Μαρτυρίες διαφόρων προσώπων για τον παπά-Φώτη τον Λαυριώτη (Μέρος 7-ον) – Π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου.

Κάποτε ο παπά –Φώτης πήγε να λειτουργήσει σ’ ένα ξωκκλήσι τον Άγ. Ιωάννη το Θεολόγο στο χωριό Νεοχώρι (Μπορός). Κατά τη θεία λειτουργία παρευρίσκετο και μια κυρία η οποία βαστούσε στα χέρια της μια κόκκινη λαμπάδα. Την είχε από την Ανάσταση. Μόλις την είδα ο παπά –Φώτης την άρπαξε κυριολεκτικά από τα χέρια της και την έκανε κομμάτια στο γόνατό του. Κατά τη στιγμή που κομμάτιαζε την κόκκινη λαμπάδα έλεγε: «Η Διάβολ’ς έφερες διάβλο μες την εκκλησία». Ήθελε με τον τρόπο του αυτό προφανώς να δείξει ότι στην εκκλησία πρέπει να χρησιμοποιούμε μόνο μελισσοκέρια και όχι χρωματιστά κεριά, κατά το πώς αρέσει στον καθένα…

Στον Τρίγωνα όσο καιρό ήταν εφημέριος συμπαθούσε την αείμνηστη Δημητρούλα Ευαγγελινέλλη. Αυτή ήτο 90 ετών γιαγιά. Η εν λόγω αείμνηστος Δημητρούλα του έραβε πολλές φορές τα ρούχα του και τον τάιζε. Ο παπά –Φώτης την εκτιμούσε πολύ. Σ’ αυτήν εμπιστευόταν και την εικόνα του αγίου και προστάτου Φωτίου Πατριάρχου Κων/πόλεως. Κάθε χρόνο που εόρταζε ο άγιος Φώτιος ο παπά –Φώτης πήγαινε στο σπίτι της κ. Δημητρούλας και έπαιρνε την εικόνα για να κάνει το πανηγύρι και μετά το πέρας της εορτής ξαναγύριζε την εικόνα στην κ. Δημητρούλα. Με την πράξη του αυτή πιθανόν ήθελε να αμείψει την αείμνηστο για τα τόσα καλά που του έκανε, όπως επίσης και γιατί διέκρινε την καθαρότητα των εσωτερικών αισθημάτων της προς τον παπά –Φώτη. Όπως κι αν είχε το πράγμα, ο παπά –Φώτης συνήθιζε πράγματα προσωπικά του να τα εμπιστεύεται προς φύλαξιν σε κάποια γνωστά του πρόσωπα τα οποία ως φαίνεται αγαπούσε ιδιαίτερα και φυσικά μόνον με τον δικό του ανεξιχνίαστο τρόπο… Εκτός όμως από την Δημητρούλα Ευαγγελινέλλη, αγαπητή του κυρία ήταν μια Μικρασιάτισσα που γεννήθηκε στις Φώκιες και απεβίωσε στις 22/8/2010. Ήταν τόσο αγαπητή του που όπως φαίνεται την πήρε ο παπά –Φώτης μαζί του. Η εν λόγω τον έραβε και τον έπλενε και τον υπηρετούσε στην εκκλησία με πολλή αγάπη. Άλλες αγαπητές κυρίες του παπά –Φώτη ήταν η Μεταξία Σαλτογιάννη που πάντα τη ρωτούσε για όποια απουσία της από την ενορία. Συνήθιζε να της λέει: «Το Μιταξές τι κάν’». Η αείμνηστη Μεταξία Πετρέλλη που ήταν ο ταχυδρόμος του ελάμβανε την αλληλογραφία του παπά –Φώτη. Η αείμνηστη Αναστασία Χαλδέζου, οι δύο αείμνηστες αδελφές Μαρία και Μυρσίνη Ευαγγελινέλλη, θυγατέρες του ιερέως Παγωνιάτη που υπηρέτησε στον Τρίγωνα πριν τον παπά –Φώτη. Αυτές τιε θυγατέρες του ιερέως της έλεγε: «Παπάδια». Και άλλες πολλές γυναίκες που ίσως και τώρα να τον υπηρετούν στον ουρανό.

Μας διηγήθηκε μια πνευματική του κόρη, η Μ.Π.Λ., ότι κάποτε επισκέφθηκε τον άγιο Λουκά στα Πάμφιλα μαζί με τους κουμπάρους της. Την ημέρα εκείνη θα λειτουργούσε ο παπά –Φώτης. Όταν κόντευαν να φθάσουν στον άγιο Λουκά φώναξε ο παπά –Φώτης από μακρυά: «Θοδωρή έλα ‘δω να ψάλλεις γιατί δεν έχω ψάλτη». Ο Θοδωρής όντως γνώριζε να ψάλλει αλλά δεν γνώριζε και δεν είδε ποτέ του τον παπά –Φώτη. Πού ήξερε το όνομά του ο παπά –Φώτης; Πώς ήξερε ότι ο εν λόγω κ. Θεόδωρος πήγαινε στον άγιο Λουκά; Πώς ήξερε ότι θα πάει ψάλτης για να ξελειτουργήσει;…

Κάποτε που ταξίδευε με το πλοίο μια άγνωστη κυρία που συνταξίδευε μαζί του και καθόταν κοντά του συνέβη να τρώει, αλλά δεν απόσωσε το φαγητό της και το πέταξε στον κάδο των απορριμμάτων. Ο παπά –Φώτης βλέποντας την κυρία να πετάει το φαγητό στα σκουπίδια σηκώθηκε και πήγε στον κάδο και πήρε το φαγητό και άρχισε να ξεφωνάζει και να την μαλώνει. Το τι έγινε στο πλοίο δεν λέγεται! Τον άκουσε όλο το καράβι. Το τι της είπε δεν περιγράφεται! Τη δίδαξε με το δικό του άγαρμπο τρόπο πως δεν πρέπει να πετάμε φαγητά.

Κάποτε είπε στην κυρία Μ.Π.Λ. ότι κανένας από τους πολιτικούς δεν αγαπάει την Ελλάδα. Πόσο σύγχρονος και πόσο δικαιωμένος βγαίνει ο λόγος του παπά –Φώτη ιδιαιτέρως σήμερα στην πατρίδα μας!

Τα παιδιά αποκαλούσαν τον παπά –Φώτη: «Ο παιδικός παππούλης»! Ήταν αλήθεια ότι τα παιδάκια όχι μόνον τον χαίρονταν αλλά και τον αγαπούσαν. Αλλά και ο παπά –Φώτης αγαπούσε τόσο πολύ τα παιδιά που μέχρι και τούμπες και χορούς έκανε για να τα ευχαριστήσει. Ήταν χάρμα οφθαλμών να βλέπει κανείς πώς έκανε ο παπά –Φώτης όταν έβλεπε παιδιά κοντά του. Τα παιδία παίζει. Χαιρόταν να ασχολείται με τα παιδιά, τα άκακα και απονήρευτα, παρά με τους μεγάλους…

Όταν ο παπά –Φώτης πήγαινε σε κάποιο σπίτι και έβλεπε στα τραπέζια χρωματιστές χαρτοπετσέτες τις μάζευε για το πανηγύρι του αγίου Λουκά.

Μας διηγήθηκε η κ. Μ.Π.Λ. ότι κάποτε επειδή θα πήγαιναν να λειτουργήσουν σε κάποιο χωριό, στην Αρίσβη, στους αγίους Αναργύρους, την εκκλησία του χωριού, της εμπιστεύθηκε ο παπά –Φώτης ένα πρόσφορο προκειμένου να κάνει μνημόσυνο για τον αγιορείτη και πνευματικό του φίλο, τον αείμνηστο ιερομόναχο π. Παύλο Μανζουράνη, ο οποίος υπηρετούσε επί έτη στο ναό που θα πήγαιναν. Όμως ο γυιός της κ. Μ.Π.Λ. βρήκε το πρόσφορο πάνω στο αυτοκίνητο και επειδή πεινούσε το έφαγε κυριολεκτικά όλο. Έτσι αναγκάσθηκε να ζυμώσει και να ψήσει καθ’ όλο το βράδυ νέο πρόσφορο. Το πρωί είχαν δώσει ραντεβού με τον παπά –Φώτη για να πάνε στο χωριό για το μνημόσυνο. Μόλις ο παπά –Φώτης εντόπισε ότι το δικό του πρόσφορο έλειπε και στη θέση του ήταν άλλο, έγινε χαμός! Την επιτιμούσε συνεχώς και έλεγε βαρειές κουβέντες για την απροσεξία της όσον αφορά στο πρόσφορο. Με τον τρόπο του ήθελε να δείξει ότι το πρόσφορο από την ώρα που παρασκευάζεται είναι του Θεού και θέλει προσοχή και φροντίδα εκ μέρους εκείνου που το προετοιμάζει και το προσφέρει στο ναό προκειμένου να τελεσθεί η θεία Ευχαριστία. Μια μεγάλη ευλογία για όποιον ζυμώνει και με τον άρτο του γίνεται το σώμα του Χριστού μας.

Ο παπά –Φώτης πολλές φορές εδίδασκε με ποιο τρόπο πρέπει να ασπαζόμαστε τις άγιες εικόνες. Ο ίδιος όταν έμπαινε μέσα σε ναό ασπαζόταν όλες τις εικόνες. Και ο ασπασμός αυτός ήταν φίλημα κανονικό. Έβλεπε μερικούς από μακριά να κάνουν ότι ασπάζονται τις εικόνες. Όταν εντόπιζε τέτοιους πιστούς τους παρατηρούσε και τους έλεγε να ασπάζονται τις άγιες εικόνες με φιλί.

Όταν υπήρχε κηδεία στο χωριό ή αλλαχού ο παπά –Φώτης συνήθιζε να πηγαίνει στο ξενύχτι. Πολλές φορές συνέβαινε όταν περνούσε η ώρα οι γυναίκες να άρχιζαν τις πολλές συνομιλίες αρκετές φορές με παρεκτροπές προς την περίσταση. Τότε ο παπά –Φώτης γινόταν θηρίο ανήμερο. Τα έβαζε μαζί τους με λόγους σκληρούς και επιτιμήσεις. Δεν ήθελε κατά τις κηδείες κουβεντολόι. Ήθελε προσευχή και περισυλλογή με τη σιωπή.

Συνήθιζε να πηγαίνει τακτικά και να λειτουργεί τα διάφορα ξωκκλήσια. Αυτό ήταν μια ακόρεστη και αγαθή επιθυμία του, να λειτουργούνται οι άγιοι που γιορτάζουν. Μαζί του συνήθως πήγαιναν και πολλές γυναίκες. Ο παπά –Φώτης πάντοτε ασκητικός στο σώμα του περπατούσε στα μονοπάτια και στις ανηφόρες με ευκολία. Οι γυναίκες όμως συνήθως καθυστερούσαν. Τότε ο παπά –Φώτης για να τις διδάσκει για την ωφέλεια της συνεχούς νηστείας και ολιγοφαγίας, τους έλεγε περιπαικτικά: «Γελάδες, μόνο να τρώτε ξέρ’τε!».

Δεν ήταν λίγες οι φορές που έγραφε συστατικές επιστολές στον αρχιερατικό επίτροπο Πλωμαρίου π. Ευστράτιο Μανωλέλλη προκειμένου να ενισχύσει κατά το μέτρο του δυνατού κάποιες άπορες οικογένειες. Έγραφε σε κάποια επιστολή του με ημερομηνία 30/10/1995 σχετικά: «Ενθέρμως παρακαλώ υμάς όπως φανήτε αρωγός και βοηθός εις το θυγάτριον εγγονήν της Αμερισούδας… προσφέρων εις αυτό εν χρηματικόν αδρόν ποσόν, δι’ ου πολλαί αι ευχαριστίαι πάντων».

Κάποτε ο παπά –Φώτης βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη και συμμετείχε σε μια αγρυπνία. Κάποιος παπάς του πήρε κατά λάθος το τρύπιο ράσο του, αφήνοντας στη θέση του το δικό του, καινούργιο και ολομέταξο. Όταν το συνειδητοποίησε ο παπά –Φώτης έβαλε τα κλάμματα σαν μωρό παιδί γιατί το καινούργιο ήταν πολύ ζεστό, ενώ εκείνος ήθελε το δικό του το δροσερό!

Ο παπά –Φώτης ένα τρύπιο ράσο είχε και άλλο τίποτα δεν φορούσε από μέσα. Πριν από χρόνια που τα πράγματα στην γείτονα χώρα, την Τουρκία, ήταν πολύ αυστηρά σχετικά με το πώς κυκλοφορούν οι ιερωμένοι Ορθόδοξοι και έπρεπε οπωσδήποτε να φοράς κουστούμι σαν παπάς, πήγε ο παπά –Φώτης στον Τσεσμέ, φυσικά χωρίς κουστούμι. Τον σταμάτησαν οι Τούρκοι στο τελωνείο και του είπαν πως δεν μπορεί να περάσει έτσι με το ράσο του. Τον διέταξαν να βγάλει το ράσο του… Χωρίς κανένα πρόβλημα ο παπά –Φώτης το έβγαλε… Ε, βλέποντάς τον γυμνό εφρύαξαν οι Τούρκοι και του είπαν: «Καλά, καλά, βάλτο και πέρνα!». Την άλλη μέρα οι Τουρκικές εφημερίδες έγραψαν: «Στην Τουρκία μόνο ο Πατριάρχης και ο παπά –Φώτης κυκλοφορούν με ράσο!». Μικρασιάτης άνθρωπος ήταν, μεγάλο καημό είχε κι αυτός για ‘κείνα τα χώματα…. Συχνά γι’ αυτά μιλούσε…

Μας διηγήθηκε η πρεσβυτέρα του π. Αντωνίου Κοντοπού από τη Βαρειά ότι κάποιας κυρίας γνωστής της ο γυιός δεν μιλούσε στην ίδια τη μητέρα του. Καθώς η εν λόγω κυρία απελπισμένη έβλεπε την απαξία του γυιού της και συζητούσε το πρόβλημά της με τον παπά –Φώτη εκείνος έκανε συνεχώς προσευχή. κι ενώ ο γυιός της ούτε τηλέφωνο δεν της έκανε, μετά τα όσα έλεγε στον παπά –Φώτη χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν αυτός. Αυτή ήταν η αξία και το αποτέλεσμα της προσευχής του παπά –Φώτη!

Η κυρία Μ.Π.Λ. μας διηγήθηκε ότι κάποτε θα φιλοξενούσε τον παπά –Φώτη. Ετοίμασε λοιπόν φαγητά νηστήσιμα προκειμένου να τον ευχαριστήσει. Πέρασαν μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε ώρες κι ενώ πεινούσαν στο σπίτι ο παπάς δεν τους άφηνε να φάνε. Τελικά η γυναίκα πήγε στην κουζίνα και λαθροφάγησε. Όταν επέστρεψε στον τόπο που κάθονταν, ο παπά –Φώτης την αγριοκοίταξε και αμέσως έφυγε. Τότε κατάλαβαν ότι πλήρωσαν τη λαθροφαγία. Δεν μπορούσαν να κατανοήσουν γιατί ο παπά –Φώτης δεν τους επέτρεπε την κατάλυση. Πιθανόν να ήθελε να δοκιμάσει τις αντοχές τους στην ασιτία!

Σε κάποιο σπίτι που τον φιλοξενούσαν επέμεναν να φάει λουκάνικο. Εκείνος δεν απαντούσε. Του το είπαν δεύτερη, τρίτη, τέταρτη φορά. Τότε νευριασμένα πήρε το λουκάνικο και το πέταξε κάτω. Δεν κατάλαβαν ότι ο παπά –Φώτης δεν ήθελε να φάει!
Κάποια φορά στη Βαρειά πήγε να λειτουργήσει στο ναό του χωριού μαζί με τον π. Αντώνιο Κοντοπό. Σε κάποια στιγμή είδε ο π. Αντώνιος τον παπά –Φώτη να βγαίνει απότομα και βιαστικά έξω στην αυλή από την πλαϊνή πόρτα του ιερού. Εκεί βρισκόταν κάποιος που έβαφε τα κάγκελα του ναού. Του είπε επιτιμητικά να σταματήσει. Μετά από ώρα ξαναπετάχτηκε έξω και άρχισε να φωνάζει έξω από την εκκλησία τον εργάτη. Τελικά με τις φωνές τον σταμάτησε. Δεν ήθελε εν ώρα λατρείας να γίνονται εργασίες, παρά μόνον προσευχή.

Η κ. Μ.Π.Λ. μας ανέφερε κάποια πνευματική θέση του παπά –Φώτη σχετικά με τις εκτρώσεις: «Πολλά βάσανα θα έρθουν για τις εκτρώσεις που κάνουν οι γυναίκες». Ο ίδιος έγραφε γράμματα στους γιατρούς να μην κάνουν εκτρώσεις. Κάποτε βρέθηκε ξαφνικά σ’ ένα σπίτι που εκείνη την ώρα μια εγκυμονούσα απέβαλε. Τότε ζήτησε να του φέρουν τον αποβαλόμενο παιδί. Το πήρε στο χέρι του και είπε: «Παιδιά μου το παιδί κουνιέται είναι ζωντανό». Και είπε στην κ. Μ.: «Το παιδί εκείνο το βάπτισα στα χέρια μου και το ονόμασα Γεώργιο».

Μας εμπιστεύθηκε κάποιο πνευματικό του παιδί ο Δ.Α. ότι τα διάφορα παράξενα ονόματα που έδιδε ο παπά –Φώτης κατά τις βαπτίσεις, ιδιαιτέρως προερχόμενα από την Παλαιά Διαθήκη που συνήθως δεν εορτάζουν, τα έδιδε – κατά την ομολογία του – για να μην γίνονται κατά τις εορτές πανηγύρια και γλέντια αμαρτωλά. Δεν ήθελε οι άνθρωποι να βρίσκουν ως αφορμή την ονοματική τους εορτή να πέφτουν σε κραιπάλες και ασωτίες με το πρόσχημα της εορτής και μάλιστα ονόματος αγίου. Ήθελε οι εορτές να γίνονται αφορμές δοξολογίας μέσα στα επιτρεπτά όρια. Με τον τρόπο του άλλωστε ο ίδιος δίδασκε πολλούς συνανθρώπους του πώς να γιορτάζουν τις γιορτές του με πρότυπο τη δική του εορτή του αγίου Φωτίου. Πάντοτε με θεία λειτουργία και ακολούθως με την παράθεση ενός γεύματος αγάπης κατά το οποίο ψάλλονται ύμνοι και διάφορα ευπρεπή παραδοσιακά τραγούδια.

Από το βιβλίο: Παπά-Φώτης Λαυριώτης. Σημείον αντιλεγόμενον (1913- 2010). Του Π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου. Αθήναι, 2011.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.