-Παππού! ε, παππού! Φώναξε ο Νάσος, σπρώχνοντάς τον με το πόδι του.
-Τί είναι;
-Α, σήκω να δούμε την Ανάσταση.
Σαν βγήκαν έξω από την καλύβα τους, άκουαν σε όλη την κοιλάδα και γύρω από τις ράχες φωνές. Όλοι οι βλάχοι της περιφερείας εκείνης ήταν στο πόδι, στολισμένοι, και με κεριά στα χέρια περίμεναν την Ανάσταση.
Είχε πια πλησιάσει η ώρα. Ο αυγερινός φεγγοβολώντας ανέβαινε ψηλά. Οι βλάχοι με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους ήταν έτοιμοι έξω από τις καλύβες τους. Οι χωρικοί από τα γύρω χωριά είχαν ανεβή στα υψώματα. Νέοι ζωηροί, γέροντες λευκόμαλλοι, παιδιά, γυναίκες νέες και γριές, όλοι είχαν καρφώσει τα μάτια τους στο ανατολικό μέρος του ορίζοντα. Ήξεραν πως από κει υψωνόταν μια ράχη, απ’ όπου θα φαινόταν ο παππάς με τη λαμπάδα στα χέρια, κηρύσσοντας στους πιστούς την Ανάσταση του Σωτήρος. Οι μεγάλες πυρές λαμπάδιζαν ψηλά και έριχναν κοκκινωπές ακτίνες στα πρόσωπα και στα καθαρά ενδύματα.
Η καρδιά όλων βροντοχτυπούσε ανυπόμονη, όσο πλησίαζε η μεγάλη και ιερή στιγμή. Κάθε άστρο, που παρουσιαζόταν από τη ράχη, το έπαιρναν για τη λαμπάδα του παππά και φώναζαν αναπηδώντας με χαρά:
-Να το, φάνηκε!
-Άμ, πού ακόμα!
-Θ’ ασπρίση το μάτι σου για να το δης.
Και πείραζε ο ένας τον άλλον και διηγόταν ιστορίες, και οι γεροντότεροι παραμύθια, για να περάση ο καιρός.
-Να το, να το! Εκείνο είναι! Φώναξε κάποιος χαρούμενος.
Πραγματικά φάνηκε φως λαμπάδας, που τρεμόσβηνε στου ανέμου την πνοή. Έσκιζε το σκοτάδι και έριχνε παρήγορη λάμψη γύρω.
Οι βλάχοι όλοι και οι χωρικοί απ’ όλα τα γύρω μέρη κάρφωσαν προς τα εκεί τα μάτια τους και τέντωσαν την ακοή τους.
-Χριστός ανέστη, παιδιά!…
Η φωνή ακούστηκε από τη ράχη δυνατή. Έφτασε σαν κύματα στις καρδιές των απλοϊκών εκείνων ανθρώπων και έχυσε επάνω τους γλυκύτητα και συγκίνηση.
-Χριστός ανέστη, παιδιά!…
Η φωνή ακούστηκε τώρα πιο δυνατή. Οι βλάχοι και οι χωρικοί έσκυψαν την κεφαλή και έκαμαν το σταυρό τους. Όλη εκείνη η μεγάλη κοιλάδα έμοιαζε την ώρα εκείνη σαν ένας μεγάλος ναός, όπου δοξαζόταν το μεγαλείο του Θεού.
-Χριστός ανέστη, παιδιά!…
Η φωνή αντήχησε για τρίτη φορά. Μαζί με το φώς της λαμπάδας φάνηκε και μία άλλη λάμψη και αμέσως ακούστηκε ο βαθύς βρόντος πυροβόλου. Και ευθύς με τον πρώτο πυροβολισμό άλλοι πολλοί μαζί πυροβολισμοί σφύριζαν στις ράχες, τα λαγκάδια, τα δέντρα, τις καλύβες, τα πρόβατα και τα μαντριά. Οι βλάχοι, με τρελό ενθουσιασμό, μετέδιδαν ο ένας στον άλλο την ευχάριστη είδηση της Αναστάσεως.
-Χριστός ανέστη, αδέλφια!…
-Αληθώς ανέστη!… αληθώς ανέστη!…
-Ζη και βασιλεύει!… Ζη και βασιλεύει!…
Πολυάριθμα μικρά φώτα πλανιόνταν παντού. Τα βλαχόπουλα έτρεχαν πρόθυμα να μεταφέρουν στους άλλους το άγιο φως που έλαβαν από την λαμπάδα του παππά.
Σε λίγο όλες οι ράχες φεγγοβολούσαν εδώ κι εκεί μέσα στο σκοτάδι σαν πολυάριθμα διαμάντια. Από κάθε καλύβα τα καριοφίλια και οι ασημοπιστόλες άστραφταν και βροντούσαν. Τα πρόβατα στα μαντριά βέλαζαν και πηδούσαν φοβισμένα από τους κρότους, οι σκύλοι αλυχτούσαν και τα άλογα χρεμέτιζαν.
Η ράχη, που πάνω της φάνηκε το πρώτο φως της Αναστάσεως, ήταν τώρα κατάφωτη. Είκοσι ως είκοσι πέντε βλάχοι, ασκεπείς, με τη λαμπάδα αναμμένη στα χέρια, γονάτιζαν γύρω στον παππά. Και ο παππάς όρθιος, κινώντας τη λαμπάδα του πάνω και κάτω, δεξιά και αριστερά, έψαλλε το «Χριστός Ανέστη».
Ανδρέας Καρκαβίτσας.
Από το Αναγνωστικό της ΣΤ’ τάξεως του Δημοτικού σχολείου.
Εν Αθήναις 1964
Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.