Περί της ουσίας του Θεού
Όσον αφορά τώρα στην ουσία του Θεού, υπάρχουν στις δύο Διαθήκες οι εξής διακρίσεις:
α) Στην Παλαιά Διαθήκη
Υπάρχουν:
• Ο Θεός, ο Γιαχβέ και το Πνεύμα του Θεού.
• Ο Θεός, ο Κύριος της δόξης και το Πνεύμα του Θεού.
• Ο Θεός, ο Άγγελος και το Πνεύμα του Θεού.
Δηλαδή στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχει σαφής ορολογία περί της Αγίας Τριάδος.
β) Στην Καινή Διαθήκη
Εδώ προστίθενται εκτός από τους παραπάνω όρους και οι όροι Πατήρ και Υιός. Δηλαδή η μόνη διαφορά στην ορολογία περί Θεού στην Καινή Διαθήκη είναι ότι προστίθενται ο Πατήρ και ο Υιός.
Αυτή η διαφορά προσετέθη εξ αιτίας της Ενσαρκώσεως. Εξ αιτίας της Ενσαρκώσεως αποκαλύπτεται στην Καινή Διαθήκη ο Θεός ως Πατήρ και ο Άγγελος ως Υιός. Εκτός από αυτήν την διαφορά δεν υπάρχει άλλη διαφορά, όπως είπαμε, μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης ως προς την ορολογία περί Θεού.
Εκτός όμως από την διδασκαλία περί Θεού, Αγγέλου και Πνεύματος υπάρχουν και άλλες διακρίσεις, που αφορούν την Αγία Τριάδα. Εκείνες μεταξύ της ουσίας του Θεού και της ενεργείας του Θεού, καθώς και μεταξύ των υποστάσεων του Θεού, ποια είναι δηλαδή τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κάθε υποστάσεως. Αυτές όμως οι διακρίσεις, που γίνονται από τους Πατέρες, είναι φιλοσοφικές διακρίσεις; Δηλαδή προέρχονται από την φιλοσοφική σκέψι των Πατέρων; Ή είναι αποτέλεσμα της εμπειρίας της θεώσεως;
Απάντησις: Στην Πατερική παράδοσι η διάκρισις αυτή δεν είναι αποτέλεσμα φιλοσοφικού στοχασμού, αλλά προέρχεται εξ ολοκλήρου από την εμπειρία της θεώσεως.
Στην Δυτική Θεολογία όμως η διάκρισις που κάνουν οι θεολόγοι της Δύσεως στο θέμα αυτό είναι αποτέλεσμα όχι μόνον χρήσεως των κατατεθειμένων στοιχείων της Παραδόσεως, αλλά και φιλοσοφικού στοχασμού. Ακριβώς δε εξ αιτίας αυτού του γεγονότος οι Δυτικοί πέσανε σε αιρέσεις. Έκαναν δηλαδή μεταφυσική (οντολογική) διάκρισι και όχι εμπειρική.
Πατερικές διακρίσεις στην Αγία Τριάδα
Η Πατερική διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας, καθώς και μεταξύ των τριών υποστάσεων του Θεού, βασίζεται αποκλειστικά στην εμπειρία της θεώσεως. Στην Παλαιά Διαθήκη η διάκρισις μεταξύ Θεού, Αγγέλου και Πνεύματος υπάρχει από την εμπειρία των Προφητών. Στην Καινή Διαθήκη η διάκρισις μεταξύ Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος προέρχεται από την εμπειρία της θεώσεως εν αναφορά προς την Ενσάρκωσι. Έχοντες οι Απόστολοι και οι Πατέρες την ίδια εμπειρία με τους Προφήτες, διεπίστωσαν το Φως εν Φωτί δια του Φωτός.
Στην Καινή Διαθήκη ο Πατέρας δεν είναι ενσαρκωμένος ούτε το Άγιον Πνεύμα είναι ενσαρκωμένο. Από την εμπειρία της θεώσεως διαπιστώνεται ότι ενσαρκωμένο είναι μόνον το ένα Φως, ο Λόγος. Οπότε υπάρχει μία ένωσις μεταξύ της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού και του ακτίστου, η οποία δεν συμπεριλαμβάνει και τα τρία Φώτα, αλλά μόνο το ένα Φως. Στους Πατέρες το εν Φωτί δεν είναι ενσαρκωμένο. Ενσαρκωμένο είναι μόνο το δια του Φωτός. Μετά την Ενσάρκωσι το δια του Φωτός γίνεται δια της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού. Εν τω Φωτί (του Αγίου Πνεύματος), δια του Φωτός (του Χριστού) βλέπομε την πηγή του Φωτός (τον Πατέρα). Εδώ το «δια του Φωτός» συνδέεται άμεσα με το «εν τη ανθρωπίνη φύσει του Χριστού». Δια της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού, δια του σαρκωμένου Λόγου βλέπομε τον Πατέρα εν Πνεύματι Αγίω.
Η εμπειρία της θεώσεως είναι εκείνη που δίνει την σωστή ερμηνεία για τα αναφερόμενα στην Αγία Γραφή.
Δεν αποκλείονται βέβαια και άλλες ερμηνείες της Αγίας Γραφής. Διότι υπάρχουν και άλλες ερμηνείες της Αγίας Γραφής, που είναι οι ερμηνείες των αιρετικών. Π.χ. των Αρειανών, των Ευνομιανών, των Μοναρχιανών, των Δυναμικών και Τροπικών, των Νεστοριανών κλπ. Γιατί όμως όλες αυτές, οι άλλες ερμηνείες να μην είναι σωστές και να είναι σωστή μόνο η Ορθόδοξη ερμηνεία; Γιατί π.χ. να είμαι υποχρεωμένος από επιστημονικής απόψεως να φθάσω να αποδεχθώ το συμπέρασμα ότι μόνον οι Ορθόδοξοι έκαναν σωστή ερμηνεία και δεν έκανε σωστή ερμηνεία και ένας αιρετικός;
Εδώ φυσικά δεν έχει καμμία θέσι η Θεολογία των μοντέρνων Ορθοδόξων, που λένε: Οι επίσκοποι της Εκκλησίας, που αποτελούν τα μέλη των Οικουμενικών Συνόδων έχουν από τον Θεό το Πνεύμα το Άγιο, καθώς και την κανονική χειροτονία και, όταν συνέρχωνται εν Συνόδω, σε μία Οικουμενική Σύνοδο, αποφαίνονται αλαθήτως κλπ. Και δεν έχει εδώ καμμία θέσι μία τέτοια Θεολογία, διότι δεν φωτίζει κάποιον επίσκοπο το Πνεύμα το Άγιο έτσι απλώς, επειδή έχει κανονική χειροτονία ή επειδή συνέρχεται σε Σύνοδο, έστω και Οικουμενική ή επειδή έχει ανάγκη η Εκκλησία ή επειδή γίνεται κοινή προσευχή από όλα τα μέλη της Συνόδου. Χρειάζονται και άλλες ουσιαστικές προϋποθέσεις, δηλαδή το να ευρίσκεται ήδη ο επίσκοπος σε κατάστασι φωτισμού.
Μετά έρχονται οι Παπικοί και λένε τα δικά τους, ότι δηλαδή όταν ο Πάπας αποφασίση κάτι, αυτό είναι αλάθητο! Σαν να υπάρχη δηλαδή μία διαιτησία μέσα στην Εκκλησία, που είναι το Πνεύμα το Άγιο, ώστε να αποφασίζη η Εκκλησία μέσω κάποιας διαιτησίας για το ποιος θεολόγος έχει δίκιο ή για το ποια Θεολογία είναι σωστή! Αυτό όμως είναι το έργο του Αγίου Πνεύματος; Έτσι ανιχνεύεται η αλήθεια της Εκκλησίας;
Από το βιβλίο του αειμνήστου Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (†) Καθηγητού του Α.Π.Θ. Πανεπιστημίου:
Πατερική Θεολογία
Εκδόσεις ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ
Θεσσαλονίκη 2004