Ο φιλόπονος μοναχός.

Από το γεροντικό

Κάποιος μοναχός άξιος από τη Σκήτη πήγε κάποτε στη Θηβαΐδα και έμεινε στο κοινόβιο των Ταβεννησιωτών, στο οποίο όλοι σχεδόν οι μοναχοί ήταν άγιοι και ασκούνταν με κάθε ακρίβεια. Μετά από τριάντα μέρες ο αδελφός αυτός πήγε στον αρχιμανδρίτη1 και του είπε: «Αββά, δώσε μου την ευχή σου και άφησέ με να φύγω, γιατί δεν μπορώ να μείνω εδώ». «Γιατί, παιδί μου;» ρώτησε ο γέροντας. Και ο αδελφός αποκρίθηκε: «Γιατί εδώ υπάρχει κόπος, ούτε ανταμοιβή, καθώς όλοι οι πατέρες είναι αγωνιστές, ενώ εγώ είμαι άνθρωπος αμαρτωλός. Γι’ αυτό είναι καλύτερα να πάω όπου βρω να με βρίζουν και να με εξευτελίζουν, γιατί αυτά είναι που σώζουν τον αμαρτωλό άνθρωπο.
Όταν τον άκουσε ο γέροντας, θαύμασε. και διαπιστώνοντας ότι είναι φιλόπονος, τον άφησε να φύγει λέγοντας: «Πήγαινε, παιδί μου. Να είσαι γενναίος. η καρδιά σου να έχει θάρρος και να αναμένεις καρτερικά τη βοήθεια του Κυρίου».2

Υποσημειώσεις
1. Αρχιμανδρίτης στον αρχαίο μοναχισμό λεγόταν ο ηγούμενος μιας μεγάλης μονής ή ο ανώτερος επόπτης μοναστικών συγκροτημάτων.
2. Ψαλμ. 26, 14.

Από το βιβλίο: Ευεργετινός: “Ήτοι Συναγωγή των θεοφθόγγων ρημάτων και διδασκαλιών των θεοφόρων και αγίων πατέρων, από πάσης γραφής θεοπνεύστου συναθροισθείσα.”

Τόμος 2-ος. μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση): Δ. Χρισταφακόπουλος

Εκδόσεις, Το Περιβόλι της Παναγίας, 2001

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.