Λόγος ηθικός τρίτος (Β’): «Για το ρητό, είδα ότι ο άνθρωπος αυτός αρπάχθηκε ως τον τρίτο ουρανό …. – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Στο ρητό του αποστόλου, στο οποίο λέει: «Και είδα ότι ο άνθρωπος αυτός αρπάχθηκε ως τον τρίτο ουρανό και ότι άκουσε ανέκφραστα ρήματα, που δεν είναι δυνατό να ακούσει άνθρωπος».

Ποιά λοιπόν είναι τα ανέκφραστα ρήματα, που άκουσε ο Παύλος; Και ποιά είναι τα αγαθά, που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νους ανθρώπου δεν συνέλαβε; Ποιά μάλιστα ή πώς θα είναι, αλλά και πώς είναι σ’ εμάς η βασιλεία του Θεού και ποιά η ενέργειά της μέσα μας;
Και πρόσεχε από εδώ την ακριβή εξέταση του λόγου. Η ψυχή, ο νους και ο λόγος, όπως έχει ειπωθεί, είναι ένα, ενωμένα μέσα σε μία ουσία και φύση. Αυτό μάλιστα το ένα αισθάνεται, συλλογίζεται – διότι είναι λογικό -, διανοείται, εφευρίσκει, σκέφτεται, αποφασίζει, επιθυμεί, θέλει ή δεν θέλει προτιμά ή δεν προτιμά, αγαπά, μισεί˙ και για να μη μακρύνουμε το λόγο μας, αυτό το ένα είναι ζωντανή ύπαρξη, που την ίδια στιγμή βλέπει και ακούει συγχρόνως και οσφραίνεται, γεύεται και αγγίζει, γνωρίζει, διακρίνει, αναγνωρίζει επίσης και μιλά. Πρόσεχε με ακρίβεια το νόημα των λόγων, για να μπορέσεις να μάθεις από εδώ ποια ήταν τα ανέκφραστα ρήματα, και πώς ο Παύλος άκουσε αυτά που φανερώθηκαν σ’ αυτόν και που ο ίδιος είδε μέσα στη χάρη του θείου Πνεύματος.
Ο Θεός, ο δημιουργός των όλων, είναι ένας˙ αυτό λοιπόν το ένα είναι κάθε αγαθό, όπως έχει ειπωθεί. Η λογική και αθάνατη ψυχή είναι μία˙ αυτή λοιπόν η μία ψυχή είναι όλη η αίσθηση, επειδή δηλαδή έχει μέσα της όλες τις αισθήσεις, όποιες υπάρχουν. Όταν λοιπόν ο ένας Θεός του παντός εμφανισθεί με αποκάλυψη στη μία και λογική ψυχή, φανερώνεται σ’ αυτή κάθε αγαθό και συγχρόνως την ίδια στιγμή γίνεται αυτό ορατά από την ψυχή με όλες τις αισθήσεις της˙ δηλαδή βλέπεται και ακούγεται και γλυκαίνει τη γεύση και ευωδιάζει την όσφρηση, ψηλαφάται, γνωρίζεται, λαλεί και λαλείται, γνωρίζει, γνωρίζεται και γίνεται αντιληπτό ότι γνωρίζει. Διότι εκείνος που γνωρίζεται από τον Θεό γνωρίζει ότι γνωρίζεται, και εκείνος που βλέπει τον Θεό γνωρίζει ότι τον βλέπει ο Θεός˙ εκείνος όμως που δεν βλέπει τον Θεό δεν γνωρίζει ότι τον βλέπει ο Θεός, όπως και ότι δεν τον βλέπει, αν και ο Θεός βλέπει τα πάντα και δεν του ξεφεύγει τίποτε.
Εκείνοι λοιπόν που αξιώθηκαν να δουν συγχρόνως την ίδια στιγμή, με όλες τους τις αισθήσεις το απόλυτο αγαθό, που είναι επάνω από κάθε αγαθό, σαν δηλαδή οι πολλές αισθήσεις να αισθάνονται με μία αίσθηση αυτό που είναι ένα και πολλά, με το να γνωρίσουν και να γνωρίζουν συγχρόνως καθημερινά, με τις διάφορες αισθήσεις της μιας αίσθησης, τα διάφορα αγαθά ως ένα αγαθό, δεν διαπιστώνουν σ’ αυτά καμία διαφορά, αλλά ονομάζουν τη θέαση γνώση και τη γνώση επίσης ονομάζουν θέαση, την ακοή όραση και την όραση ακοή, όπως δηλαδή όταν ο Αββακούμ λέει: «Κύριε, άκουσα την ακοή σου και φοβήθηκα. Κύριε, παρατήρησα τα έργα σου και έμεινα έκπληκτος».1 Λοιπόν, από ποιόν άλλον άκουσε; Εκείνος προφήτευσε και σου»; Αλλά τί θέλει να φανερώσει με την επανάληψη της λέξης ακοή, παρά ότι, με το να γνωρίσει οπωσδήποτε με την έλλαμψη του Πνεύματος, δηλαδή με την αποκάλυψη, τον Κύριό μας και Υιό του Θεού, και με το να διδαχθεί πάλι απ’ αυτόν με την υπαγόρευση αυτά που αναφέρονται στην οικονομία του, σαν δηλαδή να έκανε δική του τη διδασκαλία γι’ αυτόν, αυτή που έμαθε από εκεί, έλεγε γεμάτος χαρά στον Κύριο, σαν να τον έβλεπε, όπως και βλεπόταν από τον Κύριο: «Θα γίνεις γνωστός στους ανθρώπους ανάμεσα σε δύο ζώα˙ όταν πλησιάζουν τα χρόνια της παρουσίας σου, θα σε γνωρίσουν οι άνθρωποι καλά˙ όταν έρθει ο κατάλληλος καιρός, θα αναφανείς ποιος είσαι».2 Ώστε ακοή εννοεί τη διδασκαλία και τη γνώση που γίνεται μέσα στη θέαση της δόξας του Πνεύματος, αυτή που άκουσε για την ενανθρώπιση και τη φανέρωσή του επάνω στη γη. Και μάλιστα αυτό το ίδιο, το ότι είπε «Κύριε», έχει τη σημασία ότι τον βλέπει και ότι μιλά μαζί του. Διότι ποιός μιλά σ’ αυτόν που δεν βλέπει σαν να τον βλέπει; Μήπως εκείνος που δεν βλέπει τον επίγειο βασιλιά μπορεί να λέει σ’ αυτόν: «Βασιλιά, άκουσα αυτά που έχουν αποφασισθεί από τη βασιλεία σου»; Με κανένα τρόπο! Λοιπόν, όχι μόνο λέει ότι άκουσε την ακοή του, αλλά και ότι «θα γίνεις γνωστός στους ανθρώπους και θα σε γνωρίσουν καλά και θα αναφανείς ποιος είσαι», σαν να έμαθε δηλαδή την απόφασή του με όλη τη βεβαιότητα και να λέει κατά κάποιο τρόπο σ’ αυτόν: «Θα κάνεις αυτά και αυτά, όπως από τη βασιλεία σου, Δέσποτα, έχει αποφασισθεί». Περισσότερο απ’ αυτό μάλιστα υπονοούν αυτά και όλα τα προφητικά λόγια.
Έτσι λοιπόν η θεία Γραφή αναφέρει συνήθως τη θέαση του Θεού αντί για ακοή και την ακοή αντί για θέαση. Έτσι και ο θείος Παύλος τις ανέκφραστες θεάσεις και ελλάμψεις, και τις διδασκαλίες και αποκαλύψεις, που ξεπερνούν τα όρια της ανθρώπινης φύσης και δυνατότητας, εύλογα τις ονόμασε ρήματα και είπε ότι τα άκουσε αυτά και τα παρέδωσε με τη γραφή. Γι’ αυτό και έλεγε: «Και για τις πάρα πολλές αποκαλύψεις, για να μην υπερηφανεύομαι, μου δόθηκε ένα αγκάθι στο σώμα».3 Αν λοιπόν προηγουμένως άκουσε, πώς τότε ύστερα ονόμασε αυτά που άκουσε αποκαλύψεις, αν όχι με την έννοια που είπαμε; Διότι έτσι προσεύχεται και ο Δαβίδ, να αφαιρεθεί δηλαδή το κάλυμμα από τα μάτια του, ώστε να καταλάβει τα θαυμαστά έργα του Θεού από το νόμο του.4 Αυτός που προηγουμένως είπε, «Δεν γνωρίζω, αν αρπάχθηκα με το σώμα ή χωρίς το σώμα»,5 πώς ύστερα λέει ότι «άκουσα», αν όχι με την έννοια που φανερώσαμε πιο επάνω με λεπτομέρειες και που είναι η ίδια η αλήθεια του πράγματος; Λοιπόν, με το να πει αρπαγή, φανέρωσε πρώτα τη θέαση, ενώ αυτά που είναι μέσα στη θέαση και που είναι πιο αποκαλυπτικά για τη δόξα και τη θεότητα, που αστράφτει λαμπρότερα, επειδή προσφέρουν γνώση και διδάσκουν εκείνον που τα βλέπει και φανερώνουν εκείνα που είναι μυστικά και ακατανόητα από όλους, είπε ότι τα άκουσε, επειδή είναι ένα η ακουστική και η οπτική αίσθηση. Γι’ αυτό το λόγο και δεν μπορεί να πει ούτε για ένα απ’ αυτά που βλέπει ή ακούει, τι λογής είναι και ποια είναι, όπως τα βλέπει και τα ακούει˙ γι’ αυτό και πρόσθεσε ότι είναι αδύνατο να τα πει αυτά με τη γλώσσα.6
Αλλά, ας φροντίσουμε να καθαρίσουμε τους εαυτούς μας με τη μετάνοια και την ταπείνωση, και να ενώσουμε όλες τις αισθήσεις μας ως μία αίσθηση με τον αγαθό και υπεράγαθο Θεό˙ και τότε όλα αυτά, που εγώ δεν έχω τη δύναμη να εκφράσω και να παραστήσω με πολλά λόγια, θα τα διδαχθείτε εσείς συγχρόνως την ίδια στιγμή, ακούγοντάς τα με την όραση και βλέποντάς τα με την ακοή, μαθαίνοντάς τα με τη θέαση και ακούγοντάς τα πάλι με την αποκάλυψη. Αλλά υπάρχει και κάποια άλλη ακοή στα πολύ ανώτερα πνευματικά πράγματα. Ποιά είναι αυτή; είναι η υπόσχεση των αγαθών που πρόκειται να δοθούν. Διότι όπως η πρώτη παρουσία του Κυρίου, που διακηρύττεται από τους προφήτες, αν και βλεπόταν απ’ αυτούς και γνωριζόταν με ακρίβεια, όμως, επειδή αυτή δεν έγινε ακόμη στις μέρες εκείνων, αλλά επρόκειτο να γίνει μετά απ’ αυτά, εκείνοι έλεγαν ότι ακούν αυτά που φανερώνονταν σ’ αυτούς γι’ αυτή την παρουσία και αυτά που δείχνονταν, επειδή επρόκειτο να πραγματοποιηθούν μετά απ’ αυτά, έτσι και ο Παύλος, όταν είδε τα αγαθά, που είναι αποθησαυρισμένα για τους δίκαιους αγωνιστές, και γνώρισε και έμαθε με ακρίβεια ότι μετά από τη Δευτέρα παρουσία του Κυρίου και μετά από την ανάσταση από τους νεκρούς θα λάβουν αυτά τα αγαθά εκείνοι που με όλη την ψυχή τους αγάπησαν τον Θεό, ανέφερε υπό τύπον επαγγελίας και υπόσχεσης και αναφώνησε: «Άκουσα ανέκφραστα ρήματα, που δεν είναι δυνατό να τα πει άνθρωπος».7 Με ποιό νόημα όμως τα ονόμασε αυτά ρήματα; Τα ονόμασε δηλαδή αγαθά και έπειτα ρήματα, επειδή εκείνα τα αγαθά είναι πράγματι κάποια παράδοξα ρήματα και λόγια με τα οποία κάθε λογική φύση απολαμβάνει την πραγματική ανεξάντλητη και αιώνια απόλαυση και ζωογονείται και ευφραίνεται με θείο τρόπο. Διότι, αν ο Λόγος του Θεού και Πατέρα είναι Θεός, δίκαιοι οι ελλάμψεις του Θεού Λόγου θα ονομαστούν ρήματα˙ διότι, όταν ο λόγος απλωθεί και γίνει μακρά διήγηση, δεν είναι πια λόγος, αλλά ονομάζεται ρήματα διήγησης, όπως το χωρίο: «Άκουσε, Κύριε, τα ρήματά μου˙ κατανόησε την κραυγή μου˙ πρόσεξε τη φωνή της δέησής μου».8
Λόγος λοιπόν είναι ο Θεός, ρήματά του πάλι είναι οι ακτίνες και οι ελλάμψεις της θεότητας, που ξεπηδούν σαν από κάποια αστραπή και βγαίνουν λαμπρότερα, ή, μάλλον, που φανερώνονται σ’ εμάς, τα οποία εμείς δεν μπορούμε να εκφράσουμε. Ο Ιωάννης όμως, ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού, σύμφωνα με τη χάρη που του δόθηκε, είπε και φανέρωσε κάτι λίγο απ’ αυτά που ο Παύλος άκουσε, λέγοντας τα εξής: «Αδελφοί, τώρα είμαστε τέκνα του Θεού, αλλά ακόμη δεν φανερώθηκε τι θα είμαστε˙ γνωρίζουμε όμως ότι, αν φανερωθεί, θα είμαστε όμοιοι μ’ αυτόν».9 Ο Παύλος είπε ότι, «Άκουσα ανέκφραστα ρήματα, που δεν είναι δυνατό να τα πει άνθρωπος»10˙ ο Ιωάννης πάλι είπε ότι «γνωρίζουμε, αν φανερωθεί, τι θα είμαστε, θα είμαστε δηλαδή όμοιοι μ’ αυτόν» και θα τον δούμε τελειότερα. Αυτό άλλωστε το λέει και ο ίδιος ο Παύλος: «Τώρα βέβαια γνωρίζω κατά ένα μέρος, τότε όμως θα γνωρίσω πλήρως, όπως δηλαδή και εγώ γνωρίζομαι πλήρως από τον Θεό».11 Βλέπεις πώς στα πνευματικά η γνώση και η ομοιότητα, η θέαση και η επίγνωση, είναι ένα και το ίδιο πράγμα; Έτσι, καθώς ο Χριστός γίνεται για μας τα πάντα, γίνεται δηλαδή γνώση, σοφία, λόγος, φως, έλλαμψη, ομοιότητα, θέαση, επίγνωση, δίνει σ’ αυτούς, που τον αγαπούν, τη δυνατότητα να απολαμβάνουν τα αγαθά του κατά ένα μέρος και στην παρούσα ζωή, αλλά και να κατανοούν και να ακούν μυστικά τα ανέκφραστα ρήματα, που είναι κρυμμένα για τους πολλούς.
Αν δηλαδή ο Χριστός δεν γίνει για μας συγχρόνως τα πάντα, θα είναι λοιπόν κάποτε ελλιπής η βασιλεία των ουρανών και η απόλαυση στη βασιλεία. Αν ο Χριστός, μαζί μ’ αυτά που έχουν ειπωθεί, δεν γίνει στολή και στεφάνι και υπόδημα, χαρά και γλυκύτητα, τροφή, πόση, τράπεζα, κλίνη, ανάπαυση και άπειρη ωραιότητα θέασης, και οτιδήποτε άλλο κατάλληλο για απόλαυση ή για δόξα και ευχαρίστηση για όλους τους δίκαιους και γι’ αυτούς που τον αγαπούν, αλλά, αν θα έλειπε κάποτε ένα μόνο απ’ αυτά σε έναν απ’ αυτούς που είναι εκεί, αμέσως η στέρηση του καλού θα δώσει τόπο στη λύπη και θα μπει μέσα στην ανείπωτη χαρά αυτών που ευφραίνονται˙ και έτσι θα φανεί ότι διαψεύδεται ο λόγος που μιλά για τον τόπο, όπου «εξαφανίσθηκε ο πόνος, η λύπη και ο στεναγμός».12
Αλλά δεν θα συμβεί αυτό, δεν θα συμβεί, αλλά ο Χριστός θα είναι τα πάντα για όλους και κάθε αγαθό μέσα σε όλους τους αγαθούς, που υπερπερισσεύει πάντοτε και που γεμίζει υπέρμετρα όλες τις αισθήσεις αυτών που έχουν καθίσει στο τραπέζι των γάμων του βασιλιά Χριστού,13 καθώς εκείνος ο ίδιος, ο ένας και μοναδικός, τρώγεται και πίνεται, επειδή είναι ο ίδιος κάθε είδος τροφής, γλυκύτητας και πόσης. Απ’ αυτό λοιπόν, καθώς θα βλέπεται από όλους και καθώς ο ίδιος θα βλέπει όλες τις αμέτρητες μυριάδες και θα έχει πάντοτε το βλέμμα του προσηλωμένο και ακινητοποιημένο σταθερά σ’ αυτές, ο καθένας απ’ αυτούς θα πιστεύει ότι βλέπεται απ’ αυτόν και ότι απολαμβάνει τη συναναστροφή του και ότι αυτός τον κατασπάζεται, ώστε κανείς απ’ αυτούς να μη λυπηθεί, επειδή τάχα αγνοήθηκε. Ο ίδιος θα είναι, όπως έχει ειπωθεί, και στεφάνι, τοποθετημένο στα κεφάλια όλων των αγίων, που δεν φθείρεται, που δεν μεταβάλλεται, με το να δείχνει ότι είναι κάτι διαφορετικό και με το να διαμοιράζει τον εαυτό του στον καθένα ανάλογα με την αξία του˙ ο ίδιος θα είναι για όλους και ένδυμα, τέτοιο που ο καθένας θα ντυθεί με φροντίδα απ’ αυτή τη ζωή ακόμα, επειδή κανείς δεν μπαίνει στον μυστικό γάμο, αν δεν φορά αυτό τον απλησίαστο χιτώνα˙ αν όμως κάποιος, αφού αναμιχθεί με τους άλλους, μπει κρυφά, κάτι που είναι αδύνατο να γίνει, αυτός θα διωχθεί και πάλι έξω κατά τον ίδιο τρόπο.

Υποσημειώσεις.
1. Αββ. 3, 1-2
2. Αββ. 3, 2
3. Β’ Κορ. 12, 7
4. Ψαλμ. 118, 18
5. Β’ Κορ. 12, 3
6. Β’ Κορ. 12,4
7. Β’ Κορ. 12, 4
8. Ψαλμ. 5, 2-3
9. Α’ Ιω. 3, 2
10. Β’ Κορ. 12, 4
11. Α’ Κορ. 13,12
12. Ησ’. 35, 10
13. Πρβ. Λουκ. 12, 37

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Λόγος ηθικός τρίτος (Α’): «Για το ρητό, είδα ότι ο άνθρωπος αυτός αρπάχθηκε ως τον τρίτο ουρανό ….” – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.