Οι μεγάλοι μας κοιτάζουν με δυσπιστία – Δεν είναι καινούργιο αυτό!
Ανησυχούν για το μέλλον, το δικό μας, το δικό τους, του τόπου μας, του κόσμου… – Κάπως έτσι γινόταν πάντα!
Αναλογίζονται, αν έχουμε οράματα που θα καταφέρουν να μας γεμίσουν, για να μην καταστρέψουμε ο,τι έφτιαξαν οι προηγούμενες γενιές. Αν «έτσι που γίναμε» οι νέοι σήμερα, θα έρθει ένα καλύτερο αύριο ή όλα θα χαθούν…
Έτσι, έλεγε ο παππούς, αντιμετώπιζαν οι μεγαλύτεροι τους νεότερους και πριν από τον πόλεμο του 1940. Και η συνέχεια έδειξε την αλήθεια.
Αλλοιώτικοι φάνηκαν οι νέοι στο άκουσμα του κινδύνου. Μεγάλωσαν ξαφνικά. Κι έφτασαν σε αρετή τους προγόνους τους!
Και μας έλεγε περιστατικά απ’ τον πόλεμο, σαν αυτό που το περιγράφει ένας στρατιωτικός γιατρός:
«Αυτή η νύχτα στο Μάλι-Γκαρονίν, έχει γραφτεί στην ψυχή μου με ανεξίτηλο μελάνι. Οι τραυματίες έχουν πλημμυρίσει τα αντίσκηνα. Πολλοί είναι εξαντλημένοι και δε μπορούν, ούτε να γευτούν τη λίγη φακή, που οι άντρες μοιράζονται μαζί τους. Δε θέλουν, δε ζητάν τίποτε, παρά λίγο, ελάχιστο νερό, να βρέξουν μόνο τη γλώσσα τους. Κάθε τόσο σηκωνόμαστε, πότε ο Νώντας, πότε εγώ. Με τη βοήθεια ενός ηλεκτρικού φαναριού πηγαίνουμε από το ένα αντίσκηνο στο άλλο. Μα τί μπορούμε να κάνουμε; Τί έχουμε να προσφέρουμε; Οι τραυματίες μόνον ξαπλωμένοι χωράν στα αντίσκηνα, καθώς πάλι έχουν λυγίσει από το χιόνι. Δεν μπορούν ούτε καν να καθίσουν, για να τους εξετάσουμε. Έξω η θύελλα συνεχίζει αμείωτη.
Στο δικό μου αντίσκηνο είναι ένας ανθυπολοχαγός. Είναι βαριά πληγωμένος, με “διαμπερές τραύμα” στο θώρακα κι έχει πολλή δύσπνοια και πυρετό. Είναι ξανθό και όμορφο παλληκάρι. Μαθητής ακόμη στη Σχολή Ευελπίδων, ονομάστηκε αξιωματικός κι ήρθε στον πόλεμο.
Είναι πεσμένος μπρούμυτα κι έχει λοξά γυρίσει το κεφάλι του. Έτσι νιώθει κάπως καλύτερα. Κάθε τόσο του δίνω ένα χάπι καταπραϋντικό. Αυτός όμως το βλέπει που θα πεθάνει – πως μπορούμε να τον βοηθήσουμε εδώ πάνω; – και με παρακαλεί να μην ασχολούμαι μαζί του. Να κοιτάξω τους άλλους, που έχουν ελπίδες να ζήσουν.
Η κατάσταση έπειτα βαραίνει. Καθώς προαισθάνεται το τέλος, βγάζει από την τσέπη της χλαίνης και μου προσφέρει το πιστόλι του.
– Πάρ’ το, γιατρέ, να με θυμάσαι! Δεν πειράζει για μένα!… Χαλάλι της Ελλάδας! Αρκεί που νικήσαμε! λέει με την αργή, σβυσμένη φωνή του.
Είναι ένα πλακέ Μπράουνιγκ. Μ’ αυτό έχει οδηγήσει τη διμοιρία του στην κορφή του υψώματος, μας λέει ένας διπλανός τραυματίας, που πολεμούσε μαζί του. Στην κρίσιμη στιγμή, καθώς έχουν κυκλωθεί από τα εχθρικά πυρά, μπαίνει μπροστά με το πιστόλι στο χέρι και διατάζει: “Εφ’ όπλου λόγχην”! Οι Ιταλοί φεύγουν. Τότε όμως, ως κυριεύουν το ύψωμα, αρχίζουν να πέφτουν βλήματα όλμων και τραυματίζεται.
Έχει τώρα πέσει σ’ ένα προθανάτιο παραλήρημα. Κάθε τόσο φωνάζει και παρορμά τους άντρες του: “Απάνω τους, παιδιά, και τους φάγαμε”. “Αέρα! Αέρα!”. Έπειτα τα βάζει με το λοχία του, που το πολυβόλο παθαίνει εμπλοκή στην κρίσιμη στιγμή, και λέει: “Αχ, μωρέ Κώστα, πάντα έτσι μου τα καταφέρνεις!”.
Σε λίγο ξεψυχά μέσα στα χέρια μου το αγνό παλληκάρι, που έφηβος ακόμη, έχει ντυθεί τη στολή του αξιωματικού.
Όλη την υπόλοιπη νύχτα μένουμε οι δυό μας μέσα στο αντίσκηνο»*.
Κοιτάζω στα μάτια τους συνομηλίκους μου. Δεν μπορεί, στο βάθος τους θα κρύβεται η ίδια σπίθα του γένους μας αναλλοίωτη!
Αυτή που νιώθω κι εγώ – μα δε θέλω να φανεί στα μάτια κανενός άλλου! – όταν κοιτάζω τη γαλανόλευκη με το Σταυρό στην κορυφή, περήφανη κι απροσκύνητη!
Γ.Α.Ι.
Φοιτητής
* Κώστα Κυζούλη, ιατρού «Η θύελλα, Πορεία ηρωϊκή και πένθιμη».
Από το περιοδικό: «η Δράση μας», τεύχος Οκτωβρίου 2009.
Παράβαλε και:
«Βάστα ψυχή!) Για την κορυφή της Μόγλιστας – Χρ. Ζαλοκώστα.
28 Οκτωβρίου, Εορτή της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου, και τα νικητήρια των Ελλήνων κατά το 1940.
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας – Οδυσέα Ελύτη.
Φύλλα κατοχής. – Ιωάννας Τσάτσου. (Αποσπάσματα.)
Ημερολόγιον – Αρχιμ. Θεοκτίστου Αλεξοπούλου, 1940.