«Μπράβο σας, αδέρφια!»
Ήταν 27 του Μάη 1821. Ο Παπανικολής έξω απ’ τη Μυτιλήνη τίναξε στον αέρα με το μπουρλότο του ένα τούρκικο ντελίνι κι έστειλε στον άλλο κόσμο γύρω στους χίλιους Τούρκους. Είχαν μεθύσει για εκδίκηση οι δικοί μας και κυνηγούσαν μέσα στη θάλασσα όσους είχαν ξεφύγει με βάρκες ή κολυμπώντας. Σε κάποια στιγμή άκουσαν τη φωνή:
— Σώστε με, αδέρφια!
Ήταν η φωνή ενός Ελληνόπουλου ως δώδεκα χρονών. Δούλευε πάνω στο ντελίνι και τώρα που κάηκε, εκείνο πήδησε σε μια βάρκα και δεν ήξερε καταπού να φύγει. Τρέξαν οι δικοί μας και τόπιασαν. Είχε πολλές πληγές από χυμένο κατράμι και ήταν έτοιμο να λιγοθυμήσει απ’ το φόβο του κι απ’ το νερό που κατάπιε. Το συνέφεραν και το ρώτησαν πώς το λένε:
– Σκαρλάτο με λένε, τους απαντά. Σκλάβο με είχανε και δούλευα με το μαραγκό.
– Μείνανε, βρε Σκαρλάτο, πολλοί Τούρκοι στο ντελίνι, το ξαναρώτησαν.
– Πολλοί, πολλοί…Τους τρώνε τώρα οι φλόγες! Κι αν ρωτάτε τι γίνηκαν τα τούρκικα ασκέρια που ήταν στην ξηρά, τούτο μονάχα σας λέω: Τάπιασε τέτοιος φόβος, που τα παράτησαν όλα και έφυγαν.
Βγαίνουν τότε οι δικοί μας κατάκοποι και πεινασμένοι στη στεριά. Βρίσκουν τα τούρκικα καζάνια πάνω σε φωτιές να βράζουν φαγητά. Δεν πρόφτασαν να τα πάρουν οι Τούρκοι μαζί τους. Στρώνονται κάτω και δεν αφήνουν τίποτε.
φτάνουν και όσοι είχαν πάει κι ανατίναξαν το ντελίνι. Αγκαλιάζονται και φιλιούνται μεταξύ τους.
— Μπράβο σας, αδέρφια! ακούγεται μια μυριόστομη φωνή απ’ αυτούς που ήταν στα άλλα καράβια μας. Είναι όλοι τους κατάμαυροι απ’ τον καπνό. Είναι όμως όλοι περήφανοι για το μεγάλο κατόρθωμα τους.
Γρήγορα η χαρμόσυνη είδηση φτερούγισε πάνω σ’ όλο το Αιγαίο και παντού χαρούμενες κραυγές, καμπανοχτυπήματα, δοξολογίες, ακούγονταν.
Το Αϊβαλί σβήνει!
Ακολούθησαν όμως τραγικές στιγμές το κατόρθωμα του Παπανικολή. Ορκίστηκαν εκδίκηση οι Τουρκαλάδες. Θα πλήρωναν οι γκιαούρηδες ακριβά τη ζημιά που τους έκαμαν. Και δεν άργησε το κακό. Διάλεξαν για να σβήσουν το πάθος της εκδίκησης τους, την όμορφη πολιτεία των Μοσχονησιών, το Αϊβαλί. Ήταν και πλούσια πολιτεία και φημισμένη για τ’ αμπέλια της, τους ελαιώνες και τις αλυκές της. Την κατοικούσαν πάνω από τριάντα χιλιάδες ελληνικές ψυχές.
Μαζεύτηκαν, λοιπόν, γύρω στο Αϊβαλί μπουλούκια από γενίτσαρους που σαν λύκοι όρμησαν όλοι μαζί, αφού πρώτα οι ντερβισάδες τούς φανάτισαν. Οι δρόμοι γέμισαν αίμα, φλόγες και κουφάρια. Άνοιγαν τα μαγαζιά κι ύστερα τους έβαζαν φωτιά. Τρέχανε ξαναμμένοι στους δρόμους και φώναζαν:
— Ούματι Μωχαμέτ, γιουρούουν γιαλτασλάρ, βούρουν γκιαουρλάρ! (Όσοι Μωαμεθανοί, τρεχάτε, σύντροφοι, βαράτε τους γκιαούρηδες). Η φρίκη απλώθηκε παντού.
Φτάνουν τα δικά μας καράβια. Ογδόντα παλικάρια βγαίνουν στη στεριά και χύνονται στην πόλη να γλιτώσουν όσους είχαν απομείνει. Τους βάζουν στα καράβια μας, μα πού να τους χωρέσουν! Μόνο πάνω σ’ ένα πλοίο στοιβάχτηκαν 870 ψυχές. Όσοι όμως απόμειναν στη μαρτυρική πολιτεία, είχαν τραγικό τέλος. Οι άνδρες σφάχτηκαν σαν τραγιά. Οι γυναίκες και τα παιδιά γνώρισαν κάθε ατιμία. Γιόμισαν τ’ ανθρωποπάζαρα της Σμύρνης και της Πόλης και πουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές, επειδή το εμπόρευμα ήταν πολύ.
Έτσι έσβησε η όμορφη πολιτεία, το Αϊβαλί, κι έμεινε στη θέση της η θλιβερή ανάμνηση.
Από το βιβλίο: “Στα δοξασμένα χρόνια”, των: Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Γιάννη Σμυρνιωτάκη. Αθήνα, Νοέμβριος 1985.