α) Συζήτηση. Ότι τα αιώνια και τα πνευματικά δεν τα πιστεύουν οι σαρκικοί, απλώς γιατί δεν γνώρισαν με την πείρα αυτά που ακούνε.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Όταν ο προπάτορας του ανθρωπίνου γένους εξαιτίας του αμαρτήματος αποδιώχθηκε από τις χαρές του Παραδείσου,1 ήρθε σε αυτήν την ταλαιπωρία της εξορίας και της τυφλότητας που τώρα υποφέρουμε, γιατί με την αμαρτία ο ίδιος σκορπίσθηκε έξω από τον εαυτό του και δεν μπορούσε πια να βλέπει τις χαρές εκείνες της ουράνιας πατρίδας, που προηγουμένως θεωρούσε. Στον Παράδεισο ο άνθρωπος είχε συνηθίσει α εντρυφά2 στους λόγους του Θεού και χάρις στην καθαρότητα καρδίας3 και το ύψος θεωρίας να παρευρίσκεται ανάμεσα στα πνεύματα των μακαρίων αγγέλων. Αλλά όταν έπεσε από εκεί, έφυγε από εκείνο το νοερό φως, με το οποίο ήταν γεμάτος.
Από εκείνου την σάρκα γεννημένοι κι εμείς μέσα στην τυφλότητα αυτής της εξορίας, ακούμε βέβαια πως υπάρχει ουράνια πατρίδα, ακούμε πως πολίτες της είναι οι άγγελοι του Θεού, ακούμε πως σύντροφοι αυτών των αγγέλων είναι τα πνεύματα των τελείων δικαίων,4 αλλά όσοι είναι σαρκικοί, επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα να γνωρίσουν με την πείρα εκείνα τα αόρατα, αμφιβάλλουν αν άραγε υπάρχει αυτό που δεν βλέπουν με τα σωματικά μάτια. Αυτή η αμφιβολία προφανώς δεν μπορούσε να υπάρξει στον προπάτορά μας, γιατί κι όταν ήταν αποκλεισμένος από τις χαρές του Παραδείσου, τουλάχιστον θυμόταν τι είχε χάσει, γιατί το είχε δει. Αυτοί όμως δεν μπορούν να συλλάβουν με τις αισθήσεις ή με τη μνήμη όσα ακούνε, γιατί κανένα από αυτά δεν κατέχουν εκ πείρας, όπως εκείνος, έστω ως προηγούμενο.
Για παράδειγμα, αν μια έγκυος γυναίκα σταλεί στη φυλακή και εκεί γεννήσει το παιδί, το γεννημένο παιδί θα ανατραφεί και θα μεγαλώσει στη φυλακή. Αν τυχόν τώρα η μητέρα που το γέννησε του κατονομάσει ήλιο, σελήνη, άστρα, βουνά και κάμπους, πουλιά που πετάνε, άλογα που τρέχουν, εκείνο όμως που γεννήθηκε και ανατράφηκε στη φυλακή δεν ξέρει τίποτε άλλο εκτός από το σκοτάδι της φυλακής και ακούει βέβαια πως υπάρχουν αυτά, αλλά επειδή δεν τα γνώρισε με την πείρα, δυσπιστεί πως αληθινά υπάρχουν. Έτσι και οι γεννημένοι σε αυτή την τυφλότητα της εξορίας τους άνθρωποι, όταν ακούν πως υπάρχουν υπέρτατα και αόρατα, δυσπιστούν αν είναι αληθινά, γιατί έχουν γνωρίσει μόνο αυτά τα κατώτατα, μέσα στα οποία γεννήθηκαν.
Συνέπεια αυτού ήταν να έλθει ο ίδιος ο Ποιητής αοράτων και ορατών, ο Μονογενής του Πατρός, προς λύτρωσιν του ανθρωπίνου γένους και να στείλει το άγιο Πνεύμα στις καρδιές μας, ούτως ώστε ζωοποιημένοι δι’ Αυτού5 να πιστεύουμε αυτά, που δεν μπορούμε ακόμα να γνωρίσουμε εκ πείρας. Καθ’ όσον λοιπόν δεχόμαστε αυτό το Πνεύμα, το ενέχυρο της κληρονομίας μας,6 δεν αμφιβάλλουμε για τη ζωή των αοράτων.
Όποιος όμως δεν είναι ακόμα στέρεος σε αυτή την πεποίθηση, οφείλει αναμφίβολα να δίνει πίστη στους λόγους των προχωρημένων και να πιστεύει αυτούς που ήδη δια του αγίου Πνεύματος έχουν λάβει πείρα των αοράτων. Γιατί είναι άφρον το παιδί, αν έχει τη γνώμη πως ψεύδεται η μητέρα σχετικά με το φως, απλώς γιατί το ίδιο δεν γνώρισε τίποτε άλλο εκτός από το σκοτάδι της φυλακής.
ΠΕΤΡΟΣ. Με αναπαύει πολύ αυτό που λες. Αλλά αυτός που δεν πιστεύει πως υπάρχουν τα αόρατα, είναι φυσικά άπιστος. Και αυτός που είναι άπιστος, σχετικά με αυτό, για το οποίο αμφιβάλλει, δεν ζητάει πίστη, αλλά εκλογίκευση.
Υποσημειώσεις.
1. Βλ. Γεν. 3.
2. Βλ. Γεν. 2, 16-17
3. Βλ. Ματθ. 5, 8
4. Βλ. Εβρ. 12, 22-23
5. Φράσεις που προέρχονται από το Σύμβολο της Πίστεως.
6. Βλ. Εφεσ’ 1, 13 -14.
Από το βιβλίο: Βίοι αγνώστων Ασκητών: Αγίου Γρηγορίου, Πάπα Ρώμης, του επικαλουμένου Διαλόγου. Εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις υπό Ιωάννου Ιερομ.
Εκδότης, Ιερά Σκήτη Αγίας Αννης – Αγιον Ορος. Ιούνιος 2020.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.