Στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μικρού, ζούσε στην Πόλη ένας καλός και ευσεβής άνθρωπος. Δούλευε στο Παλάτι σάν βασιλικός γραμματικός. Ειχε ένα όμορφο σπίτι, πολλούς υπηρέτες και μεγάλα κτήματα έξω από τη βασιλεύουσα. ο αυτοκράτορας τον εκτιμούσε πολύ και τον καλούσε συχνά στα συμπόσια και στις διασκεδάσεις του. Εκείνος πήγαινε για να μή προσβάλει το βασιλιά, όμως ήξερε καλά πως τα μεγαλεία του κόσμου είναι προσωρινά. Ηθελε να μάθει πώς θα μπορούσε να κερδήσει τα αιώνια.
Ενα δειλινό λοιπόν, μέρα Παρασκευή, καθώς περνούσε πεζός εξω από την Παναγία των Χαλκοπρατείων, πρόσεξε πως η εκκλησία ήταν ανοιχτή. Γυναίκες και άντρες, σεμνά ντυμένοι, μπαίνανε κάνοντας το σταυρό τους, ενώ η γλυκειά ψαλμωδία ακουγόταν ίσαμε εξω. Έστειλε στο σπίτι τον υπηρέτη που τον συνόδευε και μπήκε στην εκκλησία. Δέν ήταν πολύ μεγάλη, αλλά ήταν ολοκαίνουργια. Η Αυγούστα Πουλχερία είχε φανεί πολύ γενναιόδωρη κι ετσι δεν ελειπε τίποτα από το ναό. Εκείνη την ώρα λιγοστές λαμπάδες και ταπεινά κεράκια φώτιζαν απαλά τον ιερό χώρο και τις μορφές, που, όρθιες ή γονατισμένες προσεύχονταν.. Βρήκε ένα άδειο στασίδι κι ακούμπησε. Κατάλαβε πως τελούσαν αγρυπνία. Γνωστές προσευχές ανέβηκαν αυθόρμητα στα χείλη του, η ψυχή του άρχισε να γαληνεύει, διώχνοντας μακριά τις κοσμικές έγνοιες. Συνεπαρμένος από την κατάνυξη, που βασίλευε ολόγυρα του, σιγόψελνε τα τροπάρια και σιγομουρμούριζε τις ευχές. και κάποια στιγμή, το βλέμμα του, σάν μαγνητισμένο, έπεσε σέ μιά προσευχόμενη μορφή: ήταν ένας άντρας μεσόκοπος, φτωχοντυμένος, που δεότανε με ιδιαίτερη θέρμη. Πεσμένος στα γόνατα, με τα μάτια στραμμένα ψηλά, έστελνε στον Παντοδύναμο τις ικεσίες του. Δάκρυα αυλάκωναν τα σκαμμένα του μάγουλα. η στάση του μαρτυρουσε πολλή ευλάβεια και ταπείνωση.
με το πρώτο φώς της αυγής, τέλειωσε η αγρυπνία. ο βασιλικός γραμματικός δέ βιάστηκε να βγει. Περίμενε να δει τί θα κάμει ο άγνωστος εκείνος άνθρωπος. Κάποια στιγμή τον είδε να συνέρχεται από τη βαθειά κατάνυξη και να κατευθύνεται στην έξοδο. Σπρωγμένος από ανεξήγητη περιέργεια, τον ακολούθησε. Βγήκαν από την εκκλησία και τους τύλιξε η πρωινή δροσιά. ο άνθρωπος τράβηξε κατά το Δίππιο, οπου ήταν ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Εκείνη την ώρα ήταν κλειστός. Όμως ο άνθρωπος στάθηκε μπροστά στην κεντρική θύρα, έκαμε τρεις μετάνοιες, αυτοσυγκεντρώθηκε για λίγα λεπτά —σίγουρα προσεύχεται, σκέφτηκε ο γραμματικός που τον ακολουθούσε – και οι πύλες του ναού άνοιξαν διάπλατα, σά να τις κινούσε αόρατο χέρι! ο άγνωστος μπήκε στο ναό.
Τί εϊναι τούτο! σάστισε ο γραμματικός, μή πιστεύοντας τα μάτια του. η περιέργειά του είχε κορυφωθεί.
Περίμενε υπομονετικά. Λιγοστοί διαβάτες τον κοίταζαν, εντυπωσιασμένοι από το άρχοντικό του ντύσιμο, τον προσπερνούσαν, σίγουρα απορώντας πώς ένας άνθρωπος της τάξης του, βρισκόταν τέτοια ώρα εξω ολομόναχος. Μόνο το χρυσό του δαχτυλίδι άξιζε μιά μικρή περιουσία. Ωστόσο, εκείνος αδιαφορούσε. Όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη στις θύρες της εκκλησίας, που άνοιξαν πάλι με τρόπο θαυματουργικό, για να βγει ο άγνωστος. Κι έκλεισαν πίσω του μ’ ένα ελαφρό τρίξιμο. Σάν να μή συνέβαινε τίποτα, ο άνθροπος βάδισε προς το σταυροδρόμι, χορίς να υποψιάζεται πως τον ακολουθούν, Έστριψε σ’ ένα στενό σοκκάκι, στάθηκε μπροστά σ’ ένα χαμόσπιτο, έσπρωξε την παμπάλαιη πόρτα και μπήκε.
«Ωστε εδώ κάθεται», συμπέρανε ο βασιλικός γραμματικός και γύρισε στο αρχοντικό του προβληματισμένος.
Πέρασε το Σαββατοκύριακο με πολλή δουλειά στο Παλάτι. Όμως την αυγή της Δευτέρας, ο αυτοκράτορας και οι αυλικοί βγήκαν να κυνηγήσουν. Βρήκε λοιπόν τον καιρό, να περάσει μονάχος από το σπίτι του ανθρώπου εκείνου. Στο κατώφλι στεκόταν μιά νοικοκυρεμένη γυναίκα κι έστριφτε το αδράχτι της.
Πού είναι ο άνθρωπος που μένει εδώ; τη ρώτησε.
Λιγάκι σαστισμένη από την εμφάνιση κι από τόν τόνο της φωνής του, τον κοίταζε, σάν να μή καταλάβαινε πώς μιλούσε σ’ εκείνη.
Τον άντρα μου εννοείς, κύριέ μου; κατάφερε να ψελλίσει.
Δέν ξέρω άν είναι άντρας σου, εγώ γυρεύω τον άνθρωπο που μένει εδώ.
Μόνο ο άντρας μου κι εγώ μένουμε εδώ, κύριέ μου. Είναι τσαγκάρης κι έχει πάει στην αγορά να πουλήσει τα παπούτσια που έφτιαξε την περασμένη βδομάδα. Μπορείς να μου πεις τί τον θέλεις;
Θέλω να του παραγγείλω παπούτσια.
Τότε μπορείς να τον περιμένεις ή να αφήσεις παραγγελία.
Ο γραμματικός σκέφτηκε λιγάκι. Τελικά έβγαλε από το πουγγί του ένα νόμισμα και το έδωσε στη γυναίκα.
Θα τον περιμένω, εξήγησε. Εσύ ωστόσο πήγαινε να ψωνίσεις κάτι να φάμε.
Εκείνη τον κοίταξε απορημένη.
Το χαμόσπιτό μας, κύριέ μου, δέν είναι για σένα, είπε. Φαίνεσαι αρχοντομαθημένος. Εδώ μέσα θέλεις να φας;
Γιατί όχι; της αντιγύρισε. το σπίτι μου είναι πολύ μακριά, δέν μπορώ να πάω και να ξαναγυρίσω.
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι υποταγμένη. Πήγε στην κοντινή αγορά και γύρισε φορτωμένη ψωμί, τυρί, ψάρια και φρούτα. Ωσπου να ετοιμαστεί το φαί, γύρισε κι ο τσαγκάρης. Σάστισε μόλις είδε τον ξένο να περιμένει υπομονετικά, καθισμένος στο μοναδικό σκαμνί. Χαιρέτισε ταπεινά.
Στή διάθεσή σου, άρχοντά μου. Τί προστάζεις;
Θέλω να μου φτιάξεις μερικά ζευγάρια παπούτσια για τους ανθρώπους μου.
Ο τσαγκάρης δέν αποκρίθηκε αμέσως. Μιά τέτοια παραγγελία ήταν ανέλπιστη, θα κέρδιζε τόσα, όσα δέν κέρδιζε ολόκληρο το χρόνο. Κι όμως αντί να χαίρεται, ένιωθε άμήχανα.
Κύριέ μου, εγώ φτιάχνω χοντροπάπουτσα για χωριάτες, είπε. Δέν είμαι κανένας σπουδαίος τεχνίτης, σάν αυτούς που είναι στο μεγάλο δρόμο. Σίγουρα δέν θα μπορέσω να σέ ευχαριστήσω.
Καλά, καλά, τον έκοψε ο γραμματικός, ας φάμε πρώτα και μετά μιλάμε για τη δουλειά. τα ψάρια μοσχομυρίζουν.
Θα φας μαζί μας; απόρησε ο τσαγκάρης. το φτωχικό μας…
Τα ϊδια μου ειπε κι η γυναίκα σου και της εξήγησα πως το σπίτι μου είναι πολύ μακριά. που να πηγαίνω και να ξανάρχομαι!
Ο,τι πεις, κύριέ μου.
Η γυναίκα σερβίρισε ψάρια και ψωμοτύρι για τον ξένο, στην καλύτερη πήλινη γαβάθα της, ύστερα αυτή κι ο άντρας της στρώθηκαν κατάχαμα σταυροπόδι κι άρχισαν να τρώνε με όρεξη από την ίδια γαβάθα. Σάν ήρθε η ώρα του φρούτου, λέει ο γραμματικός του τσαγκάρη, «θέλω να σου μιλήσω ιδιαιτέρως».
Δέν έχω μυστικά από τη γυναίκα μου, κύριέ μου, αποκρίνεται εκείνος. Τόσα χρόνια που είμαστε παντρεμένοι, δέν της έκρυψα ποτέ τίποτα. Ό,τι έχεις να πεις, πές το μπροστά της.
«Ας είναι. Λοιπόν, την περασμένη Παρασκευή, σέ είδα στην αγρυπνία, στην Παναγία των Χαλκοπρατείων. Ύστερα σέ ακολούθησα μέχρι τον άγιο Ιωάννη. Είδα τί έγινε εκεί. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως είσαι άνθρωπος του Θεού. το διαπίστωσα και πριν από λίγο, σάν μου μίλησες τόσο τίμια για τη δουλειά σου. Φτιάξε μου παπούτσια για τους ανθρώπους μου. Αλλά, σέ παρακαλώ, μή μου κρύψεις τις αρετές σου, ώστε να σέ μιμηθώ κι εγώ».
«Αρχοντά μου, έσύ θέλεις να μιμηθείς εμένα, ένα φουκαρά τσαγκάρη;»
Πιστεύω πως είσαι άνθρωπος του Θεού, επέμεινε ο γραμματικός, και σ’ έχει προικίσει με ξεχωριστά χαρίσματα.
Κύριέ μου, αυτό που είδες, δέν το κατάφερα εγώ, αλλά ο Θεός. Ούτε είμαι κανένας άγιος, κάθε άλλο…
Ωστόσο είμαι σίγουρος πως κάτι κάνεις, που ευχαριστεί ιδιαίτερα το Θεό, αλλιώς δέ θα είχες τέτοια ευλογία.
Τί να σου πώ! Όπως βλέπεις, είμαι τσαγκάρης. Όσα κερδίζω, τα χωρίζω σέ τρεις μερίδες: κρατώ τη μιά για να ζούμε, με τη δεύτερη αγοράζω υλικά για τη δουλειά μου και την τρίτη τη δίνω στούς φτωχούς, γιατί υπάρχει πάντα ο φτωχότερος από το φτωχό. Κι η γυναίκα μου κι εγώ τηρούμε τις νηστείες, πάμε τακτικά στην εκκλησία. Τίποτα το ξεχωριστό δηλαδή.
Σταμάτησε να μιλά, κοίταξε ικετευτικά το γραμματικό.
Κι όσο για κείνο που είδες στον άγιο Γιάννη, μή πεις σε κανένα τίποτα, ώσπου να με πάρει ο Θεός, πρόστεσε.
Ο γραμματικός κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Ανθρωπέ μου, είναι τιμή μου που σε γνώρισα, ειπε.
Έσκυψε, τον ασπάστηκε και βγήκε από το χαμόσπιτο. Ένιωθε ανάλαφρος και πιο γνωστικός.
Από το βιβλίο της Αγγελικής Π. Νικολοπούλου: «Τα μυστικά της ερύμου».
Εκδόσεις «Τήνος». Αθήνα 1995. Σελ. 59 – 68.