Α’. Διότι τα εξωτερικά αισθητήρια ενεργούν μόνο όταν τα αισθητά πράγματα είναι παρόντα˙ ενώ η φαντασία όμως, ακόμα και όταν λείπουν τα αισθητά και ο άνθρωπος βρίσκεται μόνος του, κλεισμένος μέσα στο σπίτι του ή κατοική μακριά στην έρημο, τότε ανοίγει το βιβλίο της και δείχνει τις εικόνες, τα ακούσματα και τα υπόλοιπα. Β’. Η φαντασία καθώς είναι λεπτή αφή, όταν φαντασθή καλά κάποια ηδονή, αυτή κυρίως υποκινεί και τα εξωτερικά αισθητήρια για να την απολαύσουν και κατά κάποιο τρόπο τα εξαναγκάζει. Γ’. Διότι η φαντασία όντας λεπτότερη από την αίσθησι, όπως προείπαμε, κατά συνέπεια είναι και ταχύτερη στην κίνησι και εν ριπή οφθαλμού και ακόμα πιο γρήγορα τυπώνει και σχηματίζει τις εμπαθείς εικόνες της αμαρτίας και συνενώνεται με αυτές και υποκινεί και την καρδιά να τις αποδεχθή˙ γι’ αυτό και χρειάζεσαι περισσότερη φροντίδα για να φυλαχθής. Γιατί ο άγιος Μάξιμος είπε ότι: «Ο πόλεμος με τα πράγματα, όσο ευκολώτερη είναι η κατά διάνοιαν αμαρτία από αυτήν που γίνεται με την πράξι» (Κεφ. ξγ’ της α’ εκατοντ. Περί αγάπης). Συμφωνεί με αυτό και ο μέγας Βασίλειος, ερμηνεύοντας το ρητό του Ιώβ που λέει: «Έλεγε ο Ιώβ, ίσως τα παιδιά μου ασέβησαν με την σκέψι τους στον Θεό (Ιώβ 1,5), ερμηνεύοντας το ρητό αυτό λέγει: «Εύλογα ο δίκαιος εννοούσε την εν κρυπτώ αμαρτία και φοβόταν, διότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε εύκολοι στις αμαρτίες που γίνονται με την διάνοια. Γιατί οι πράξεις που γίνονται με το σώμα χρειάζονται και χρόνο και ευκαιρία και συνεργάτες και άλλη βοήθεια. Οι κινήσεις όμως της διανοίας ενεργούνται αχρόνως, επιτελούνται χωρίς κόπο, εύκολα σχηματίζονται και έχουν όλον τον καιρό κατάλληλο» (Λόγος εις το Πρόσεχε σεαυτώ). Δ’) Διότι η φαντασία έχει κάποια φυσική ιδιότητα, όπως λέει ο Γρηγόριος Παλαμάς Θεσσαλονίκης και όλα όσα τυπώθηκαν μέσα της δια μέσου των αισθητηρίων θέλει να τα κάνη ορατά για να τα βλέπη: «Το φανταστικό της ψυχής χωρίζει από τις αισθήσεις τελείως, όχι τις ίδιες τις αισθήσεις, αλλά τις εικόνες που είναι σ’ αυτές, όπως είπαμε από τα σώματα και τα είδη τους… Καθιστώντας στον εαυτό τους τα πάντα ορατά, και τα ακουστά και τα γευστά και τα οσφρραντά και τα απτά» (Κεφ. ιστ’ των φυσικών). Ακούς λόγους χάριν το όνομα Μάρθα ή Σοφία˙ αυτές είναι δύο απλές φωνές που κτύπησαν στο τύμπανο των αυτιών σου και εισακούσθηκαν˙ αλλά η φαντασία δεν ικανοποιείται με το να τις ακούη μόνο ως απλές φωνές και αμέσως σχηματίζει τις εικόνες της Μάρθας και της Σοφίας και έτσι προξενεί περισσότερη ταραχή και πάθος ηδονής στην ψυχή. Έτσι και όταν ακούς για την βασιλεία των ουρανών ή την κόλασι ή κάτι άλλο, το οποίο δεν είδες ποτέ, προσπαθείς μέσω της φαντασίας σου να τα δώσης μορφή και να τα απεικονήσης. Και γενικά, όπως η όρασι βλέπει τα πράγματα στην πραγματική τους υπόστασι, όπως είπαμε στο σχετικό κεφάλαιο, με τον ίδιο τρόπο και η φαντασία, κάνοντας ορατά αυτά που φανταζόμαστε, τα παρασταίνει και αυτή κατά κάποιο τρόπο ως πραγματικά1˙ γι’ αυτό και προξενεί σφοδρότερο πόλεμο και ενόχλησι. Γι’ αυτό και αυτά τα δύο είναι φυσικά επακόλουθα το ένα του άλλου˙ δηλαδή όσο περισσότερο επιθυμία έχει κάποιος στην φαντασία του απόντος πράγματος, τόση έχει και όταν αυτό είναι παρόν αισθητά˙ και αντίθετα, όσο κάποιος δεν επιθυμεί με την φαντασία του το πράγμα, τόσο δεν το επιθυμεί και όταν είναι αισθητή η παρουσία του. Ε’. Διότι τα αισθητήρια πολλές φορές όταν αισθάνωνται τα πράγματα, τα αφήνουν ανεξερεύνητα˙ αλλά η φαντασία, όταν επιστρέψη κάποιος στο σπίτι του, τότε ακριβώς τα υπενθυμίζει και ζωγραφίζει με περιέργεια όσα οι αισθήσεις είδαν έξω ως επουσιώδη, ή άκουσαν, ή είπαν και έτσι προκαλεί μεγαλύτερο πόλεμο και ταραχή στην ψυχή. ΣΤ’. Διότι η φαντασία, όταν, για παράδειγμα, μία φορά τυπώση την εικόνα ενός ωραίου προσώπου, το οποίο εμείς είδαμε με πάθος, πολύ δύσκολα εξαλείφει εκείνη την εικόνα, όπως είπαμε και για την όρασι. «Για όσα πράγματα κάποτε νοιώσαμε πάθος και τις φαντασίες τους με πάθος κουβαλάμε», λέει ο θεοφόρος Μάξιμος (Κεφ. ξγ’ της α’ εκατοντάδας των κεφ. περί αγάπης). Και αυτό που είναι άξιο γέλοιου είναι το εξής˙ ότι δηλαδή εμείς πολλές φορές συμβαίνει και βλέπουμε εκείνο το πρόσωπο νεκρό και πολλές φορές ψηλαφούμε με τα χέρια μας το νεκρό του κρανίο και τα οστά του˙ και όμως η ανόητη και παράλογη φαντασία δεν θέλει να το εντυπώση ως νεκρό˙ αλλά κρατώντας σταθερή την πρώτη εκείνη εικόνα την οποία τύπωσε όταν ήταν ζωντανό, δεν σταματά να μας ενοχλή μέσω αυτής, τόσο όταν είμαστε ξύπνιοι όσο και όταν κοιμώμαστε.2 Ζ’. Διότι η φαντασία όχι μόνο τυπώνει αυτά που υπάρχουν αληθινά, όσες δηλαδή εικόνες έλαβε από τις αισθήσεις, αλλά λαμβάνοντας και αυτά που έχουν αφεθή, πλάθει μόνη της άλλες εικόνες αντί άλλων, με προσθήκη, αφαίρεσι ή αλλοίωσι˙ και έτσι ανατυπώνει ακόμα και αυτά που δεν υφίστανται με κανένα τρόπο, τόσο όταν είμαστε ξύπνιοι όσο και όταν κοιμόμαστε μέσω των ονείρων˙ και στα οποία όνειρα, σε παρακαλώ, να μην πιστεύης ποτέ˙ επειδή είναι γραμμένο: «Πολλούς τα όνειρα τους παραπλάνησαν και διαψεύσθηκαν όσοι έλπισαν σε αυτά» (Σοφ. Σειρ. 34,7).
Ο διάβολος έχει μεγάλη συγγένεια με την φαντασία˙ γι’ αυτό και τη μεταχειρίζεται ως όργανο πλάνης.
Η’. Διότι τέλος και ο διάβολος έχει μεγάλη συγγένεια και εξοικείωσι με τη φαντασία και από όλες σχεδόν τις δυνάμεις της ψυχής, αυτήν χρησιμοποιεί ως το πιο κατάλληλο όργανο για να πλανά τους ανθρώπους και να ενεργή τα πάθη και τις κακίες του και έχει μεγάλη εξοικείωσι με αυτή, γιατί και αυτός αφού δημιουργήθηκε αρχικά από τον Θεό ως νους απλός και χωρίς φαντασία, όπως και οι υπόλοιποι άγγελοι, ύστερα αγάπησε τα σχήματα και τη φαντασία και αφού φαντάσθηκε να θέση τον θρόνο του υπεράνω του ουρανού και να γίνη όμοιος με τον Ύψιστο, από άγγελος φωτεινός που ήταν έγινε διάβολος σκοτεινός γι’ αυτό και ο μύστης των θείων μυστηρίων Διονύσιος, είπε: «Τί κακό υπάρχει στους δαίμονες; Παράλογος θυμός, ανόητη επιθυμία και αχαλίνωτη φαντασία» (Περί θείων ονομάτων, κεφ. δ’). Και ο θείος Γρηγόριος ο Σιναΐτης είπε: «Κάποτε και αυτοί (δηλ. οι δαίμονες), ήταν νοήμονες και αφού ξέπεσα από εκείνη την αϋλία και την λεπτότητα, ο κάθε ένας απέκτησε κάποια υλική παχύτητα» (Κεφ. ρκγ’).
Ο διάβολος έχει και ως όργανο τη φαντασία, επειδή και τον Αδάμ μέσω της φαντασίας της ισοθεΐας του οποίου ο νους πριν από την παρακοή δεν είχε τη φαντασία, όπως λέει ο θεοφόρος Μάξιμος: «Ούτε στη σάρκα κατ’ αρχήν δημιουργήθηκε η ηδονή και η οδύνη˙ ούτε στην ψυχή η λήθη και η άγνοια˙ ούτε στο νου το να εντυπώνη και να ανατυπώνη τις γνώσεις των γεγονότων γιατί η παράβασι εξέγειρε την δημιουργία αυτών. Αυτός λοιπόν που απομάκρυνε από την σάρκα την ηδονή και την οδύνη, κατώρθωσε την πρακτική αρετή και αυτός που εξαφάνισε από την ψυχή τη λήθη και την άγνοια, κατώρθωσε την φυσική θεωρία όπως αρμόζει˙ και αυτός όμως που απελευθέρωσε το νου από τις πολλές αποτυπώσεις, απέκτησε τη θεολογική μυσταγωγία». Γιατί ούτε ο νους του προπάτορα δεν κατασκευάσθηκε με την φαντασία, η οποία όντας σαν μεσότοιχος μεταξύ του νου και των νοητών, οχυρώνει το νου και δεν τον αφήνει να εισέρχεται στους απλούστατους και χωρίς φαντασία λόγους των όντων. Και όπως λέει ο θείος Μάξιμος «Οι εμπαθείς θεωρίες αυτών που γίνονται ορατά με την αίσθησι, είναι σαν λεπίδες που επικρέμονται στα αλήθεια πάνω από την διορατική ικανότητα της ψυχής και εμποδίζουν την διάβασι προς το γνήσιο λόγο της αλήθειας». (Κεφ. οε’ της β’ εκατοντάδος των θεολογικ.). Αλλά εκείνος αμέσως ενωνόταν με τους νοητούς λόγους και εισερχόταν σε αυτούς χωρίς την φαντασία.
Ο Κύριος δεν είχε φαντασία.
Γι’ αυτό και ο νέος Αδάμ, ο Κύριός μας, δεν έλαβε τη φαντασία, σύμφωνα με τους ιερούς θεολόγους˙ και το μαρτυρεί ένας από αυτούς, ο Γεώργιος Κορέσιος, λέγοντας στο θεολογικό του: «Ο Κύριος ήταν άξιος ανταμοιβής όχι για την μακαρία όρασι και την τέλεια γνώσι και για τον έρωτα που γεννιέται από αυτή˙ αλλά για την εκ Θεού εκχεόμενη γνώσι σε αυτόν, η οποία πάντα ενεργεί στον Χριστό εκούσια και δεν εμποδίζεται από τίποτα, ούτε από τον ύπνο, ούτε από άλλη αιτία, όπως συμβαίνει στον νου των άλλων ανθρώπων, επειδή ο νους του Χριστού δεν είναι εξαρτημένος από φαντασίες, οι οποίες γίνονται εμπόδιο στο να διεισδύη κάποιος στους άυλους λόγους των νοητών» (Εν ταις απορίαις περί της ενσάρκου οικονομίας). Και (ο διάβολος), όχι μόνο τον Αδάμ, αλλά και τους περισσότερους από τους ανθρώπους, που κάποτε τους έριξε σε αμαρτίες και πλάνες και σε παράλογες προλήψεις και ανάρμοστες αιρέσεις και τους παρέσυρε σε πονηρά και διεφθαρμένα δόγματα, όλους τους παραπλάνησε μέσω της φαντασίας. Γι’ αυτό και οι θείοι Πατέρες ονομάζουν τον διάβολο αρχαίο ζωγράφο που μιμείται τα πάντα, όπως προείπαμε, και μάλιστα ο θείος Χρυσόστομος (Λόγ. περί Προσευχής). Και ο θεοφόρος Μάξιμος λέει ότι οι δαίμονες παραπλανούν τους ανθρώπους μέσω της φαντασίας, όχι μόνο όταν είναι ξύπνιοι, αλλά και όταν κοιμούνται: «Οι δαίμονες παρουσιάζονται στο νου κατά τον ύπνο με σχήμα γυναίκας και αφού αγγίξουν τα μέλη του σώματος, υποκινούν την επιθυμία και το πάθος της ρεύσεως και έτσι δημιουργούνται οι φαντασίες» (Κεφ. οε’ της β’ εκατοντάδος περί Αγάπης). Και την φαντασία οι πατέρες την ονομάζουν γέφυρα των δαιμόνων. Γι’ αυτό και ο Κάλλιστος λέει: «Αυτή λοιπόν την ποικιλόμορφη σαν τον μυθολογικό Δαίδαλο και πολυκέφαλη σαν την Λερναία Ύδρα φαντασία, οι άγιοι την θεωρούν και την ονομάζουν γέφυρα των δαιμόνων˙ γιατί μέσω αυτής περνούν οι κακούργοι και μιαροί δαίμονες, έρχονται σε κάποια επικοινωνία και σμίγουν με την ψυχή και την κάνουν κυψέλη κηφήνων και κατοικία ακαθάρτων και εμπαθών εννοιών» (κεφ. ξδ’ σελ. 1068 Φιλοκαλ.). Εξ αιτίας αυτού και ο θεολόγος Γρηγόριος ωνόμασε την φαντασία αιτίας της συγκαταθέσεως και της πράξεως της αμαρτίας, λέγοντας όπως προείπαμε: «Το είδωλο στήθηκε; Με την πείρα το αποφύγαμε». Είδες τώρα, φίλτατε, πόσων κακών πρόξενος είναι η φαντασία; Γι’ αυτό σε παρακαλώ, φρόντισε όσο είναι δυνατόν να φυλάς την φαντασία σου για να μην τυπώνωνται σε αυτήν οι ψυχοβλαβείς εικόνες που παρεισφρύουν μέσω των αισθητηρίων˙ αλλά και αν κατώρθωσαν να εισέλθουν, τουλάχιστον να φυλάγεσαι από το να κάνης συνδυασμούς μέσω αυτών και να συγκαταθέσης την καρδιά σου, αλλά αμέσως να τρέχης στον Θεό μέσω της καρδιακής προσευχής, για την οποία θα μιλήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο. Γιατί η αγία Συγκλητική λέει: «Πρέπει να μην συγκατατίθεσαι στις φαντασίες˙ γιατί έχει γραφή: «Εάν το πνεύμα του εξουσιαστή (δηλαδή του διαβόλου), ανέβη επάνω σου μην εγκαταλείψης την θέσι σου (δηλ. την καρδιά σου) (Εκκλ. 10,4). Γιατί η συγκατάθεσι προς αυτές είναι ισότιμη με την κοσμική πορνεία» (Στον βίο της). Βλέπε και στο γ’ κεφάλαιο για την όρασι, τι πρέπει να κάνη κάποιος όταν συναρπασθή από τα μάτια.
Σε ποιά πράγματα πρέπει κάποιος να μεταχειρίζεται την φαντασία˙ για τις εικόνες που τυπώνονται σε αυτήν πρόκειται να επαινεθή κάποιος ή να κατακριθή.
Είπα βέβαια ψυχοβλαβείς εικόνες γιατί είναι επιτρεπτό, σύμφωνα με τον άγιο Κάλλιστο (εν κεφ. ξδ’), να χρησιμοποιής τη φαντασία είτε για συντριβή και πένθος και ταπείνωσι της καρδιάς σου, φανταζόμενος και σχηματίζοντας το θάνατο, τη μέλλουσα κρίσι και τις αιώνιες κολάσεις, είτε για τη μελέτη και τη θεωρία της δημιουργίας και της ένσαρκης οικονομίας του Κυρίου, φανταζόμενος τα θαύματα που φαίνονται μέσω της δημιουργίας και τα μυστήρια της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου˙ εννοώ τη γέννησι, τη βάπτισι, τη σταύρωσι, την ταφή, την ανάστασι και τα υπόλοιπα, όπως προείπαμε˙ ή ακόμα και για να πολεμήσης κάποτε τις απρεπείς και άτοπες φαντασίες με τις οποίες σε προσβάλλει ο εχθρός, μέσω άλλων ευπρεπών και καλών φαντασιών. Μην προσκολλάσαι σε αυτά λοιπόν και μη φοβηθής τις αισχρές ή φοβερές εικόνες της ανόητης και παράλογης φαντασίας αλλά περιφρόνησέ τες σαν να ήταν τίποτα. Γιατί αυτές είναι παιχνίδια ανυπόστατα και ψευδή και όχι αληθινά και υπαρκτά. Γιατί όποιος συνηθίζει να περιφρονή τις φαντασίες, αυτός μπορεί να περιφρονή και τα ίδια εκείνα πράγματα, από τα οποία προέρχονται οι φαντασίες, όπως λέει ο θεοφόρος Μάξιμος: «Αυτός που υπερνικά τις εμπαθείς φαντασίες, περιφρονεί και τα πράγματα από τα οποία προέρχονται οι φαντασίες» (Κεφ. ξγ’ της α’ εκατοντάδος περί Αγάπης).
Κλείνω αυτό το κεφάλαιο και για να τα συμπεριλάβω σε δυο λόγια λέγω: «Γνώριζε, ότι αν αποτυπώνης στον πίνακα και τον χάρτη της φαντασίας σου ωραίες και ευπρεπείς εικόνες, την ημέρα της κρίσεως, που θα αποκαλυφθούν όλα όσα ο κάθε ένας φαντάζεται κρυφά, θα επαινεθής˙ αν όμως τυπώνης σ’ αυτήν εικόνες αηδιαστικές και απρεπείς, τότε θα κατακριθής. Γιατί ο μέγας Βασίλειος λέει, ότι όπως κάποιος ζωγράφος που κάθεται σε κάποιο παράμερο σημείο και ζωγραφίζει μια εικόνα, αν μεν ζωγραφίση σ’ αυτήν ωραίες ιστορίες και άξιες παραστάσεις, όταν βγάλη την εικόνα στην αγορά, θα επαινεθή από όσους την δουν˙ αν όμως ζωγραφίση αισχρές και απρεπείς ιστορίες, θα κατηγορηθή και θα περιγελασθή˙ έτσι και ο νους αν τυπώση στον χάρτη της φαντασίας του θεία και πνευματικά θεωρήματα, θα επαινεθή από όλους τους θεατές αν όμως τυπώση κάποια αισχρά και ανάξια θεωρίας, θα κατηγορηθή από όλους: «Γιατί ο νους μας, όπως ακριβώς κάποιος ζωγράφος, σχηματίζει όπως θέλει τις έννοιες στον πίνακα της ψυχής. Και έπειτα, όπως ο ζωγράφος, αφού γεμίση τον πίνακα με ποικίλες ιστορίες κάπου κρυφά, τον παρουσιάζει μετά συνολικά σε όλους˙ και αν μεν οι ιστορίες παρουσιάζουν κάποιες θείες από ιερά αναγνώσματα και φιλάρετες έννοιες, ο νους που τις ζωγράφισε και ο πίνακας που δέχθηκε αυτή την γραφή, κρίνονται άξιοι κάθε επαίνου˙ αν όμως τα σχέδια φανούν αισχρά και απρεπή, τότε ο ζωγράφος θα φανή σε όλους άξιος αισχύνης και γελοιοποιήσεως3 (Λόγ. Περί παρθενίας).
Υποσημειώσεις.
1. Γι’ αυτό ο Αββάς Ισαάκ φαίνεται να ονομάζη την θεωρία αυτή με λεπτότητα υπόστασης ουσιωδώς (Λόγ. πδ’ σελ. 473).
2. Από αυτό συμπεραίνουμε ότι περισσότερη δύναμι και κυριαρχία έχει η γεμάτη πάθος φαντασία στον άνθρωπο, παρά οι ίδιες οι αισθήσεις˙ και όποιος μία φορά κυριευθή από εμπαθή φαντασία, αυτός πλέον ανήκει ολοκληρωτικά σ’ εκείνη την φαντασία και ούτε βλέπει βλέποντας, ούτε ακούει ακούγοντας, ούτε οσφραίνεται, ούτε νοιώθει με την αφή. Αλλά μολονότι έχει ανοικτά όλα τα αισθητήρια, αυτός φαίνεται ότι τα έχει κλειστά και νωθρά και δεν αισθάνεται τίποτε. Γι’ αυτό και είπε γι’ αυτό κατάλληλα ο σοφώτατος Νείλος: «Ο ακόλαστος πολλές φορές ενώ κάθεται μαζί με άλλους, χάνει την αίσθησι του κόσμου, και έχοντας στο νου του την μορφή που ποθεί, ξεχνάει τους παρόντες και συναναστρέφεται με εκείνη˙ και κάθεται σαν στήλη χωρίς φωνή, χωρίς να καταλαβαίνη τίποτε από όσα γίνονται μπροστά τα μάτια του, αλλά είναι σκυμμένος ολόκληρος στο εσωτερικό του με την φαντασία. Μία τέτοια ψυχή ίσως ονομάζει ο νόμος «αποκαθημένη» (Λευιτ. 15, 33), που κάθεται μακριά από τις αισθήσεις και περιμαζεύει την ενέργειά της, χωρίς να αντιλαμβάνεται τίποτε απολύτως από τα εξωτερικά εξ αιτίας της αισχρής φαντασίας που την κρατεί» (Ασκητικός λόγος, σελ. 201). Από εδώ αφού παρακινήθηκε και ο φιλόσοφος Ηράκλειτος είπε αυτό το αληθινό απόφθεγμα, ότι το μάτι δεν βλέπει, ούτε το αυτί ακούει, αλλά ο νους είναι που βλέπει και ακούει: «Νους ορά και νους ακούει». Από εδώ και ο θείος Νείλος είπε πάλι: «Για ποιά αίσθησι των εξωτερικών πραγμάτων λαμβάνει και αυτός που θυμώνει, αφού με τη σκέψι του μάχεται με το είδωλο του λυπημένου; Ποιά αίσθησι λαμβάνει αυτός που επιθυμεί τα χρήματα, όταν συναρπαζόμενος από την φαντασία, αντικρύζει το υλικό, από όπου συγκεντρώνει τα χρήματα (αυτόθι).
3. Σύμφωνα με αυτά που λέχθηκαν είναι και όσα λέει ο θεοφόρος Μάξιμος για το βδέλυγμα της ερημώσεως που στήνεται σε άγιο τόπο: «Ο νους του ανθρώπου είναι τόπος άγιος και ναός του Θεού˙ όπου οι δαίμονες αφού ερήμωσαν την ψυχή με εμπαθείς λογισμούς, έστησαν το είδωλο της αμαρτίας (Εν τη σειρά του κατά Ματθ. κεφ. κδ’).
Από το βιβλίο: Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο ή περί φυλακής των πέντε αισθήσεων, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Αγίου Ορους. Μάιος 2013. Επιμέλεια: Ιερομόναχος Βενέδικτος (Αγιορείτης).
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.