Αγίου Ιερομάρτυρος Κλήμεντος, Επισκόπου Ρώμης: Προς Κορινθίους Επιστολή Β’ (Κεφ. 9-14).

9. Κι ας μη πει κάποιος από σας, ότι αυτό το σώμα δεν θα κριθεί ούτε θα αναστηθεί. Προσέξτε˙ μη τί σωθήκατε, με τί βρήκατε το φως σας, παρά ενώ ήσασταν σ’ αυτό το σώμα; Πρέπει λοιπόν να κρατάμε το σώμα σαν ναό του Θεού. Διότι, όπως κληθήκατε με το σώμα, με το σώμα θα έρθετε. Εφόσον ο Χριστός, ο Κύριος που μας έσωσε, όντας κατ’ αρχήν Πνεύμα, έγινε άνθρωπος και έτσι μας κάλεσε, έτσι κι εμείς μ’ αυτό το σώμα θα απολαύσουμε τον μισθό μας. Ας αγαπάμε λοιπόν ο ένας τον άλλο, για να πάμε όλοι στη βασιλεία του Θεού. Όσο έχουμε καιρό να θεραπευτούμε, ας παραδώσουμε τους εαυτούς μας στον Θεό που θεραπεύει, δίνοντάς του αυτό ως ανταμοιβή. Ποιό; Το να μετανοήσουμε με ειλικρινή καρδιά. Διότι γνωρίζει εκ των προτέρων τα πάντα και ξέρει αυτά που έχουμε μέσα στην καρδιά. Ας τον δοξολογήσουμε λοιπόν, όχι μόνο με το στόμα, αλλά και με την καρδιά, για να μας δεχθεί σαν υιούς. Διότι ο Κύριος είπε˙ «αδελφοί μου, αυτοί είναι εκείνοι που κάνουν το θέλημα του Πατέρα μου».1

10. Ώστε, αδελφοί μου, ας κάνουμε το θέλημα του Πατέρα εκείνου που μας κάλεσε, για να ζήσουμε, και ας επιδιώξουμε μάλλον την αρετή και να εγκαταλείψουμε την κακία, ως προπομπό των αμαρτιών μας, και ας αποφύγουμε την ασέβεια, για να μη μας βρουν κακά. Διότι, εάν προσπαθήσουμε να κάνουμε αγαθά έργα, θα μας ακολουθήσει η ειρήνη. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν μπορούν να βρουν άνθρωπο, αυτοί που μας προκαλούν τους ανθρώπινους φόβους, προτιμώντας μάλλον την εδώ απόλαυση, παρά τη μελλοντική υπόσχεση. Διότι αγνοούν πόσα βάσανα έχει η εδώ απόλαυση, και τι είδους απόλαυση έχει η μελλοντική υπόσχεση. Και αν βέβαια τα έκαναν αυτά μόνοι τους, θα ήταν το πράγμα ανεκτό, τώρα όμως επιμένουν να διδάσκουν κακώς τις αναίτιες ψυχές, χωρίς να γνωρίζουν ότι θα έχουν διπλή καταδίκη, και αυτοί και εκείνοι που τους ακούνε.

11. Εμείς λοιπόν ας υπηρετήσουμε τον Θεό με καθαρή καρδιά και θα γίνουμε δίκαιοι, εάν όμως δεν τον υπηρετήσουμε, επειδή δεν πιστεύουμε στην υπόσχεση του Θεού, θα είμαστε ταλαίπωροι. Διότι και ο προφητικός λόγος λέει˙ «είναι ταλαίπωροι οι άστατοι, αυτοί που έχουν δισταγμούς στην καρδιά τους, αυτοί που λένε˙ Αυτά τα ακούσαμε από παλιά από τους πατέρες μας, εμείς όμως, περιμένοντάς τα μέρα με τη μέρα, δεν είδαμε τίποτα από αυτά. Ανόητοι, υποθέστε ότι είσαστε δένδρο, πάρετε για παράδειγμα την κληματαριά˙ πρώτα ρίχνει τα φύλλα, έπειτα γίνεται βλαστός, έπειτα αγουρίδα, και ύστερα σταφύλι γινομένο. Έτσι και ο λαός μου, πέρασε ακαταστασίες και στενοχώριες, και έπειτα θα έπειτα θα απολαύσει αγαθά». Ώστε, αδελφοί μου, να μην έχουμε δισταγμούς, αλά ας υπομείνουμε ελπίζοντας, για να κερδίσουμε και την αμοιβή. Διότι είναι άξιος εμπιστοσύνης αυτός που υποσχέθηκε να αποδώσει στον καθένα αντιμισθία ανάλογη προς τα έργα του.

Εάν λοιπόν κάνουμε έργα δικαιοσύνης μπροστά στον Θεό, θα μπούμε στη βασιλεία του και θα κερδίσουμε τις υποσχέσεις «τις οποίες αυτί δεν άκουσε, ούτε μάτι είδε, ούτε ο νους ανθρώπου συνέλαβε».2

9. Και μη λεγέτω τις υμών, ότι αύτη η σάρξ ου κρίνεται ουδέ ανίσταται. Γνώτε˙ εν τίνι εσώθητε, εν τίνι ανεβλέψατε, ει μη εν τη σαρκί ταύτη όντες; Δει ουν ημάς ως ναόν Θεού φυλάσσειν την σάρκα. Ον τρόπον γαρ εν τη σαρκί εκλήθητε, και εν τη σαρκί ελεύσεσθε. Ει Χριστός ο Κύριος ο σώσας ημάς, ων μεν το πρώτον Πνεύμα, εγένετο σαρξ και ούτως ημάς εκάλεσεν, ούτω και ημείς εν ταύτη τη σαρκί αποληψόμεθα τον μισθόν. Αγαπώμεν ουν αλλήλους, όπως έλθωμεν πάντες εις την βασιλείαν του Θεού. Ως έχομεν καιρόν του ιαθήναι, επιδώμεν εαυτούς τω θεραπεύοντι Θεώ, αντιμισθίαν αυτώ διδόντες. Ποίαν; Το μετανοήσαι εξ ειλικρινούς καρδίας. Προγνώστης γαρ εστί των πάντων και ειδώς ημών τα εγκάρδια. Δώμεν ουν αυτώ αίνον, μη από στόματος μόνον, αλλά και από καρδίας, ίνα ημάς προσδέξηται ως υιούς. Και γαρ είπεν ο Κύριος˙ «αδελφοί μου, ούτοί εισίν οι ποιούντες το θέλημα του Πατρός μου».

10. Ώστε, αδελφοί μου, ποιήσωμεν το θέλημα του Πατρός, του καλέσαντος ημάς, ίνα ζήσωμεν, και διώξωμεν μάλλον την αρετήν, την δε κακίαν καταλείψωμεν, ως προοδοιπόρον των αμαρτιών ημών, και φύγωμεν την ασέβειαν, μη ημάς καταλάβη κακά. Εάν γαρ σπουδάσωμεν αγαθοποιείν, διώξεται ημάς ειρήνη. Δια ταύτην γαρ την αιτίαν ουκ έστιν ευρείν άνθρωπον, οίτινες παράγουσι φόβους ανθρωπίνους, προαιρούμενοι μάλλον την ενθάδε απόλαυσιν ή την μέλλουσαν επαγγελίαν. Αγνοούσι γαρ ηλίκην έχει βάσανον ή την μέλλουσαν επαγγελίαν. Αγνοούσι γαρ ηλίκην έχει βάσανον η ενθάδε απόλαυσις και οίαν τρυφήν έχει η μέλλουσα επαγγελία. Και ει μεν αυτοί μόνοι ταύτα έπρασσον, ανεκτόν ήν˙ νυν δε επιμένουσι κακοδιδασκαλούντες τα αναιτίους ψυχάς, ουκ ειδότες ότι δισσήν έξουσι τη κρίσιν, αυτοί τε και οι ακούοντες αυτών.

11. Ημείς ουν εν καθαρά καρδία δουλεύσωμεν τω Θεώ και εσόμεθα δίκαιοι˙ εάν δε μη δουλεύσωμεν δια το μη πιστεύειν ημάς τη επαγγελία του Θεού, ταλαίπωροι εσόμεθα. Λέγει γαρ και ο προφητικός λόγος˙ «ταλαίπωροί εισίν οι δίψυχοι, οι διστάζοντες τη καρδία, οι λέγοντες˙ Ταύτα πάλαι ηκούσαμεν και επί των πατέρων ημών, ημείς δε ημέραν εξ ημέρας προσδεχόμενοι ουδέν τούτων εωράκαμεν. Ανόητοι, συμβάλετε εαυτούς ξύλω, λάβετε άμπελον˙ πρώτον μεν φυλλορροεί, είτα βλαστός γίνεται, μετά ταύτα όμφαξ, είτα σταφυλή παρεστηκυία. Ούτω και ο λαός μου ακαταστασίας και θλίψεις έσχεν, έπειτα απλήψεται τα αγαθά». Ώστε, αδελφοί μου, μη διψυχώμεν, αλλά ελπίσαντες υπομείνωμεν, ίνα και τον μισθόν κομισώμεθα. Πιστός γαρ εστίν ο επαγγελάμενος τας αντιμισθίας αποδιδόναι εκάστω των έργων αυτού. Εάν ουν ποιήσωμεν την δικαιοσύνην εναντίον του Θεού, εισήξομεν εις την βασιλείαν αυτού και ληψόμεθα τας επαγγελίας «ας ους ουκ ήκουσεν, ουδέ οφθαλμός είδεν, ουδέ επί καρδίαν ανθρώπου ανέβη».

Υποσημειώσεις.

1. Λουκά 12, 50
2. Κορ. 2, 9

***

12. Ας περιμένουμε λοιπόν κάθε ώρα τη βασιλεία του Θεού με αγάπη και δικαιοσύνη, επειδή δεν γνωρίζουμε την ημέρα της εμφανίσεως του Θεού. Διότι, όταν ρωτήθηκε ο ίδιος ο Κύριος από κάποιον πότε θα έρθει η βασιλεία του, είπε˙ «όταν θα γίνουν τα δύο ένα, και το έξω σαν το μέσα, και το αρσενικό με το θηλυκό, ούτε αρσενικό ούτε θηλυκό». Και τα δύο γίνονται ένα όταν λέμε στους εαυτούς μας την αλήθεια και σε δύο σώματα υπάρχει χωρίς υποκρισία μια ψυχή. Και «το έξω όπως το μέσα», αυτό σημαίνει˙ το μέσα είναι η ψυχή και το έξω το σώμα. Όπως λοιπόν φαίνεται το σώμα σου, έτσι να εκδηλώνεται και η ψυχή σου με τα καλά έργα. Και λέγοντας ότι το αρσενικό θα είναι μαζί με τη θηλυκή, ούτε αρσενικό ούτε θηλυκό, εννοεί ότι ο αδελφός βλέποντας την αδελφή να μη σκέφτεται γι’ αυτήν ότι είναι θηλυκή, ούτε η αδελφή βλέποντας τον αδελφό να σκέφτεται γι’ αυτόν ότι είναι αρσενικός. Όταν κάνετε αυτά, λέει, θα έρθει η βασιλεία του Πατέρα μου.

13. Αδελφοί, ας μετανοήσουμε λοιπόν κάποτε, ας ανανήψουμε στο καλό˙ γιατί είμαστε γεμάτοι πολλή μωρία και πονηριά. Ας εξαφανίσουμε από μας τα προηγούμενα αμαρτήματα και αφού μετανοήσουμε με την ψυχή μας να σωθούμε˙ και να μη γινόμαστε αρεστοί τους ανθρώπους, ούτε να θέλουμε να αρέσουμε μόνο στους εαυτούς μας, αλλά και στους αλλόθρησκους ανθρώπους σύμφωνα με τον νόμο, για να μη βλασφημείται το όνομά μου βλασφημείται σ’ όλους τους εθνικούς»,1 και πάλι˙ «αλλοίμονο σ’ αυτόν εξαιτίας του οποίου βλασφημείται το όνομά μου».2 Με τί βλασφημείται; Με το να μη κάνουμε αυτά που λέμε. Διότι οι εθνικοί ακούοντας από το στόμα μας τα λόγια του Θεού τα θαυμάζουν ως καλά και σπουδαία˙ έπειτα βλέποντας ότι τα έργα μας δεν είναι αντάξια προς τα λόγια που λέμε, εξαιτίας αυτού στρέφονται στη βλασφημία, λέγοντας ότι πρόκειται για κάποιο μύθο και πλάνη. Διότι όταν ακούνε από μας ότι ο Θεός λέει, «δεν έχετε χάρη, εάν αγαπάτε τους εχθρούς και εκείνους που σας μισούν»3˙ όταν ακούνε αυτά, θαυμάζουν την υπερβολική καλωσύνη.

Όταν όμως δουν ότι όχι μόνο εκείνους που μας μισούν δεν αγαπάμε, αλλά ούτε και αυτούς που μας αγαπούν, μας χλευάζουν, και έτσι βλασφημείται το όνομα εκείνου.

14. Ώστε, αδελφοί, κάνοντας το θέλημα του Πατέρα μας Θεού, θα είμαστε από την εκκλησία την πρώτη, την πνευματική, που είναι ιδρυμένη πριν από τον ήλιο και τη σελήνη˙ εάν όμως δεν κάνουμε το θέλημα του Κυρίου, θα είμαστε από εκείνους που λέει η Γραφή˙ «στο σπίτι μου έγινε σπήλαιο ληστών».4 Ώστε λοιπόν ας προτιμήσουμε να ανήκουμε στην Εκκλησία της ζωής, για να σωθούμε. Και δεν νομίζω πως αγνοείτε, ότι Εκκλησία ζωντανή είναι το σώμα του Χριστού˙ Διότι η Γραφή λέει˙ «έκανε ο Θεός τον άνθρωπο άνδρα και γυναίκα»5˙ ο άνδρας είναι ο Χριστός, η γυναίκα η Εκκλησία, και ότι τα βιβλία και οι απόστολοι διδάσκουν πως η Εκκλησία δεν είναι τωρινή, αλλά από την αρχή της δημιουργίας. Διότι ήταν πνευματική, όπως και ο Ιησούς μας, αλλά φανερώθηκε κατά τις τελευταίες μέρες για να μας σώσει. Η Εκκλησία λοιπόν, όντας πνευματική, φανερώθηκε στο σώμα του Χριστού, δηλώνοντάς μας, ότι εάν κάποιος από μας την κρατήσει στο σώμα του και δεν την καταστρέψει, θα την απολαύσει με το άγιο Πνεύμα.

Διότι το σώμα αυτό είναι τύπος του Πνεύματος˙ επομένως όποιος κατέστρεψε το αντίγραφο, δεν θα απολαύσει το αυθεντικό. Άρα λοιπόν λέει το εξής, αδελφοί˙ διατηρήστε το σώμα, για να απολαύσετε το πνεύμα. Και εφόσον λέμε, ότι το σώμα είναι η Εκκλησία και το πνεύμα ο Χριστός, εκείνος που βρίζει το σώμα, βρίζει την Εκκλησία. Αυτός λοιπόν δεν θα συμμετάσχει στο Πνεύμα, που είναι ο Χριστός. Τόσο μεγάλη ζωή και αθανασία μπορεί να απολαύσει το σώμα, όταν προσκολληθεί στο άγιο Πνεύμα, ώστε ούτε να περιγράψει μπορεί κανείς, ούτε να μιλήσει γι’ αυτά που ο Κύριος ετοίμασε για τους εκλεκτούς του.

12. Εκδεχώμεθα ουν καθ’ ώραν την βασιλείαν του Θεού εν αγάπη και δικαιοσύνη, επειδή ουκ οίδαμεν την ημέραν της επιφανείας του Θεού. επερωτηθείς γαρ αυτός ο Κύριος υπό τινός, πότε ήξει αυτού η βασιλεία, είπεν˙ «όταν έσται τα δύο εν, και το έξω ως το έσω, και το άρσεν μετά της θηλείας, ούτε άρσεν ούτε θήλυ». «Τα δύο δε εν εστίν» όταν λαλώμεν εαυτοίς αλήθειαν και εν δυσί σώμασιν ανυποκρίτως είη μία ψυχή. Και «το έξω ως το έσω», τούτο λέγει˙ την ψυχήν λέγει το έσω, το δε έξω το σώμα λέγει. Ον τρόπον ουν σου το σώμα φαίνεται, ούτω και η ψυχή σου δήλος έστω εν τοις καλοίς έργοις. Και το «άρσεν μετά της θηλείας, ούτε άρσεν ούτε θήλυ», τούτο λέγει, ίνα αδελφός ιδούσα αδελφόν φρονή τι περί αυτού αρσενικόν. «Ταύτα υμών ποιούντων» φησίν, «ελεύσεται η βασιλεία του Πατρός μου».

13. Αδελφοί, ουν, ήδη ποτέ μετανοήσωμεν, νήψωμεν επί το αγαθόν˙ μεστοί γαρ εσμέν πολλής ανοίας και πονηρίας. Εξαλείψωμεν αφ’ ημών τα πρότερα αμαρτήματα και μετανοήσαντες εκ ψυχής σωθώμεν˙ και μη γινώμεθα ανθρωπάρεσκοι, μηδέ θέλωμεν μόνον εαυτοίς αρέσκειν, αλλά και τοις έξω ανθρώποις επί τη δικαιοσύνη, ίνα το όνομα δι’ ημάς μη βλασφημήται. Λέγει γαρ ο Κύριος˙ «δια παντός το όνομά μου βλασφημείται εν πάσι τοις έθνεσι», και πάλιν˙ «ουαί δι’ ον βλασφημείται το όνομά μου». Εν τίνι βλασφημείται; Εν τω μη ποιείν ημάς α λέγομεν. Τα έθη γαρ ακούοντα εκ του στόματος ημών τα λόγια του Θεού ως καλά και μεγάλα θαυμάζει˙ έπειτα καταμαθόντα τα έργα ημών, ότι ουκ έστιν άξια των ρημάτων ων λέγομεν, ένθεν εις βλασφημίαν τρέπονται, λέγοντες μύθόν τινά και πλάνην. Όταν γαρ ακούσωσι παρ’ ημών ότι λέγει ο Θεός, «ου χάρις υμίν ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, αλλά χάρις υμίν ει αγαπάτε τους εχθρούς και τους μισούντας υμάς», ταύτα όταν ακούσωσι, θαυμάζουσι την υπερβολήν της αγαθότητος.

Όταν δε ίδωσιν ότι ου μόνον τους μισούντας ουκ αγαπώμεν, άλλ’ ότι ουδέ τους αγαπώντας, καταγελώσιν ημών και βλασφημείται το όνομα.

14. Ώστε, αδελφοί, ποιούντες το θέλημα του Πατρός ημών Θεού εσόμεθα εκ της Εκκλησίας της πρώτης της πνευματικής, της προ ηλίου και σελήνης εκτισμένης˙ εάν δε μη ποιήσωμεν το θέλημα Κυρίου, εσόμεθα εκ της Γραφής της λεγούσης˙ «εγενήθη ο οίκός μου σπήλαιον ληστών». Ώστε ουν αιρετισώμεθα από της Εκκλησίας της ζωής είναι,ίνα σωθώμεν. Ουκ οίομαι δε υμάς αγνοείν ότι Εκκλησία ζώσα σώμά εστί Χριστού˙ λέγει γαρ η Γραφή˙ «εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον άρσεν και θήλυ»˙ το άρσεν εστίν ο Χριστός, το θήλυ η Εκκλησία, και ότι τα βιβλία και οι απόστολοι την Εκκλησίαν ου νυν είναι, αλλά άνωθεν. Ην γαρ πνευματική ως και ο Ιησούς ημών, εφανερώθη δε επ’ εσχάτων των ημερών, ίνα ημάς σώση. Η Εκκλησία δε πνευματική ούσα εφανερώθη εν τη σαρκί Χριστού, δηλούσα ημίν ότι, εάν τις ημών τηρήση αυτήν εν τη σαρκί και μη φθείρη, απολήψεται αυτήν εν τω Πνεύματι τω αγίω. Η γαρ σάρξ αύτη αντίτυπός εστί του Πνεύματος˙ ουδείς ουν το αντίτυπον φθείρας το αυθεντικόν μεταλήψεται.

Άρα ουν τούτο λέγει, αδελφοί˙ τηρήσατε την σάρκα, ίνα του Πνεύματος μεταάβητε. Ει δε λέγομεν είναι την σάρκα την Εκκλησίαν και το Πνεύμα Χριστόν, άρα ουν ο υβρίσας την σάρκα ύβρισε την Εκκλησίαν. Ο τοιούτος ουν ου μεταλήψεται του Πνεύματος ο εστίν ο Χριστός. Τοσαύτην δύναται η σαρξ αύτη μεταλαβείν ζωήν και αφθαρσίαν κολληθέντος αυτή του Πνεύματος του αγίου, ούτε εξειπείν τις δύναται ούτε λαλήσαι α ητοίμασεν ο Κύριος τοις εκλεκτοίς αυτού.

Υποσημειώσεις.

1. Ησ’. 52, 5 Ρωμ. 2, 24
2. Χωρίο που δεν ανιχνεύθηκε ίσως πρόκειται για ελεύθερη απόδοση του Ματθ. 18, 7˙ «ουαί δε τω ανθρώπω δι’ ου το σκάνδαλον έρχεται».
3. Λουκά 6, 32
4. Ιερ. 7, 11
5. Γέν. 1, 27

Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.

Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994

Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Εισαγωγή της δευτέρας προς Κορινθίους επιστολής:

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.