Για τον αββά Δοσίθεο (μέρος Β’) – Αββά Δωροθέου.

Ήταν δε αυτός ο νέος πολύ ικανός σε καθετί που έκανε. Υπηρετούσε τους αρρώστους στο νοσοκομείο, έτσι ώστε καθένας να αναπαύεται με τον τρόπο που εκτελούσε τη διακονία του. Γιατί τα έκανε όλα τέλεια. Και αν τύχαινε καμιά φορά να παραμελήσει κανέναν από τους αρρώστους ή να μιλήσει με θυμό, τα άφηνε όλα, πήγαινε στο κελλάρι και καθόταν και έκλαιγε. Όταν λοιπόν πήγαιναν οι άλλοι διακονητές του νοσοκομείου να τον παρηγορήσουν και δεν παρηγοριόταν, πήγαιναν και έλεγαν στον αββά Δωρόθεο: «Κάνε αγάπη, Γέροντα, και μάθε τι έχει αυτός ο αδελφός, γιατί κλαίει και δεν ξέρουμε το λόγο». Πήγαινε τότε ο αββάς Δωρόθεος και τον εύρισκε να κάθεται καταγής και να κλαίει. Τότε του έλεγε: «Τι συμβαίνει, Δοσίθεε; Τι έχεις; Γιατί κλαίς»; Και απαντούσε: «Συγχώρεσέ με, Γέροντα, γιατί οργίστηκα και μίλησα άσχημα στον αδελφό μου». Και εκείνος του έλεγε: «Αλήθεια, Δοσίθεε, δεν ντρέπεσαι που οργίζεσαι και μιλάς άσχημα στον αδελφό σου; Δεν ξέρεις ότι στο πρόσωπό του είναι ο Χριστός και θλίβεις τον Χριστό»; Τότε αυτός έσκυβε κάτω
κλαίγοντας, χωρίς να μιλάει.

Όταν ο αββάς έβλεπε ότι είχε κλάψει αρκετά, του έλεγε: «Ο Θεός να σε συγχωρέσει. Σήκω να βάλουμε από τώρα αρχή. Ας αγωνιστούμε από τώρα και μπρος και ο Θεός θα βοηθήσει». Αμέσως τότε, μόλις τα άκουγε αυτά, σηκωνόταν και έτρεχε με χαρά στη διακονία του, σαν να έπαιρνε τη συγχώρηση πραγματικά από τον ίδιο τον Θεό.

Όταν πια έμαθαν οι άνθρωποι του νοσοκομείου τη συνήθειά του αυτή, μόλις έβλεπαν να κλαίει, έλεγαν: «Τι τάχα έχει ο Δοσίθεος; Μήπως έκανε κανένα σφάλμα»; Και έλεγαν στον μακάριο Δωρόθεο: «Γέροντα, πήγαινε στο κελλάρι, έχεις δουλειά να κάνεις». Όταν λοιπόν ερχόταν στο κελλάρι και τον εύρισκε να κάθεται καταγής και να κλαίει, καταλάβαινε ότι θα είχε μιλήσει άσχημα σε κάποιον και του έλεγε: Τι συμβαίνει, Δοσίθεε; Πάλι λύπησες τον Χριστό; Πάλι οργίστηκες; Δεν ντρέπεσαι; Δεν διορθώνεσαι λοιπόν»; Και αυτός παρέμενε πολλή ώρα κλαίγοντας. Όταν έβλεπε ο αββάς ότι είχε κλάψει αρκετά, του έλεγε: «Σήκω, ο Θεός να σε συγχωρήσει. Βάλε πάλι αρχή. Από τώρα και στο εξής προσπάθησε να διορθωθείς». Και αυτός αμέσως, με εμπιστοσύνη, έδιωχνε τη λύπη και έφευγε για το διακόνημά του.

Έστρωνε δε τα κρεβάτια των αρρώστων πολύ ωραία. Και είχε τόση άνεση στην εξαγόρευση των λογισμών, ώστε πολλές φορές, καθώς περιποιόταν με επιμέλεια ένα κρεβάτι, έβλεπε τον μακάριο Δωρόθεο να περνάει και του έλεγε: «Γέροντα, μου λέει ο λογισμός: Στρώνεις ωραία το κρεβάτι»! Και εκείνος του απαντούσε: «Αλλοίμονο, αδελφέ μου. να, που είσαι καλός υπηρέτης και έγινες και καλός δουλευτής. Μήπως όμως έγινες και καλός μοναχός»; Επίσης ποτέ δεν τον άφησε να προσκολληθεί σε κάποιο πράγμα ή σε οποιοδήποτε υλικό αντικείμενο. Γιατί τα δεχόταν όλα με χαρά και εμπιστοσύνη και υπάκουε πρόθυμα σε όλα. Όταν δε χρειαζόταν ένα ρούχο, του έδινε το ύφασμα και εκείνος πήγαινε και το έρραβε με πολλή χάρη και επιμέλεια. Όταν το τελείωνε του έλεγε: «Δοσίθεε, το έρραψες εκείνο το ρούχο»; Και απαντούσε: «Ναι, γέροντα, και το έρραψα μάλιστα με πολλή τέχνη». Τότε του έλεγε: «Πήγαινε δωσ’ το στον τάδε αδελφό ή στον τάδε άρρωστο». Πήγαινε πραγματικά και το έδινε με πολλή προθυμία. Πάλι του έδινε άλλο ύφασμα και όμοια, όταν το έρραβε
με επιμέλεια και το τελείωνε, του έλεγε: «Δώσ’ το στον τάδε αδελφό». Και αμέσως το έδινε. Και ουδέποτε πικράθηκε ή γόγγυσε, ώστε να πει: «Γιατί αφού κάνω τον κόπο και το ράβω και το περιποιούμαι τόσο, το παίρνει από μένα και το δίνει σε άλλον»; Αλλά καθετί καλό που άκουγε το έκανε με προθυμία.

Μια άλλη φορά έφερε κάποιος από τους αποκρισάριους της μονής ένα μαχαίρι κοφτερό και πολύ ωραίο. Κι ο Δωσίθεος το πήρε και το έφερε στον αββά Δωρόθεο, λέγοντας: «Ο τάδε αδελφός έφερε αυτό το μαχαίρι και το πήρα να το έχουμε, αν το ευλογείς, στο νοσοκομείο, γιατί κόβει πολύ ωραία το ψωμί – ουδέποτε είχε αποκτήσει ο μακάριος εκείνος πράγμα καλύτερο από το μέτριο. Λέει λοιπόν στον Δοσίθεο: «Φέρ’ το να το δω αν είναι καλό». Και αυτός του το έδωσε, λέγοντας: «Ναι, γέροντα, είναι πολύ κοφτερό για το ψωμί». Πραγματικά, το έβλεπε και ο ίδιος ότι ήταν χρήσιμο για την περίπτωση, αλλά επειδή δεν ήθελε να έχει ο Δοσίθεος «προσπάθεια» σε οποιοδήποτε υλικό αντικείμενο, δεν θέλησε να το κρατήσει. Τον ρωτάει λοιπόν: «Δοσίθεε, τόσο πολύ σου αρέσει; Θέλεις να είσαι δούλος αυτού του μαχαιριού και όχι του Θεού; Πραγματικά, Δοσίθεε, σου αρέσει τόσο, ώστε να προσκολληθείς σ’ αυτό το μαχαίρι; Δεν ντρέπεσαι που θέλεις να σε εξουσιάσει αυτό το μαχαίρι και όχι ο Θεός»; Αυτός άκουγε χωρίς να απαντάει, μόνο έσκυψε το κεφάλι
σιωπηλά.

Ύστερα, αφού τον νουθέτησε αρκετά, του λέει: «Πήγαινε βάλ’ το στη θέση του και ούτε να τ’ αγγίξεις»! Και τόσο πολύ τήρησε αυτή την εντολή, ώστε ούτε για να το δώσει σε κάποιον άλλον δεν το έπιανε, αλλά, ενώ όλοι οι άλλοι διακονητές το χρησιμοποιούσαν, μονάχα αυτός δεν το άγγιζε. Και όμως ποτέ δεν είπε: «Γιατί μόνο εγώ και όχι οι άλλοι»; Αλλά όλα όσα άκουγε τα έκανε με χαρά.

Έτσι πολιτεύθηκε τον λίγο χρόνο που έζησε στο μοναστήρι. Γιατί έζησε μόνο περίπου πέντε χρόνια και «κοιμήθηκε» μέσα στην υπακοή, χωρίς να κάνει ούτε ένα θέλημά του σε τίποτα, χωρίς να κάνει τίποτα από «προσπάθεια». Όταν δε αρρώστησε και έκανε αιμόπτυση – γιατί πέθανε από φυματίωση – άκουσε από κάποιον ότι τα μελάτα αυγά ωφελούν πολύ τους φυματικούς. Το ήξερε βέβαια αυτό και ο μακάριος Δωρόθεος και ήθελε πολύ να θεραπευθεί ο Δοσίθεος, αλλά από τις πολλές έννοιες που είχε δεν του ήρθε στο νου. Του λέει λοιπόν ο Δοσίθεος: «Γέροντα, θέλω να σου πω για κάτι που άκουσα ότι θα μου κάνει καλό, αλλά δεν θέλω να μου δώσεις απ’ αυτό, επειδή μ’ ενοχλεί ο λογισμός μου». Και εκείνος του λέει: «Πες μου τι είναι αυτό, Δοσίθεε; Πες μου, ποιο είναι αυτό το πράγμα»; Και του λέει: «Δώσε μου το λόγο σου ότι δεν θα μου το δώσεις, επειδή, όπως σου είπα, μ’ ενοχλεί γι’ αυτό ο λογισμός μου». Του απαντάει: «Καλά, θα κάνω όπως θέλεις». Τότε του λέει:

«Άκουσα κάπου ότι τα μελάτα αυγά κάνουν καλό στους φυματικούς, αλλά για την αγάπη του Κυρίου, αν είναι ευλογημένο, μη μου δώσεις να φάω, εφόσον δεν το σκέφθηκες μόνος σου, αλλά το προκάλεσε ο λογισμός μου». Του απαντάει: «Καλά, αφού δεν θέλεις, δεν σου δίνω, μη στενοχωριέσαι». Φρόντιζε όμως, αντί γι’ αυγά, να του δίνει άλλα φαγητά που τον ωφελούσαν, επειδή του είχε πει: «Μ’ ενοχλεί ο λογισμός μου για τ’ αυγά».

Βλέπετε, αν και είχε τέτοια αρρώστια, αγωνιζόταν ενάντια στο θέλημά του.

Διατηρούσε δε πάντα τη μνήμη του Θεού. Γιατί ο αββάς Δωρόθεος τον είχε μάθει να λέει πάντοτε: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Και ανάμεσα σε δυο τέτοιες ευχές να παρεμβάλει: «Υιέ του Θεού, βοήθησέ με». Προσευχόταν λοιπόν διαρκώς μ’ αυτή την ευχή. Όταν δε αρρώστησε, του λέει ο αββάς Δωρόθεος: «Δοσίθεε, αγωνίσου για την ευχή, πρόσεξε μην τη χάσεις». Και αυτός απαντάει: «Να είναι ευλογημένο, γέροντα, να εύχεσαι για μένα». Πάλι, όταν βάρυνε λίγο, του λέει: «Τι κάνεις, Δοσίθεε, πώς πάει η ευχή, την κρατάς ακόμα»; Και απαντάει: «Ναι, γέροντα, με τις ευχές σου». Όταν όμως βάρυνε περισσότερο – γιατί έφθασε σε τέτοια κατάσταση, ώστε να τον σηκώνουν με το σεντόνι – του λέει: «Πώς πάει η ευχή, Δοσίθεε»; Τότε του λέει: «Συγχώρεσέ με, γέροντα, δεν μπορώ πια να την κρατήσω». Του απαντάει ο αββάς: «Έ, άφησε την ευχή. Μόνο κράτα στη μνήμη σου τον Θεό και διατήρησε ζωντανή την αίσθηση της παρουσίας Του.

Επειδή όμως υπέφερε πολύ, παράγγειλε στον μεγάλο γέροντα: «Γέροντα, δεν αντέχω πια, απόλυσέ με». Του απαντάει ο γέροντας: «Κάνε υπομονή, παιδί μου, γιατί το έλεος του Θεού πλησιάζει». Ο μακάριος Δωρόθεος όμως τον έβλεπε να υποφέρει πολύ και τον φρόντιζε έτσι ώστε να μη ζημιωθεί η ψυχή του. Πάλι, μετά από λίγες μέρες, λέει στον γέροντα: «Δέσποτά μου, δεν αντέχω πια». Τότε του λέει ο γέροντας: «Εύχομαι να πορευθείς με ειρήνη, να αξιωθείς να στέκεις μπροστά στο θρόνο της μεγαλοσύνης του Τριαδικού Θεού και να πρεσβεύεις και για μας».

Όταν άκουσαν οι αδελφοί την απόκριση του γέροντα, άρχισαν να αγανακτούν και να λένε: «Τι καλό έκανε, τέλος πάντων, ή ποια ήταν η πνευματική του εργασία, ώστε να ακούσει τέτοια λόγια»; Γιατί πραγματικά δεν τον έβλεπαν ούτε να νηστεύει «δύο – δύο» μέρες, όπως έκαναν μερικοί από τους εκεί μοναχούς, ούτε να αγρυπνεί πριν από την καθορισμένη αγρυπνία. Αλλά ούτε και στην αγρυπνία πήγαινε από την αρχή, παρά μετά τη δεύτερη, κατά σειρά ακολουθία. Ούτε τον έβλεπαν να κάνει καμιά άσκηση. Αντίθετα, τον έβλεπαν να τρώει, αν τύχαινε, λίγο από τη σούπα των αρρώστων και, αν περίσσευε, κανένα κεφάλι από ψάρι ή κάτι παρόμοιο. Και, όπως είπα, υπήρχαν εκεί μοναχοί, που για πολύ καιρό νήστευαν «δύο – δύο» και έκαναν πολλές αγρυπνίες και ασκήσεις. Γι’ αυτό, όταν άκουσαν να δίνει τέτοια απόκριση ο γέροντας σε μοναχό νεότερο, που είχε μόνο πέντε χρόνια στο μοναστήρι, ταράχθηκαν, γιατί δεν ήξεραν την πνευματική εργασία του και την τέλεια υπακοή του και το ότι ποτέ δεν έκανε, έστω και ένα θέλημά του. Δεν γνώριζαν την
«αδιάκριτη» υπακοή του και πως, όταν τύχαινε να του πει ο μακάριος Δωρόθεος, στ’ αστεία, να κάνει κάτι, πήγαινε τρέχοντας και το έκανε, χωρίς να σκεφθεί τίποτα. Σας λέω ένα παράδειγμα: Ο Δοσίθεος, παρά τους κανονισμούς, από συνήθεια, μιλούσε δυνατά. Μια μέρα λοιπόν ο μακάριος Δωρόθεος του λέει αστειευόμενος: «Σου χρειάζεται ¨βουκάκρατο¨,1 Δοσίθεε. Πήγαινε λοιπόν και πάρε». Εκείνος, μόλις το άκουσε, πήγε και έφερε μια μπουκάλα κρασί και ψωμί και του τα έδινε να τα ευλογησει. Ο δε αββάς, μη εννοώντας, τον παρατηρούσε παραξενεμένος και του λέει: «Τι θέλεις»; Του απαντάει: «Με πρόσταξες να πάρω βουκάκρατο. Ευλόγησέ το». Τότε του λέει: «Ανόητε, εγώ στο είπα επειδή φωνάζεις σαν τους Γότθους. Γιατί και αυτοί, όταν θυμώνουν, έτσι φωνάζουν. Γι’ αυτό σου είπα «πάρε βουκάκρατο», γιατί και συ σαν Γότθος φωνάζεις». Μόλις λοιπόν τα άκουσε αυτά, έβαλε μετάνοια και πήγε πίσω.

Μια άλλη φορά έρχεται και τον ρωτάει για το νόημα κάποιου χωρίου της Αγίας Γραφής. Γιατί είχε αρχίσει από την πολλή καθαρότητα να κατανοεί μερικά νοήματα της Αγίας Γραφής. Ο αββάς όμως δεν ήθελε ακόμα να τον ανεβάσει σ’ αυτά τα τόσο νωρίς, αλλά μάλλον να τον προφυλάξει με την ταπείνωση. Όταν λοιπόν τον ρώτησε, του απάντησε: «Δεν ξέρω». Εκείνος πάλι, επειδή δεν κατάλαβε το πνεύμα του, ήρθε και τον ξαναρώτησε για άλλο κεφάλαιο. Τότε του είπε: «Δεν ξέρω. Πήγαινε και ρώτησε τον Ηγούμενο». Και αυτός πήγε χωρίς να βάλει τίποτε στο νου του. Ο αββάς Δωρόθεος όμως είχε πει προηγουμένως στον Ηγούμενο κρυφά: «Αν έρθει ο Δοσίθεος να του εξηγήσεις κανένα γραφικό χωρίο, να τον αποπάρεις λίγο». Μόλις λοιπόν πήγε και τον ρώτησε, άρχισε να τον αποπαίρνει, λέγοντάς του: «Δεν κάθεσαι στην ησυχία σου, αφού δεν ξέρεις τίποτα; Και τολμάς εσύ να ρωτάς για τέτοια θέματα και δεν σκέπτεσαι τη βρωμιά σου» Αφού του είπε αυτά και άλλα παρόμοια, τον έδιωξε, δίνοντάς του και δύο μπάτσους. Ο Δοσίθεος γύρισε πίσω στον αββά Δωρόθεο,
δείχνοντάς του τα κόκκινα από τους μπάτσους μάγουλά του και λέγοντας: «Τις άρπαξα και μάλιστα γερές». Και δεν του είπε: «Γιατί δεν με διόρθωσες εσύ, αλλά μ’ έστειλες στον ηγούμενο»; Δεν του είπε τίποτα τέτοιο, αλλά δεχόταν όσα του έκανε με εμπιστοσύνη και τα έκανε χωρίς να σκεφθεί τίποτα. Και όταν τον προβλημάτιζε ο λογισμός του, με τόση σιγουριά δεχόταν όσα άκουγε και έτσι τα τηρούσε, ώστε δεν χρειαζόταν ποτέ πια να ρωτήσει για τον ίδιο λογισμό.

Επειδή λοιπόν μερικοί πατέρες δεν γνώριζαν τη θαυμαστή πνευματική εργασία του, γόγγυζαν για την απόλυση που έκανε ο γέροντας. Όταν όμως θέλησε ο Θεός να φανερώσει τη δόξα που ετοιμάστηκε γι’ αυτόν στον ουρανό, χάρη στην άγια εκείνη υπακοή και το χάρισμα που είχε ο μακάριος Δωρόθεος, αν και μαθητής ακόμα, να σώζει ψυχές, αυτός που οδήγησε τον Δοσίθεο τόσο σωστά και σύντομα στον Θεό, τότε, λίγο μετά τον μακάριο θάνατό του, κάποιος από τους αγίους, μεγάλος γέροντας, περαστικός από εκεί, θέλησε να δει τους αγίους του Κοινοβίου που είχαν κοιμηθεί και παρακάλεσε μαζί να στέκονται σαν σε χορό και ανάμεσά τους να βρίσκεται και κάποιος νεότερος και σκεφτόταν: «Άραγε, ποιος να είναι αυτός ο νέος που είδα να βρίσκεται ανάμεσα στους πατέρες»; Και όταν περιέγραψε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, όλοι κατάλαβαν πως ήταν ο Δοσίθεος και δόξασαν τον Θεό, θαυμάζοντας πως κατόρθωσε, με τέτοια προϊστορία και τέτοιο προηγούμενο τρόπο ζωής, να αξιωθεί να φθάσει σε τέτοια μέτρα, και μάλιστα σε τόσο λίγο χρόνο μόνο με το να
κρατήσει την υπακοή και να κόψει το θέλημά του.

Περί του αββά Δοσιθέου. Μέρος δεύτερον.

Ην δε αυτός ο νεώτερος επιεικέστατος εις παν έργον ο εποίει˙ υπηρέτει δε τοις αρρώστοις εν τω νοσοκομείω, και έκαστος επανεπαύετο τη υπηρεσία αυτού˙ πάντα γαρ καθαρώς εποίει. Ει συνέβη δε αυτόν ολιγωρήσαι προς τινά των αρρώστων και ειπείν ρήμα μετ’ οργής, ήφιεν πάντα και εισήρχετο εις το κελλάριον κλαίων. Ως ουν εισήρχοντο οι άλλοι υπηρέται του νοσοκομείου παραμυθησασθαι αυτόν, και ου παρεκαλείτο, ήρχοντο και έλεγον τω αββά Δωροθέω˙ Ποίησον αγάπην, κύρι, μάθε τι έχει ούτος ο αδελφός, ότι κλαίει και ουκ οίδαμεν δια τι. Και εισήρχετο και ηύρισκεν αυτόν χαμαί καθήμενον και κλαίοντα˙ και έλεγεν αυτώ˙ Τι ένι, Δοσίθεε; Τι έχεις; Δια τι κλαίεις; Και έλεγεν˙ Συγχώρησον, κύρι, ότι ωργίσθην και ελάλησα κακώς τω αδελφώ μου. Και έλεγεν αυτώ˙ Ναι, Δοσίθεε, επεί οργίζη και ουκ αισχύνη οργιζόμενος και λαλών κακώς τω αδελφώ σου, ουκ οίδας ότι αυτός εστίν ο Χριστός και θλίβεις τον Χριστόν; Και έβαλλεν κάτω την όψιν κλαίων και μηδέν λέγων. Ως δε έβλεπεν ότι έκλαυσεν ικανώς, έλεγεν αυτώ είτα˙ Ο Θεός συγχωρήση σοι. Έγειρε,
από του νυν βάλωμεν αρχήν. Σπουδάσωσμεν του λοιπού και ο Θεός βοηθεί. Ευθέως δε ως ήκουεν, ηγείρετο τρέχων μετά χαράς εις την υπηρεσίαν, ως ότι αληθώς παρά Θεού εδέξατο την συγχώρησιν.

Μαθόντες ουν οι του νοσοκομείου το έθος αυτού, το έβλεπον αυτόν κλαίοντα, έλεγον˙ Τίποτε έχει Δοσίθεος; Τίποτε εσφάλη; Και έλεγον τω μακαρίω Δωροθέω˙ Κύρι, είσελθε εις το κελλάριον, ότι έχεις εκεί έργον. Ως ουν εισήρχετο και ηύρισκεν αυτόν χαμαί καθήμενον και κλαίοντα, ενόει ότι κακώς ελάλησε ρήμα, και έλεγεν αυτώ˙ Τι ένι, Δοσίθεε; Πάλιν τον Χριστόν έθλιψας; Πάλιν ωργίσθης; Ουκ αισχύνη; Ου διορθούσαι λοιπόν; Και έμενεν κλαίων επί πολύ˙ πάλιν ως έβλεπεν ότι εχορτάσθη κλαίων, έλεγεν αυτώ˙ Έγειρε, ο Θεός συγχωρήση σοι˙ πάλιν βάλε αρχήν. Διόρθωσαι λοιπόν. Ο δε ευθέως μετά πίστεως απετινάσσετο την λύπην και απήρχετο εις το έργον αυτού.

Εστρώννυεν δε τοις αρρώστοις καλώς πάνυ. Τοιούτος δε ην περί τον λογισμόν ελευθέριος και εξαγγελτικός ότι πολλάκις, εν όσω εφιλοκάλει στρωμνήν, εθεώρει τον μακάριον παρερχόμενον και έλεγεν αυτώ˙ Κύρι, Κύρι, λέγει ο λογισμός μου˙ καλώς στρωννύεις. Και απεκρίνατο εκείνος˙ Βαβαί, κύρι˙ ιδού ει καλός δούλος, εγένου καλο΄ς βρεγκάριος˙ μη γαρ καλός μοναχός; Ουδέποτε δε είασεν αυτόν προσπαθήσαι πράγματι ή οία δήποτε ύλη. Πάντα γαρ εδέχετο μετά χαράς και πίστεως, και εις πάντα προθύμως υπήκουεν. Ότε δε έχρηζεν ιματίου, παρείχεν αυτώ˙ και απερχόμενος έρραπτεν αυτό μετά πολλής επιεικείας και φιλοκαλίας. Και μεθ’ ο εποίει αυτό, έλεγεν αυτώ˙ Δοσίθεε, έρραψας εκείνο το ιμάτιον; Και έλεγεν˙ Ναι, κύρι, και εφιλοκάλησα αυτό καλώς. Και έλεγεν˙ Ύπαγε δος αυτό τώδε τω αδελφώ ή τώδε τω ασθενούντι. Και απήρχετο, και εδίδου αυτό μετά προθυμίας. Πάλιν παρείχεν αυτώ άλλο, και ομοίως μετά το ράψαι και φιλοκαλήσαι, έλεγεν αυτώ˙ Δος αυτό τώδε τω αδελφώ. Και ευθέως παρείχεν, και ουδέποτε εθλίβη εγόγγυσεν λέγων ότι˙ Μεθ’ ο κοπιώ
ράπτων και φιλοκαλών, λαμβάνει απ’ εμού και άλλω αυτό παρέχει. Αλλά παν αγαθόν ο ήκουε μετά προθυμίας εποίει.

Άλλοτέ ποτέ ήνεγκέ τις των αποκρισιαρίων μαχαίριον καλόν πάνυ και εύμορφον. Ο δε λαβών αυτό ήνεγκε τω αββά Δωροθέω λέγων˙ Ο δείνα ο αδελφός ήνεγκε το μαχαίριον τούτο, και έλαβον αυτό ίνα, εάν κελεύης, έχωμεν αυτό εις το νοσοκομείον, ότι καλώς κόπτει τας κλύστας. Ουδέποτε δε εκτήσατο ο μακάριος εκείνος ύλην εύμορφον εις το νοσοκομείον, πλέον του καλώς έχοντος. Λέγει ουν αυτώ˙ Φέρε, είδω αυτό ει εστί καλόν. Ο δε επέδωκεν αυτό λέγων˙ Ναι, κύρι, καλόν εστίν εις τας κλύστας. Έβλεπε δε αυτό κατά αλήθειαν και αυτός ότι καλόν ην εις το πράγμα˙ άλλ’ επειδή ουκ ήθελεν αυτόν έχειν προσπάθειαν εις οίαν δήποτε ύλην, ουκ ηθέλησεν ίνα κρατήση αυτό. Λέγει ουν αυτώ˙ Δοσίθεε, ούτως αρέσκει σοι; Θέλεις είναι δούλος του μαχαιρίου τούτου και ού δούλος του Θεού; Ναι, Δοσίθεε, αρέσκει σοι; ίνα δέδεσαι τη προσπαθεία του μαχαιρίου τούτου; Και ουκ αισχύνη ότι θέλεις ίνα το μαχαίριον τούτο κυριεύση σου, και μη ο Θεός; Ο δε ακούων ουκ ανένευεν, άλλ’ έβαλλε κάτω την όψιν σιωπών. Ύστερον δε μεθ’ ο έμεινεν εγκαλών, λέγει αυτώ˙ Ύπαγε
θες αυτό και μη άψη αυτού. Και τοσούτον εφύλαξε του μη άψασθαι αυτού ως μηδέ επιδούναι αυτό τινί ποτέ, αλλά των άλλων υπηρετών κεχρημένων αυτώ αυτός μόνος ουκ ήγγιζεν αυτού. Και ουδέποτε είπεν ότι˙ Τι ειμί απλώς εγώ από πάντων. Αλλά πάντα όσα ήκουεν μετά χαράς εποίει.

Ούτως ουν διετέλεσεν τον μικρόν χρόνον ον εποίησεν εις το μοναστήριον˙ εποίησεν γαρ ωε πέντε έτη˙ και ούτως ετελεύτησεν εν υπακοή, μη ποιήσας μήτε εν θέλημα αυτού εν τινί πράγματι, μήτε κατά προσπάθειαν ποιήσας τίποτε. Ότε δε ησθένησεν και αιμόπτυσεν (φθισικός γαρ απέθανεν), ήκουσεν παρά τινός ότι τα ωά τα οπτοροφητά ωφελούσι τους αιμοπτυικούς. Ήδει δε τούτο και ο μακάριος Δωρόθεος, και ηδέως είχεν την θεραπείαν αυτού˙ Λέγει ουν αυτώ εκείνος˙ Κύρι, θέλω ειπείν σοι ότι ήκουσα περί πράγματος ωφελούντός με˙ άλλ’ ού θέλω ίνα δώσης μοι απ’ αυτού, επειδή οχλεί μοι ο λογισμός μου. Λέγει αυτώ˙ Ειπέ μοι τι έστιν, Δοσίθεε˙ ειπέ μοι τι εστίν το πράγμα. Και λέγει˙ Δος μοι λόγον ότι ου παρέχεις μοι˙ επειδή, ως είπον, οχλεί περί αυτού ο λογισμός μου. Λέγει αυτώ˙ Καλώς, ως θέλεις ποιώ. Τότε λέγει˙ Ήκουσα παρά τινών ότι τα ωά τα οπτοροφητά ωφελούσι τους αιμοπτυικούς αλλά, δια τον Κύριον, εάν κελεύης, εξότου ουκ έφθασας αφ’ εαυτού δούναί μοι, μη δώσης μοι ως δια τον λογισμόν μου. Λέγει αυτώ. Καλώς, αφού ου θέλεις, ου
παρέχω σοι, μη θλίβη. Εσπούδαζε δε διδόναι αυτώ άλλα πράγματα ωφελούντα αυτόν αντί των ωών, επειδή ην ειπών ότι˙ Οχλεί μοι ο λογισμός περί των ωών. Ιδού και εν τοιαύτη αρρωστία ων ηγωνίζετο κατά του ιδίου θελήματος.

Είχεν δε αεί και μνήμην Θεού˙ ην γαρ παραδούς αυτώ το αεί λέγειν˙ Κύριε Ιησού Χριστέ, ελεήσόν με˙ και μεταξύ˙ Υιέ του Θεού, βοήθησόν μοι. Είχεν ουν πάντοτε ταύτην την ευχήν. Ότε δε ησθένησεν, λέγει αυτώ˙ Δοσίθεε, φρόντισον της ευχής, βλέπε μη απωλέσης αυτήν. Ο δε αποκρίνεται˙ Καλώς, κύρι, εύχου υπέρ εμού. Πάλιν ως εβαρήθη μικρόν, λέγει αυτώ˙ Τι ένι, Δοσίθεε, πώς η ευχή; Ίσταται ακμήν; Και λέγει˙ Ναι, κύρι, δια των ευχών σου. Ότε δε πλέον εβαρήθη (εις τοιαύτην γαρ ασθένειαν ήλθεν ώστε εν σινδόνι βαστάζεσθαι), λέγει αυτώ˙ Πώς η ευχή, Δοσίθεε; Τότε λέγει˙ Συγχώρησον, κύρι, ουκ έτι ισχύω κρατήσαι αυτήν. Λέγει αυτώ˙ Ουκούν, άφες την ευχήν˙ μόνον δε μνημόνευε του Θεού και κατανόει αυτόν ως όντα ενώπιόν σου.

Εκοπία δε πάνυ, και δηλοί τω Μεγάλω Γέροντι˙ Απόλυσόν με ότι ουκ έτι δύναμαι. Δηλοί αυτώ ο γέρων˙ Υπόμεινον, τέκνον, εγγύς γαρ το έλεος του Θεού. Ο δε μακάριος Δωρόθεος έβλεπεν αυτόν κάμνοντα και εμερίμνα μήπως βλαβή. Πάλιν μεθ’ ημέρας δηλοί τω Γέροντι˙ Δέσποτά μου, ουκ έτι ισχύω. Τότε δηλοί αυτώ ο γέρων˙ Ύπαγε εν ειρήνη, παράστηθι τη αγία Τριάδι και πρέσβευε υπέρ ημών.

Ακούσαντες δε οι αδελφοί την απόκρισιν του γέροντος, ήρξαντο αγανακτείν και λέγειν˙ Τι απλώς εποίησεν η τι ην το έργον αυτού, ότι ταύτα ήκουσεν; Κατά αλήθειαν γαρ ουκ έβλεπον αυτόν ή δύο δύο νησεύσαντα ως εποίουν τινές των εκεί, ή αγρυπνούντα προ της αγρυπνίας˙ άλλ’ ουδέ εις αυτήν την αγρυπνίαν ηγείρετο, ει μη μετά δύο ακολουθίας. Ουδέ έβλεπον αυτόν ποιούντα μίαν άσκησιν, άλλ’ έβλεπον αυτόν τρώγοντα μικρόν, ει τύχοι, ζωμόν εκ των αρρώστων, και, ει επερίσσευσεν, εκ των οψαρίων εν κεφαλίδιον ή άλλο τι τοιούτον. Ήσαν δε εκεί τινές, ως είπον, τοσούτον χρόνον δύο δύο νηστεύοντες και διπλάς αγρυπνίας ποιούντες και ασκούντες. Ως ουν ήκουσαν τοιαύτην απόκρισιν πεμφθείσαν παρά του γέροντος νεωτέρω πέντε έτη έχοντι εις το μοναστήριον, εταράσσοντο αγνοούντες την εργασίαν αυτού και την κατά πάντα αυτού υπακοήν ότι ουδέποτε εποίησεν εν θέλημα αυτού, και την αδιάκριτον αυτού υπακοήν ότι, ει έτυχέ ποτέ τον μακάριον Δωρόθεον ειπείν αυτώ ρήμα ως διασύρων αυτόν, απήρχετο τρέχων και εποίει αυτό αδιακρίτως. Οίόν τι λέγω˙
Ούτος παρά τας αρχάς ως από συνηθείας ελάλει τραχυτέρως. Ο ουν μακάριος, ως διασύρων αυτόν, εν μια λέγει αυτώ Βουκακράτου χρήζεις, Δωσίθεε˙ καλώς, ύπαγε λαβέ βουκάκρατον. Εκείνος ακούσας απέρχεται και φέρει φιάλην έχουσαν οίνον και άρτον, και επιδίδωσιν αυτώ, ως ίνα λάβη ευλογίαν. Ο δε αγνοήσας προσέσχεν αυτώ ως ξενιζόμενος και λέγει˙ Τι θέλεις; Αποκρίνεται αυτώ˙ Εκέλευσάς με λαβείν βουκάκρατον˙ δος μοι ευλογίαν. Τότε λέγει αυτώ˙ Μωρέ, επειδή κράζεις ώσπερ και οι Γότθοι˙ και γαρ εκείνοι, όταν εκχολώνται, χολούσιν και κράζουσιν˙ δια τούτο είπόν σοι˙ λαβέ βουκάκρατον, ότι και συ ως Γότθος κράζεις. Ως ουν ήκουσεν ταύτα, βάλλει μετάνοιαν και απέρχεται και τιθεί αυτό.

Άλλοτε πάλιν έρχεται και ερωτά αυτόν ρήμα της Αγίας Γραφής˙ ήρξατο γαρ από καθαρότητος νοείν τινά της Γραφής. Ο δε ουκ ήθελεν αυτόν τέως εις ταύτα επιβάλλειν, αλλά μάλλον δια της ταπεινώσεως φυλαχθήναι. Ότε ουν ηρώτησε αυτόν, λέγει αυτώ˙ Ουκ οίδα. Εκείνος μηδέν νοήσας, πάλιν έρχεται ερωτών αυτόν άλλο κεφάλαιον. Τότε λέγει˙ Ουκ οίδα, άλλ’ άπελθε, ερώτησον τον αββάν. Ο δε απήλθεν μηδέν διακρίνας. Ήν δε εκείνος προειπών τω αββά εκτός αυτού˙ Εάν έλθη Δοσίθεος προς σε ερωτήσαί σε τίποτε γραφικόν, στύψον αυτόν μικρόν. Ως ουν απήλθεν και ερώτησεν αυτόν, ήρξατο στύφειν αυτόν και λέγειν˙ Ουχ ησυχάζεις, μηδέν ειδώς; Συ ταύτα τολμάς ερωτάν, και ου μεριμνάς την ακαθαρσίαν σου; Και άλλα τινά τοιαύτα ειπών, απέλυσεν δεδωκώς αυτώ και δύο κόσσους. Ο δε υποστρέφει προς τον αββάν Δωρόθεον δεικνύων αυτώ τας παρειάς αυτού πυρράς εκ των κόσσων και λέγων˙ Έχω, και στερεάς. Και ουκ είπεν αυτώ˙ Δια τι συ ου διορθώσω με, άλλ’ έπεμψάς με προς τον αββάν; Ουδέν τοιούτον είπεν, αλλά πάντα εδέχετο τα παρ’ αυτού μετά πίστεως και
εποίει αδιακρίτως. Ότε δε ηρώτα αυτόν λογισμόν, μετά τοιαύτης πληροφορίας εδέχετο α ήκουεν και ούτως εφύλαττεν,ως μηκέτι δευτερώσαι αυτόν περί του αυτού λογισμού.

Ταύτην ουν αγνοούντες, ως είπον, την θαυμαστήν αυτού εργασίαν, εγόγγυζόν τινές επί τη απολύσει του γέροντος. Ότε δε ηθέλησεν ο Θεός φανερώσαι την ετοιμασθείσαν αυτώ δόξαν εκ της αγίας εκείνης υπακοής, και το χάρισμα ο είχεν ο μακάριος Δωρόθεος, και έτι μαθητής ων, περί το σώζειν ψυχάς, ο ούτως απλανώς αυτόν και συντόμως οδηγήσας προς τον Θεόν, τότε, μετ’ ου πολύν χρόνον της μακαρίας αυτού τελευτής, επεθύμησέν τις των αγίων μέγας γέρων, παραβαλών τοις εκείσε ξένοις, ιδείν τους εν τω κοινοβίω προκοιμηθέντας αγίους, και ήτησεν τον Θεόν περί τούτου αποκαλύψαι αυτώ. και ορά αυτούς πάντας ομού ως εν χορώ ισταμένους και μεταξύ αυτών τινά νεώτερον εστώτα, και έλεγεν ˙ Άρα τις εστίν ο νεώτερος ον είδον μετά των πατέρων; Και ως διέγραψεν τα σημεία του χαρακτήρος αυτού, έγνωσαν πάντες ότι Δωσίθεος εστίν˙ και εδόξασαν τον Θεόν, θαυμάζοντες από ποίου βίου και οίας πρώτης αγωγής εις ποία μέτρα κατηξιώθη φθάσαι, και εν ολίγω ούτως χρόνω, δια του κρατήσαι αυτόν την υπακοήν και κόψαι το ίδιον θέλημα.

Υποσημείώσις.

1. Βουκάκρατο: Ψωμί βουτηγμένο στο κρασί. Δηλαδή κουκιά – βούκα ψωμιού και «άκρατος οίνος». Αυτό που σήμερα λέμε στον άλλο: «Άντε βάλε τίποτε στο στόμα σου, για να πάψεις να μιλάς».

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.
Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Για τον αββά Δοσίθεο (μέρος πρώτον) – Αββά Δωροθέου.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.