Εισαγωγικά
Στο όνομα του επισκόπου της Ρώμης Κλήμη αποδίδεται και δεύτερη Επιστολή, την οποία άλλοι μεν από τους ανατολικούς θεολόγους δέχονται ως γνήσια, και άλλοι την αποδοκιμάζουν ως ψευδεπίγραφη.14
Κατ’ αρχήν να σημειωθεί ότι δεν πρόκειται για Επιστολή, γιατί δεν υπάρχουν σ’ αυτήν οι συνήθεις επιστολικοί τύποι, που είναι˙ η μνεία του ονόματος του αποστολέα και των παραληπτών της, κάποια προσφώνηση (π.χ. «χάρις υμίν και ειρήνη από Θεού Πατρός») στον πρόλογο, και ανάλογοι χαιρετισμοί στον επίλογο.
Πρόκειται δηλαδή περί ομιλίας, την οποία μάλιστα χαρακτηρίζουν ως το αρχαιότερο κήρυγμα.15 Ότι πρόκειται περί ομιλίας φαίνεται, εκτός των άλλων, και από αυτό που λέει ο ίδιος ο συντάκτης της˙ «Μετά τον Θεόν της αληθείας, αναγινώσκων υμίν έντευξιν (ομιλίαν), εις το προσέχειν τοις γεγραμμένοις, ίνα και ευατούς σώσητε και τον αναγινώσκοντα εν υμίν».16
Ως προς τον τόπο και τον χρόνο συγγραφής της κοινή είναι η γνώμη των συγγραφέων, ότι τίποτε δεν μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα. Ωστόσο, ο μεν Δ. Μπαλάνος υποθέτει ως τόπο συγγραφής της την Ρώμη ή την Κόρινθο, και ως χρόνο τα μέσα του 2ου αιώνα, ο δε Π. Χρήστου, από καθαρώς εσωτερικά κριτήρια κρίνοντας, αναφέρει ότι το κείμενο αυτό μπορεί να γράφτηκε στην Αλεξάνδρεια, επειδή παρουσιάζει μερικές θεολογικές αντιλήψεις, που θυμίζουν αλεξανδρινή απόκληση, όχι όμως από τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα˙ μπορεί να γράφτηκε και στην Αντιόχεια, επειδή στον χώρο εκείνο διαδόθηκε ευρύτερα, ή στην Ρώμη, επειδή συνδέθηκε με την επιστολή του Κλήμη. Το πιθανότερο όμως είναι να γράφτηκε στην Κόρινθο, γιατί έτσι εξηγείται καλύτερα η σύνδεσή της με την επιστολή του Κλήμη προς τους Κορινθίους, αλλά και διότι σ’ αυτήν αναφέρεται, ότι εκεί καταπλέουν πολλοί για να πάρουν μέρος σε αθλητικούς αγώνες, που μπορεί να θεωρηθεί ως αναφορά στα Ίσθμια που τελούνταν εκεί.17
Ως χρόνο δε συγγραφής της και ο καθηγητής Π. Χρήστου δέχεται το πρώτο μισό του 2ου αιώνα.18
Η Επιστολή αυτή καταλαμβάνει 20 κεφάλαια, το δε περιεχόμενό της είναι απλό και στρέφεται γύρω από την απαρίθμηση των ευεργεσιών του Χριστού,19 αναλύει τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να ζήσουμε τη ζωή μας με εγκράτεια και μετάνοια,20 και τελειώνει με την κρίση και την αντιμισθία.21
Υποσημειώσεις.
14. Βλ. Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Β’ 373
15. Βλ. Δ. Μπαλάνου, Πατρολογία, Αθήναι 1930, σελ. 35. Και Κ. Φούσκα, Στόματα του Λόγου, Αθήναι 1975, σελ. 32
16. Κεφ. 19. Πρβλ. και Π. Χρήστου, ό. π. σελ. 374
17. Κεφ. 7˙ «Εις τους φθαρτούς αγώνας καταπλέουσι πολλοί.
18. Δ. Μπαλάνου, ό. π., και Π. Χρήστου ό. π.,
19. Κεφ. 1-4
20. Κεφ. 5-18
21. Κεφ. 11-20
Κλήμεντος
Προς Κορινθίους Β’
1.Αδελφοί, έτσι πρέπει να πιστεύουμε για τον Ιησού Χριστό, ότι είναι Θεός, ότι είναι κριτής ζωντανών και νεκρών, και δεν πρέπει να είναι μικρή η πίστη μας για τη σωτηρία μας. Διότι, εάν είναι μικρή η πίστη μας γι’ αυτό, θα ελπίζουμε μικρά και να λάβουμε. Και όσοι ακούνε ότι αμαρτάνουμε για μικροπράγματα, δεν γνωρίζουν από πού έχουμε κληθεί και από ποιόν και στη θέση τίνων, και πόσα πάθη υπέφερε ο Ιησούς Χριστός για μας. Ποιά λοιπόν ανταμοιβή θα του δώσουμε εμείς; Ή ποιό καρπό αντάξιο μ’ αυτό που έδωσε αυτός σε μας; Και πόσα αγαθά του οφείλουμε εμείς; Διότι μας χάρισε το φως, μας ονόμασε υιούς ως Πατέρας, μας έσωσε ενώ χανόμασταν. Ποιόν λοιπόν έπαινο θα του δώσουμε ή μισθό ως ανταμοιβή γι’ αυτά που λάβαμε; Διότι, ενώ ήμασταν τυφλοί στη διάνοια, προσκυνώντας πέτρες και ξύλα και χρυσό και άργυρο και χαλκό, έργα ανθρώπων,1 ενώ η ζωή μας όλη δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά θάνατος, και ενώ ήμασταν περιτριγυρισμένοι από σκοτάδι και τα μάτια μας ήταν γεμάτα από τόσο μεγάλη συσκότιση, ξαναβρήκαμε το φως μας,
αποβάλλοντας το σύννεφο εκείνο που μας περιτριγύριζε, με τη δική του θέληση. Διότι μας ελέησε και επειδή μας λυπήθηκε, μας έσωσε, βλέποντας σε μας μεγάλη πλάνη και αφανισμό, χωρίς να έχουμε καμμιά ελπίδα σωτηρίας, παρά μόνο τη δική του. Διότι μας κάλεσε χωρίς να υπάρχουμε και θέλησε να έρθουμε στην ύπαρξη από την ανυπαρξία.
2. «Δοκίμασε λοιπόν ευφροσύνη, γυναίκα στείρα που δεν γεννάς, ξέσπασε και φώναξε δυνατά, συ που δεν έχεις πόνους τοκετού˙ διότι τα παιδιά της έρημης είναι περισσότερα από εκείνης που έχει τον άνδρα».2 Με αυτό που είπε, «δοκίμασε ευφροσύνη, στείρα που δε γεννάς», εμάς εννοούσε˙ διότι η Εκκλησία μας ήταν στείρα προτού της δοθούν παιδιά. Και αυτό που είπε, «φώναξε δυνατά, συ που δεν έχεις πόνους τοκετού», σημαίνει το εξής˙ να απευθύνουμε δηλαδή τις προσευχές μας απλά στο Θεό, και να μη τις παραλείπουμε, όπως εκείνες που κοιλοπονούν, από κακία. Και αυτό που είπε, «διότι είναι περισσότερα τα παιδιά της έρημης, από εκείνης που έχει τον άνδρα», το είπε επειδή έδινε την εντύπωση ο λαός μας ότι έχει εγκαταλειφθεί από τον Θεό, ενώ τώρα που πιστέψατε γίναμε περισσότεροι από εκείνους που νόμιζαν ότι έχουν τον Θεό. Αλλά και άλλο λόγος λέει˙ «δεν ήρθα να καλέσω δίκαιους, αλλά αμαρτωλούς».3 Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σώζουμε αυτούς που χάνονται.
Διότι αυτό είναι μεγάλο και άξιο θαυμασμού, όχι να στηρίζεις αυτά που στέκονται, αλλά αυτά που πέφτουν. Έτσι και ο Χριστός θέλησε να σώσει αυτά που χάνονται, και έσωσε πολλούς με το να έρθει και να καλέσει εμάς που ήμασταν ήδη χαμένοι.
1.Αδελφοί, ούτω δει ημάς φρονείν περί Ιησού Χριστού, ως περί Θεού, ως περί κριτού ζώντων και νεκρών, και ου δει ημάς μικρά φρονείν περί της σωτηρίας ημών. Εν τω γαρ φρονείν ημάς μικρά περί αυτού, μικρά και ελπίζομεν λαβείν, και οι ακούοντες ως περί μικρών αμαρτάνομεν, ουκ ειδότες πόθεν εκλήθημεν και υπό τίνος και εις ον τόπον, και όσα υπέμεινεν Ιησούς Χριστός παθείν ένεκα ημών. Τίνα ουν ημείς αυτώ δώσωμεν αντιμισθίαν; Ή τίνα καρπόν άξιον ου ημίν αυτός έδωκεν; Πόσα δε αυτώ οφείλομεν όσια; Το φως γαρ ημίν εχαρίσατο, ως πατήρ υιούς ημάς προσηγόρευσεν, απολλυμένους ημάς έσωσεν. Ποίον ουν αίνον αυτώ δώσωμεν ή μισθόν αντιμισθίας ων ελάβομεν; Πηροί όντες τη διανοία, προσκυνούντες λίθους και ξύλα και χρυσόν και άργυρον και χαλκόν, έργα ανθρώπων, και ο βίος ημών όλος άλλο ουδέν ην, ει μη θάνατος. Αμαύρωσιν ουν περικείμενοι και τοιαύτης αχλύος γέμοντες εν τη οράσει, ανεβλέψαμεν, αποθέμενοι εκείνο ο περικείμεθα νέφος τη αυτού θελήσει. Ηλέησε γαρ ημάς και σπλαγχνισθείς έσωσεν,
θεασάμενος εν ημίν πολλήν πλάνην και απώλειαν και μηδεμίαν ελπίδα έχοντας σωτηρίας, ει μη την παρ’ αυτού. Εκάλεσε γαρ ημάς ουκ όντας και ηθέλησε εκ μη όντος είναι ημάς.
2. «Ευφράνθητι στείρα η ου τίκτουσα, ρήξον και βόησον η ουκ ωδίνουσα˙ ότι πολλά τα τέκνα της ερήμου μάλλον, ή της εχούσης τον άνδρα». Ο είπεν, «ευφράνθητι στείρα η ου τίκτουσα», ημάς είπεν˙ στείρα γαρ ην η Εκκλησία ημών προ του δοθήναι αυτή τέκνα. Ο δε είπεν, «βόησον η ουκ ωδίνουσα», τούτο λέγει˙ τας προσευχάς ημών απλώς αναφέρειν προς τον Θεόν, μη ως αι ωδίνουσαι εγκακώμεν. Ο δε είπεν, «ότι πολλά τα τέκνα της ερήμου μάλλον, ή της εχούσης των άνδρα»˙ επεί έρημος εδόκει είναι από του Θεού ο λαός ημών, νυνί δε πιστεύσαντες πλείονες εγενόμεθα των δοκούντων έχειν Θεόν. Και ετέρα δε Γραφή, λέγει ότι «ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς». Τούτο λέγει, ότι δει τους απολλυμένους σώζειν. Εκείνο γαρ εστί μέγα και θαυμαστόν, ου τα εστώτα στηρίζειν, αλλά τα πίπτοντα. Ούτω και ο Χριστός ηθέλησε σώσαι τα απολύμενα, και έσωσε πολλούς, ελθών και καλέσας ημάς ήδη απολλυμένους.
Υποσημειώσεις.
1. Αναφορά σε Πράξ. 17, 29
2. Ησαΐα 54, 1
3. Ματθ. 9, 13
***
3. Είναι λοιπόν πολύ μεγάλη η ελεημοσύνη που έκανε σε μας˙ πρώτα πρώτα ότι εμείς που είμαστε ζωντανοί δεν θυσιάζουμε σε νεκρούς θεούς και ούτε τους προσκυνούμε, αλλά γνωρίσαμε μέσω αυτού τον Πατέρα της αληθείας και ποιά είναι η γνώση που έχουμε γι’ αυτόν, παρά το ότι δεν αρνιόμαστε αυτόν μέσω του οποίου γνωρίσαμε εκείνον; Επίσης και αυτός λέει˙ «αυτός που θα με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω κι εγώ μπροστά στον Πατέρα μου»1. Αυτός λοιπόν είναι ο μισθός μας, εάν ομολογήσουμε εκείνον δια του οποίου σωθήκαμε. Και με τι τον ομολογούμε; Με το να κάνουμε αυτά που λέει, με το να μη παραβαίνουμε τις εντολές του και να μη τον τιμάμε μόνο με τα χείλη, αλλά με όλη την καρδιά και όλη τη διάνοιά μας. Γιατί λέγει στον Ησαΐα˙ «Αυτός ο λαός με τιμά με τα χείλη του, ενώ η καρδιά τους βρίσκεται μακριά από μένα».2
4. Να μη τον αποκαλούμε λοιπόν μόνο Κύριο˙ διότι αυτό δεν θα μας σώσει˙ καθόσον λέει˙ «δεν θα σωθεί καθένας που με αποκαλεί, Κύριε, Κύριε, αλλά εκείνος που κάνει έργα δίκαια».3 Ώστε λοιπόν, αδελφοί, να τον ομολογούμε με τα έργα, με το να αγαπάμε τους εαυτούς μας, με το να μη διαπράττουμε μοιχεία, ούτε να συκοφαντούμε ο ένας τον άλλον, ούτε να ζηλεύουμε, αλλά να είμαστε εγκρατείς, ελεήμονες, αγαθοί˙ αλλά οφείλουμε και να πάσχουμε μαζί με τους άλλους, και να μη είμαστε φιλάργυροι˙ με αυτά τα έργα να τον ομολογούμε και όχι με τα αντίθετα. Και δεν πρέπει να φοβόμαστε τους ανθρώπους, αλλά τον Θεό. Γι’ αυτό, επειδή κάνετε αυτά, ο Κύριος είπε˙ «εάν είστε συγκεντρωμένοι μαζί μου στην αγκαλιά μου, και δεν εκτελείτε τις εντολές μου, θα σας διώξω και θα σας πω˙ φύγετε από μένα˙ δεν γνωρίζω από πού είστε, εργάτες της παρανομίας».4
5. Γι’ αυτό, αδελφοί, εγκαταλείποντας την κατοικία μας στον κόσμο αυτόν, ας κάνουμε το θέλημα αυτού που μας κάλεσε, και ας μη φοβηθούμε να φύγουμε από τον κόσμο αυτόν. Διότι ο Κύριος λέει˙ «θα είσαστε σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους».5 Απαντώντας ο Πέτρος του λέει˙ «εάν λοιπόν οι λύκοι κατασπαράξουν τα αρνιά;». Και ο Ιησούς είπε στον Πέτρο˙ «Μήπως φοβούνται τα αρνιά τους λύκους μετά το θάνατός τους, και σεις μη φοβάστε αυτούς που σας σκοτώνουν και δεν μπορούν να σας κάνουν τίποτε, αλλά να φοβάστε εκείνον που μετά τον θάνατό σας έχει εξουσία να βάλει στη γέεννα του πυρός και την ψυχή και το σώμα σας».6 Και να γνωρίζετε, αδελφοί, ότι η παραμονή μας στον κόσμο αυτό του σώματος αυτού, είναι μικρή και ολιγοχρόνια, ενώ η υπόσχεση του Χριστού είναι μεγάλη και θαυμαστή, και ανάπαυση της μέλλουσας βασιλείας και αιώνιας ζωής. Τί πρέπει λοιπόν να κάνουμε για να τα επιτύχουμε αυτά, παρά να συμπεριφερόμαστε σωστά και δίκαια και να θεωρούμε αυτά τα κοσμικά ως ξένα και να μη τα επιθυμούμε;
Διότι με το να επιθυμούμε να τα αποκτήσουμε, ξεφεύγουμε από τον δρόμο της δικαιοσύνης.
3. Τοσούτον ουν έλεος ποιήσαντος αυτού εις ημάς˙ πρώτον μεν ότι ημείς οι ζώντες τοις νεκροίς θεοίς ου θύομεν και ου προσκυνούμεν αυτοίς, αλλά έγνωμεν δι’ αυτού τον Πατέρα της αληθείας˙ τις η γνώσις η προς αυτόν, ή το μη αρνείσθαι δι’ ου έγνωμεν αυτόν; Λέγει δε και αυτός˙ «τον ομολογήσαντά με ενώπιον των ανθρώπων, ομολογήσω αυτόν ενώπιον του Πατρός μου. Ούτος ουν εστίν ο μισθός ημών, εάν ομολογήσωμεν δι’ ου εσώθημεν. Εν τίνι δε αυτόν ομολογούμεν; Εν τω ποιείν α λέγει και μη παρακούειν αυτού των εντολών, και μη μόνον χείλεσιν αυτόν τιμάν, αλλά εξ όλης καρδίας και εξ όλης της διανοίας. Λέγει δε και εν τω Ησαΐα˙ «ο λαός ούτος τοις χείλεσί με τιμά, η δε καρδία αυτών πόρρω άπεστιν απ’ εμού».
4. Μη μόνον ουν αυτόν καλώμεν Κύριον˙ ου γαρ τούτο σώσει ημάς. Λέγει γαρ˙ «ου πως ο λέγων μοι. Κύριε Κύριε, σωθήσεται, άλλ’ ο ποιών την δικαιοσύνην». Ώστε ουν, αδελφοί, εν τοις έργοις αυτόν ομολογώμεν, εν τω αγαπάν εαυτούς, εν τω μη μοιχάσθαι μηδέ καταλαλείν αλλήλων μηδέ ζηλούν, άλλ’ εγκρατείς είναι ελεήμονας, αγαθούς˙ και συμπάσχειν αλλήλοις οφείλομεν και μη φιλαργυρείν. Εν τούτοις τοις έργοις ομολογώμεν αυτόν, και μη εν τοις εναντίοις. Και ου δει ημάς φοβείσθαι τους ανθρώπους μάλλον, αλλά τον Θεόν. Δια τούτο, ταύτα υμών πρασσόντων, είπεν ο Κύριος˙ «εάν ήτε μετ’ εμού συνηγμένοι εν τω κόλπω μου και μη ποιήτε τας εντολάς μου, αποβαλώ υμάς και ερώ υμίν˙ Υπάγετε απ’ εμού, ουκ οίδα υμάς πόθεν εστέ, εργάται ανομίας».
5. Όθεν, αδελφοί, καταλείψαντες την παροικίαν του κόσμου τούτου, ποιήσωμεν το θέλημα του καλέσαντος ημάς, και μη φοβηθώμεν εξελθείν εκ του κόσμου τούτου. Λέγει γαρ ο Κύριος˙ «έσεσθε ως αρνία εν μέσω λύκων». Αποκριθείς δε ο Πέτρος αυτώ λέγει˙ «εάν ουν διασπαράξωσιν οι λύκοι τα αρνία;» Είπεν ο Ιησούς τω Πέτρω˙ «μη φοβείσθωσαν τα αρνία τους λύκους μετά το αποθανείν αυτά˙ και υμείς μη φοβείσθε τους αποκτένοντας υμάς και μηδέν υμίν δυναμένους ποιείν, αλλά φοβείσθε τον μετά το αποθανείν υμάς έχοντα εξουσίαν ψυχής και σώματος του βαλείν εις γέενναν πυρός». Και γινώσκετε, αδελφοί, ότι η επιδημία η εν τω κόσμω τούτω της σαρκός ταύτης μικρά εστί και ολιγοχρόνιος, η δε επαγγελία του Χριστού μεγάλη και θαυμαστή εστί και ανάπαυσις της μελλούσης βασιλείας και ζωής αιωνίου. Τί ουν εστί ποιήσαντας επιτυχείν αυτών, ει μη το οσίως και δικαίως αναστρέφεσθαι και τα κοσμικά ταύτα ως αλλότρια ηγείσθαι και μη επιθυμείν αυτών; Εν τω γαρ επιθυμείν ημάς κτήσασθαι ταύτα αποπίπτομεν της οδού της δικαίας.
Υποσημειώσεις.
1. Ματθ. 10, 32
2. Ησ’. 29, 13
3. Ματθ. 7, 21
4. Ελεύθερη απόδοση του χωρίου Ματθ. 7, 23
5. Ματθ. 10, 16
6. Ματθ. 10, 28
***
6. Αλλά και ο Κύριος λέει˙ «κανένας υπηρέτης δεν μπορεί να δουλεύει σε δύο κυρίους».1 Εάν εμείς θέλουμε να δουλεύουμε και στον Θεό και στον μαμωνά, μας είναι ασύμφορο. «Διότι ποιό το όφελος, εάν κάποιος κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο και χάσει την ψυχή του;».2 Ο κόσμος δε αυτός και ο μελλοντικός είναι δύο εχθροί. Αυτός λέει μοιχεία, διαφθορά, φιλαργυρία και απάτη, ενώ εκείνος τα απαρνείται αυτά. Δεν μπορούμε επομένως να είμαστε φίλοι και των δύο, και πρέπει, απαρνούμενοι αυτόν, να χρησιμοποιήσουμε εκείνον. Νομίζουμε ότι είναι καλύτερο να μισήσουμε τα εδώ, επειδή είναι ασήμαντα και ολιγοχρόνια και φθαρτά, και να αγαπήσουμε εκείνα, τα αγαθά που είναι άφθαρτα. Διότι κάνοντας το θέλημα του Χριστού θα βρούμε ανάπαυση˙ αλλιώς τίποτε δεν θα μας γλυτώσει από την αιώνια κόλαση, εάν παραβούμε τις εντολές του. Επίσης και η Γραφή στον Ιεζεκιήλ λέει˙ «εάν αναστηθεί ο Νώε και ο Ιώβ και ο Δανιήλ, δεν θα γλυτώσουν τα παιδιά τους στην αιχμαλωσία».3
Εάν λοιπόν ούτε και αυτοί οι τέτοιοι δίκαιοι δεν μπορούν με τις δικές τους αγαθοεργίες να γλυτώσουν τα παιδιά τους, εμείς εάν δεν διατηρήσουμε το βάπτισμά μας αγνό και αμόλυντο με ποιά πεποίθηση θα μπούμε στο βασίλειο του Θεού; Ή ποιά παρηγοριά θα έχουμε, αν δεν βρεθούμε να έχουμε καλά και δίκαια έργα;
7. Ώστε λοιπόν, αδελφοί μου, ας αγωνιστούμε, γνωρίζοντας ότι ο αγώνας είναι στα χέρια μας, και ότι στους φθαρτούς αγώνες αγωνίζονται πολλοί, αλλά δεν στεφανώνονται όλοι, παρά μόνο εκείνοι που κοπίασαν πολύ και αγωνίστηκαν καλώς. Εμείς λοιπόν ας αγωνιστούμε, για να στεφανωθούμε όλοι. Ώστε ας τρέχουμε όλοι τον ίσιο δρόμο, τον αγώνα τον άφθαρτο, και ας παλέψουμε και ας αγωνιστούμε, για να στεφανωθούμε. Και αν δεν μπορούμε όλοι να στεφανωθούμε, ας φτάσουμε έστω και κοντά στο να στεφανωθούμε. Και πρέπει να γνωρίζουμε, ότι αυτός που αγωνίζεται τον αγώνα τον φθαρτό, εάν βρεθεί να διαφθείρει, αφού μαστιγωθεί αρπάζεται και πετάγεται έξω από το στάδιο. Ποιά είναι η γνώμη σας; Εκείνος που καταστρέφει τον αγώνα της αφθαρσίας τί θα πάθει; Διότι εκείνων που δεν τήρησαν, λέει, το βάπτισμα, «το σκουλήκι δεν θα πεθάνει ποτέ και η φωτιά τους δεν θα σβήσει, και θα είναι ορατοί σε κάθε άνθρωπο».4
8. Όσο λοιπόν βρισκόμαστε στη γη ας μετανοήσουμε. Διότι είμαστε πηλός στα χέρια του τεχνίτη. Διότι, όπως ο κεραμοποιός, όταν κάνοντας ένα σκεύος, στραβώσει ή σπάσει στα χέρια του, πάλι το ξαναπλάθει, αν όμως προλάβει και το βάλει στο καμίνι της φωτιάς, δεν μπορεί πια να το διορθώσει, έτσι και εμείς, όσο καιρό είμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο, στο σώμα, ας μετανοήσουμε με όλη την καρδιά μας για τα κακά που κάναμε, για να σωθούμε από τον Κύριο όσο έχουμε ευκαιρία μετάνοιας. Διότι μετά την έξοδό μας από τον κόσμο δεν μπορούμε πια εκεί να εξομολογηθούμε ή να μετανοήσουμε. Ώστε, αδελφοί, αφού κάνουμε το θέλημα του Πατέρα και τηρήσουμε το σώμα μας αγνό και φυλάξουμε τις εντολές του Κυρίου, θα έχουμε αιώνια ζωή. Διότι ο Κύριος λέει στο Ευαγγέλιο˙ «εάν δεν τηρήσουμε αυτό το μικρό, ποιός θα σας δώσει το μεγάλο; Διότι σας λέω, ότι εκείνος που θα είναι αξιόπιστος στο ελάχιστο, θα είναι αξιόπιστος και στα πολλά».5 Λέει δηλαδή το εξής˙ κρατείστε το σώμα σας αγνό και το βάπτισμα αμόλυντο, για να απολαύσουμε την αιώνια ζωή.
6. Λέγει δε ο Κύριος˙ «ουδείς οικέτης δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν». Εάν ημείς θέλωμεν και Θεώ δουλεύειν και μαμωνά, ασύμφορον ημίν εστίν. «Τί γαρ το όφελος, εάν τις τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν ζημιωθή». Έστι δε ούτος ο αιών και ο μέλλων δύο εχθροί. Ούτος λέγει μοιχείαν και φθοράν και φιλαργυρίαν και απάτην, εκείνος δε τούτοις αποτάσσεται. Ου δυνάμεθα ουν των δύο φίλοι είναι˙ δει δε ημάς τούτω αποταξαμένους, εκείνω χράσθαι. Οιόμεθα ότι βέλτιόν εστί τα ενθάδε μισήσαι, ότι μικρά και ολιγοχρόνια και φθαρτά, εκείνα δε αγαπήσαι, τα αγαθά τα άφθαρτα. Ποιούντες γαρ το θέλημα του Χριστού ευρήσομεν κολάσεως, εάν παρακούσωμεν των εντολών αυτού. Λέγει δε και η Γραφή εν τω Ιεζεκιήλ ότι «εάν αναστή Νώε και Ιώβ και Δανιήλ, ου ρύσονται τα τέκνα αυτών εν τη αιχμαλωσία». Ει δε και τοιούτοι δίκαιοι ου δύνανται ταις εαυτών δικαιοσύναις ρύσασθαι τα τέκνα αυτών, ημείς εάν μη τηρήσωμεν το βάπτισμα αγνόν και αμίαντον, ποία πεποιθήσει εισελευσόμεθα εις το βασίλειον του Θεού;
Ή τίς ημών παράκλησις έσται, εάν μη ευρεθώμεν έργα έχοντες όσιακαι δίκαια;
7. Ώστε ουν, αδελφοί μου, αγωνισώμεθα ειδότες ότι εν χερσίν ο αγών, και ότι εις τους φθαρτούς αγώνας καταπαλέουσι πολλοί, άλλ’ ου πάντες στεφανούνται, ει μη οι πολλά κοπιάσαντες και καλώς αγωνισάμενοι. Ημείς ουν αγωνισώμεθα, ίνα πάντες στεφανωθώμεν. Ώστε θέωμεν την οδόν την ευθείαν, αγώνα τον άφθαρτον, και πολλοί εις αυ΄τον καταπλεύσωμεν και αγωνισώμεθα, ίνα και στεφανωθώμεν˙ και ει μη δυνάμεθα πάντες στεφανωθήναι, καν εγγύς του στεφάνου γενώμεθα. Ειδέναι δε ημάς δει ότι ο τον φθαρτόν αγώνα αγωνιζόμενος, εάν ευρεθή φθείρων, μαστιγωθείς αίρεται και έξω βάλλεται του σταδίου. Τί δοκείτε; Ο τον της αφθαρσίας αγώνα φθείρας τί παθείται; Των γαρ μη τηρησάντων, φησίν, την σφραγίδα «ο σκώληξ αυτών ου τελευτήσει και το πυρ αυτών ου σβεσθήσεται, και έσονται εις όρασιν πάση σαρκί».
8. Ως ουν έσμεν επί γης, μετανοήσωμεν. Πηλός γαρ εσμέν εις την χείρα του τεχνίτου. Ον τρόπον γαρ ο κεραμεύς εάν ποιή σκεύος και εν ταις χερσίν αυτού διαστραφή ή συντριβή, πάλιν αυτό αναπλάσσει, εάν δε προφθάση εις την κάμινον του πυρός αυτό βαλείν, ουκέτι βοηθήσει αυτώ, ούτω και ημείς, έως εσμέν εν τούτω τω κόσμω, εν τη σαρκί, α επράξαμεν πονηρά μετανοήσωμεν εξ όλης της καρδίας, ίνα σωθώμεν υπό του Κυρίου έως έχομεν καιρόν μετανοίας. Μετά γαρ το εξελθείν ημάς εκ του κόσμου ουκέτι δυνάμεθα εκεί εξομολογήσασθαι ή μετανοείν έτι. Ώστε, αδελφοί, ποιήσαντες το θέλημα του Πατρός και την σάρκα αγνήν τηρήσαντες και τας εντολάς του Κυρίου φυλάξαντες ληψόμεθα ζωήν αιώνιον. Λέγει γαρ ο Κύριος εν τω Ευαγγελίω˙ «ει το μικρόν ουκ ετηρήσατε, το μέγα τίς υμών δώσει; Λέγω γαρ υμίν, ότι ο πιστός εν ελαχίστω, και εν πολλώ πιστός εστίν». Άρα ουν τούτο λέγει˙ τηρήσατε την σάρκα αγνήν και την σφραγίδα άσπιλον, ίνα την αιώνιον ζωήν απολάβωμεν.
Υποσημειώσεις.
1. Λουκ. 16, 13
2. Ματθ. 16, 26
3. Ιεζ. 14, 14. 18,20
4. Ησ’. 66, 24
5. Λουκά 16, 10
Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.
Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994
Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.