμένουν εις την πτώσιν της απολαύσεως των ηδονών, ποτέ δεν θέλουν να επιστρατεύσουν την φυσικήν δύναμιν προς το αγαθόν, ως τάχα μη βοηθουμένην υπό της χάριτος.
61. Η μεν χάρις του Αγίου Πνεύματος, έχει δωρηθή μυστικώς εις τους Ορθοδόξους βαπτισθέντας. Και ενεργεί κατ’ αναλογίαν προς την εργασίαν των εντολών. Και η μεν χάρις δεν παύει να μας βοηθή κρυφίως. Εις ημάς όμως πρόκειται να εργαζώμεθα, κατά δύναμιν, το αγαθόν.
62. Η χάρις, κατά τρόπον θεϊκόν, διεγείρει την συνείδησιν εις μετάνοιαν. Ως εκ τούτου και πολλοί κακοποιοί, μετανοήσαντες αξίως, ευηρέστησαν τον Θεόν.
63. Επίσης η χάρις κρύπτεται εις την διδασκαλίαν ενός αδελφού. Συμβαίνει δε να ενεργή και δια της αναγνώσεως, ακολουθούσα την διάνοιαν. Και δια της φυσικής οδού, αποκαλύπτει εις τον νουν τας αληθείας της. Εάν, λοιπόν εργασθώμεν πνευματικώς, με την ολίγην χάριν, και δεν κατακρύψωμεν το τάλαντον, θα εισέλθωμεν εις την χαράν του Κυρίου (Ματθ. κε’, 14 – 30).

64. Εκείνος που επιζητεί τας ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, πριν εργασθή τας θείας εντολάς, ομοιάζει με δούλον, μόλις ηγοράσθη, ταυτοχρόνως προς το υπογραφέν πωλητήριον, ζητεί έγγραφον ότι ελευθερούται.
65. Εκείνος που κατενόησεν, ότι οι πειρασμοί, που υφίσταται εξ ανθρώπων, προέρχονται από τον Θεόν, κατά την δυκαιοσύνην του, αυτός, ζητών τον Κύριον, εύρε αληθή γνώσιν μετά δικαιοσύνης (Παροιμ. ις’, 8).
66. Εάν κατανοήσης, ως λέγει η Γραφή, ότι «εν πάση τη γη τα κρίματα του Κυρίου» (Α’ Παραλειπ. ις’, 8), κάθε πειρασμός θα σου γίνη διδάσκαλος θεογνωσίας.
67. Αναλόγως με τας σκέψεις και τας διαθέσεις εκάστου, (κατά την πρόνοιαν του παιδαγωγούντος Θεού) έρχεται και ο αρμόζων πειρασμός. Την ποικιλίαν όμως των πειρασμών (διότι δεν υπάρχει πολλάκις σταθερά αναλογία μεταξύ αμαρτίας και πειρασμού) μόνον ο Θεός γνωρίζει.
68. Όταν υποστής καμμίαν ατιμίαν υπό των ανθρώπων, αμέσως να σκεφθής, ότι ο Θεός αμοίβει δια δόξης τους υπομένοντας πειρασμούς. Και ούτω θα μείνης ατάραχος και άλυπος από την ταπείνωσιν που υπέστης. Δια δε την δόξαν, όταν σου προσφερθή, θα αναδειχθής και πιστός και ακατάκριτος, γνωρίζων ότι εστάλη από τον Θεόν.

Από το βιβλίο: «Πάντα πώλησον, Μάρκον αγόρασον».

Εκδόσεις: Ιερό Ησυχαστήριον Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Κουφάλια Θεσσαλονίκης. Γ’ έκδοσις, 1999.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.