Η πολυτέλεια των ενδυμάτων είναι αιτία πολλών κακών και γι’ αυτό όλοι οι κληρικοί δεν πρέπει να ντύνωνται πολυτελώς.
Ως τώρα υπέθεσα ότι η πολυτέλεια των ενδυμάτων είναι απλή ματαιότητα˙ αλλά φοβάμαι πως αυτή είναι κατ’ εξοχήν η τροφός της κενοδοξίας και η μητέρα της υπερηφανείας, η οδός της πορνείας και προαγωγός όλων σχεδόν των παθών. Είπα ότι είναι τροφός και μητέρα της κενοδοξίας και της υπερηφανείας, γιατί η ψυχή εκ φύσεως έχει συνήθεια να σχηματίζεται εσωτερικά μαζί με το σώμα˙ και αν το σώμα, παραδείγματος χάριν, ντύνεται ταπεινά, ταπεινώνεται και αυτή μαζί˙ αν όμως το σώμα ντύνεται ματαιόδοξα και υπερήφανα, ματαιοδοξεί και αυτή μαζί και υπερηφανεύεται, σύμφωνα με τον Ιωάννη της Κλίμακος που γράφει: «Η ψυχή εξομοιώνεται με ό,τι ασχολείται και λαμβάνει τον τύπο και την μορφή αυτών, τα οποία πράττει». (Λόγ. κε’ περί ταπειν.)˙ και είπα ότι είναι και οδός προς την πορνεία, γιατί ο μέγας Βασίλειος λέει: «Το να ασχολήται κανείς με τα μαλλιά και τα ενδύματα περισσότερο από όσο χρειάζεται αυτό είναι μία φροντίδα ή των ταλαιπώρων ή των αδίκων, σύμφωνα με τον λόγο του Διογένη» (Μέγ. Βασιλ. Λόγος προς τους νέους). Αλλά πώς κατανοείς, αδελφέ, την αδικία, την πορνεία ή την μοιχεία και πώς τη δυστυχία; Εγώ το εξηγώ με τη δυσφημία και ερεύνησε και εσύ ο ίδιος, ή καλλίτερα, άκουσε τον ίδιο τον Βασίλειο, ο οποίος το ερμηνεύει πιο κάτω προσθέτοντας: «Επομένως, το να είναι κάποιος και να ονομάζεται καλλωπιστής εξ ίσου νομίζω ότι πρέπει να θεωρήται και από σας αισχρό πράγμα, όπως η πορνεία και η επιβουλή των ξένων γάμων» (Μεγ. Βασιλ. εις τους νέους). Και αν ο θείος Παύλος απαγορεύη τον πολυτελή ιματισμό στις γυναίκες, οι οποίες είναι από τη φύσι τους όντα φιλάρεσκα και αγαπούν τα στολίδια, λέγοντας: «Επίσης και οι γυναίκες να στολίζουν τον εαυτό τους με σεμνή ενδυμασία, με αιδώ και σωφροσύνη, όχι με πλέξιμο των μαλλιών ή με χρυσά κοσμήματα ή μαργαριτάρια ή πολυτελή φορέματα» (Α’ Τιμ. 2, 9). Και αν ο κορυφαίος Πέτρος απέτρεψε τις γυναίκες από αυτό, λέγοντας: «Ας είναι ο στολισμός σας όχι εξωτερικός, το πλέξιμο των μαλλιών και τα χρυσά κοσμήματα ή τα ωραία ενδύματα) (Α’ Πέτρ. 3, 3), πόσο μάλλον μπορεί να συμπεράνη κανείς ορθά, ότι αυτό το απαγόρευσαν και στους άνδρες και μάλιστα στους αρχιερείς, οι οποίοι πρέπει να διατηρούν σε όλα το σεμνό και το κόσμιο; Γι’ αυτό και η αγία και οικουμενική στ’ σύνοδος, προστάζει στον κζ’ κανόνα, οι αρχιερείς και όλοι οι κληρικοί να φορούν σεμνά και όχι εξωτερικά και πολύτιμα˙ διότι λέει: «Κανένας από αυτούς που ανήκουν στον κλήρο να μην ενδύεται με ανάρμοστο ένδυμα, ούτε στην πόλι, ούτε όταν βαδίζη στο δρόμο˙ Αλλά να χρησιμοποιή τις στολές που έχουν ορισθή σ’ αυτούς που ανήκουν στον κλήρο (σεμνές δηλαδή και λιτές)˙ και αν κάποιος διαπράξη κάτι τέτοιο, να είναι αφορισμένος για μια εβδομάδα». Παρόμοια και η ζ’ οικουμενική σύνοδος στον ιστ’ κανόνα έτσι ορίζει: «Κάθε επιπολαιότητα και στολισμός του σώματος είναι ξένη προς την ιερατική τάξι˙ όσοι επίσκοποι λοιπόν ή κληρικοί στολίζονται με λαμπρά και διαπρεπή ενδύματα, πρέπει να διορθώνωνται˙ αν όμως επιμένουν, να τους επιβάλλεται ποινή˙ γιατί από τα παλιά χρόνια κάθε ιερωμένος χρησιμοποιούσε μέτρα και σεμνή αμφίεσι. Γιατί ό,τι χρησιμοποιεί κανείς όχι από ανάγκη, αλλά για καλλωπισμό, επιφέρει την κατηγορία της κενοδοξίας», όπως είπε ο μέγας Βασίλειος (Όρ. Κατ’ επιτομ. μθ’)˙ άλλ’ ούτε ντύνονταν με σηρικά υφάσματα (δηλαδή μεταξωτά, γιατί οι μεταξοσκώληκες ονομάζονται σήρες από τους Σήρους, δηλαδή τους Κινέζους, στους οποίους βρίσκονται αυτοί οι μεταξοσκώληκες και μεταφέρθηκαν από κει και σ’ άλλους τόπους), ούτε με στολισμένα ενδύματα, ούτε πρόσθεσαν ποικιλοχρωμία στις άκρες των ρούχων˙ γιατί άκουσαν από τη θεόφθογγη γλώσσα ότι εκείνοι που φορούν μαλακά βρίσκονται στα παλάτια των βασιλέων»1 (Ματθ. 10, 7).
Και ο μέγας Βασίλειος λέει: «Βλέπεις κάποιον να υπερηφανεύεται; Στολισμένο με ποικιλόχρωμο ένδυμα ή ντυμένον με μεταξωτά και να έχη δούλους; Περιφρόνησέ τον». (Ομιλ. εις την εξαήμερον). Και ο χρυσός στην γλώσσα Ιωάννης λέει: «Βλέπεις άνθρωπο να φορά μεταξωτά ενδύματα; Περιγέλασέ τον» (Λόγ. ια’ στην Α’ προς Τιμ.). Αλλά και ο θείος Ισίδωρος Πηλουσιώτης, ερμηνεύοντας ποιο ήταν το άνωθεν υφαντό του Κυρίου, λέει: «Ποιός αγνοεί την ευτέλεια εκείνης της ενδυμασίας, την οποία χρησιμοποιούν οι φτωχοί από τους Γαλιλαίους; Στους οποίους μάλιστα συνηθίζεται να γίνεται αυτό το ρούχο με τέτοια τέχνη όπως είναι τα ρούχα που γίνονται γύρω από τον θώρακα υφασμένα με πυκνή ύφανσι. Εάν λοιπόν αυτά επιθυμής, να μιμήσαι την ευτελή ενδυμασία του Ιησού. Γιατί η πολυτέλεια είναι σημάδι της εν τω παρόντι ανοησίας και όχι του άνωθεν φωτισμού» (Επιστ. οδ’ στον Κάτωνα τον μοναχό). Και οι άγιοι προφήτες του Θεού τί ρούχα χρησιμοποιούσαν; Βεβαίως σεμνά, ταπεινά και φτωχικά ενδύματα. Και άκουσε τι λέει γι’ αυτούς ο Κλήμης ο Στρωματεύς: «Ο Ηλίας είχε για ένδυμα μία προβιά και με ζώνη που είχε κατασκευασθή από τρίχες, έσφιγγε την ποδιά. Και ο Ησαΐας, άλλος προφήτης, ήταν γυμνός και ξυπόλητος και πολλές φορές φορούσε ένα σάκκο, ένδυμα ταπεινοφροσύνης˙ και αν πης για τον Ιερεμία, αυτός είχε μόνο ένα λινό περίζωμα˙ και όπως τα ευτραφή σώματα όταν απογυμνώνωνται δείχνουν πιο φανερά την δύναμί τους, έτσι και το κάλλος των ηθών, όταν δεν στολίζεται με ακαλαίσθητες φλυαρίες, δείχνει την μεγαλοπρέπειά του». Και η σύνοδος που έγινε στην Γάγγρα στον ιβ’ κανόνα αναθεματίζει αυτούς που δεν κατηγορούν όσους φορούν τους βήρους, δηλαδή τα βελούδα και τα μεταξωτά: «Γιατί εμείς δεχόμαστε και επαινούμε τα λιτά και ευτελή ενδύματα, ενώ αποστρεφόμαστε τα εξεζητημένα και απαλά».
Τα πολυτελή ενδύματα προξενούν σκάνδαλο και σε άνδρες και σε γυναίκες.
Ωστόσο, εγώ αφήνω την χαύνωσι και την απαλότητα που προξενεί άμεσα στο σώμα και μάλιστα στο σώμα ενός νέου η πολυτέλεια των ενδυμάτων˙ αφήνω και την ανωφέλεια που έχει, όπως είπε ο Γρηγόριος Θεολόγος: «Να μην γίνουμε μαλθακοί με απαλά και κυματιστά ενδύματα, των οποίων το καλλίτερο είναι η ανωφέλεια» (Λόγ. εις τα Θεοφ.). Δεν μιλώ ούτε για την φιλαργυρία που γεννιέται εμμέσως στην καρδιά για την προμήθεια αυτών των ενδυμάτων˙ παραλείπω και την κενοδοξία και την υπερηφάνεια και όλα τα άλλα πάθη, τα οποία είναι σαν φαρμακεροί καρποί αυτού του θανατηφόρου δένδρου˙ και εξετάζω μόνο και μόνο το κοινό σκάνδαλο που προξενεί σε άνδρες μαζί και γυναίκες. Γιατί μεγάλο σκάνδαλο προξενεί ιδιαίτερα στους άνδρες η αμφίεσι των αρχιερέων˙ γιατί αυτοί, παντού, όπου και αν βρεθούν λένε: «Έχουμε τέτοιον αρχιερέα, ο οποίος ολοκληρωτικά έχει παραδοθή στον καλωπισμό των ενδυμάτων και περπατά με μεγάλη φαντασία. Αλλά μεγαλύτερο σκάνδαλο προξενεί στις γυναίκες γιατί αυτές, καθώς είναι στολισμένες, και για να μεταχειρισθώ την φράσι του Ησαΐα˙ «Βαδίζουν με τον τράχηλό τους ψηλά και με προκλητικά νεύματα ματιών, και με το βάδισμα των ποδιών σέρνουν τα φορέματά τους και παίζουν συγχρόνως χορευτικά με τα πόδια τους» (Ησ’. 3, 16)˙ καθώς λοιπόν αυτές σκανδαλίζουν τους άνδρες που τις βλέπουν και τους ερεθίζουν συνεχώς με σφοδρούς έρωτες, απαράλλακτα με τον ίδιο τρόπο και οι στολισμένοι άνδρες και μάλιστα οι αρχιερείς και οι ιερείς σκανδαλίζουν τις γυναίκες και ανάβουν στις ψυχές τους τους άνθρακες της επιθυμίας.
Αλλά έστω, ας υποθέσουμε, ότι και εσύ, είτε από ανοησία, είτε λόγω της σκέπης του Θεού, ή επειδή προσέχεις τον εαυτό σου διατηρείς την σωφροσύνη στον λογισμό, μολονότι καλλωπίζεσαι˙ το σκάνδαλο όμως που εισπράττουν εκείνες οι δύστυχες; Τα βέλη της επιθυμίας, τα οποία τις πληγώνουν καίρια, όταν σε βλέπουν; Η απώλεια που προξενούν από εδώ στις ψυχές τους; Λοιπόν, γι’ αυτές τις ηλίου φαεινότερες αλήθειες ποιός θα λογοδοτήση; Κανείς άλλος βέβαια, παρά εσύ ο ίδιος, ο οποίος για να υπηρετήσης τις ανόητες επιθυμίες σου, παρεισφρήσανε όλα τα προαναφερόμενα και για τα οποία θα λογοδοτήσης ενώπιον του φοβερού δικαστού˙ διότι δε θέλησες να μιμηθής τους αγίους αρχιερείς και τους ιερείς και τους υπολοίπους και να ντύνεσαι ταπεινά, όπως αυτοί που έζησαν τις μέρες τους με μεγάλη ταπεινοφροσύνη˙ και γνώρισα έναν τέτοιο, τον άγιο Μακάριο Κορίνθου, ο οποίος και στην επαρχία του και κατόπιν, φορούσε πάντα ενδύματα ταπεινά και μαύρα. Και για το πόση τιμωρία επιφέρει ο σκανδαλισμός το παραθέτει ο Κύριος, λέγοντας: «Αλλοίμονο στον άνθρωπο δια του οποίου έρχεται το σκάνδαλο. Τον συμφέρει να κρεμασθή στον λαιμό του μια μυλόπετρα και να καταποντισθή στα βάθη της θαλάσσης» (Ματθ. 18, 7).2 Άκουσε όμως και κάποια διήγησι για την πληροφόρησί σου˙ ο μέγας Αντώνιος πεθαίνοντας διέταξε τους μαθητές του να δώσουν την μια προβιά του στον μέγα Αθανάσιο και την άλλη στον επίσκοπο Σεραπίωνα˙ αυτοί, αφού τις δέχθηκαν ολόψυχα, τις φορούσαν στις δεσποτικές εορτές και καυχιόνταν μ’ αυτές σαν να ήταν βασιλικές πορφύρες. Αφού έμαθες λοιπόν για την πολυτέλεια των ενδυμάτνω και για τις ζημίες που προξενεί, να απέχης από αυτήν ως βλαβερή για την ψυχή.
Υποσημειώσεις
1. Γι’ αυτό ωραία είπε και κάποιος νεώτερος Ηθικός: «Οι άνθρωποι αφού εξώρισαν τα δέρματα και τα έρια που προφύλασσαν τα σώματα από το κρύο και τη ζέστη, άρχισαν και κτενίζουν τα δένδρα και να εξέγουν μεταξωτά και να τιμωρούν τα λινάρια για να υφάνουν πανιά, τόσο διαφανή και ελαφρά, ώστε να μη φαίνεται αν τα μέλη τους είναι γυμνά ή ντυμένα.
2. Όλα αυτά τα βεβαιώνει και ο μέγας Βασίλειος λέγοντας: «Αλλά και αν ακόμη ο ίδιος δεν έχη την επιθυμία, δεν μπορεί να πείση εύκολα και τους άλλους ότι δεν την έχει˙ το να σκανδαλίζη όμως κάποιος τους άλλους, χωρίς να έχη κατορθώση τίποτε, έχω τη γνώμη ότι είναι πολύ επικίνδυνο. Έπειτα πρέπει να δούμε και την άλλη πλευρά, ότι δηλαδή, και αν ακόμη ο άνδρας διατηρή καθαρούς τους λογισμούς, δεν μπορεί να υποστηρίξη ότι και η γυναίκα είναι υπεράνω των σωματικών παθών˙ αλλά πολλές φορές εκείνη, αν δεν μπορή να συγκρατή τη σκέψι και είναι θερμή στην επιθυμία, υποφέρει εξ αιτίας αυτού που την συνάντησε απρόσεκτα. Και αυτός μεν δεν πληγώνεται, τραυματίζει όμως πολλές φορές χωρίς να το αντιληφθή» (Ασκητ. Διατ. γ’).
Από το βιβλίο: Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο ή περί φυλακής των πέντε αισθήσεων, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Αγίου Ορους. Μάιος 2013. Επιμέλεια: Ιερομόναχος Βενέδικτος (Αγιορείτης).
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.