Του οσίου πατέρα μας Δωροθέου διδασκαλίες προς τους μαθητές του περί αποταγής (Μέρος Γ’).

Το σχήμα που φοράμε, είναι το κολόβιο (χωρίς μανίκια) η δερμάτινη ζώνη, το πολυσταύρι και το κουκούλι. Αυτά είναι σύμβολα του σχήματός μας και πρέπει να μάθουμε τι σημασία έχουν για μας.

Γιατί φοράμε το κολόβιο που δεν έχει μανίκια; Γιατί εμείς δεν έχουμε μανίκια, ενώ όλοι οι άλλοι έχουν; Τα μανίκια είναι σύμβολα των χεριών. Τα δε χέρια χρησιμοποιούνται για πρακτικά έργα. Όταν λοιπόν μας έρχεται ο λογισμός να κάνουμε με τα χέρια μας κάτι που μας υπαγορεύει ο «παλαιός άνθρωπος», ας υποθέσουμε να κλέψουμε ή να δείρουμε ή οποιαδήποτε άλλη αμαρτία, χρησιμοποιώντας τα χέρια μας, πρέπει να παρατηρούμε το σχήμα μας και να βλέπουμε ότι δεν έχουμε μανίκια, δηλαδή δεν έχουμε χέρια, για να εκπληρώσουμε κάποιο από τα θελήματα του «παλαιού ανθρώπου».

Το κολόβιό μας έχει ακόμα κάποιο κόκκινο σημάδι. Τι να σημαίνει αυτό το κόκκινα σημάδι; Καθένας που εντάσσεται στο βασιλικό στρατό φέρει πορφύρα στη χλαίνη του. Γιατί, επειδή ο βασιλιάς φοράει πορφύρα, όλοι όσοι ανήκουν στο στρατό του βάζουν πορφύρα πάνω στη χλαίνη τους, δηλαδή το βασιλικό ένδυμα, για να δείξουν μ’ αυτό ότι ανήκουν στην παράταξη του βασιλιά και ότι μπαίνουν κάτω από τις διαταγές του. Έτσι και εμείς βάζουμε κόκκινο σημάδι στο κολόβιό μας, θέλοντας να δείξουμε ότι γίναμε στρατιώτες του Χριστού και έχουμε υποχρέωση να υπομείνουμε για χάρη Του όλα τα παθήματα, όσα Αυτός υπέμεινε για μας. Γιατί, όταν έπαθε ο Κύριός μας, φόρεσε την πορφύρα (Ιωάν. 19, 2). Πρώτα – πρώτα ως βασιλιάς, επειδή Αυτός είναι ο «βασιλιάς των βασιλιάδων και Κύριος των Κυρίων». (Αποκ. 19, 16), και έπειτα ως πρόσωπο που το γελοιοποιούσαν εκείνοι οι δυσσεβείς. Και εμείς λοιπόν, φορώντας το κόκκινο σημάδι, υποσχόμαστε, όπως είπα, να υποφέρουμε όλα τα παθήματά Του.

Και όπως ακριβώς ο στρατιώτης δεν αφήνει το στρατό, για να πάει να γίνει γεωργός ή πραγματευτής – γιατί τότε χάνει τη θέση του στο στρατό, όπως λέει ο Απόστολος «Κανένας απ’ όσους μπαίνουν στις τάξεις του στρατού δεν μπερδεύεται με τις βιοτικές υποθέσεις, για να αρέσει στον αρχηγό του στρατού «Β’ Τιμ. 2, 4) – έτσι και εμείς πρέπει να αγωνιστούμε, ώστε να ξεφύγουμε από τη μέριμνα όλων των κοσμικών πραγμάτων και υποθέσεων, και να απασχοληθούμε μόνο με τον Θεό, όπως λέει ο απόστολος: «Για να ζει η παρθένος απερίσπαστα τη ζωή της αφιερώσεώς της» (Α’ Κορ. 7, 34-35).

Έχουμε ακόμη και ζώνη. Γιατί τη φοράμε; Η ζώνη που φοράμε, συμβολίζει πρώτα – πρώτα ότι είμαστε έτοιμοι να διακονούμε. Γιατί καθένας που θέλει να δουλέψει, πρώτα ζώνεται και έτσι αρχίζει τη δουλειά, όπως λέει: «Να είναι η μέση σας ολόγυρα ζωσμένη» (Λουκ. 12, 35). Και μετά, όπως ακριβώς η ζώνη γίνεται από νεκρωμένο δέρμα,1 έτσι και εμείς να νεκρώσουμε τη διληδονία μας. Γιατί η ζώνη φοριέται πάνω στη μέση μας. Εκεί βρίσκονται τα νεφρά, που, όπως λέγεται2 είναι η έδρα των επιθυμιών της ψυχής. Και αυτό σημαίνει εκείνο που λέει ο απόστολος: «Νεκρώσατε τα γήινα μέλη σας, την πορνεία, την ακαθαρσία κ.τ.λ.» (Κολ. 3, 5).

Έχουμε και το πολυσταύρι. Το πολυσταύρι φοριέται σταυρωτά πάνω στους ώμους μας. Αυτό σημαίνει ότι βαστάμε το σύμβολο του σταυρού στους ώμους μας, καθώς λέει: «Σήκωσε το σταυρό σου και ακολούθησέ με» (Ματθ. 16, 24). Τι άλλο δε σημαίνει ο σταυρός, παρά τέλεια νέκρωση, που κατορθώνεται μέσα μας με την πίστη μας στον Χριστό; Γιατί η πίστη, όπως λέει πάλι το γεροντικό, περιορίζει όλα τα εμπόδια και μας ελευθερώνει το δρόμο για την άσκηση, που μας οδηγεί σ’ αυτή την απόλυτη νέκρωση. Δηλαδή να νεκρώσει κανείς τον εαυτό του απ’ όλα τα κοσμικά πράγματα και τις υποθέσεις. Και αν άφησε γονείς, να αγωνιστεί και εναντίον της επιθυμίας της σχέσεως μ’ αυτούς˙ παρόμοια και με τα χρήματα και τα κτήματα. Για κάθε πράγμα που αρνήθηκε κανείς, πρέπει να απαρνηθεί και την επιθυμία του, όπως ακριβώς έχουμε ήδη πει. Αυτή είναι η τέλεια αποταγή.

Φοράμε και το κουκούλι. Αυτό είναι σύμβολο της ταπεινώσεως. Γιατί τα μικρά βρέφη φοράνε κουκούλια. Ο μεγάλος άνθρωπος δεν φοράει βέβαια κουκούλι. Εμείς λοιπόν, γι’ αυτό το φοράμε, για να γίνουμε νήπια στην κακία, όπως λέει ο απόστολος: «Μη γινόσαστε παιδιά στο μυαλό, αλλά στην κακία» (Α’ Κορ. 14, 20). Τι σημαίνει να γίνουμε νήπια στην κακία; Το νήπιο που δεν έχει κακία, αν το εξευτελίσουν, δεν θυμώνει και αν το τιμήσουν, δεν κενοδοξεί. Αν κανείς του πάρει ό,τι έχει, δεν στενοχωριέται. Γιατί είναι άκακο. Δεν επιδιώκει την ικανοποίηση του πάθους του, δεν θέλει να προσεταιρισθεί δόξα που δεν του ανήκει.

Το κουκούλι είναι ακόμα σημάδι της χάριτος του Θεού, γιατί, όπως ακριβώς το κουκούλι σκεπάζει και προστατεύει το κεφάλι του παιδιού, έτσι και η Χάρη του Θεού σκεπάζει το νου μας, όπως λέει στο γεροντικό: «Το κουκούλι είναι σύμβολο της Χάριτος του Σωτήρα μας Θεού που μας σκεπάζει το ¨ηγεμονικό¨ και περιθάλπει την παιδική ακακία, που μας χαρίζει ο Χριστός, την προστατεύει από εκείνους που την κτυπούν και επιχειρούν να την πληγώσουν».

Να λοιπόν που έχουμε ζώνη στη μέση μας, η οποία φανερώνει τη νέκρωση της άλογης επιθυμίας, και πολυσταύρι στους ώμους, που φανερώνει το σταυρό. Έχουμε και το κουκούλι, που φανερώνει την ακακία και την «εν Χριστώ» νηπιότητα. Ας ζήσουμε λοιπόν σύμφωνα με το σχήμα μας, όπως είπαν οι Πατέρες, για να μη φοράμε αταίριαστο με τη ζωή μας σχήμα˙ αλλά όπως ακριβώς αφήσαμε τα μεγάλα, έτσι ας αφήσουμε και τα μικρά. Αφήσαμε τον κόσμο, ας αφήσουμε και τις επιθυμίες του. Γιατί οι επιθυμίες μας ξαναδένουν, όπως είπα, με τον κόσμο, χωρίς να το καταλάβουμε, χρησιμοποιώντας σαν όργανά τους μερικά μικρά, τιποτένια και ανάξια λόγου πράγματα.

Αν λοιπόν θέλουμε να απαλλαγούμε τέλεια και να ελευθερωθούμε, ας μάθουμε να κόβουμε τα θελήματά μας˙ και έτσι, προκόβοντας λίγο – λίγο, με τη Χάρη του Θεού, θα φθάσουμε στην «απροσπάθεια». Γιατί τίποτε δεν ωφελεί τόσο τους ανθρώπους, όπως το να κόψουν το θέλημά τους. Πραγματικά, προοδεύει κανείς υπ’ αυτό το πράγμα σχεδόν περισσότερο απ’ όσο με οποιαδήποτε άλλη αρετή. Και όπως ακριβώς ο άνθρωπος που περπατάει στο δρόμο και βρίσκει ένα μονοπάτι και το ακολουθεί, μ’ εκείνο το μονοπάτι κερδίζει πολύ μεγάλο μέρος από το δρόμο, το ίδιο συμβαίνει και μ’ αυτόν που ακολουθεί το δρόμο της «εκκοπής του θελήματος». Γιατί με το να κόβει κανείς το θέλημά του, αποκτά την «απροσπάθεια»˙ και από την «απροσπάθεια» έρχεται, με τη Χάρη του Θεού, σε τέλεια «απάθεια». Μπορεί δε σε μικρό χρονικό διάστημα να κόψει κανείς δέκα θελήματα. Και σας λέω πως: Κάνει ένα μικρό περίπατο και βλέπει κάτι και του λέει ο λογισμός: «Κοίταξε εκεί». Και λέει στο λογισμό: «Όχι δεν κοιτάζω καθόλου». Και κόβει το θέλημά το και δεν προσέχει.

Πάλι συναντά μερικούς που κουβεντιάζουν και του λέει ο λογισμός: «Πες και συ αυτό». Και κόβει το θέλημά του και δεν το λέει. Πάλι του λέει ο λογισμός: «Πήγαινε και ρώτησε τον μάγειρα τι μαγειρεύει». Και δεν πάει, αλλά κόβει το θέλημά του. Βλέπει κάτι και του λέει ο λογισμός: «Ρώτησε ποιος το έφερε». Και κόβει το θέλημά του και δεν ρωτάει. Και έτσι, κόβοντας συχνά –πυκνά το θέλημά του, συνηθίζει να το κόβει. Και, αρχίζοντας από τα μικρά, φθάνει να κόβει με άνεση και χαρά και τα μεγάλα. Έτσι καταλήγει να μην έχει καθόλου θέλημα, αλλά οτιδήποτε συμβεί, τον αναπαύει, σαν να γίνεται με το θέλημά του. Και, χωρίς να θέλει ο ίδιος να κάνει το θέλημά του, βρίσκεται πάντοτε να το κάνει. Γιατί, για όποιον δεν έχει δικό του θέλημα, καθετί που γίνεται είναι και δικό του. Και μ’ αυτόν τον τρόπο φθάνει, όπως είπαμε, να μην έχει «προσπάθεια» και από την «απροσπάθεια» έρχεται στην «απάθεια».

Βλέπετε πόσο προκόβουμε με το να κόβουμε λίγο – λίγο το θέλημά μας; Ποιος ήταν ο μακάριος εκείνος Δοσίθεος, τι ζωή ζούσε πριν, με τι τρυφή, με τι άγνοια! Άνθρωπος που ποτέ δεν άκουσε λόγο Θεού. Και όμως ακούσατε σε τι «μέτρα» και σε πόσο λίγο χρόνο έφθασε, με το να είναι πιστός στην υπακοή και να κόβει το θέλημά του. Πώς ακόμα τον δόξασε ο Θεός και δεν άφησε να λησμονηθεί η τόσο μεγάλη αρετή του, αλλά την αποκάλυψε στον άγιο γέροντα, και αυτός τον είδε μαζί μ’ όλους εκείνους τους αγίους να απολαμβάνει την ίδια μ’ αυτούς μακαριότητα.

Σας αναφέρω και κάτι άλλο, για το οποίο είμαι μάρτυρας, για να μάθετε ότι και από θάνατο ακόμα σώζει τον άνθρωπο η υπακοή και το να μην έχει δικό του θέλημα. Όταν κάποτε βρισκόμουν στο μοναστήρι του αββά Σερίδου, ήρθε ένας μαθητής κάποιου μεγάλου γέροντα, από τα μέρη του Ασκάλωνα, για κάποια υπόθεση το γέροντά του. Είχε όμως εντολή από τον γέροντα να γυρίσει το βράδυ στο κελλί του. Αλλά μέχρι να φύγει χάλασε πολύ ο καιρός, άρχισαν βροχές και βροντές και πλημμύρισε ο γειτονικός χείμαρρος. Εκείνος όμως ήθελε να φύγει, σύμφωνα με την εντολή του γέροντα. Εμείς τον παρακαλούσαμε να μείνει, γιατί πιστεύαμε ότι ήταν αδύνατον να σωθεί από το ποτάμι. Αλλά δεν μπορούσαμε να τον πείσουμε να μείνει. Στο τέλος λοιπόν είπαμε. Ας πάμε μαζί του μέχρι το ποτάμι. Γιατί, αν το δει, μόνος του θα γυρίσει πίσω. Πήγαμε λοιπόν μαζί του και μόλις φθάσαμε στο ποτάμι, βγάζει τα ρούχα του, τα δένει στο κεφάλι του, ζώνεται το «μαφόριο»3 και πέφτει στο ποτάμι, σ’ όλο εκείνο το φοβερό ρεύμα.

Εμείς στεκόμαστε γεμάτοι έκπληξη και φόβο μήπως πνιγεί. Εκείνος όμως κολυμπούσε και ξαφνικά βρίσκεται στην αντίπερα όχθη και φοράει τα ρούχα του και μας βάζει από εκεί μετάνοια και παίρνει ευχή και φεύγει τρέχοντας. Εμείς παραμείναμε γεμάτοι θαυμασμό και έκπληξη για τη δύναμη της αρετής, γιατί, ενώ εμείς γεμάτοι φόβο τον κοιτάζαμε, εκείνος πέρασε χωρίς να διατρέξει κανένα κίνδυνο, χάρη στην υπακοή του.

Παρόμοια και εκείνος ο αδελφός που τον έστειλε ο γέροντάς του για διάφορες απαραίτητες εργασίες στον «αποκρισάριό» του στην πόλη, όταν κατάλαβε ότι η κόρη του «αποκρισάριου» ήθελε να τον παρασύρει στην αμαρτία, λέγοντας μόνο «Θεέ μου, με τις ευχές του γέροντά μου, γλύτωσέ με» αμέσως βρέθηκε στο δρόμο που οδηγούσε στη σκήτη, γυρίζοντας στον γέροντά του. Βλέπετε δύναμη αρετής; Βλέπετε ενέργεια λόγου; Πόση βοήθεια παίρνει κανείς και με μόνη την επίκληση των ευχών του γέροντά του; Για να πει «Θεέ μου, με τις ευχές του γέροντά μου, γλύτωσέ με, αμέσως βρέθηκε στο δρόμο. Κατανοήστε και των δυο την ταπείνωση και την ευλάβεια. Βρίσκονταν σε ανάγκη και ήθελε ο γέροντας να στείλει τον αδελφό στον «αποκρισάριό» τους. Δεν του είπε όμως «πήγαινε», αλλά του είπε: «Θέλεις να πάς;» Παρόμοια και ο αδελφός δεν είπε «θα πάω», αλλά του είπε: «Θα κάνω όπως θέλεις». Γιατί και τους πειρασμούς που θα συναντούσε φοβόταν, και το να κάνει παρακοή στον γέροντά του.

Κατόπιν, μόλις δυσκολεύθηκαν περισσότερο, του λέει ο γέροντας: «Σήκω πήγαινε». Και δεν του είπε «ελπίζω ότι ο Θεός θα σε σκεπάσει», αλλά του λέει: «Ελπίζω ότι, με τις ευχές του γέροντά μου, ο Θεός θα σε σκεπάσει». Παρόμοια και ο αδελφός, όταν βρέθηκε στον πειρασμό, δεν είπε «Θεέ μου, γλύτωσέ με», αλλά «Θεέ μου, με τις ευχές του γέροντά μου, γλύτωσέ με». Και καθένας τους είχε την ελπίδα του στις ευχές του γέροντά του».

Βλέπετε πως συνταίριασαν την υπακοή με την ταπείνωση; Γιατί, όπως ακριβώς ζεύεται το αμάξι και δεν μπορεί το ένα άλογο να τρέξει περισσότερο από το άλλο γιατί πληγώνεται, έτσι πρέπει και η υπακοή να είναι ζεμένη με την ταπείνωση. Και πώς μπορεί να αξιωθεί κανείς να αποκτήσει αυτή τη χάρη, αν, όπως είπα, δεν βιάσει τον εαυτό του να κόψει το θέλημά του και να παραδοθεί μετά τον Θεό στον γέροντά του, χωρίς επιφυλάξεις σε τίποτε, αλλά κάνοντάς τα όλα όπως ακριβώς εκείνοι, με τη βεβαιότητα ότι υπακούει στον Θεό; Ποιος είναι άξιος να βρει έλεος, ποιος είναι άξιος να βρει σωτηρία;

Διηγούνται ότι, όταν κάποτε ο Μέγας Βασίλειος επισκέφθηκε τα Κοινόβια της επαρχίας του, λέει σ’ έναν Ηγούμενο: «Έχεις κανέναν που να αγωνίζεται πραγματικά για τη σωτηρία του»; Του λέει ο Ηγούμενος: «Με τις ευχές σου, Δέσποτα, όλοι θέλουμε να σωθούμε». Του λέει πάλι ο Μέγας Βασίλειος: «Έχεις κανέναν που να βαδίζει τη σωτήρια οδό»; Εκείνος, όταν κατάλαβε τι εννοούσε, επειδή ήταν και ο ίδιος Πνευματικός, λέει: «Ναι». Του λέει ο άγιος: «Φέρ’ τον εδώ». Έρχεται εκείνος ο αδελφός και του λέει ο άγιος: «Φέρε μου να νιφτώ». Φεύγει και του φέρνει νερό να νιφτεί. Αφού νίφτηκε ο άγιος Βασίλειος, παίρνει με τη σειρά του το κανάτι με το νερό και λέει στον αδελφό: «Πάρε και συ να νιφτείς». Δέχεται εκείνος το νερό από τον άγιο χωρίς αντίρρηση. Αφού λοιπόν τον δοκίμασε σ’ αυτό, του λέει πάλι: «Όταν θα μπω στο ιερό, έλα να μου θυμίσεις να σε χειροτονήσω». Πάλι εκείνος χωρίς αντιλογία υπακούει.

Και όταν είδε τον άγιο Βασίλειο στο Ιερό, πηγαίνει και του το θυμίζει και εκείνος τον χειροτονεί και τον παίρνει μαζί του. Γιατί ποιος άλλος έπρεπε να είναι μαζί με τον άγιο και Θεοφόρο εκείνον, παρά ένας τέτοιος ευλογημένος αδελφός;

Εσείς δεν έχετε πείρα «αδιάκριτης» υπακοής, ούτε γευθήκατε την ανάπαυση που χαρίζει αυτή. Ρώτησα κάποτε τον γέροντα Ιωάννη, τον υποτακτικό του αββά Βαρσανουφίου, και του είπα: «Γέροντα επειδή η αγία Γραφή λέει ότι πρέπει με πολλές θλίψεις να μπούμε στη Βασιλεία των ουρανών (Πράξ. 14, 22) και βλέπω ότι δεν έχω καμιά θλίψη, τι πρέπει να κάνω, μήπως και χάσω την ψυχή μου»; Διότι δεν είχα καμιά θλίψη και καμιά μέριμνα. Και αν συνέβαινε να έχω κάποιο λογισμό, έπαιρνα την πλάκα και έγραφα στον γέροντα _ γιατί τον ρωτούσα με γράμματα, πριν ακόμη μπω στην υπηρεσία του – και προτού να τελειώσω το γράψιμο, αισθανόμουνα ανακούφιση και ωφέλεια. Τόσο μεγάλη ήταν η ξεγνοιασιά και η ανάπαυσή μου. Εγώ όμως, επειδή δεν ήξερα τη δύναμη της αρετής της υπακοής και επειδή άκουγα ότι με πολλές θλίψεις θα μπούμε στη Βασιλεία των Ουρανών, φοβόμουνα, γιατί δεν δοκίμαζα θλίψη. Μόλις λοιπόν το ανέφερα στον Γέροντα, μου απάντησε:

«Μη στενοχωριέσαι». Εσύ δεν έχεις κανένα λόγο να θλίβεσαι, γιατί καθένας που βάζει τον εαυτό του κάτω από την υπακοή των Πατέρων, αυτή την ξεγνοιασιά και την ανάπαυση έχει».

Του οσίου Πατρός ημών Δωροθέου διδασκαλίαι περί αποταγής. –Μέρος τρίτον.

Το σχήμα ο φορούμεν, κολόβιόν εστί μη έχον χειρίδια και ζώνη δερματίνη και ανάλαβος και κουκούλιον. Ταύτα δε σύμβολά εισί, και οφείλομεν μαθείν τι σημαίνουσιν ημίν τα σύμβολα του σχήματος ημών.

Διατί φορούμεν κολόβιον μη έχον χειρίδια; Των άλλων εχόντων πάντων χειρίδια, ημείς δια τι ουκ έχομεν; Τα χειρίδια σύμβολά εισί των χειρών. Αι δε χείρες λαμβάνονται εις την πρακτικήν. Ότε ουν έρχεται ημίν λογισμός ενεργήσαί τι του παλαιού ανθρώπου δια των χειρών ημών, υπόθου κλέψαι ή δείραι ή απλώς οίαν δήποτε αμαρτίαν ποιήσαι δια των χειρών, οφείλομεν προσέχειν τω σχήματι ημών και μαθείν ότι ουκ έχομεν χειρίδια˙ τούτ’ έστιν, ουκ έχομεν χείρας του ενεργήσαί τι του παλαιού ανθρώπου.

Έχει δε το κολόβιον ημών και σημείόν τι ποτέ πορφυρούν˙ τι θέλει είναι το σημείον το πορφυρούν; Έκαστος στρατευόμενος τω βασιλεί πορφύραν έχεις εις το χλανίδιον αυτού. Επειδή γαρ ο βασιλεύς πορφύραν φορεί, πάντες οι στρατευόμενοι αυτώ βάλλουν πορφύραν εις τα χλανίδια αυτών, τούτ’ έστι το βασιλικόν ένδυμα, ίνα δια τούτου δείξωσιν ότι του βασιλέως εισί και ότι αυτώ στρατεύονται˙ ούτως και ημείς λαμβάνομεν το σημείον το πορφυρούν εις το κολόβιον ημών, δεικνύοντες ότι τω Χριστώ εστρατεύθημεν και χρεωστούμεν υπομείναι όλα τα παθήματα αυτού, όσα υπέμεινε δι’ ημάς. Και γαρ ότε έπαθεν ο Δεσπότης ημών, εφόρεσε το πορφυρούν ιμάτιον. Πρώτον μεν ως βασιλεύς˙ αυτός γαρ εστίν ο βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων˙ έπειτα δε και ως εμπαιζόμενος υπό των δυσσεβών εκείνων. Και ημείς ουν έχοντες το σημείον το πορφυρούν, επαγγελλόμεθα, ως είπον, υποφέρειν πάντα τα παθήματα αυτού˙ και ώσπερ ο στρτιώτης ουκ αφίησι την στρατιάν αυτού και υπάγει γίνεται γεωργός ή πραγματευτής, επεί εκπίπτει της στρατιάς
αυτού, ως λέγει ο Απόστολος˙ Ουδείς στρατευόμενος εμπλέκεται ταις του βίου πραγματείαις, ίνα τω στρατολογήσαντι αρέση˙ ούτως και ημείς θέλομεν αθλήσαι του αμεριμνήσαι από πάντων των του κόσμου τούτου, και Θεώ μόνω σχολάσαι, ως λέγει, ίνα ή η παρθένος ευπάρεδρος και απερίσπαστος.

Έχομεν δε και ζώνην˙ ζώνην δια τι φορούμεν; Η ζώνη, ην φορούμεν, σύμβολόν εστί πρώτον μεν ότι εσμέν ευτρεπισμένοι εις έργον˙ έκαστος γαρ θέλων εργάσασθαι, πρώτον ζώννυται και ούτως άρχεται του έργου, ως λέγει˙ Έστωσαν αι οσφύες υμών περιεζωσμέναι. Και πάλιν, ίνα ώσπερ εστίν από νεκρού δέρματος η ζώνη, ούτως και ημείς νεκρώσωμεν την΄φιληδονίαν ημών. Έστι γαρ η ζώνη κατ’ αυτής της οσφύος ημών˙ εκεί δε εισίν οι νεφροί, εν οις λέγεται είναι το επιθυμητικόν της ψυχής. Και τούτό εστί ο λέγει ο απόστολος˙ Νεκρώσατε τα μέλη τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, και τα εξής.

Έχομεν και ανάλαβον˙ ο ανάλαβος τίθεται σταυροειδώς επί τους ώμους ημών˙ καθώς λέγει˙ Άρον τον σταυρόν σου και ακολούθει μοι. Τι δε εστί σταυρός άλλ’ η τελεία νέκρωσις ήτις κατορθούται εν ημίν δια της εις Χριστόν πίστεως; Η γαρ πίστις, ως λέγει πάλιν εις το Γεροντικόν, περιστέλλει αεί τα κωλύοντα και ανεμπόδιστον ποιεί ημίν την εργασίαν, την φέρουσαν ημάς εις τοιαύτην τελείαν νέκρωσιν˙ τούτ’ έστιν, ίνα νεκρώση τις εαυτόν από πάντων των του κόσμου τούτου, και ει αφήκε γονείς, ίνα αγωνίσηται και προς την προσπάθειαν αυτών, ομοίως και χρήματα ή κτήματα, και έκαστον πράγμα ω δ’ αν αποτάξηταί τις, θέλει και αυτή τη προσπαθεία αυτού αποτάξασθαι, καθώς και ήδη είπομεν˙ και αύτη εστίν η τελεία αποταγή.

Λαμβάνομεν δε και κουκούλιον˙ τούτο δε εστί σύμβολον της ταπεινώσεως. Τα νήπια γαρ τα μικρά τα άκακα φορούσι κουκούλια˙ άνθρωπος δε τέλειος κουκούλιον ου φορεί. Ημείς ουν δια τούτο φορούμεν, ίνα νηπιάζωμεν τη κακία, ως λέγει ο απόστολος˙ Μη παιδία γίνεσθε ταις φρεσίν, αλλά τη κακία νηπιάζετε. Τι δε εστί το νηπιάζειν τη κακία; Το νήπιον το μη έχον κακίαν, εάν ατιμασθή, ουκ οργίζεται, και εάν τιμηθή, ου κενοδοξεί˙ εάν λάβη τις τα αυτού, ου θλίβεται˙ νηπιάζει γαρ τη κακία˙ ουκ επεκδικεί πάθος, ουκ αντιποιείται δόξης.

Έστι πάλιν το κουκούλιον σύμβολον της χάριτος του Θεού, ότι ώσπερ το κουκούλιον σκεπάζει και θάλπει την κεφαλήν του παιδίου, ούτως και η χάρις του Θεού σκεπάζει τον νουν ημών, ως λέγει εις το Γεροντικόν ότι˙ Το κουκούλιον σύμβολόν εστί της Χάριτος του Σωτήρος ημών Θεού, σκεπαζούσης ημών το ηγεμονικόν και περιθαλπούσης την εν Χριστώ νηπιότητα δια τους ραπίζειν αεί και τιτρώσκειν επιχειρούντας.

Ιδού έχομεν την ζώνην επί της οσφύος ημών, ο εστίν η νέκρωσις της αλόγου επιθυμίας, και τον ανάλαβον κατά των ώμων, ο εστί σταυρός. Ιδού και το κουλούλιον, ο έστι σημείον της ακακίας και της εν Χριστώ νηπιότητος. Πολιτευσώμεθα ουν προς το σχήμα ημών, ως είπον οι Πατέρες, ίνα μη αλλότριον σχήμα φορώμεν, άλλ’ ώσπερ αφήκαμεν τα μεγάλα, ούτως αφήσωμεν και τα μικρά˙ αφήκαμεν τον κόσμον, αφήσωμεν και τας προσπαθείας αυτού˙ αι γαρ προσπάθειαι, καθώς είπον, και δια μικρών τινών και ευτελών και μηδενός λόγου αξίων πάλιν συνδεσμούσιν ημάς τω κόσμω, και ου νοούμεν.

Εάν ουν θέλωμεν τελείως απαλλαγήναι και ελευθερωθήναι, μάθωμεν κόπτειν τα θελήματα ημών, και ούτως κατά μικρόν μικρόν συν Θεώ προκόπτοντες ερχόμεθα εις την απροσπάθειαν. Ουδέν γαρ ούτως ωφελεί τους ανθρώπους, ως το κόπτειν το ίδιον θέλημα˙ όντως προκόπτει τις εκ τούτου του πράγματος σχεδόν υπέρ πάσαν αρετήν. Και ώσπερ άνθρωπος οδεύων εν οδώ και ευρίσκων εν αυτή κοπενδάριον και υπάγων αυτό, δι’ εκείνου του κοπενδαρίου προλαμβάνει πολύ μέρος εκ της οδού εκείνης, ούτως εστίν ο οδεύων ταύτην την οδόν της κοπής του θελήματος εκ του γαρ κόπτειν τινά το θέλημα αυτού, κτάται την απροσπάθειαν, και εκ της απροσπαθείας έρχεται συν Θεώ εις τελείαν απάθειαν˙ δύναται δε τις εις μικρόν διάστημα κόψαι δέκα θελήματα, και λέγω πως˙ Περιπατεί τις μικρόν και βλέπει τι ποτέ, και λέγει αυτώ ο λογισμός˙ Πρόσχες εκεί, και λέγει τω λογισμώ˙ Όντως ου προσέχω, και κόπτει το θέλημα αυτού, και ου προσέχει. Πάλιν ευρίσκει τινάς λαλούντας, και λέγει αυτώ ο λογισμός˙ Ειπέ και συ τόδε το ρήμα, και κόπτει το θέλημα αυτού και ου λέγει.

Πάλιν λέγει αυτώ ο λογισμός. Ύπαγε ερώτησον τον μάγειρον τι έψει, και ουκ υπάγει, αλλά κόπτει το θέλημα αυτού. Βλέπει τι ποτέ, και λέγει αυτώ ο λογισμός ερώτησον τις ήνεγκεν αυτό, και κόπτει το θέλημα αυτού και ουκ ερωτά˙ και ούτως κόπτων κόπτων εις συνήθειαν έρχεται του κόπτειν, και εκ των μικρών άρχεται και τα μεγάλα μετά αναπαύσεως κόπτειν, και ούτως λοιπόν έρχεται μήτε έχειν όλως θέλημα, άλλ’ ει τι δ’ αν γένηται αναπαύει αυτόν, ως ότι αυτού εστί. Και αυτού μη θέλοντος ποιήσαι το θέλημα αυτού, ευρίσκεται πάντοτε ποιών αυτό. Ο γαρ ίδιον ουκ έχει, έκαστον γινόμενον ίδιον αυτού εστί. Και ούτως ευρίσκεται, ως είπομεν, μη έχων προσπάθειαν, και εκ της απροσπαθείας, ως είπον, έρχεται εις την απάθειαν.

Βλέπετε κατά μικρόν μικρόν εις ποίαν φέρει προκοπήν το κόπτειν το ίδιον θέλημα˙ ποίος ην ο μακάριος εκείνος Δοσίθεος, από ποίου βίου, από ποίας τρυφής, από ποίας βλακείας άνθρωπος μηδέ ακούσας ποτέ λόγον Θεού, και όμως ηκούσατε εις ποία μέτρα ήνεγκεν αυτόν δι’ ολίγου χρόνου το κρατήσαι την υπακοήν και κόψαι το ίδιον θέλημα˙ πώς δε και εδόξασεν αυτόν ο Θεός και ουκ αφήκεν εις λήθην ελθείν την τοιαύτην αυτού αρετήν, αλλά απεκάλυψε τω αγίω γέροντι, και είδεν αυτόν μεταξύ όλων εκείνων των αγίων απολαύοντα της μακαριότητος αυτών.

Λέγω υμίν και άλλο πράγμα ομοίως επί εμού γινόμενον, ίνα μάθητε ότι και από θανάτου ρύεται άνθρωπον η υπακοή και το μη έχειν ίδιον θέλημα. Ποτέ όντος μου εν τοις του αββά Σερίδου, ήλθεν εκεί μαθητής μεγάλου Γέροντος εκ των μερών Ασκάλωνος εις τινά απόκρισιν του αββά αυτού. Είχε δε εντολήν παρά του γέροντος υποστρέψαι από εσπέρας εις το ίδιον κελλίον. Εν τοσούτω γίνεται χειμών σφοδρώτατος και όμβροι και βρονταί, και ην ο παραπλήσιος χείμαρρος εις όλην την πλημύραν αυτού˙ είτα εκείνος ήθελεν απελθείν δια το ρήμα του γέροντος. Ημείς δε παρεκαλούμεν αυτόν μείναι, έχοντες ότι αδύνατόν εστί σωθήναι αυτόν εκ του ποταμού. Εκείνος δε ουκ επείθετο ημίν μείναι. Λέγομεν ύστερον˙ Απέλθωμεν μετ’ αυτού έως του ποταμού˙ εάν γαρ ήδη αυτόν, αφ’ εαυτού έχει ανακάμψαι. Απήλθομεν ουν μετ’ αυτού, και ότε εφθάσαμεν τον ποταμόν, αποδύεται εκείνος τα ιμάτια αυτού και δεσμεί αυτά εις την κεφαλήν αυτού και ζώννυται το μαφόριον αυτού και βάλλει εαυτόν εις τον ποταμόν εις όλον το φοβερόν ρεύμα εκείνο.

Ημείς δε ιστάμεθα εκπληττόμενοι και τρέμοντες μήπως αποθάνη˙ εκείνος δε έμεινε κολυμβών και ευρίσκεται παραχρήμα εις το άλλο πέραν και ενδύεται τα ιμάτια αυτού και βάλλει ημίν εκείθεν μετάνοιαν και λαμβάνει παράθεσιν και απέρχεται τρέχων˙ ημείς δε εμείναμεν θαυμάζοντες και εκπληττόμενοι την δύναμιν της αρετής, ότι ημείς μετά φόβου προσείχομεν, εκείνος δε ακινδύνως διήλθε δια την υπακοήν αυτού.

Ομοίως και ο αδελφός εκείνος ον έπεμψε ο αββάς αυτού δια τας χρείας αυτών προς τον αποκρισάριον αυτού εις την κώμην, πώς ότε είδεν αυτόν ελκόμενον υπό της θυγατρός αυτού εις αισχρόν μίξιν, ίνα μόνον είπη˙ Ο Θεός, δια των ευχών του Πατρός μου εξελού με, ευθεως ευρέθη εις την οδόν της Σκήτεως υπάγων προς τον Πατέρα αυτού. Βλέπετε δύναμιν αρετής, βλέπετε ενέργειαν ρήματος, πόσην βοήθειαν έχει και το επικαλέσασθαί τινά τας ευχάς του Πατρός αυτού˙ ίνα είπη˙ Ο Θεός, δια των ευχών του Πατρός μου εξελού με, ευθέως ευρέθη εις την οδόν. Κατανοήσατε δε την ταπείνωσιν και την ευλάβειαν αμφοτέρων. Ήσαν εν στενώσει, και ήθελεν ο γέρων πέμψαι τον αδελφόν προς τον ποιούντα αυτοίς την απόκρισιν και ουκ έλεγεν αυτώ˙ Ύπαγε˙ άλλ’ έλεγεν αυτώ˙ Ως θέλεις ποιώ. Εφοβείτο γαρ και δια τα σκάνδαλα και δια το μη παρακούσαι του Πατρός αυτού. Είτα ως πλέον εστενώθησαν, λέγει αυτώ ο γέρων˙ Εγείρου, ύπαγε˙ και ουκ είπεν αυτώ ελπίζω εις τον Θεόν μου ότι σκεπάζει σε, αλλά λέγει˙ Ελπίζω εις τας ευχάς του Πατρός μου ότι σκεπάζει σε.

Ομοίως και ο αδελφός ότε επειράσθη, ουκ είπεν˙ Ο Θεός μου εξελού με, αλλά˙ Ο Θεός, δια των ευχών του Πατρός μου εξελού με. Και έκαστος αυτών εις τας ευχάς του Πατρός αυτού ήλπιζε.

Βλέπετε πως έζευξαν τη υπακοή την ταπείνωσιν˙ ώσπερ γαρ ζεύγνυται το άρμα, και ου δύναται ο ίππος ο εις προλαβείν τον άλλον, επεί κλάται, ούτως χρήζει η υπακοή έχειν συνεζευγμένην αυτή την ταπείνωσιν. Και πώς δύναταί τις αξιωθήναι ταύτης της χάριτος, εάν μη, καθώς είπον, βιάσηται κόψαι τα ίδια θελήματα και εκδώ εαυτόν μετά Θεόν τον εαυτού Πατρί εν μηδενί διστάζων, αλλά πάντα ποιών ώσπερ κακείνοι μετά πληροφορίας ως ότι τω Θεώ υπακούει; Τις άξιος ελεηθήναι, τις άξιος σωθήναι;

Φέρεταί ποτέ τοιούτος λόγος ότι παρερχόμενος ο άγιος Βασίλειος δια των κοινοβίων αυτού, λέγει ενί των ηγουμένων˙ Έχεις τινά των σωζομένων; Λέγει αυτώ ο αββάς˙ Δια των ευχών σου, δέσποτα, πάντες θέλομεν σωθήναι. Λέγει πάλιν αυτώ ο άγιος Βασίλειος˙ Των σωζομένων έχεις τινά; Εκείνος νοήσας, ην γαρ και αυτός πνευματικός, λέγει˙ Ναι. Λέγει αυτώ ο άγιος˙ Φέρε μοι αυτόν. Έρχεται εκείνος ο αδελφός και λέγει ο άγιος αυτώ˙ Δος, νίψωμαι. Απέρχεται και φέρει αυτώ νίψασθαι. Μετά δε το νίψασθαι τον άγιον Βασίλειον, λαμβάνει και αυτός ο άγιος το νίμμα και λέγει τω αδελφώ˙ Δέξαι, και αυτός νίψαι. Δέχεται εκείνος το νίμμα αδιακρίτως παρά του αγίου˙ μετά ουν το δοκιμάσαι αυτόν εν τούτω, λέγει αυτώ πάλιν˙ Ότε εισέρχομαι εις το ιερατείον, δεύρο υπόμνησόν με ίνα χειροτονήσω σε. Πάλιν εκείνος αδιακρίτως υπακούει. Και ότε είδεν τον άγιον Βασίλειον έσω εις το ιερατείον, απέρχεται και υπομιμνήσκει αυτόν, και χειροτονεί αυτόν κα λαμβάνει αυτόν μετ’ αυτού˙ τίνι γαρ έπρεπεν μετά του αγίου εκείνου του θεοφόρου ει μη τω τοιούτω
ευλογημένω αδελφώ.

Υμείς ουκ έχετε πείραν υπακοής αδιακρίτου, ουδέ οίδατε την ανάπαυσιν αυτής. Ηρώτησά ποτέ τον γέροντα τον αββάν Ιωάννην τον του αββά Βαρσανουφίου και είπον˙ Δέσποτα, επειδή η Γραφή λέγει ότι δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν των ουρανών, και βλέπω ότι ουδέ μίαν θλίψιν έχω, τι οφείλω ποιήσαι μήπως και απόλλω την ψυχήν μου; Ότι ούκ είχον ουδέ μίαν θλίψιν ουδέ μίαν μέριμναν. Ει δε και συνέβη με έχειν λογισμόν, ελάμβαναν το πινακίδιον και έγραφον τω γέροντι. Δια γραμμάτων γαρ ηρώτων αυτόν προ του με υπηρετήσαι αυτώ˙ και πριν πληρώσω, γράφων ησθανόμην κουφισμού και ωφελείας. Τοσαύτη ην η αμεριμνία και η ανάπαυσις εγώ δε μη ειδώς την δύναμιν της αρετής και ακούων ότι δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν των ουρανών, εφοβούμην ότι ουκ είχον θλίψιν. Ως ουν εδήλωσα τω γέροντι, δηλοί μοι ούτως˙ Μηδέν θλιβής˙ συ ουκ έχεις πράγμα, άλλ’ έκαστος βάλλων εαυτόν εις υπακοήν πατέρων, ταύτην την αμεριμνίαν και την ανάπαυσιν είχει. …

Υποσημειώσεις.

1. Σχετικές θέσεις βρίσκουμε και σε άλλους Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς (πρβλ. Γρηγορίου Νύσσης, P. G. 44, 332).

2. Πρβλ. Ωριγένους, P.G. 12, 1273Α και Μ. Βασιλείου, P.G.29, 244Α.

3. Μαφόριο: «Φαρδύ μονοκόμματο εξωτερικό ένδυμα που κάλυπτε ολόκληρο το σώμα και την κεφαλή (Δες Παλλαδίου Λαυσαϊκή Ιστορία, P. G. 34, 1220A και γεροντικόν, P. G. 65, 192 Β).

Παράβαλε και:
Του οσίου πατέρα μας Δωροθέου διδασκαλίες προς τους μαθητές του περί αποταγής (Μέρος Α’).
Του οσίου πατέρα μας Δωροθέου διδασκαλίες προς τους μαθητές του περί αποταγής (Μέρος Β’).

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.