Των οσίων πατέρων ημών των εν Σινά και Ραϊθώ
ασκήσει λαμψάντων, αγώνες και αποφθέγματα.
Ο αββάς Μαρτύριος, που προαναφέραμε, ησύχαζε προτύτερα απέναντι του όρους Σινά, στον κόλπο της Ερυθράς Θάλασσας, όπου κάθισε και ο μέγας Αντώνιος και ο αββάς Σισσώης. Καθώς βρισκόταν εκεί, έγινε επιδρομή από τους βαρβάρους που κατοικούσαν σε εκείνα τα μέρη και που φόνευσαν μαζί με άλλους και έξι όσιους πατέρες, μεταξύ των οποίων ήταν και ο προφητικότατος άγιος Κόνων. Ο αββάς Μαρτύριος φυλάχθηκε και όταν έφυγαν οι βάρβαροι, πήρε τα άγια λείψανα και τα τοποθέτησε σε μία σπηλιά και έκλεισε την είσοδο με μία μεγάλη πλάκα, στην οποία, αφού την στερέωσε με ασβέστη, έγραψε τα ονόματα των οσίων πάνω της. Μετά από καιρό επέστρεψε, για να δει μήπως έσκαψε κάποιο θηρίο και έβλαψε τα λείψανα. Και ενώ βρήκε σώα τα γράμματα και ασφαλισμένο τον τάφο, μόλις άνοιξε και μπήκε, βρήκε μόνο τέσσερα λείψανα˙ το λείψανο του ιερού Κόνωνος και ενός άλλου μεγάλου γέροντα δεν το βρήκε, επειδή αυτά ο Θεός τα μετέφερε εκεί όπου μόνο αυτός γνωρίζει.
Ο όσιος Ιωάννης ο Σαββαΐτης ησύχασε αρκετό καιρό στην έρημο του Μαχωλά μαζί με τον Δημήτριο Βασιλικό τον αρχίατρο. Κάποια μέρα είδαν στην άμμο του χειμάρου ένα αποτύπωμα από μεγάλο δράκοντα, που περνούσε από εκεί. Φοβούμενος ο Δημήτριος είπε στον Ιωάννη: «Να φύγουμε, πάτερ, από εδώ μήπως μας επιτεθεί το θηρίο». Και ο Ιωάννης του απαντά: «Ας προσευχηθούμε περισσότερο στον Θεό εναντίον του θηρίου». Και παίρνοντας στάση προσευχής και καθώς το θηρίο βρισκόταν μακρυά τους μόλις δύο στάδια, βλέπουν ότι υψώθηκε το θηρίο και έμεινε μετέωρο μέχρι τα σύννεφα μετά από θεία διαταγή και έπειτα έπεσε με πολλή βολή κάτω, συντρίφθηκε, διασπάστηκε σε πολλά μέρη και αφανίστηκε εντελώς.
Κάποια μέρα που καθόταν ο όσιος Ιωάννης στο κελλί του, ήλθε ένας θηλυκός αγριόχοιρος που κρατούσε το παιδί της στο στόμα και το απόθεσε στα πόδια του γέροντα. Αυτός, όταν είδε ότι το μικρό ήταν τυφλό, έφτυσε, έκανε πηλό και κάλυψε τα μάτια του χοιριδίου, το οποίο αμέσως απέκτησε την όρασή του. Τότε η μητέρα του φίλησε τα πόδια του αγίου, πήρε το παιδί της και έφυγε. Την επομένη του έφερε ένα λάχανο σέρνοντάς το με πολύ κόπο με το στόμα της. Ο όσιος χαμογέλασε και της είπε: «Από πού το έφερες; Από τους κήπους βέβαια το έκλεψες, εγώ όμως δεν τρώω κλεμμένα. Πήγαινε, λοιπόν, και βάλτο στη θέση του». Το ζώο σαν να ντροπιάστηκε, πήρε το λάχανο και το πήγε εκεί από όπου το έκοψε.
Ο μακάριος Αναστάσιος ο εν Ραϊθώ, έφτασε σε τελειότητα αρετής και ασκήσεως ως προς την ακρίβεια των ορθών δογμάτων της καθολικής Εκκλησίας, ώστε πολλούς αιρετικούς επέστρεψε στην ορθοδοξία. Κάποια ημέρα φιλονίκησε με κάποιους κακόδοξους και ορκίστηκε πως αν αισθανθεί στην συνείδησή του ότι αυτοί ορθά σκέφτονται, τότε χωρίς καμμία διχόνοια θα επικοινωνήσει μαζί τους και όρκισε και εκείνους το ίδιο. Άρχισαν, λοιπόν, την διάλεξη και φάνηκε φως, φως και σκοτάδι, σκοτάδι, εξαιτίας του οποίου αναγκάστηκαν να ομολογήσουν ότι μιλούσε ορθά. Έτσι ζήτησε από αυτούς το τάξιμο και ο μεν ένας έγινε αμέσως ορθόδοξος, ο άλλος όμως ανέβαλε την στιγμή λέγοντας: «Ότι μιλάς σωστά δεν αμφιβάλλω, πλην όμως για τους συγγενείς μου δεν μπορώ να αφήσω την αίρεση». Τότε ο θείος Αναστάσιος γεμάτος από θείο ζήλο του είπε: «Επειδή επέλεξες την δόξα των ανθρώπων περισσότερο από την δόξα του Θεού, ευλογητός ο Θεός, πλέον ούτε με εμάς ούτε με εκείνους θα επικοινωνείς». Πράγματι, την άλλη μέρα ξεψύχησε ο άθλιος.
Και μια άλλη φορά συνομιλούσε με άλλον αιρετικό για τα ορθά δόγματα, στον οποίο απέδειξε και παρουσίασε την αλήθεια. Εκείνος όμως επειδή δεν ήθελε να δεχθεί την ορθοδοξία του είπε: «Επειδή δεν πείθεσαι, ο μονογενής σου υιός θα δεχθεί εκδίκηση, διότι παραβίασες τον όρκο». Μετά από λίγες ημέρες ο γιος του πέθανε. Τότε φοβούμενος εκείνος ήλθε και προσέπεσε στα πόδια του αγίου και τον παρακαλούσε να γίνει ορθόδοξος και μοναχός. Τον έστειλε, λοιπόν, ο όσιος στην Ραϊθώ όπου και έγινε μοναχός.
Μετά την κοίμηση του οσίου πατρός ημών Ιωάννου της Κλίμακας, ηγούμενος της μονής έγινε ο Ίσαυρος, πνευματοφόρος και ιαματικός. Βρισκόταν τότε κάποιος παράλυτος στο νοσοκομείο, στον οποίο παρουσιάστηκε η Δέσποινα Θεοτόκος και του λέει: «Πήγαινε στον ηγούμενο να προσευχηθεί, για να γιατρευτείς». Βγήκε, λοιπόν, ο παράλυτος συρόμενος και πήγε στον ηγούμενο και κατά θεία οικονομία δεν βρέθηκε άλλος να ανοίξει την πόρτα παρά ο ηγούμενος, του οποίου τα πόδια κρατώντας ο παράλυτος είπε: «Δεν σε αφήνω, αν δεν με γιατρεύσεις». Πιεζόμενος, λοιπόν, ο ηγούμενος, έλυσε την ζώνη του και είπε: «Πάρε την ζώνη και ζώσου την». Μόλις την πήρε και την ζώστηκε, θεραπεύτηκε αμέσως, δοξάζοντας τον Θεό.
Στον τόπο του Αρσελάου κατοίκησε ο αββάς Μιχαήλ ο Ιβήρ, μαζί με τον μαθητή του τον Ευστάθιο. Όταν ο γέροντας επρόκειτο να πεθάνει, ο μαθητής ασθένησε και έκλαιγε συνεχώς. Τότε ο γέροντας του λέει: «Φέρε μου να πλύνω τα χέρια και να κοινωνήσω». Αφού κοινώνησε, του ξαναλέει: «Γνωρίζεις, τέκνο, ότι ο τόπος αυτός είναι επικίνδυνος και γκρεμνώδης στην κατηφόρα για τον τάφο, και αν πεθάνω επάνω, κινδυνεύεις καθώς θα με κατεβάζεις να με ενταφιάσεις. Ας κατέβουμε, λοιπόν, λίγο – λίγο και θα με βοηθάς». Έτσι, αφού κατέβηκαν με τον μαθητή, τον ασπάστηκε ο γέροντας και του λέει: «Ειρήνη, τέκνο, να εύχεσαι για μένα»˙ και ξαπλώνοντας στον τάφο αναχώρησε προς τον Κύριο γεμάτος χαρά και ευφροσύνη.
Στον ίδιο τόπο του Αρσελάου ησύχαζε και ο όσιος Γεώργιος ο σημειοφόρος, που ευλόγησε το πιθάρι του λαδιού και ανέβλυσε λάδι και γέμισαν όλα τα πιθάρια παραδόξως. Αυτός θεράπευσε και τον μαθητή το υπου τον δάγκωσε φίδι, το οποίο το έπιασε σαν μία ακρίδα και το έσχισε στα δύο, παραγγέλνοντας στον μαθητή το υνα μην πει σε κανέναν το θαυμαστό, όσο ζούσε. Ο δε θάνατος του οσίου έγινε έτσι. Αφού ασθένησε, ξάπλωνε στο κελλί του επάνω σε μία ψάθα και έστειλε έναν σαρακινό στον Κιλά να ειδοποιήσει έναν αγαπημένο του να έλθει να τον χαιρετήσει˙ η απόσταση του δρόμου ήταν διακόσια μίλια. Μετά από δώδεκα μέρες είπε ο γέροντας στον μαθητή του: «Πήγαινε, τέκνο, και άναψε φωτιά να θυμιάσεις, γιατί οι αδελφοί έφτασαν». Μόλις ο μαθητής άναψε το θυμιατήρι, μπήκε ο σαρακηνός με τον φίλο το στην σπηλιά. Ο γέροντας προσευχήθηκε, χαιρέτησε τον φίλο του, κοινώνησε τα άχραντα μυστήρια και αφού ξάπλωσε μόνος του, παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού.
Από το βιβλίο: Λειμωνάριον το παλαιόν – ιωάννου Μόσχου. Ητοι, Τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου. Διηγήματα των Οσίων πατέρων. βιβλίον ψυχωφελέστατον Ιωάννου Ευκρατά και Σωφρονίου του σοφιστού.
Εκδότης, Η Αγία Αννα, Φεβρουάριος 2005
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.