Στον αγώνα του «Σαράντα» επιστρατεύθηκε και πολέμησε ολόκληρη η Ελλάδα. Στο μέτωπο ο πολεμιστής της ξηράς, της θάλασσας και του αέρα, κληρωτός, έφεδρος και εθελοντής με το όπλο στο χέρι και στα μετόπισθεν η γυναίκα με το βελόνι και οι γέροντες με τα παιδιά πρόσφεραν εργασία σε κάθε τομέα και διέθεσαν την υπομονή, τον ενθουσιασμό και το θάρρος τους σε κάθε στιγμή.
Η Ελληνική ορθόδοξος εκκλησία στάθηκε σ’ εκείνον τον αγώνα κορυφαίος και κατευθυντήριος οδηγός του Έθνους από την αρχή ως το τέλος. Άλλωστε η Ιταλία του Μουσολίνι είχε προσβάλει την ελληνική ορθόδοξο εκκλησία πριν από την 28η Οκτωβρίου του 1940. Καθόσον η φασιστική τορπίλλη του Δεκαπενταύγουστου που καταβύθισε το εύδρομο «Έλλη» στο λιμάνι της Τήνου σημαιοστολισμένο και κατάμεστο από κόσμο, έτοιμο για τη λιτανεία της εικόνας της Μεγαλόχαρης, ήταν ύβρις πρώτα – πρώτα για την ελληνική ορθόδοξο Εκκλησία. Και κατά συνέπεια ύστερα εκέντρισε το φιλότιμο και την πατριωτική έξαρση όλων των Ελλήνων και τοποθέτησε τον αγώνα κάτω από την προστασία της «Πληγωμένης Παναγίας».
Η Εκκλησία στα μετόπισθεν.
Ο τότε αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρύσανθος από τις πρώτες ώρες του αγώνα με εμπνευσμένο πατριωτικό μήνυμα έδειχνε την οδό της θυσίας, ευλογώντας τα Ελληνικά όπλα και επικαλούμενος την βοήθεια του Παντοδύναμου Θεού. «Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά» έλεγε «Η εκκλησία ευλογεί τα όπλα τα ιερά και πέποιθεν ότι τα τέκνα της Πατρίδος ευπειθή εις το κέλευσμα Αυτής και του Θεού θα σπεύσουν εν μια ψυχή και καρδία να αγωνισθούν υπέρ βωμών και εστιών και της ελευθερίας και της τιμής και θα συνεχίσουν ούτω την απ’ αιώνων πολλών αδιάκοπον σειρά των τιμίων και ενδόξων αγώνων και θα προτιμήσουν τον ωραίον θάνατον από την άσχημον ζωήν της δουλείας. Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου του Θεού και εν τη γενναιότητι και ανδρεία μεγαλυνθησόμεθα». Όλοι οι μητροπολίτες απηύθυναν παρόμοια μηνύματα στις μητροπόλεις τους.
Εξάλλου η Ιερά σύνοδος της εκκλησίας απηύθυνε διαμαρτυρία προς όλες τις χριστιανικές εκκλησίες του κόσμου τονίζοντας: «Την άδικον και αντίθεον πράξιν της επιθέσεως της φασιστικής Ιταλίας και τους εμπρησμούς θεωρεί καθήκον της η εκκλησία της Ελλάδος να καταγγείλη εις τας απανταχού της οικουμένης χριστιανικάς εκκλησίας και πέποιθεν ότι όλοι θα αγανακτήσητε επί τοις τολμηθείσι… Παρακαλεί δε να αναλάβητε ζήλον Χριστού και διαμαρτυρηθήτε και κινηθήτε και κινήσητε τους λαούς υμών αξίως του αδικήματος, ίνα μάθωσι πάντες ως κοινόν εχθρόν να νομίζωσι τον άρπαγα και να προΐστανται των αδικουμένων και να αμύνωνται υπέρ των αιώνων και ακαταλύτων της χριστιανικής θρησκείας αληθειών, της δικαιοσύνης, ελευθερίας, αληθείας και αγάπης, υπέρ ων Χριστός απέθανεν».
Η εκκλησία κατόρθωσε ώστε όλοι οι Έλληνες, απλοί πολίτες, υπηρεσίες και ηγεσία να αναθερμάνουν την πίστη τους και την ελπίδα τους στο Θεό. Τη βοήθεια του Θεού διακήρυτταν τα ταχυδρομικά δελτάρια με την εικόνα της Παναγίας, τη βοήθεια του Θεού επικαλούνταν και οι ηγέτες του έθνους, ο τότε Βασιλεύς Γεώργιος Β’ και ο τότε πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς που επανειλημμένα σημείωναν στα κείμενά τους: «Με την ευλογία του Θεού», «Ο Θεός μας βοηθεί», «Θεέ μου βοήθησέ μας», «Με τη βοήθειαν του Θεού» και «Καταφυγή μου ο Θεός» καθώς και ο Αρχιστράτηγος Α. Παπάγος.
Πρωτοστάτησε η εκκλησία στην κοινωνική μεταβολή που παρατηρήθηκε τότε, ώστε να ξεπεράσουν οι Έλληνες κάθε είδους πικρία από εσωτερικές πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες και να γίνουν ψύχραιμοι και γαλήνιοι με περισσότερη αγάπη και κατανόηση για το συνάνθρωπό τους. Ο παπάς βαρώντας την καμπάνα καλούσε τον κόσμο του χωριού και της συνοικίας στις πόλεις στην εκκλησία, αναδεικνύοντας τους ναούς κέντρα ζωής και δραστηριότητας. Στην εκκλησία συντόνιζαν πολλές φορές τη δράση και τη βοήθειά τους οι Έλληνες των μετόπισθεν προς κάθε κατεύθυνση, στην εκκλησία έψαλλαν και προσεύχονταν με θερμές παρακλήσεις και στην εκκλησία δοξολογούσαν και ευχαριστούσαν το Θεό με τον αίνον της Μεγάλης δοξολογίας για τις νίκες.
Ακόμα και οι εκτός Ελλάδος εκπρόσωποι της εκκλησίας συμμετείχαν – όπως μπορούσαν – ολόψυχα στον αγώνα του έθνους, όπως λ.χ. ο τοποτηρητής του αρχιεπισκόπου θρόνου της μαρτυρικής Κύπρου Λεόντιος, που διοργάνωσε και βρέθηκε επικεφαλής στο συλλαλητήριο των 50.000 Κυπρίων, παρακινώντας τους να συνδράμουν τον αγώνα της μητρός Ελλάδος.
Αξιομνημόνευτη κατεξοχήν ήταν η συμπαράσταση στις οικογένειες των στρατευμένων και στους τραυματίες του πολέμου. Ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος με εισήγηση του τότε γραμματέα της ιεράς συνόδου Ιερωνύμου ίδρυσε την «Πρόνοια των στρατευμένων» στις 17 Νοεμβρίου 1940. Στην «Πρόνοια» λειτούργησαν ως ξεχωριστά τμήματα: «Η ενίσχυσις της οικογενείας του αγωνιστού (Ε.Τ.Ο.Τ.Α.)», που φρόντιζε κυρίως για τα παιδιά και μάλιστα τα ορφανά, «η συντροφιά του αγωνιστού (Σ.Τ.Α.)» ΚΑΙ Η «Περίθαλψις των θυμάτων των αεροεπιδρομών (Π.Θ.Α.)». Όλη η «Πρόνοια» διέθετε 173 παραρτήματα σε ολόκληρη την Ελλάδα, όπου πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους 2.500 κυρίες και δεσποινίδες, 802 ιατροί όλων των ειδικοτήτων και 350 επαγγελματίες από 48 διαφορετικά επαγγέλματα. Εξυπηρετήθηκαν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι 61.000 άπορες οικογένειες των στρατευομένων και οι μαχόμενοι που θυσίαζαν το αίμα τους και τη ζωή τους, ένιωθαν με σιγουριά ότι οι άλλοι πίσω με την πρωτοβουλία της εκκλησίας φρόντιζαν α σπίτια τους. Και όταν επήλθε η κατοχή η «Πρόνοια» παραχώρησε τη θέση της στον εθνικό οργανισμό χριστιανικής αλληλεγγύης (Ε.Ο.Χ.Α.), που αναδείχθηκε πολύτιμο στήριγμα για την επιβίωση του δοκιμαζόμενου σκληρά Ελληνικού λαού.
Έσπευσαν και οι μοναχές των μοναστηριών να βοηθήσουν το αγωνιζόμενο Έθνος: «Το ηγουμενείον μας έχει μετατραπεί εις εργαστήριον πλεκτικής… Δεν εργαζόμεθα μόνο, όταν δεν προσευχόμεθα, άλλ’ ακόμη και εις τον καιρόν της προσευχής μας», σημειώνει η ηγουμένη γυναικείας μονής
Αξίζει να σημειωθεί και η ενέργεια του «Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου» που με επικεφαλής τον ιερόν κλήρον εκχωρούσε στις 6 Δεκεμβρίου 1940 και μεταβίβαζε και έθετε στη διάθεση της πολιτείας όλα τα υπάρχοντα αναθήματα και τιμαλφή, αξίας πέντε εκατομμυρίων δραχμών για ενίσχυση του εθνικού αγώνα. Όμως η προσφορά δεν εκτελέσθηκε γιατί στις 11 Δεκεμβρίου 1940 η τράπεζα της Ελλάδος δεχόταν να προσφέρει αυτή στην Κυβέρνηση το ποσό των 5.000.000 για τον αγώνα και να επιστραφούν τα αφιερώματα στο ναό της Τήνου, όπως και έγινε.
Η Εκκλησία στο μέτωπο.
Η εκκλησία έκανε ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία της και στο μέτωπο. Οι ιερείς των συνταγμάτων ακολουθούσαν τα μαχόμενα τμήματα ενθαρρύνοντας και παρηγορώντας τους μαχητές και, βάζοντας πάνω από το χακί και τη χλαίνη το πετραχείλι, συνέπαιρναν τους φαντάρους ώστε να ψάλλουν τμήματα ολόκληρα στρατού στις ιερές ακολουθίες που τελούσαν. Οι ιερείς των χωριών του μετώπου έμειναν στα χωριά τους ολοπρόθυμοι να βοηθήσουν σε ό,τι χρειάζονταν στρατός και άμαχοι στις πρώτες δύσκολες ημέρες του πολέμου. Και όταν σημειώθηκαν οι πρώτες νίκες τραγούδησαν μαζί με τους χωρικούς και τους φαντάρους τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο στις πλατείες των ηρωϊκών εκείνων χωριών. Σε όλους τους μαχητές του σαράντα είναι ιδιαίτερα και έντονα ζωντανή η εικόνα που αντίκρυζαν καθώς έμπαιναν στα χωριά της Βορείου Ηπείρου: οι κάτοικοι των χωριών με τον ιερέα επί κεφαλής ανεμίζοντας Ελληνικές σημαίες έβγαιναν να προϋπαντήσουν τους φαντάρους και να τους βοηθήσουν όπου μπορούσαν.
Ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων Βλάχος έφθανε συχνά στο μέτωπο από τις πρώτες ημέρες του πολέμου. Επαληθεύοντας τη λαϊκή παροιμία «ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται», καθόσον ο ίδιος στο παρελθόν είχε υποστή δύο καταδίκες σε θάνατο και είχε εκτοπισθεί από τους Ιταλούς το 1917, ένιωθε… άνετα στο μέτωπο, αδιαφορούσε για τις βόμβες και τους όλμους, έφθανε σε σκληρά δοκιμαζόμενα χωριουδάκια και στις προωθημένες θέσεις των πολεμιστών, ακούοντας τους πονεμένους, ενθαρρύνοντας τους καταπονημένους και ευλογώντας τα όπλα. Αλλά και οι πολεμιστές τον αγάπησαν και όταν στις 3 Νοεμβρίου 1940 στο Καλπάκι εκυρίευσαν δεκαπέντε άρματα στα Ιωάννινα… «ως δώρον εις τον μητροπολίτην Σπυρίδωνα!» και δια να ιδούν οι κάτοικοι, που… φοβήθηκαν αρχικά γιατί νόμισαν ότι οι Ιταλοί είχαν νικήσει και… προχωρούσαν. Ακόμα ο ίδιος ο μητροπολίτης στις 9 Δεκεμβρίου 1940, όταν καταλήφθηκε το Αργυρόκαστρο, πήγε στο Αργυρόκαστρο και ετέλεσε την ευχαριστήρια δοξολογία στη μητρόπολη Αργυροκάστρου. Και αρκετοί από τους σημερινούς μητροπολίτες και ιεράρχες υπήρξαν στρατιωτικοί ιερείς το «40».
Και μοναχοί βρέθηκαν στο μέτωπο, όπως λ.χ. από την αδελφότητα Θεολόγων «ΖΩΗ» τριάντα έξι μέλη της κατατάχθηκαν στον Ελληνικό στρατό και έφθασαν στο μέτωπο, από τα οποία μέλη εννιά κληρικοί ως στρατιωτικοί ιερείς και δέκα ως έφεδροι αξιωματικοί.
Αρκετοί κληρικοί έπεσαν ηρωϊκά με το σταυρό στα χέρια πάνω στα ηπειρωτικά βουνά, όπως λ.χ. ο αρχιμανδρίτης διδάσκαλος Ιερόθεος Μπαζιώτης και ο ιερέας Χρυσόστομος Τσοκώνας. Άλλοι ακολούθησαν τα στρατιωτικά τμήματα στην Κρήτη, στην Αίγυπτο, στη Μέση Ανατολή και στην Ιταλία και επανήλθαν μετά την απελευθέρωση του 1944, τιμητικά με τον «Ιερό Λόχο» και την «Ταξιαρχία του Ρίμινι». Υπήρξαν θύματα κληρικοί γενικά στους αγώνες και στην κατοχή, είκοσι (20) από τους Ιταλούς και εβδομήντα πέντε (75) από τους Γερμανούς.
Οπωσδήποτε όμως οι κληρικοί στο μέτωπο είχαν εμπνεύσει στη γενεά των μαχητών του «Σαράντα» βαθύτατη πίστη στο Θεό και στο δίκαιο του αγώνα ώστε να γράφουν: «Μεγάλη η χάρη της Παναγίας… Εμείς εδώ είμαστε θηρία του Ελληνισμού και θέλουμε το δίκαιο και κανένα δεν αδικούμε. Και διαβόλους με τρία ποδάρια να ιδούμε νάρχονται καταπάνω μας θα τους πελεκήσουμε και αυτούς!».
Ακόμα και ο ηρωϊκός Εβραίος συνταγματάρχης Μαρδοχαίος Φριζής παρακινούσε τους στρατιώτες του φωνάζοντας δυνατά: «Εμπρός παιδιά, ο Χριστός μαζί μας!». Μάλιστα λέγεται ότι ο ιερέας του Συγκροτήματος έτρεξε στον τόπο που σκοτώθηκε ο Φριζής, φόρεσε το πετραχείλι του και απλώνοντας το δεξί του χέρι πάνω στο ματωμένο μέτωπο, διάβασε με βαθειά συγκίνηση – Χριστιανός ιερέας αυτός – την επιθανάτια εβραϊκή προσευχή!
Όταν επιτέθηκαν οι Γερμανοί και «βρέθηκαν αντιμέτωποι οι δύο σταυροί, ο τίμιος Σταυρός του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και ο αγκυλωτός του Αδόλφου Χίτλερ η εκκλησία αντιτάχθηκε», διακηρύσσοντας ότι ο αγκυλωτός σταυρός ήταν η στρέβλωση της πραγματικότητας που εκπροσωπούσε την ωμή βία, το βάρβαρο υλισμό, τον πόλεμο της συμφοράς και την κραυγαλέα αδικία.
-Μακαριώτατε, είπαν στον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο, θα υποδεχθούμε τους Γερμανούς στους Αμπελοκήπους (Αθηνών) για να αποφύγουμε τους βανδαλισμούς των στρατευμάτων κατοχής;
-Ναι, είπε απλά, ο αρχιεπίσκοπος, θα σας στείλω το διάκο μου!
Συνέχισε τη σθεναρή στάση του απέναντι στους Γερμανούς κατακτητές και όταν προσκλήθηκε να ορκίσει την κυβέρνηση που τοποθέτησαν οι Γερμανοί, του στρατηγού Γ. Τσολάκογλου, αρνήθηκε να την ορκίσει. Εξάλλου στο Γερμανικό στρατάρχη Φόν Στούμμε που τον επισκέφθηκε στην Αρχιεπισκοπή, αφού τον δέχθηκε ορθός, ατάραχος, γαλήνιος, είπε αυστηρά και άφοβα: «Κύριε στρατάρχα, πρωτίστως ο στρατός σας εισέβαλεν εις έναν τόπον, του οποίου ο λαός ηγωνίσθη με πραγματικήν πίστιν δια την ελευθερία του και εξακολουθεί πάντοτε να πιστεύη εις τα ιδανικά του».
Μετά τον Ιούλιο του 1941 εκλέχθηκε άλλος αρχιεπίσκοπος και ο Χρύσανθος ιδιώτευσε στην ταπεινή αλλά ιστορική οικία της οδού Σουμελά 3 της Κυψέλης, στην Αθήνα. Στο σπίτι του αυτό λειτούργησε για χρόνια – ως την απελευθέρωση – ο παράνομος ασύρματος γνωστός ως ο ασύρματος του δεσπότη, με τον οποίον επικοινωνούσε η αγωνιζόμενη Ελλάδα με την Ελληνική κυβέρνηση του εξωτερικού και με το συμμαχικό στρατηγείο. Αλλά και πολλοί Έλληνες αγωνιστές που αγωνίζονταν ποικιλότροπα στη διάρκεια της κατοχής να τονώσουν την εθνική αντίσταση, από τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο έπαιρναν την ευχή, «από το βάθος της ψυχής του».
Όταν η Ελλάδα μας ξανάγινε ελεύθερη, η εκκλησία με τη μετάθεση της εορτής της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου από την 1η Οκτωβρίου στις 28 Οκτωβρίου πρόσφερε τη θρησκευτική βάση της εθνικής επετείου. Και ο υμνογράφος της μεγάλης του Χριστού εκκλησίας μοναχός π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης συνέταξε στο Άγιον Όρος, ακολουθία της εορτής αυτής σε συνδυασμό προς το περιεχόμενο της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου. Και μαζί με άλλα η εκκλησία μας ψάλλει:
Ανδρείως νικήσασα τον παλαμναίον εχθρόν
την νίκην εβράβευσας τω Χριστωνύμω λαώ,
ηνίκα εθλίβετο πόνοις τοις επελθούσιν
εν ημέρα πολέμου, ώνπερ απαλλαγέντες,
καλλιμάρτυς Ευνίκη, ωδάς επινικίους σοι
συμφώνως προσάδομεν.
Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.