Θαυμαστές Θεοσημίες (Γ’).

Κάποιος αδελφός είχε δαιμόνιο και ήλθε στον όσιο Συμεών που ιστορούσε θαυμαστά, για να του το διώξει. Τον ρώτησε ο άγιος από πού ήλθε και αυτός απάντησε από την Ραϊθώ. Τότε του λέει ο άγιος: «Και έχοντας τέτοιους πατέρες εκεί, ήλθες σε μένα τον αμαρτωλό; Πήγαινε στον αββά Ανδρέα και βάλε μετάνοια να ευχηθεί για σένα και θα ελευθερωθείς». Τότε ο αδελφός πήγε στην Ραϊθώ, στον αββά Ανδρέα και αφού του έβαλε μετάνοια, του είπε τον λόγο του οσίου Συμεών. Τότε λέει ο Ανδρέας: «Ο αββάς Συμεών έλαβε την χάρη». Και κάνοντας ευχή διώχθηκε το δαιμόνιο και καθαρίστηκε ο αδελφός.

Οι αλιείς της Φαράν διηγήθηκαν ότι μία ημέρα πήγαν πέρα από την Ερυθρά Θάλασσα και ψαρεύοντας έπιασαν πολλά ψάρια και έμειναν κοντά στο Πτελέον. Θέλοντας όμως να περάσουν την Ραϊθώ, εμποδίζονταν από τους ανέμους. Αφού έμειναν κάποιες ημέρες τριγυρνούσαν όλη την έρημο και βρήκανε σε μία σπηλιά τρεις αναχωρητές, που είχαν κοιμηθεί εν Κυρίω και που φορούσαν μανδύα σεβένειο, δηλαδή πλεγμένο από το άκρο του φλοιού των φοινίκων, και τους δερμάτινους σάκκους τους να βρίσκονται δίπλα. Αφού πήρανε τα άγια λείψανα στο πλοίο τους, έπαψαν αμέσως οι άνεμοι. Η θάλασσα έγινε γαλήνια και φύσηξε ευνοϊκός αγέρας και ήλθαν στην σκήτη της Ραϊθώ. Αφού έλαβαν οι πατέρες τα λείψανα των οσίων, τα ενταφίασαν μαζί με τους οσίους γέροντες τους παλαιούς.

Έλεγαν για τον αββά Γεώργιο και τον μαθητή του ότι κατοικούσαν σε κάποιο ερημονήσι της Ερυθράς Θάλασσας άνυδρο και είχανε μία βάρκα, με την οποία έφεραν το νερό από την στεριά. Μία ημέρα έδεσαν την βάρκα σε μία πέτρα, την νύχτα όμως έγινε τρικυμία εξαιτίας της οποίας κόπηκε το σχοινί και η βάρκα χάθηκε. Μετά από οκτώ μήνες κάποιος μοναχός από τη Ραϊθώ πέρασε με βάρκα και τους βρήκε νεκρούς. Βρήκε επίσης γραμμένα σε δέρμα χελώνας τα εξής: «Ο αδελφός Γεώργιος, ο γέροντας μου, έκανε είκοσι οκτώ ημέρες χωρίς νερό και πέθανε. Εγώ, ο μαθητής του, είχαν τριάντα επτά ημέρες και δεν έπινα νερό προτού χαθώ». Αυτών τα σώματα πήρε μαζί του και τα ενταφίασε στην Ραϊθώ.

Πήγαμε το Σιναίο όρος και συναντήσαμε τον αββά Ζωσιμά τον Κίλικα, ο οποίος είχε παραιτηθεί από την επισκοπή, και μας διηγήθηκε αυτά: «Όταν ήμουν νέος, έφυγα από το Σιναίο όρος και πήγα στην Αμμονική, για να μείνω εκεί όπου βρήκα κάποιον γέροντα που φορούσε δερμάτινο μανδύα, ο οποίος μου είπε: «Φύγε από εδώ, γιατί δεν μπορείς να υπομείνεις». Εγώ νόμιζα ότι με γνώριζε και βάζοντας μετάνοια του είπα: «Σε παρακαλώ να μου πεις από πού με γνωρίζεις». Και αυτός μου απάντησε: «Πριν από δύο ημέρες φάνηκε κάποιος σε μένα και μου είπε ότι θα έρθει κάποιος με το όνομα Ζωσιμάς, για να μείνει εδώ, αλλά μην τον αφήσεις να καθίσει, γιατί θέλω να του εμπιστευθώ την εκκλησία της Βαβυλώνας»1 Απομακρύνθηκε τότε ο γέροντας γρήγορα όπως το πέταγμα της πέτρας και αφού προσευχήθηκε μέχρι δύο ώρες, ξαναήλθε και μου λέει: «Τέκνο, ο Κύριος σε έστειλε εδώ, για να θάψεις το σώμα μου». Τότε τον ρώτησα πόσα χρόνια είχε εκεί και μου απάντησε σαράντα πέντε και είδα το πρόσωπό του να λάμπει σαν φως. Τότε μου λέει: «Ειρήνη σοι, τέκνο, να εύχεσαι για μένα». Και λέγοντας αυτά ξεψύχησε. Εγώ έσκαψα, το έθαψα και αναχώρησα, δοξάζοντας τον Κύριο.

Μας διηγήθηκε ο άγιος γέροντας και αυτό: «Πριν από είκοσι χρόνια πήγα με τον μαθητή μου τον Πορφυρίτη, για να μείνω εκεί όπου βρήκαμε αναχωρητές, με τους οποίους μείναμε και εμείς. Από αυτούς ο ένας, με το όνομα Θεόδωρος, ήταν από την μονή του αγίου Θεόκτιστου, ο άλλος, ο Παύλος ήταν από την μονή του αγίου Ευθυμίου. Ήταν δε ντυμένοι με δέρματα βουβάλων. Μία ημέρα τον μαθητή μου Ιωάννη, καθώς κοιμόταν, τον δάγκωσε φίδι και πέθανε. Εγώ λυπημένος πήγα στους αναχωρητές, οι οποίοι, όταν με είδαν ταραγμένο, μου είπαν: «Τι έχεις, αββά Ζωσιμά, μήπως πέθανε ο αδελφός;». Εγώ απάντησα ότι πέθανε. Και ήλθαν μαζί μου και βρήκαμε αυτόν πεσμένο και το αίμα να κυλάει από όλα τα μέρη του σώματός του. Τότε αυτοί τον φώναζαν λέγοντάς του: «Ιωάννη αδελφέ, σήκω, ο γέροντας σε χρειάζεται». Και αμέσως σηκώθηκε ο αδελφός. Αναζητήσαντες το φίδι, το βρήκαν και το έσχισαν σε δύο κομμάτια μπροστά μου. Έπειτα μου είπαν: «Αββά Ζωσιμά, πήγαινε στο Σινά, διότι ο Θεός θέλει να σου εμπιστευτεί την επισκοπή Βαβυλώνος της Αιγύπτου». Έτσι αναχωρήσαμε από εκεί και ήλθαμε στο Σιναίο όρος. Μετά από λίγες ημέρες ο ηγούμενος με έστειλε μαζί με δύο άλλους αδελφούς στην Αλεξάνδρεια για κάποια υπηρεσία. Ο πατριάρχης όμως μας κράτησε και μας χειροτόνησε και τους τρεις επισκόπους. Τον έναν Ηλιούπολης, τον άλλον Λεοντόπολης και εμένα Βαβυλώνας.

Υποσημείωση.

1. Πρόκειται για την πόλη της Βαβυλώνας της Αιγύπτου, το σημερινό Κάϊρο, την οποία μνημονεύει ο απόστολος λέγοντας: «Ασπάζεται υμάς η εν Βαβυλώνι εκλεκτή». Αυτή την πόλη οι Χαλδαίοι, αφού κυρίεψαν την Αίγυπτο, την έχτισαν και την ονόμασαν Βαβυλώνα.

Από το βιβλίο: Λειμωνάριον το παλαιόν – ιωάννου Μόσχου. Ητοι, Τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου. Διηγήματα των Οσίων πατέρων. βιβλίον ψυχωφελέστατον Ιωάννου Ευκρατά και Σωφρονίου του σοφιστού.
Εκδότης, Η Αγία Αννα, Φεβρουάριος 2005

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.