Στο ρητό του αποστόλου, στο οποίο λέει: «Και είδα ότι ο άνθρωπος αυτός αρπάχθηκε ως τον τρίτο ουρανό και ότι άκουσε ανέκφραστα ρήματα, που δεν είναι δυνατό να ακούσει άνθρωπος».1
Ποιά λοιπόν είναι τα ανέκφραστα ρήματα, που άκουσε ο Παύλος; Και ποιά είναι τα αγαθά, που μάτι δεν είδε και αυτί που δεν άκουσε και νους ανθρώπου δεν συνέλαβε;2 Ποιά μάλιστα ή πώς θα είναι, αλλά και πώς είναι σ’ εμάς η βασιλεία του Θεού και ποιά η ενέργειά της μέσα μας;
Επειδή ο Δεσπότης των όλων φωνάζει κάθε μέρα απερίφραστα με τα Ευαγγέλιά του, άλλα λέγοντάς τα ασαφή, όταν δηλαδή διδάσκει με παραβολές, άλλα εξηγώντας τα ιδιαίτερα στους μαθητές του, μιλώντας έτσι: «Σ’ εσάς δόθηκε το προνόμιο να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού, αλλά στους άλλους με παραβελές»,3 και επειδή κάποιες φορές τα λέει όλα σε όλους εμάς απερίφραστα και φανερά, όπως οι απόστολοι λένε σ’ αυτόν: «Να, μιλάς απερίφραστα και δεν μεταχειρίζεσαι καμία παραβολή»,4 είναι ανάγκη να ερευνήσουμε και να μάθουμε ποια είναι αυτά που έχουν ειπωθεί απερίφραστα και φανερά, και ποια είναι αυτά που έχουν ειπωθεί από τον Κύριο και Θεό με παραβολές.
Αυτά λοιπόν που αφορούν στις εντολές είναι φανερά και σαφή, όταν δηλαδή ο ευαγγελιστής λέει: «Είπε ο Κύριος˙ να αγαπάτε τους εχθρούς σας, να κάνετε καλό σ’ αυτούς που σας μισούν»5˙ και όταν μακαρίζει βέβαια εκείνους που πενθούν,6 ταλανίζει όμως εκείνους που γελούν7˙ και όταν λέει: «Μετανοείτε˙ διότι έφθασε η βασιλεία των ουρανών»8˙ και πάλι, όταν λέει: «Αυτός που θέλει να σώσει την ψυχή του θα τη χάσει, και αυτός που έχασε την ψυχή του για χάρη μου θα τη βρει στην αιώνια ζωή»9˙ και όταν λέει: «Αυτός που θέλει να έρθει πίσω μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει το σταυρό του και ας με ακολουθήσει».10
Αυτά λοιπόν και τα ακόλουθα προς αυτά έχουν ειπωθεί όχι με παραβολές, αλλά φανερά και χωρίς να έχουν μέσα τους κανένα κρυμμένο νόημα. Αυτά όμως που έχουν ειπωθεί με παραβολές είναι όταν λέει: «Με ποιόν να παρομοιάσουμε τη βασιλεία του Θεού; Μοιάζει με σπόρο σιναπιού, που έλαβε ένας άνθρωπος και τον έσπειρε στον κήπο του˙ και αφού μεγάλωσε, έγινε ψηλό δέντρο»11˙ και όταν πάλι λέει: «Μοιάζει η βασιλεία των ουρανών με άνθρωπο, που ζητά να βρει ωραία μαργαριτάρια»12˙ και πάλι, όταν λέει: «Μοιάζει η βασιλεία των ουρανών με προζύμι, που το πήρε μία γυναίκα και το έκρυψε μέσα σε τρία σάτα αλεύρι, ωσότου ζυμώθηκε όλο».13 Αυτά και άλλα περισσότερα απ’ αυτά, μιλώντας έτσι και παρομοιάζοντας τη βασιλεία των ουρανών μ’ αυτά, τα ονομάζει παραβολές.
Και πρόσεχε από εδώ τη σοφία του Θεού, πώς δηλαδή με τα αισθητά παραδείγματα και μ’ αυτά που θεωρούνται από μας ότι είναι ασήμαντα υποδηλώνει αυτά που ξεπερνούν το νου και τη σκέψη. Και όλο αυτό το κάνει, ώστε από τη μία, οι άπιστοι και όσοι εξαιτίας της απιστίας τους έγιναν ανάξιοι γι’ αυτά, να μείνουν τυφλοί και αμέτοχοι σ’ αυτά τα αγαθά, από την άλλη, οι πιστοί και όσοι δέχονται με βεβαιότητα το λόγο των παραβολών, να δουν σ’ αυτά την ίδια την αλήθεια και τη φανερή κατάληξη των πραγμάτων. Διότι οι παραβολές αυτές είναι σύμβολα των πραγμάτων που συμβαίνουν και άκου το πώς. Ο σπόρος του σιναπιού είναι το πανάγιο Πνεύμα˙ αυτό δηλαδή να σκεφθείς ότι είναι και η βασιλεία των ουρανών και όχι κάτι άλλο. Άνθρωπος πάλι είναι ο κάθε πιστός που θέλει με την εργασία των εντολών να λάβει αυτό το σπόρο. Κήπος ωστόσο δεν είναι κανείς άλλος τόπος παρά η καρδιά του καθενός μας, όπου, λαμβάνοντας αυτό τον ένα σπόρο – όχι τους πολλούς, διότι ο σπόρος δεν είναι από εκείνους που διχοτομούνται -, το σπόρο δηλαδή που είναι άτμητος ως προς τη φύση του και αδιαίρετος, τον κρύβουμε μέσα της˙ και καθώς φρουρούμε με κάθε προσοχή τους εαυτούς μας και τους φυλάγουμε, ο ίδιος ο σπόρος μεγαλώνει με τρόπο που εμείς δεν γνωρίζουμε, και όταν φυτρώσει, βλέπεται, και όταν μεγαλώσει πολύ, αναγνωρίζεται από εκείνους μέσα στους οποίους φύτρωσε, και όταν γίνει δέντρο και βγάλει πολλά κλαδιά, προξενεί ανέκφραστη χαρά στον άνθρωπο που τον απέκτησε. Όταν λοιπόν ο κήπος χωρίς το σπόρο δεν παράγει τίποτε χρήσιμο παρά μόνο αγκάθια και άγρια χόρτα, και όπως ο σπόρος χωρίς να σπαρεί σε κήπο δεν καρποφορεί, αλλά μένει μόνος, όποιος είναι, έτσι λοιπόν και οι ψυχές μας αληθινά χωρίς το θείο σπόρο παραμένουν και γίνονται άκαρπες και γεμάτες αγκάθια. Διότι ο θείος σπόρος, προτού να σπαρεί μέσα μας, δηλαδή μέσα στις καρδιές μας, παραμένει ο ίδιος, όποιος είναι ολόκληρος Θεός, χωρίς ούτε προσθήκη να δέχεται, ούτε βέβαια να υφίσταται καθόλου ελάττωση, μέσα μας μάλιστα ούτε φυτρώνει καθόλου ούτε δέχεται αύξηση. Διότι, πώς είναι δυνατό αυτός, που δεν έχει καθόλου ένωση με κάποιον, να παρουσιάσει σ’ αυτόν την αυξητική του δύναμη όση σ’ εκείνους που ενώθηκαν μαζί του; Με κανένα τρόπο, όπως ακριβώς ούτε η φωτιά ανάβει ποτέ τα ξύλα που δεν τα άγγιξε, ούτε τα ξύλα καίγονται, αν δεν ενωθούν πραγματικά με τη φωτιά.
Και όπως λοιπόν τα νοήματα των θείων Ευαγγελίων, όπως έχει ειπωθεί, αλλά λέγονται σ’ εμάς ασαφή με παραβολές, και άλλα λέγονται απερίφραστα και ακάλυπτα, έτσι και τα νοήματα των αποστολικών και θεόπνευστων ρημάτων δεν λέγονται σ ‘ εμάς όλα φανερά και χωρίς κάποιο κάλυμμα, αλλά χρειάζονται κάποιες φορές πολλή εξέταση και ερμηνεία, επειδή μέσα στην όποια διατύπωσή τους παρουσιάζουν βάθος νοημάτων και μυστηρίων. Και αν θέλετε, ας επιχειρήσουμε να καταπιαστούμε με μία υπόθεση και μία θεώρηση των αποστολικών ρημάτων και θα δούμε τα βάθη του Πνεύματος, επειδή, σύμφωνα με το θείο λόγο, «το Πνεύμα ερευνά όλα, ακόμη και τα βάθη του Θεού».14
Ποιά λοιπόν είναι αυτή η υπόθεση, αλλά και τί λογής είναι η αρχή της θεώρησης του λόγου; Είναι τα ανέκφραστα ρήματα, που ο θείος Παύλος άκουσε, όταν αρπάχθηκε στον τρίτο ουρανό.15 Αλλά όμως από την ίδια την αρχή, ας εξετάσουμε πρώτα τι είναι ρήμα, ώστε, προχωρώντας έτσι, να γνωρίσουμε καλά το νόημα των αποστολικών ρημάτων. Ρήμα λοιπόν είναι ο λόγος, όπως ακριβώς και ο λόγος ονομάζεται ρήμα. Διότι λέει: «Πες ένα λόγο και θα θεραπευθεί ο δούλος μου».16 Και στον Ιώβ λέει: «Πες κάποιο ρήμα στον Θεό και πέθανε».17 Και σε άλλο μέρος, λέει: «Τα ρήματα του στόματός του».18 Και τα ρήματα βέβαια και οι λόγοι των ανθρώπων λέγονται από στόματα ανθρώπων και ακούγονται επίσης από ανθρώπινα αυτιά, αλλά το ρήμα του Θεού και ο λόγος του, επειδή βγαίνει από το στόμα του, είναι εντελώς ανέκφραστος από ανθρώπινη γλώσσα και ολότελα αχώρητος από σάρκινα αυτιά˙ και όχι μόνο αυτό, αλλά και δεν είναι δυνατό να γίνει ακουστός απ’ αυτά τα αυτιά, επειδή είναι φανερό ότι η ανθρώπινη αίσθηση δεν μπορεί να αισθανθεί αυτά που ξεπερνούν την αίσθηση.
Λοιπόν, ρήμα και λόγο, σύμφωνα με την πρώτη άποψη της θεώρησης, δεν γνωρίζουμε κανέναν άλλο παρά τον Υιό του Θεού και Πατέρα, τον ίδιο δηλαδή τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, που είναι πραγματικά Θεός˙ στόμα του πάλι, που λέει τα ανέκφραστα ρήματα, δεν είναι κανένα άλλο παρά το ίδιο το άγιο και ομοούσιο Πνεύμα, όπως ο προφήτης λέει: «Διότι το στόμα του Κυρίου τα είπε αυτά»,19 αντί να πει, «το Πνεύμα του Κυρίου». Στόμα του Θεού λοιπόν είναι το Άγιο Πνεύμα, ενώ ρήμα και λόγος είναι ο Υιός του και Θεός. Γιατί όμως το Πνεύμα ονομάζεται στόμα Θεού, και ο Υιός ονομάζεται ρήμα και λόγος; Επειδή, όπως ακριβώς ο λόγος που είναι μέσα μας βγαίνει με το στόμα μας και φανερώνεται στους άλλους, και δεν είναι δυνατό να τον πούμε και να τον φανερώσουμε με άλλο τρόπο, παρά μόνο με τη φωνή του στόματος, έτσι δεν είναι δυνατό ούτε ο Υιός του Θεού και Λόγος να ειπωθεί, δηλαδή να φανερωθεί, να γνωρισθεί και να ακουσθεί, παρά μόνο με το Άγιο Πνεύμα σαν με στόμα. Αλλά τη φράση «δεν είναι δυνατό» εδώ τη λέμε αντί για τη φράση «δεν υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο», «ούτε θέλει», όπως λέμε και τη φράση «είναι αδύνατο να ψευσθεί ο Θεός».20 Όπως μάλιστα αν δεν ανοίξουμε το στόμα μας, ή είναι σφιγμένο, δεν είναι δυνατό να βγει ο λόγος μας, έτσι ούτε το στόμα του Θεού, το ίδιο δηλαδή το Άγιο Πνεύμα του, αν δεν ανοιχθεί με την έλλαμψή του που γίνεται μέσα μας – όχι βέβαια το Πνεύμα, αλλά ο νους μας, που φωτίζεται από το Πνεύμα -, ο Υιός και Λόγος του Θεού ούτε βλέπεται, ούτε γνωρίζεται, ούτε βέβαια φανερώνεται στην αίσθηση της όρασης και της ακοής μας.
Τα ανέκφραστα λοιπόν ρήματα που ο θείος Παύλος άκουσε, όπως είπε, δεν είναι τίποτε άλλο, σύμφωνα με την αντίληψη της αδύνατης διάνοιάς μας, παρά οι μυστικές οπωσδήποτε και αληθινά ανέκφραστες δια μέσου της έλλαμψης του Αγίου Πνεύματος θεάσεις και υπερμεγαλοπρεπείς άγνωστες γνώσεις,21 οι αθέατες δηλαδή θεάσεις της υπέρφωτης και υπεράγνωστης δόξας και θεότητας του Υιού και Λόγου του Θεού˙ οι οποίες, καθώς φανερώνονται καθαρότερα και σαφέστερα στους άξιους, δείχνονται ως οι ανάκουστες ακοές των ανείπωτων ρημάτων, δηλαδή η κατανόηση των ακατανόητων πραγμάτων με ακατανόητο τρόπο. Αν όμως ο Παύλος είπε: «Άκουσα ανέκφραστα ρήματα»,22 εμείς όμως είπαμε ότι αυτά είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού23 και Πατέρα, που λέγεται με το Άγιο Πνεύμα και συγχρόνως φανερώνεται στους άξιους με την έλλαμψή του, η έλλαμψη όμως, δηλαδή η αποκάλυψη, είπαμε ότι γίνεται κυρίως με τη θέαση και όχι με το άκουσμα, να μην παραξενευθείς γι’ αυτό, αλλά, ακούγοντας την εξήγησή του, μάθε να είσαι πιστός και μην είσαι άπιστος. Η εξήγησή του είναι η εξής.
Ο Θεός, ο δημιουργός των όλων, είναι ένας˙ αυτό όμως το ένα είναι φως και ζωή, πνεύμα και λόγος, στόμα και ρήμα, σοφία και γνώση, χαρά και αγάπη, βασιλεία των ουρανών και παράδεισος, ουρανός των ουρανών, όπως ονομάζεται, και ήλιος των ήλιων και Θεός των θεών και μέρα ανέσπερη, αλλά και οτιδήποτε καλό θα μπορούσες να πεις απ’ αυτά που βλέπουμε˙ και ζητώντας να βρεις κάτι, που ξεπερνά όλα, θα βρεις αυτό το ένα να είναι ενυπόστατο και να ονομάζεται κυριολεκτικά αγαθό. Δεν είναι όμως τέτοιο και εκείνο, όπως είναι τα ορατά πράγματα˙ ούτε, όπως είναι αυτά το καθένα τους χωριστά, είναι και εκείνο το ένα ξεχωριστά, αλλά, μένοντας ένα και το ίδιο, χωρίς μεταβολή, είναι πανάγαθο και ανώτερο από κάθε αγαθό. Έτσι λοιπόν έχει τιμηθεί και ο ίδιος ο άνθρωπος, που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού και ομοίωση24, έχοντας μία αίσθηση, μέσα σε μία ψυχή, και ένα νου και λόγο, αν και αυτή η αίσθηση διαχωρίζεται σε πέντε μέρη για τις φυσικές ανάγκες του σώματος. Στα σωματικά βέβαια, η μία αίσθηση της ψυχής, με το να διαιρείται με τρόπο αδιαίρετο δια μέσου των πέντε αισθήσεων, δείχνει την ενέργειά της, καθώς μεταβάλλεται με τρόπο αμετάβλητο, και βλέπει όχι η ίδια η αίσθηση, αλλά η ψυχή δια μέσου αυτής, όπως επίσης και ακούει και οσφραίνεται και γεύεται και ξεχωρίζει με την αφή. Στα πνευματικά όμως δεν αναγκάζεται να διαιρείται σε θυρίδες αισθήσεων, δεν ζητά να ανοίξουν τα μάτια, για να δει ή να κοιτάξει κάποιο από τα όντα, ούτε ζητά να δεχθούν τα αυτιά κάποιο λόγο, ούτε να καθαρίσει την όσφρηση, για να οσφραίνεται δυνατά˙ ούτε έχει ανάγκη από χείλη και γλώσσα, για να γεύεται και να ξεχωρίζει συγχρόνως το πικρό και το γλυκό, ούτε έχει ανάγκη από χέρια, για να αγγίζει και να γνωρίζει μ’ αυτά το τραχύ και το λείο και το ομαλό, αλλά, με το να απομακρυνθεί η αίσθηση από όλα αυτά και να οδηγηθεί όλη ολοκληρωτικά από το νου, επειδή βαδίζει μαζί του με φυσικό τρόπο, και επειδή, χωρίς να χωρίζεται, είναι μία, έχει μέσα της τις πέντε αισθήσεις, σαν να είναι αυτές ένα και όχι πολλές, για να μιλήσουμε ακριβέστερα.
Υποσημειώσεις.
1. Β’ Κορ. 12, 4 (ρήμα˙ ο λόγος και η φράση, σε αντιδιαστολή με τη μεμονωμένη λέξη).
2. Α’ Κορ. 2, 9
3. Λουκ. 8, 10
4. Ιω. 16, 29
5. Ματθ. 5, 44
6. Ματθ. 5,4
7. Λουκ. 6, 25
8. Ματθ. 3,2
9. Ματθ. 10, 39
10. Ματθ. 16, 24
11. Λουκ. 13, 18-19
12. Ματθ. 13, 45
13. Ματθ. 13, 33 (σάτον˙ ποσότητα μέτρησης).
14. Α’ Κορ. 2, 10
15. Β. Κορ. 12, 4
16. Ματθ. 8,8
17. Ιώβ 2, 9δ
18. Ψαλ. 35, 4
19. Ησ’. 1, 20
20. Εβρ. 6, 18
21. Χρησιμοποιεί όρους της αποφατικής Θεολογίας.
22. Β’ Κορ. 12, 4
23. Στο αρχαίο κείμενο: τον Υιόν… και άλλως του Θεού (SC 122, σ. 400). Διορθώσαμε: τον Υιόν… και Λόγον του Θεού.
24. Γέν. 1, 26
Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).
Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.