Γι’ αυτούς που νομίζουν ότι έχουν συναίσθημα μέσα τους το Άγιο Πνεύμα, χωρίς μάλιστα να αντιλαμβάνονται διόλου τις ενέργειές του˙ και γι’ αυτούς που λένε ότι δεν μπορεί κάποιος από τους ανθρώπους να βλέπει στην παρούσα ζωή τη δόξα του Αγίου Πνεύματος, και απόδειξη γι’ αυτό δια μέσου παραθεμάτων. Και ότι δεν υπάρχει κανένας φθόνος μέσα στους αγίους, όταν με κάθε ενάρετη προθυμία εξισωθούμε μ’ αυτούς. Και με ποιο τρόπο βλέπει κάποιος τον Θεό, και ότι εκείνος που έφθασε σε τέτοια πνευματική κατάσταση, ώστε να βλέπει, όσο είναι δυνατόν, τον Θεό, μυείται από εδώ πια και για την απόλαυση που πρόκειται να δοθεί μελλοντικά στους αγίους. Και ότι, όσα τυχόν λέει ή κάνει ή γράφει αυτός, δεν τα λέει και δεν τα γράφει ο ίδιος, αλλά το Άγιο Πνεύμα, που μιλά μέσα του˙ και ότι εκείνος που απορρίπτει ή παρανοεί τους λόγους του αμαρτάνει και βλασφημεί στο Πνεύμα του Θεού, που ενεργεί και μιλά μέσα του.
Να, και πάλι εγώ απευθύνομαι σ’ εκείνους που λένε ότι έχουν ασυναίσθητα Πνεύμα Θεού, και που έχουν τη γνώμη ότι απέκτησαν αυτό μέσα τους από το θείο βάπτισμα, και νομίζουν βέβαια ότι έχουν το θησαυρό, αντιλαμβάνονται ωστόσο τους εαυτούς τους ότι είναι εντελώς άδειοι απ’ αυτόν, σ’ εκείνους δηλαδή που ομολογούν ότι δεν αισθάνθηκαν τίποτε εντελώς στο βάπτισμα, θεωρούν όμως ότι η δωρεά του Θεού κατοίκησε ασυνείδητα και ανεπαίσθητα από τότε μέσα τους και υπάρχει ως τώρα μέσα στην ψυχή τους˙ και δεν απευθύνομαι μόνο σ’ εκείνους, αλλά και σ’ αυτούς που λένε ότι ποτέ δεν ένιωσαν καμία αίσθηση αυτής της δωρεάς σε θέαση και αποκάλυψη, με το να δεχθούν και να κρατήσουν αυτό μέσα τους όχι με πείρα, αλλά μόνο με πίστη και με σκέψη, επειδή προέρχεται από την ακρόαση των θείων λόγων.
Για να προτάξω λοιπόν αυτά, που λέγονται από εκείνους, πρόσεχε τι λένε όσοι φρονούν από μόνοι τους ότι είναι σοφοί και γνώστες:1 «Όσοι βαπτισθήκατε στο όνομα του Χριστού, λέει ο Παύλος, ντυθήκατε τον Χριστό2. Τί λοιπόν; Δεν είμαστε και εμείς βαπτισμένοι; Αν λοιπόν έχουμε βαπτισθεί, είναι φανερό ότι, όπως λέει ο απόστολος, έχουμε ντυθεί και τον Χριστό». Αυτό λοιπόν είναι το πρώτο επιχείρημα και η πρώτη απόδειξη που προβάλλεται απ’ αυτούς.
Τί λοιπόν θα μπορούσε να πει σ’ αυτούς, όχι εμείς, αλλά το Άγιο Πνεύμα; Τί λοιπόν λέτε, άνθρωποι, ότι είναι αυτό το ένδυμα˙ λέτε ότι είναι ο Χριστός; Ναι, λένε. Ο Χριστός όμως είναι κάτι υπαρκτό, για να μιλήσω σαν ανόητος σε ανόητους, ή δεν είναι τίποτε; Είναι οπωσδήποτε, θα μπορούσαν να πουν, κάτι υπαρκτό, αν βέβαια δεν πάσχουν από τέλεια παραφροσύνη. Αν λοιπόν ομολογείται ότι ο Χριστός είναι κάτι υπαρκτό, πείτε λοιπόν και τι είναι πρώτα, για να διδάξετε έτσι τους εαυτούς σας, ώστε να μη μιλάτε σαν άπιστοι, αλλά σαν πιστοί. Τί άλλο λοιπόν είναι ο Χριστός, παρά αληθινός Θεός, που και έγινε αληθινά τέλειος άνθρωπος; Ομολογώντας λοιπόν αυτό, πείτε σ’ εμάς και γιατί ο Θεός έγινε άνθρωπος. Οπωσδήποτε, όπως διδάσκουν οι θείες γραφές και τα ίδια τα γεγονότα και αυτά που γίνονται καθημερινά, αν και πιθανώς εσείς, επειδή θέλετε να είστε κουφοί, δεν τα γνωρίζετε, ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να κάνει τον άνθρωπο θεό.3 Με τί το πραγματοποίησε αυτό; Με τη σάρκα ή με τη θεότητα; Είναι φανερό ότι το πραγματοποίησε με τη θεότητα. «Διότι η σάρκα», λέει, «δεν ωφελεί διόλου˙ το πνεύμα είναι αυτό που δίνει ζωή».4 Αν λοιπόν πρώτα θέωσε με τη θεότητά του τη σάρκα, που έλαβε, και δίνει ζωή σε όλους εμάς όχι με τη φθαρτή σάρκα, αλλά με τη σάρκα που θεώθηκε, ώστε να μην τον γνωρίζουμε τον ίδιο με κανένα τρόπο ως άνθρωπο, αλλά ως ένα Θεό τέλειο σε δύο φύσεις – διότι είναι ένας Θεός -, επειδή το φθαρτό καταπόθηκε από την αφθαρσία,5 και το σώμα βέβαια δεν εξαφανίσθηκε από το ασώματο,6 άλλαξε όμως ολόκληρο και μένει ασύγχυτο, με το να είναι αναμιγμένο με τρόπο ανέκφραστο και ενωμένο με την Τριαδική Θεότητα με μίξη άμικτη, ώστε στον Πατέρα και στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα να προσκυνείται ένας Θεός, και η Τριάδα ούτε να λάβει κάποια προσθήκη στον αριθμό των προσώπων από την ενανθρώπιση, ούτε να υποστεί κάποιο πάθος από το σώμα.
Γιατί λοιπόν τα λέω αυτά; Τα λέω, ώστε εσύ, γνωρίζοντας από πριν αυτά που ομολόγησες, όταν ρωτήθηκες από μένα, να μην ξεφύγεις από άγνοια από τον ίσιο δρόμο των νοημάτων και ταλαιπωρήσεις εμένα και προξενήσεις περισσότερη κατάκριση στην ψυχή σου. Λοιπόν θα σου θυμίσω και πάλι αυτά, που ειπώθηκαν με συντομία, για να γίνει ευκολονόητο αυτό που πρόκειται να πω. Υπάρχει λοιπόν ο Χριστός. Αλλά τί είναι; Είναι αληθινός Θεός και έγινε παναληθώς τέλειος άνθρωπος. Γι’ αυτό, με το να γίνει ο Χριστός άνθρωπος, αυτό δηλαδή που δεν ήταν προηγουμένως, για να κάνει τον άνθρωπο θεό, αυτό δηλαδή που δεν είχε γίνει ποτέ, θεώνει και θεοποιεί εμάς, με τη θεότητα δηλαδή και όχι με μόνη τη σάρκα του˙ διότι η σάρκα δεν είναι χωριστή. Πρόσεχε λοιπόν και απάντησε με σύνεση σ’ εμένα που σε ρωτώ. Αν εκείνοι που βαπτίζονται ντύνονται τον Χριστό,7 τί είναι αυτό που ντύνονται; Είναι ο Θεός. Εκείνος λοιπόν που ντύθηκε τον Θεό, δεν θα γνωρίσει νοερά και δεν θα δει τι ντύθηκε; Εκείνος που είναι γυμνός ως προς το σώμα, όταν ντυθεί, αντιλαμβάνεται και το ένδυμα που βλέπει, ο γυμνός όμως ως προς την ψυχή, όταν ντυθεί τον Θεό, δεν θα το αντιληφθεί; Διότι, αν εκείνος που ντύνεται τον Θεό δεν αντιλαμβάνεται τι ντύθηκε, είναι επόμενο, κατά τη γνώμη σου, ότι ο Θεός δεν είναι τίποτε˙ διότι, αν ήταν κάτι, τότε εκείνοι που τον ντύνονται θα το αντιλαμβάνονταν. Διότι, όταν ντυνόμαστε το τίποτε, δεν αντιλαμβανόμαστε τίποτε, όταν όμως ντυνόμαστε κάτι κάποια στιγμή από άλλον, ή όταν ντύνουμε εμείς τους εαυτούς μας, τότε και πολύ το αντιλαμβανόμαστε, αν βέβαια έχουμε σώες και τις αισθήσεις˙ διότι μόνο οι νεκροί δεν αντιλαμβάνονται, όταν ντύνονται από άλλον, και φοβούμαι μήπως και εκείνοι που λένε αυτά είναι νεκροί αληθινά και γυμνοί πραγματικά. Και έτσι έχει λυθεί το ζητούμενο.
Στη συνέχεια λένε˙ «Ο Παύλος παραγγέλλει: Μη σβήνετε το Πνεύμα».8 Και λέγοντας αυτό, επειδή δεν γνωρίζουν το σκοπό αυτών που λέγονται, φανερώνουν την άγνοιά τους˙ διότι εκείνος που λέει σε κάποιον, «Μη σβήσεις το λυχνάρι», δεν μιλά οπωσδήποτε σ’ αυτόν για το σβησμένο πια, αλλά γι’ αυτό που ακόμη καίει και έχει αστραφτερό το φως του. Αλλά όμως πάλι σ’ αυτούς ανταπαντούμε έτσι.
Τί λοιπόν; Βλέπετε, άνθρωποι, έστω και ελάχιστα μέσα σας το Πνεύμα να καίει και να λάμπει, όπως είναι φυσικό; Και σ’ αυτό όχι μόνο δεν απαντούν τίποτε, αλλά μεταβάλλοντας ακόμη και τα πρόσωπά τους, τα στρέφουν αλλού και σαν να άκουσαν κάποια βλασφημία, δυσανασχετούν˙ στη συνέχεια, επιδιώκοντας να πάρουν τη θέση εκείνου που ρωτά και παριστάνοντας τον πράο, απαντούν χωρίς αυστηρότητα: «Και ποιός θα έλεγε με τόλμη ότι είδε ποτέ αυτό, ή ποιός γενικά το αντίκρυσε; Μη βλασφημείς! Κανείς ποτέ, λέει η Γραφή, δεν έχει δει τον Θεό».9 Απορώ για τη σκότιση! Ποιός το είπε αυτό, πες μου; «Ο μονογενής Υιός», λέει η Γραφή, «που είναι στην αγκαλιά του Πατέρα, εκείνος έκανε γνωστό τον Θεό».10 Αληθινά το λες, και η μαρτυρία σου είναι βέβαια αληθινή, αλλά στρέφεται εναντίον της ψυχής σου. Διότι, αν εγώ θα σου δείξω ότι ο ίδιος ο Υιός του Θεού σου λέει ότι αυτό είναι δυνατό, τί θα πεις; Διότι ο Υιός λέει: «Εκείνος που έχει δει εμένα, έχει δει τον Πατέρα».11 Αυτό όμως το είπε όχι σύμφωνα με τη θέαση της σάρκας, αλλά σύμφωνα με τη φανέρωση της θεότητας. Διότι, αν σκεφθούμε ότι αυτό γίνεται σύμφωνα με τη σωματική μορφή, είναι επόμενο ότι έχουν δει τον Πατέρα και εκείνοι που τον σταύρωσαν και τον έφτυσαν˙ και έτσι δεν θα υπάρχει καμία διαφορά ή προτίμηση άπιστων και πιστών, αλλά όλοι εξίσου έτυχαν και θα τύχουν τον ποθητό μακαρισμό.12 Αλλά δεν συμβαίνουν αυτά, δεν συμβαίνουν, όπως και ο ίδιος ο Χριστός πάλι δείχνει στους Ιουδαίους, συνομιλώντας και λέγοντας: «Αν με είχατε γνωρίσει, θα είχατε γνωρίσει και τον Πατέρα μου».13
Ότι όμως είναι δυνατό σ’ εμάς να δούμε τον Θεό, όσο είναι εφικτό στον άνθρωπο να τον δει, άκουσε τον ίδιο τον Χριστό, τον Υιό του Θεού, που λέει˙ «Είναι μακάριοι αυτοί που έχουν καθαρή καρδιά, διότι αυτοί θα δουν τον Θεό».14 Τί λοιπόν θα απαντήσεις σ’ αυτά; Αλλά γνωρίζω ότι εκείνος που απιστεί στα αγαθά που έχει μπροστά του και δεν δείχνει προθυμία να τα πάρει, θα μεταφερθεί στα μέλλοντα και θα πει, απαντώντας: «Ναι, πραγματικά, εκείνοι που έχουν καθαρή καρδιά θα δουν τον Θεό˙ αλλά αυτό θα γίνει στον μέλλοντα αιώνα και όχι στον παρόντα». Για ποιό λόγο ή πώς, αγαπητέ, θα γίνει αυτό; Διότι, αν είπε ότι θα δουν τον Θεό δια μέσου της καθαρής καρδιάς, τότε οπωσδήποτε, όταν προστεθεί η καθαρότητα, ακολουθεί μαζί της και η θέαση. Και αν κάποτε θα καθάριζες την καρδιά σου, θα γνώριζες ότι αυτά που λέγονται είναι αληθινά˙ επειδή όμως δεν το έβαλες αυτό μέσα στην καρδιά σου, ούτε πίστεψες ότι είναι αληθινό, γι’ αυτό και την κάθαρση καταφρόνησες και τη θέαση έχασες. Διότι, αν εδώ θα γίνει η κάθαρση, τότε εδώ θα γίνει και η θέαση˙ αν όμως πεις ότι η θέαση υπάρχει μετά από τον θάνατο, τότε θα τοποθετήσεις οπωσδήποτε και την κάθαρση μετά από τον θάνατο, και έτσι θα συμβεί σ’ εσένα να μη δεις ποτέ τον Θεό, επειδή μετά από την έξοδό σου δεν θα υπάρχει εργασία με την οποία θα βρείς την κάθαρση. Αλλά και ο Κύριος τί λέει; «Εκείνος που με αγαπά θα κάνει τις εντολές μου, και εγώ θα τον αγαπήσω, και θα φανερώσω σ’ αυτόν τον εαυτό μου».15 Πότε λοιπόν θα γίνει η φανέρωσή του; Εδώ ή στο μέλλοντα αιώνα; Είναι ολοφάνερο ότι θα γίνει εδώ. Διότι, όπου γίνεται η ακριβής φύλαξη των εντολών, εκεί θα γίνει και η φανέρωση του Σωτήρα, και μετά από τη φανέρωση προστίθεται σ’ εμάς η τέλεια αγάπη. Διότι, αν δεν γίνει αυτό, δεν μπορούμε ούτε να πιστεύουμε, ούτε να τον αγαπάμε όπως πρέπει. Διότι έχει γραφεί: «Εκείνος που δεν αγαπά τον αδελφό του που τον βλέπει, πώς μπορεί να αγαπά τον Θεό που δεν τον βλέπει;»16 Δεν μπορεί με κανένα τρόπο.
Εκείνος λοιπόν που δεν μπορεί να αγαπά είναι φανερό ότι δεν μπορεί ούτε να πιστεύει˙ και άκουσε τον Παύλο που τα λέει αυτά. «Μένουν δηλαδή αυτά τα τρία: η πίστη, η ελπίδα, η αγάπη˙ μεγαλύτερο όμως από όλα είναι η αγάπη».17 Αν λοιπόν η πίστη έχει ενωθεί με την ελπίδα και η ελπίδα συμβαδίζει με την αγάπη, εκείνος που δεν έχει αγάπη δεν έχει αποκτήσει ελπίδα, και εκείνος που είναι μακριά από την ελπίδα, είναι φανερό ότι είναι μακριά και από την πίστη. Διότι πώς είναι δυνατό, ενώ δεν υπάρχουν οι αίτιες της αγάπης, να υπάρχει εκείνη η ίδια; Διότι όπως δεν στέκεται ένα οικοδόμημα χωρίς θεμέλια, έτσι και δεν είναι δυνατό χωρίς τη σταθερή πίστη και ελπίδα να βρεθεί η αγάπη του Θεού μέσα στην ψυχή του ανθρώπου˙ εκείνος όμως που δεν έχει την αγάπη δεν ωφελείται διόλου από τις άλλες αρετές, ούτε θα ωφεληθεί χωρίς αυτή, όπως και ο ίδιος ο Παύλος γράφοντας διακηρύττει.18 Για το ότι όμως μπορούμε να δούμε από εδώ τον Θεό, άκου πάλι τον Παύλο που λέει˙ «Τώρα βλέπω σαν μέσα σε καθρέπτη και αινιγματικά, τότε όμως θα δω πρόσωπο με πρόσωπο», και πάλι: «Τώρα γνωρίζω κατά ένα μέρος, τότε όμως θα γνωρίσω πλήρως, όπως και γνωρίσθηκα πλήρως από τον Θεό».19 Αλλά, λέει, εκείνος ήταν ο Παύλος. Ο Παύλος λοιπόν δεν ήταν σε όλα άνθρωπος όμοιος μ’ εμάς και δεν ήταν δούλος του Θεού μαζί μ’ εμάς; Και ποιός ήταν ίσος με τον Παύλο, άνθρωπε υπερήφανε και άμυαλε, λένε, και τον εξισώνεις μ’ εμάς; Σ’ αυτούς δεν απαντούμε εμείς, αλλά ο ίδιος ο Παύλος φωνάζει δυνατά, λέγοντας αυτά˙ «Ο Χριστός ήρθε» – ακούστε -, «για να σώσει τους αμαρτωλούς, από τους οποίους πρώτος είμαι εγώ».20 Εκείνος λοιπόν είναι πρώτος από τους αμαρτωλούς που σώζονται˙ εσύ γίνε δεύτερος, γίνε τρίτος, γίνε δέκατος, γίνε, αν θέλεις, ομόψυχος με τις χιλιάδες και τις μυριάδες, και μέτρησε τον εαυτό σου μαζί με τον Παύλο˙ και έτσι θα τιμήσεις τον Παύλο, όπως εκείνος λέει: «Ν γίνεσθε μιμητές μου, όπως και εγώ είμαι μιμητής του Χριστού»21. Και πάλι λέει˙ «Ήθελα όλοι να είναι όπως είμαι εγώ».22
Υποσημειώσεις.
1. Πρβ. Ησ’. 5, 21
2. Γαλ. 3,27
3. Πρβ. Αθανασίου αρχιεπ. Αλεξανδρείας, περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου, 54: Αυτός γαρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν (PG 25, 192B).
4. Ιω. 6,63
5. Πρβ. Α’ Κορ. 15, 54
6. Ασώματο˙ γνώρισμα της θεότητας.
7. Γαλ. 3,27
8. Α’ Θεσ’. 5,19
9. Ιω. 1, 18
10. Ιω. 1,18
11. Ιω. 14,9
12. Ματθ. 5,8
13. Ιω. 14,7
14. Ματθ. 5,8
15. Ιω. 14, 21
16. Α’ Ιω. 4, 20
17. Α’ Κορ. 13,13
18. Α’ Κορ. 13,3
19. Α’ Κορ. 13,12
20. Α’ Τιμ. 1,15
21. Α’ Κορ. 11,1
22. Α’ Κορ. 7,7
Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).
Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.