Πηγαίνοντας στην Σελεύκεια, κατά την μεριά της Αντιόχειας, συνάντησα τον αββά Θεόδωρο, επίσκοπο της πόλης αυτής, ο οποίος μου διηγήθηκε τα εξής:
«Κάποιος άνθρωπος ευλαβής, πλούσιος και ενάρετος, άλλ’ όμως της αίρεσης του Σεβήρου, είχε έμπιστο έναν ορθόδοξο, ο οποίος έλαβε τρεις μερίδες από το δεσποτικό σώμα την Μεγάλη Πέμπτη, για να έχει στο ταξίδι, πηγαίνοντας σε διάφορα μέρη. Αυτά τα τοποθέτησε σ’ ένα κουτί και το έβαλε στην ντουλάπα του. Έτυχε μετά το Άγιο Πάσχα να φύγει στην Κωνσταντινούπολη και ξέχασε το κουτί με τις μερίδες στην ντουλάπα.
Μία ημέρα άνοιξε ο αιρετικός την ντουλάπα, βρήκε το κουτί και λυπήθηκε, γιατί δεν ήξερε τι να κάνει τις μερίδες. Τις άφησε, όμως, σκεπτόμενος ότι θα έλθει σύντομα ο πιστικός του και θα τις πάρει. Όταν όμως έφτασε η Μεγάλη Πέμπτη πάλι και δεν φάνηκε ο πιστικός, θέλησε να τις κρύψει. Άνοιξε, λοιπόν, το κουτί και είδε ότι οι τρεις εκείνες μερίδες είχαν γίνει στάχτη και τρομαγμένος από το θαύμα, φώναξε το «Κύριε ελέησον».
Έπειτα, πηγαίνοντας στον τότε επίσκοπο Διονύσιο, του έδειξε το εξαίσιο θαύμα, το οποίο είδαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης, οι χωρικοί και οι ταξιδιώτες όλοι έκραξαν το «Κύριε ελέησον» στην εκκλησία. Βλέποντας αυτό το θαύμα πολλοί αιρετικοί, άφησαν την αίρεση και έγιναν ορθόδοξοι.
Από το βιβλίο: Λειμωνάριον το παλαιόν – ιωάννου Μόσχου. Ητοι, Τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου. Διηγήματα των Οσίων πατέρων. βιβλίον ψυχωφελέστατον Ιωάννου Ευκρατά και Σωφρονίου του σοφιστού.
Εκδότης, Η Αγία Αννα, Φεβρουάριος 2005
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.