Ὁ Παπα-Τύχων – Αγίου Παισίου του Αγιορείτου.

Ο Παπα-Τύχων γεννήθηκε στή Ρωσία, στή Νόβια Μιχαλόσκα τό 1884. Οἱ γονεῖς του, ὁ Παῦλος καί ἡ Ἐλένη, ἦταν εὐλαβεῖς ἄνθρωποι, καί ἑπόμενο ἦταν καί ὁ καρπός τους, ὁ Τιμόθεος κατά κόσμον, νά ἔχη κληρονομική τήν εὐλάβεια καί τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί νά θέλη νά ἀφιερωθῆ στόν Θεό ἀπό μικρό παιδί.
Ἔβλεπαν οἱ γονεῖς τόν μεγάλο θεῖο ζῆλο τοῦ παιδιοῦ τους, ἀλλά δίσταζαν νά τοῦ δώσουν τήν εὐχή τους νά πάη σέ Μοναστήρι, ἐπειδή τό ἔβλεπαν εὔσωμο καί μέ ζωηρή φύση. Ἤθελαν νά ὡριμάση καί στήν σκέψη καί μετά νά ἀποφασίση μόνος του ὁ Τιμόθεος. Τοῦ ἔδωσαν ὅμως εὐλογία νά ἐπισκέπτεται τίς Μονές τό διάστημα τῶν τριῶν ἐτῶν, ἀπό δέκα ἑπτά μέχρι εἴκοσι χρονῶν. Τότε ἔκανε τά μεγάλα καί ἀτέλειωτα προσκυνήματα στά Μοναστήρια τῆς Ρωσίας καί πέρασε περίπου ἀπό διακόσιες Μονές. Στά Μοναστήρια πού πήγαινε, παρόλο πού ἦταν κατάκοπος καί ἐξαντλημένος ἀπό τήν ὁδοιπορία του, ἀπέφευγε μέ τρόπο τήν φιλοξενία, γιά νά ἀσκῆται ὁ ἴδιος καί νά μήν ἐπιβαρύνη τούς ἄλλους.
Σέ μιά ἐπαρχία ὅμως εἶχε ταλαιπωρηθῆ πολύ, γιατί οἱ κάτοικοι ἐκεῖ ἔτρωγαν ψωμί ἀπό βρίζα (σίκαλη). Ἐπειδή δέ ὁ Τιμόθεος δέν ἔτρωγε τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό ψωμί, καί τό ψωμί τῆς σίκαλης ἔχει συνήθως μιά ἄσχημη μυρωδιά καί εἶναι σάν λάσπη, δέν μποροῦσε νά τό φάη. Γι’ αὐτό εἶχε ἐξαντληθεῖ ὁ νέος. Πηγαίνει λοιπόν στόν φούρναρη, ἀπό τόν ὁποῖο εἶχε ζητήσει καί ἄλλη φορά, νά τό ξαναπαρακαλέση γιά λίγο ἄσπρο ψωμί, ἐπειδή νόμιζε ὅτι θά ἔχη γιά τόν ἑαυτό του καλό ψωμί. Ἐκεῖνος ὅμως, μόλις εἶδε τόν Τιμόθεο ἀπό μακριά τοῦ εἶπε νά φύγη.
Λυπημένος καί ἐξαντλημένος ὅπως ἦταν ὁ νέος, ἔπιασε μιά ἄκρη καί μέ ὅλη τήν παιδική του ἁπλότητα ἔκανε προσευχή στήν Παναγία: «Παναγία μου, θέλω νά μέ βοηθήσης, γιατί θά πεθάνω στό δρόμο, πρίν νά γίνω καλόγηρος· δέν μπορῶ νά τό φάω αὐτό τό ψωμί. Δέν πρόλαβε νά τελειώση τήν προσευχή του, καί ξαφνικά τοῦ παρουσιάζεται μιά Κόρη μέ λαμπερό πρόσωπο, τοῦ δίνει μιά φραντζόλα ἄσπρο ψωμί καί ἐμέσως ἐξαφανίζεται! Ἐκείνη τή στιγή τἄχασε ὁ Τιμόθεος. Δέν μποροῦσε νά ΄το ἐξγήση τό γεγονός! Τοῦ περνοῦσαν διάφοροι λογισμοί. Ἕνας λογισμός ἦταν μήπως τόν ἄκουσε ἡ κόρη τοῦ φούρναρη καί τόν λυπήθηκε καί εἶπε στόν πατέρα της νά τοῦ δώση λίγο καλό ψωμί. Σηκώνεται πάλι ὁ νέος καί πηγαίνει νά τόν εὐχαριστήση. Ἀλλά ὁ φούρναρης νόμιζε πώς τόν κορόϊδευε ὁ Τιμόθεος, καί τόν ἔβρισε θυμωμένος.
-Ἄντε, φύγε ἀπό ἐδῶ! οὔτε γυναίκα ἔχω οὔτε κόρη.
Ἀφοῦ ἔφαγε μετά ἀπό τό εὐλογημένο ἐκεῖνο ψωμί ὁ Τιμόθεος καί δυνάμωσε καί πνευματικά, συνέχισε τό προσκύνημά του καί στά ἐπίλοιπα Μοναστήρια· ἀλλ’ ὅμως τό ἀνεξήγητο ἐκεῖνο γεγονός συνέχεια τριγύριζε στό νοῦ του. Πέρασε ἀρκετό διάστημα μέ τήν ἀπορία αὐτή, ἀλλά ἀργότερα, ὅταν τοῦ ἔδωσε ἕνας Μοναχός ἕνα βιβλίο μέ τίς θαυματουργικές εἰκόνες τῆς Παναγίας τῆς Ρωσίας, καί εἶδε τήν Παναγία τοῦ Κρεμλίνου, σκίρτησε ἡ καρδιά του ἀπό εὐλάβεια, τά μάτια του πλημμύρισαν ἀπό δάκρια εὐγνωμοσύνης, καί εἶπε: «Αὐτή ἡ Παναγία μοῦ ἔδωσε τό ἄσπρο ψωμί!» Ἀπό τότε πιά τήν Παναγία τήν ἔνιωθε πιό κοντά, ὅπως τό παιδί τήν μάνα του».
Μετά, λοιπόν ἀπό τά Μοναστήρια τῆς Πατρίδος του, ἔκανε προσκύνημα στό Θεοβάδιστο Ὄρος τοῦ Σινᾶ, ὅπου παρέμεινε δύο μῆνες, καί ἀπό ἐκεῖ στούς Ἁγίους Τόπους, ὅπου καί ἀσκήτεψε ἕνα χρονικό διάστημα, πέρα ἀπό τό Ἰορδάνη ποταμό. Ἐνῶ τόν βοηθοῦσε ὁ Ἅγιος Τόπος, ἡσυχία ὅμως δέν ἔβρισκε ἀπό τό ἀνήσυχο κοσμικό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας, που κατέστρεψε, δυστυχῶς μέ τόν δῆθεν πολιτισμό της, καί τά ἅγια ἀκόμη ἐρημικά μέρη, που γαληνεύουν καί ἁγία ζουν τίς ψυχές. Γι’ αὐτό ἀναγκάστηκε νά φύγη γιά τό Ἅγιον Ὄρος.
Ὁ πειρασμός ὅμως, βλέποντας μέ τήν πολυχρόνιο πείρα του ὅτι ὁ εὐλαβής αὐτός νέος πολύ θά προχωρήση στήν πνευματική ζωή καί πολλές ψυχές θά βοηθήση γιά νά σωθοῦν, βάλθηκε νά τόν ἀχρηστέψη. Ἐνῶ εἶχε ἐπιστρέψει ἀπό τήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου στήν Ἱερουσαλήμ, γιά νά ἑτοιμασθῆ καί νά προσκυνήση γιά τελευταία φορά τόν Πανάγιο Τάφο καί νά ἀποχαιρετήση καί τούς γνωστούς του, χρησιμοποίησε ὁ πονηρός γιά ὄργανά του δύο ἀθεόφοβες γυναῖκες, πατριώτισσές του, οἱ ὁποῖες τόν κάλεσαν στό σπίτι, ὅπου ἔμειναν, γιά νά τοῦ δώσουν δῆθεν ὀνόματα νά μνημονεύση στό Ἅγιο Ὄρος. Ὁ ἀπονήρευτος Τιμόθεος, πού εἶχε ὅλο καλούς λογισμούς, τό πίστεψε καί πῆγε. Ἀλλά, ὅταν τόν ἔκλεισαν μέσα στό σπίτι καί ὅρμησαν ἐπάνω του μέ ἀνήθικες διαθέσεις, τἄχασε! Κοκκίνησε καί δίνει μιά σπρωξιά σ’ αὐτές καί ἄλλη μιά στήν πόρτα καί ξέφυγε ἀπό τά νύχια τῶν γερακιῶν, σάν νέος Ἰωσήφ, καί φυλάχτηκε ἅγιος.
Ἦρθε μετά, ὅπως ἦταν ἁγνό ἀγγελούδι, καί φυτεύτησε στό Περιβόλι τῆς Παναγίας καί πρόκοψε καί εὐωδίασε μέ τίς ἀρετές του, ὅπως θά ἰδοῦμε πιό κάτω.
Ἡ πρώτη του μετάνοια ἦταν στό Κελλί τοῦ Μπουραζέρι, ὅπου καί παρέμεινε πέντε χρόνια. Ἐπειδή σ’ αὐτό δέν εὕρισκε ἡσυχία ἀπό τούς πολλούς προσκυνητάς, Ρώσους, πῆρε εὐλογία καί πῆγε στά Καρούλια καί ἐκεῖ ἀσκήτεψε δεκαπέντε χρόνια. Ὅλο τό διάστημα στά Καρούλια περνοῦσε μέ σκληρούς ἀγῶνες. Τό ἐργόχειρό του ἦταν οἱ μεγάλες καί οἱ μικρές μετάνοιες μαζί μέτ ήν εὐχή καί τήν μελέτη. Δανειζόταν βιβλία ἀπό τίς Μονές, ἀπ’ ὅπου ἔπαιρνε καί εὐλογία, παξιμάδι, ἀπό τά περισσεύματα τῶν κλασμάτων, γιά τήν ὁποία ἔκανε κομποσκοίνι. Ἔτσι φιλότιμα ἀγωνιζόταν, γιά νά γίνη καί ἐσωτερικά Ἄγγελος καί ὄχι μόνο ἐξωτερικά μέ τό Ἀγγελικό Σχῆμα.
Μετά ἀπό τά Καρούλια ἦρθε στήν ἄκρη τῆς Καψάλας (πάνω ἀπό τήν Καλιάγρα), σ’ ἕνα Κελλί Σταυρονικητιανό, καί γηροκομοῦσε ἕναν Γέροντα. Ἀφοῦ πέθανε τό Γεροντάκι, καί πῆρε τήν εὐχή του, ἔμεινε μόνος του στήν Καλύβη. Ἀπό τότε ὄχι μόνο δέν ἀμέλησε τούς πνευματικούς ἀγῶνες, ἀλλά τούς αὔξησε, καί ἑπόμενο ἦταν νά δεχθῆ πλούσια τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἀγωνιζόταν φιλότιμα καί μέ πολλή ταπείνωση.
Ἡ Θεία Χάρις πιά τόν φανέρωνε στούς ἀνθρώπους κι ἔτρεχαν πολλοί πονεμένοι ἄνθρωποι, γιά νά τόν συμβουλευθοῦν καί νά παρηγορηθοῦν ἀπό τήν πολλή του ἀγάπη. Ἄλλοι τόν παρακαλοῦσαν νά ἱερωθῆ, γιά νά βοηθάη πιό θετικά μέ τό Μυστήριο τῆς θείας Ἐξμολογήσεως, ἀφοῦ θά ἔδινε καί τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Αὐτή τήν ἀνάγκη, νά βοηθηθοῦν οἱ ἄλλοι, τήν διετύπωσε καί ὁ ἴδιος καί δέχτηκε νά χειροτονηθῆ.
Στό Κελλί του ὅμως Ναός δέν ὑπῆρχε, ἐνῶ ἦταν πιά ἀπαραίτητος, οὔτε καί χρήματα εἶχε, ἀλλά εἶχε μεγάλη πίστη στό Θεό. Ἔκανε λοιπόν προσευχή καί ξεκίνησε γιά τίς Καρυές μέ τήν ἐμπιστοσύνη στόν Θεό ὅτι θά τοῦ οἰκονομοῦσε τά χρήματα, πού θά χρειαζόταν γιά τόν Ναό. Πρίν φθάση ἀκόμη στίς Καρυές, τόν εἶδε ἀπο μακριά τόν Παπα-Τύχωνα ὁ Δικαῖος τοῦ Προφήτη Ἠλία (Ρωσικοῦ) καί τόν φώναξε. Ὅταν πλησίασε κοντά, τοῦ εἶπε:
-Κάποιος καλός Χριστιανός ἀπό τήν Ἀμερική μοῦ ἔστειλε μερικά δολάραι, νά τά δώσω σ’ ἐκεῖνον πού δέν ἔχει Ναό, γιά νά κτίση. Ἐσύ δέν ἔχεις Ναό· παρ’τα καί φτιάξε.
Δάκρυσε ὁ Γέροντας ἀπό συγκίνηση καί εὐγνωμοσύνη στόν Θεό, εὐχαρίστησε καί τόν Δικαῖο καί εἶπε τό «Θεός συγχωρέσοι» γιά τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ πού τοῦ ἔστειλε τήν εὐλογία. Ὁ Καλός Θεός, σάν καρδιογνώστης, εἶχε φροντίσει γιά τόν Ναό του, πρίν ἀκόμη Τόν παρακαλέση ὁ Γέροντας, γιά νά τοῦ ἔχη ἕτοιμα τά χρήματα, τή ὥρα πού θά Τοῦ τά ζητοῦσε. Ἑπόμενο ἦταν νά τόν ἀκούση ὁ Θεός, ἀφοῦ ὁ Γέροντας ἀπό μικρό παιδί ἄκουγε καί τηροῦσε τίς θεῖες ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί δεχόταν οὐράνιες εὐλογίες.
Στήν συνέχεια βρίσκει δύο Μοναχούς τεχνίτες, γιά νά λένε καί τήν εὐχή, τήν ὥρα πού θά ἐργάζονται. Ὅταν, λοιπόν, τελείωσε ὁ Ναός, τόν ἀφιέρωσε στόν Τίμιο Σταυρό, γιατί τόν εἶχε σέ εὐλάβεια, ἀλλά καί γιά νά ἀποφεύγη τά Πανηγύρια μέ τόν φυσιολογικό αὐτόν τρόπο, ἐπειδή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ νηστεύουν, καί ἡ ἡμέρα εἶναι πένθιμη. Ὁ Γέροντας δέν ἀναπαυόταν στά Πανηγύρια, γιατί δημιουργοῦν ἀνησυχία καί περισπασμό, ἐνῶ αὐτός πανηγύριζε κάθε μέρα πνευματικά μέ τόν ἥσυχο Σταυροαναστάσιμο τυπικό του, μέ τήν πολλή τού ἄσκηση καί μέ τήν καθόλου σχεδόν ἀνθρώπινη παρηγοριά μέσα στό λάκκο τῆς Καλιάγρας, ὅπου ἔβλεπε οὐρανό καί ζοῦσε παραδεισένιες χαρές μαζί μέ τούς Ἀγγέλους καί τούς Ἁγίους. Ὅταν τόν ρωτοῦσε κανείς «μόνος σου μένεις ἐδῶ στήν ἐρημιά», ἀπαντοῦσε ὁ Γέροντας:
-Ὄχι, ἐγώ μένω μαζί μέ τούς Ἀγγέλους καί Ἀρχαγγέλους, μέ τούς Ἀγίους Πάντες, μέ τήν Παναγία καί μέ τόν Χριστό.
Πράγματι τήν ἔνιωθε τήν παρουσία τῶν Ἁγίων καί τήν βοήθεια τοῦ φύλακα Ἄγγέλου του. Μιά μέρα πού τόν εἶχα ἐπισκεφθῆ, ἐνώ ἀνέβαινε τά σκαλοπάτια, ἔπεσε ἀνάποδα καί σφηνώθηκε στήν πόρτα, γιατί φοροῦσε πολλά καπιά, καί δυσκολεύτηκα νά τόν σηκώσω. ὅταν τόν ρώτησα μετά «τί θά ἔκανες Γέροντα, μόνος σου, ἐάν δέν ἤμουν ἐδῶ», μέ κοίταξε παράξενα καί μοῦ ἀπήντησε μέ βεβαιότητα:
-Ὁ φύλακάς μου Ἄγγελος θά μέ σήκωνε.
Ἐνῶ βρισκόταν σέ ἔρημο τόπο, μόνος του, καί τό Κελλί του δέν εἶχε σχεδόν τίποτα, γιά νά ἔχη ὅμως τον Χριστό μέσα του, δέν τοῦ χρειαζόταν τίποτα, γιατί ὅπου ὁ Χριστός ἐκεῖ Παράδεισος, καί γιά τόν Παπα-Τύχωνα τό Περιβόλι τῆς Παναγίας ἦταν ἐπίγειος Παράδεισος.
Εἶχε χρόνια ἀρκετά νά βγῆ στόν κόσμο, ἀλλά χωρίς νά τό θέλη, τόν ἀνάγκασαν κάποτε, που είχε γίνει πυρκαϊά στήν Καψάλα, μαζί μέ ἄλλους Πατέρες νά πάη κι αὐτός ὡς μάρτυρας στήν Θεσσαλονίκη. Ὅταν ἐπέστρεψε στό Ἅγιον Ὄρος ὁ Γέροντας, τόν ρωτοῦσαν οἱ Πατέρες:
-Πῶς εἶδες τήν πόλη καί τόν κόσμο μετά ἀπό τόσα χρόνια πού εἶχες νά ἰδῆς τόν κόσμο;
Ὁ Γέροντας ἀπήντησε:
-Ἐγώ δέν εἶδα πολιτεία μέ ἀνθρώπους, ἀλλά δάσος μέ καστανιές.
Ἔφθασε σ’αὐτήν τήν πνευματική ἁγία κατάσταση ὁ Γέροντας, γιατί ἀγάπησε πολύ τόν Χριστό, τήν ταπείνωση καί τήν φτώχεια. Μέσα στό κελλί τοῦ Γέροντα δέν ἔλβεπες οὔτε ἕνα πράγμα τῆς προκοπῆς, που νά ἐξυπηρετῆ ἄνθρωπο. Ἀπό αὐτά πού εἶχε μέσα στό κελλί τοῦ ἔβρισκε κανείς ὅσα ἤθελε πεταγμένα ἀπ’ ἔξω, στό λάκκο. Ἀλλά γιά τούς πνευματικούς ἀνθρώπους ὅ,τι παλιό καί ἐάν εἶχε ὁ Παπα-Τύχων, εἶχε μεγάλη ἀξία, γιατί ἦταν ἁγιασμένο. Ἀκόμη καί τά κουρέλια του τά ἔβλεπαν μέ εὐλάβεια καί τά ἔπαιρναν γιά εὐλογία. Ὅ,τι ἐπίσης παλιό φοροῦσε ἤ ἀσουλούπωτο, δέν φαινόταν ἄσχημο, γιατί ὀμόρφαινε καί αὐτό ἀπό τήν ἐσωτερική ὁμορφιά τῆς ψυχῆς του. Γιά σκουφιά ἔραβε μόνος του μέ τήν σακοράφα κομμάτια ράσου, σάν σακοῦλες, καί τά φοροῦσε, ἀλλά σκορποῦσαν περίσσότερη χάρη ἀπό τίς πολύτιμες μίτρες τίς δεσποτικές (ὅταν, φυσικά, δέν ὑπάρχη στήν καρδιά τοῦ Μητροπολίτου «ὁ Πολύτιμος Μαργαρίτης»).
Κάποτε τόν φωτογράφισε ἕνας ἐπισκέπτης, ὅπως ἦταν μέ τήν σακούλα γιά σκουφί καί μέ μιά πιτζάμα που τοῦ εἶχε ρίξει στίς πλάτες του, γιατί εἶδε τόν Γέροντα νά κυρώνη. Καί τώρα, ὅσοι βλέπουν στήν φωτογραφία τόν Παπα-Τύχωνα, νομίζουν ὅτι φοροῦσε δεσποτικό μανδύα, ἐνῶ ἦταν μιά παλιά παρδαλή πιτζάμα.
Πολύ ἀναπαυόταν στά φτωχά καί ταπεινά πράγματα καί πολύ ἀγαποῦσε τήν ἀκτημοσύνη, ἡ ὁποία καί τόν ἐλευθέρωσε καί τοῦ ἔδωσε τά πνευματικά φτερά, καί ἔτσι μέ φτερουγισμένη ψυχή ἀγωνιζόταν πολύ, χωρίς νά αἰσθάνεται τόν σωματικό πόνο, ὅπως τό παιδιάκι δέν νιώθη κούραση, ὅταν κάνη τά θελήματα τοῦ πατέρα του, ἀλλά νιώθει τήν ἀγάπη καί τήν στοργή μέ τά χάδια. Φυσικά, αὐτά δέν συγκρίνονται μέ τά θεϊκά χάδια τῆς Χάριτος οὔτε κατά διάνοια.
Ὅπως ἀνέφερα, τό ἐργόχειρό του ἦταν οἱ πνευματικοί ἀγώνες: νηστεία, ἀγρυπνία, εὐχή, μετάνοιες κ.ἄ. ὄχι μόνο γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά καί γιά ὅλες τίς ψυχές τοῦ κόσμου (ζωντανούς καί πεθαμένους). Ὅταν πιά εἶχε γεράσει καί δέν μποροοῦσε νά σηκωθῆ, ὅταν ἔπεφτε κάτω μέ τίς στρωτές μετάνοιες, ἔδεσε ἕνα χονδρό σχοινί ψηλά καί τραβιόταν γιά νά σηκωθῆ. Ἔτσι, πάλι ἔκανε μετάνοιες καί προσυνοῦσε τόν Θεό μέ εὐλάβεια. Αὑτό τό τυπικό τηροῦσε μέχρι πού ἔπεσε πιά στό κρεβάτι, ὅπου ξεκουράστηκε γιά εἴκοσι μέρες, καί μετά ἔφυγε γιά τήν ἀληθινή αἰώνια ζωή, ὅπου καί ξεκουράζεται πιά αἰώνια κοντά στό Χριστό.
Τό ἴδιο ἐπίσης τυπικό τῆς ξηροφαγίας, πού εἶχε ἀπό νέος, τηροῦσε καί στήν συνέχεια μέχρι τά γεράματά του. Τήν μαγερική τήν θεωροῦσε καί γιά σπατάλη χρόνου, ἐκτός που δέν ταιριάζουν στήν Καλογερική τά καλομαγειρευμένα φαγητά. Φυσικά, μετά ἀπό τόση ἄσκηση καί τέτοια πνευματική κατάσταση δέν τοῦ ἔκανε καμιά αἴσθηση ἡ καλή τροφή, ἀφοῦ κατοικοῦσε μέσα του ὁ Χριστός, πού τόν γλύκαινε καί τόν ἔτρεφε παραδεισένια.
Στίς συζητήσεις του πάντα ἀνέφερε γιά τόν γλυκό Παράδεισο, καί ἀπό τά μάτια του κυλοῦσαν τά γλυκά δάκρυα, καί δέν τοῦ ἔκανε καρδιά νά ἀσχολῆται μέ μάταια πράγματα, ὅταν τόν ρωτοῦσαν κοσμικοί ἄνθρωποι.
Τά ἐλάχιστα πράγματα πού τοῦ χρειαζόταν, γιά νά συντηρηθῆ, τά οἰκονομοῦσε ἀπό τό λίγο ἐργόχειρο πού ἔκανε· ἁγιογραφοῦσε ἕναν Ἐπιτάφιο κάθε χρόνο καί τόν ἔδινε πεντακόσιες ἤ ἑξακόσιες δραχμές καί μ’ αὐτά τά χρήματα περνοῦσε ὁλόκληρη τήν χρονιά του.
Ὅπως ἀνέφερα, ἦταν πολύ λιτοδίαιτος καί ὀλιγαρκής, ἀφοῦ ἕνα Ἀποστολιάτικο σύκο τό ἔκοβε στά δύο καί τό ἔτρωγε δύο φορές. Μοῦ ἔλεγε: «Πά, πά, πά, παιδί μου, αὐτό εἶναι πολύ μεγάλο!»- ἐνῶ ἐγώ, γιά νά χορτάσω, ἔπρεπε νά φάω ἕνα κιλό.
Κάθε Χριστούγεννα ὁ Γέροντας θά οἰκονομοῦσε μιά ρέγγα, γιά νά περάση ὅλες τίς χαρμόσυνες ἡμέρες τοῦ Δωδεκαημέρου μέ κατάλυση ἰχθύος. Τήν δέ ραχοκοκαλιά τῆς ρέγγας, δέν τήν πετοῦσε, ἀλλά τήν κρεμοῦσε μέ μιά κλωστή καί, ὅποτε ἦταν καμιά Δεσποτική ἤ Θεομητορική ἑορτή καί εἶχε κατάλυση ἰχθύος, ἔβραζε λίγο νερό σ’ ἕνα κονσερβοκούτι, βουτοῦσε τήν ραχοκοκαλιά δυό-τρεῖς φορές στό νερό, γιά νά πάρη λίγη μυρωδιά, καί μετά ἔριχνε λίγο ρύζι. Ἔτσι ἔκανε κατάλυση καί κατηγοροῦσε καί τόν ἑαυτό του ὅτι τρώει καί ψαρόσουπες στήν ἔρημο! Τήν ραχοκοκαλιά αὐτήν τήν κρεμοῦσε πάλι στό καρφί καί γιά ἄλλη κατάλυση, μέχρι πού ἄσπριζε πιά καί τότε τήν πετοῦσε.
Ὅταν ἔβλεπε τούς ἀνθρώπους νά τοῦ συμπεριφέρονται μέ εὐλάβεια, αὐτό τόν στενοχωροῦσε καί τούς ἔλεγε:
-Ἐγώ δέν εἶμαι ἀσκητής, ἀλλά ψεύτης ἀσκητής.
Μόνο στά τελευταῖα του πιά δέχθηκε λίγη περιποίηση ἀπό τούς ἀνθρώπους πού τόν ἀγαποῦσαν ἰδιαίτερα, γιά νά μήν τούς λυπήση.
Ὅταν τοῦ ἔδινε κανείς εὐλογία ἀπό τρόφιμα, τήν κρατοῦσε καί μετά τήν ἔστελνε σέ Γεροντάκια στήν Καψάλα. Ἐάν τοῦ ἔστελναν χρήματα, τά ἔδινε σ’ ἕναν εὐλαβή μπακάλη, γιά νά ἀγοράση ψωμιά καί νά τά μοιράζη στούς φτωχούς.
Κάποτε τοῦ εἶχε στείλει κάποιος ἀπό τήν Ἀμερική μιά ἐπιταγή. Τήν ὥρα ὅμως πού ἔπαιρνε ὁ Γέροντας ἀπό τό Ταχυδρομεῖο, τόν εἶδε ἕνας κοσμικός καί νικήθηκε ἀπό τόν πειρασμό τῆς φιλαργυρίας. Πῆγε λοιπόν τή νύχτα στό Κελλί τοῦ Γέροντα, γιά νά τόν ληστέψη, μέ τόν λογισμό ὅτι θά εὕρισκε καί ἄλλα χρήματα, χωρίς νά ξέρη ὅτι καί ἐκεῖνα πού εἶχε πάρει ὁ Γέροντας τά εἶχε δώσει τήν ἴδια ὥρα στόν κυρ-Θόδωρο, γιά νά πάρη ψωμιά γιά τούς φτωχούς. Ἀφοῦ τόν βασάνισε ἀρκετά τόν Γέροντα -τόν ἔσφιγγε μέ ἕνα σχοινί στόν λαιμό του- διεπίστωσε ὅτι πράγματι δέν εἶχε χρήαμτα καί ξεκίνησε νά φύγη. Ὁ Πάπα-Τύχων τοῦ εἶπε:
-Θεός συγχωρέσοι, παιδί μου.
Ὁ κακοποιός αὐτός ἄνθρωπος πῆγε καί σέ ἄλλον Γέροντα μέ τόν ἴδιο σκοπό, ἀλλά ἐκεῖ τόν ἔπιασε ἡ Ἀστυνομία, καί ὁμολόγησε μόνος του ὅτι εἶχε πάει καί στόν Πάπα- Τύχωνα. Ὁ Ἀστυνομικός ἔστειλε χωροφύλακα καί ζήτησε τόν Γέροντα γιά ἀνάκριση, ἐπειδή θά γινόταν ἠ δίκη τοῦ κλέφτη. Ὁ Γέροντας στεναχωρέθηκε γι’αὐτό καί ἔλεγε στόν χωροφύλακα:
-Παιδί μου, ἐγώ τόν συγχώρεσα μέ ὅλη τήν καρδιά μου τόν κλέφτη.
Ἐκεῖνος ὅμως δέν ἔδινε καθόλου σημασία στά λόγια τοῦ Γέροντα, γιατί ἐκτελοῦσε ἀνώτερη διαταγή, καί τόν τραβοῦσε καί ἔλεγε:
-Ἄντε, γρήγορα, Γέροντα! ἐδῶ δέν ἔχει συγχώρεση καί «εὐλόγησον».
Τελικά τόν λυπήθηκε ὁ Διοικητής καί τόν ἄφησε ἀπό τήν Ἱερισσό νά γυρίση στό Κελλί του, ἐπειδή ἔκλαιγε σάν μωρό παιδί, γιατί νόμιζε ὅτι γίνη καί αὐτός αἰτία νά τιμωρηθῆ ὁ κλέφτης.
Ὅταν τό θυμόταν αὐτό τό περιστατικό δέν μποροῦσε νά χωρέση στό μυαλό του καί μοῦ ἔλεγε:
-Πά, πά, πά, παιδί μου, αὐτοί οἱ κοσμικοί ἄλλο τυπικό ἔχουν! Δέν ἔχουν τόν «εὐλόγησον», «Θεός συγχωρέσοι σοι»!
Ἐνῶ ὁ Γέροντας τήν λέξη «εὐλόγησον» τήν χρησιμοποιοῦσε πάντα καί μέ τίς πολλές καλογερικές ἔννοιες, ὅπως τό «εὐλογεῖτε» ἤ «εὐλόγησον», ὅταν ζητοῦσε ταπεινά τήν εὐλογία τοῦ ἄλλου, καί μετά θά ἔδινε καί αὐτός τήν εὐλογία του μέ τήν εὐχή «Ὁ Κύριος νά σέ εὐλογήση».
Μετά ἀπό τόν συνηθισμένο χαιρετισμό ὁδηγοῦσε τούς ἐπισκέπτες στό Ναό καί ἔψαλλαν μαζί τό Σῶσον, Κύριε τόν λαόν σου καί τό Ἄξιον ἐστιν καί , ἐάν ἦταν καλός καιρός, ἔβγαιναν ἔξω, κάτω ἀπό τήν ἐλιά, καί καθόταν μαζί τους πέντε λεπτά· μετά σηκωνόταν μέ χαρά καί ἔλεγε:
-Ἐγώ τώρα κεράσματα.
Ἔβγαζε νερό ἀπό τήν στέρνα καί γέμιζε ἕνα κύπελλο γιά τόν ἐπισκέπτη, ἔβαζε καί στό δικό του τενεκάκι (κονσερβοκούτι, πού τό χρησιμοποιοῦσε καί γιά μπρίκι) καί ἔψαχνε μετά νά βρῆ κανένα λουκούμι, ἄλλοτε κατάξηρο καί ἄλλοτε μυρμηγκοφαγωμένο, τό ὁποῖο, ἐπειδή ἦταν εὐλογία τοῦ Παπα-Τύχωνα, δέν προξενοῦσε ἀηδία. Ἀφοῦ τά ἑτοίμαζε, ἔκανε τόν Σταυρό του ὁ Γέροντας, ἔπαιρνε τό νερό καί ἔλεγε: «Πρῶτα ἐγώ· εὐλογεῖτε!» καί περίμενε νά τοῦ πῆ ὁ ἐπισκέπτης τήν εὐχή. «Ὁ Κύριος νά σέ εὐλογήση», ἀλλιῶς δέν ἔπινε νερό. Μετά θά ἔδινε καί αὐτός τήν εὐχή του. Τήν εὐχή ἀπό τούς ἄλλους τήν αἰσθανόνταν ὡς ἀνάγκη, ὄχι μόνο ἀπό τούς Ἱερωμένους ἤ Μοναχούς ἀλλά ἀκόμη καί ἀπό τούς λαϊκούς, μικρούς καί μεγάλους στήν ἡλικία.
Μετά ἀπό τό κέρασμα περίμενε νά ἰδῆ ἐάν ἔχουν κανένα θέμα. Ὅταν ἔβλεπε ὅτι εἶναι ἀργόσχολος ἄνθρωπος καί ἦρθε μόνο γιά νά περάση τήν ὥρα του, τότε τοῦ ἔλεγε:
-Παιδί μου, στήν κόλαση θά πᾶνε καί οἱ τεμπέληδες, ὄχι μόνο οἱ ἁμαρτωλοί!
Ἐάν παρέμεινε καί δέν ἔφευγε, τόν ἄφηνε ὁ Γέροντας καί ἔμπαινε στό Ναό καί προσευχόταν, καί ἔτσι ὁ ἐπισκέπτης ἀναγκαζόταν νά φύγη. Ὅταν πάλι ἤθελε νά ἐκμεταλλευθῆ κανείς τήν ἁπλότητα τοῦ Γέροντα, γιά νά ἐξυπηρετήση τόν ἄλφα ἤ βῆτα σκοπό του, τό καταλάβαινε μέ τήν θεία του φώτιση καί τοῦ ἔλεγε:
-Παιδί μου, ἐγώ Ἑλληνικά δέν ξέρω· πήγαινε σέ κανέναν Ἕλληνα, γιά νά συννενοηθῆς καλά.
Φυσικά, δέν λυπόταν ποτέ τόν κόπο οὔτε τόν χρόνο, ὅταν ἔβλεπε πνευματικά ἐνδιαφέροντα στούς ἀνθρώπους. Ἐνῶ μέ τό στόμα συμβούλευε, μέ τήν καρδιά καί τόν νοῦ προσευχόταν. Ἡ προσευχή του ἦταν πιά αὐτενέργητη, καρδιακή. Οἱ ἄνθρωποι, πού τόν πλησίαζαν, τό αἰσθάνονταν αὐτό, γιατί ἔφευγαν πολύ δυναμωμένοι. Καί ὁ Γέροντας τούς εὐλογοῦσε μέχρι νά κρυφτοῦν πιά.
Κάποτε τόν εἶχε ἐπισκεφθῆ ὁ Πατήρ Ἀγαθάγγελος ὁ Ἰβηρίτης, ὡς Διάκονος Ὅταν ἔφευγε, ἦταν σκοτάδι, δέν εἶχε φωτίσει ἀκόμη. Ὁ Παπα-Τύχων προεῖδε τον κίνδυνο πού θά διέτρεχε ὁ Διάκος, καί ἀνέβηκε αὐτή τήν φορά στό τοιχάκι τῆς μάνδρας καί εὐλογοῦσε συνέχεια. Ὅταν ἔφθασε ὁ Διάκος στή ράχη εἶδε τόν Γέροντα νά εὐλογῆ ἀκόμη, τόν λυπήθηκε καί τοῦ φώναξε νά μή κουράζεται, νά μπῆ στό κελλί του. Αὐτός ὅμως ἀτάραχος μέ ὑψωμένα χέρια, σάν τόν Μωυσῆ, προσευχόταν καί εὐλογοῦσε. Ἐνῶ λοιπόν βάδιζε ξένοιαστος ὁ Διάκος, ξαφνικά, πέφτει πάνω σέ καρτέρι κυνηγῶν, πού περίμεναν ἀγριόχοιρους. Ἕνας κυνηγός τράβηξε νά ρίξη, ἀλλά οἱ εὐχές του Γέροντα ἔσωσαν τόν Διάκο ἀπό τόν θάνατο καί τόν κυνηγό ἀπό τήν φυλακή. Γι’ αὐτό μοῦ ἔλεγε πάντα ὁ Γέροντας:
-Παιδί μου, νά μήν ἔρχεσαι ποτέ τήν νύντα, γιατί τήν νύχτα τά θηρία περπατοῦν, καί οἱ κυνηγοί τά περιμένουν κρυμμένοι….
Ἀκόμη καί γιά τήν Θεία Λειτουργία ἔλεγε στόν Μοναχό πού θά τον βοηθοῦσε καί θά ἔκανε τόν ψάλτη, νά ἔρχεται τό πρωΐ μέ τό φώτισμα. Τήν ὥρα δέ τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ ἔλεγε νά μένη στόν μικρό διάδρομο, ἔξω ἀπό τόν Νάο, καί ἀπό ἐκεῖ νά λέη τό Κύριε ἐλέησον, γιά νά νιώθη τελείως μόνος του καί νά κινῆται ἄνετα στήν προσευχή του. Ὅταν ἔφθανε τό Χειρουβικό, ὁ Παπα-Τύχων ἡρπάζετο εἴκοσι ἕως τριάντα λεπτά, καί ὁ ψάλτης θά ἔπρεπε νά ἐπαναλάβη πολλές φορές τό Χερουβικό, μέχρι νά ἀκούση τίς περπατησιές του στήν Μεγάλη Εἴσοδο. Ὅταν τόν ρωτοῦσα μετά τό τέλος «τί βλέπεις, Γέροντα», ἐκεῖνος μοῦ ἀπαντοῦσε:
-Τά Χερουβείμ καί Σεραφείμ δοξολογοῦν τόν Θεό!
Ἔλεγε ἐπίσης στήν συνέχεια:
-Ἐμένα μετά ἀπό μισή ὥρα μέ κατεβάζει ὁ φύλακάς μου Ἄγγελος καί τότε συνεχίζω τήν Θεία Λειτουργία.
Κάποτε τόν εἶχε ἐπισκεφθῆ ὁ π. Θεόκλητος ὁ Διονυσιάτης. Ἐπειδή ἡ πόρτα τοῦ Παπα-Τύχωνα ἦταν κλειστή, καί ἀπό τόν Ναό ἀκούγονταν γλυκιές ψαλμωδίες, δέν θέλησε νά ἐνοχλήση μέ τό χτύπημα τῆς πόρτας, ἀλλά περίμενε νά τελειώσουν, γιατί νόμιζε ὄτι βρίσκονται στό «Κοινωνικό». Σέ λίγο βγαίνει ὁ Παπα-Τύχων καί ἀνοίγει τήν πόρτα. Ὅταν μπῆκε ὁ π. Θεόκλητος, δέν βρῆκε κανέναν ἄλλον ἐκτός ἀπό τόν Παπα-Τύχωνα. Τότε κατάλαβε ὅτι οἱ ψαλμωδίες ἐκεῖνες ἦταν Ἀγγελικές.
Στά γεράματά του πιά, ἐπειδή ἔτρεμαν τά πόδια του, ἐρχόταν συνήθως καί λειτουργοῦσε ὁ Παπα-Μάξιμος καί ὁ Παπα-Ἀγαθάγγελος, οἱ Ἰβηρίτες, πού ἦταν πιό κοντά, καί τοῦ ἄφηναν καί Ἅγιον Ἄρτο, γιατί κοινωνοῦσε κάθε μέρα. Φυσικά, ἦταν προετοιμασμένος κάθε μέρα μέ τήν ἁγία του ζωή.
Γιά τόν Παπα-Τύχωνα ὅλες σχεδόν οἱ ἡμέρες τοῦ χρόνου ἦταν Διακαινήσιμες, καί ζοῦσε πάντα τήν Πασχαλινή χαρά. Συνέχεια ἄκουγε κανείς ἀπό τό στόμα του τό Δόξα σοι ὁ Θεός, Δόξα σοι ὁ Θεός. Αὐτό συνιστοῦσε καί σέ ὅλους: νά λέμε τό Δόξα σοι ὁ Θεός, ὄχι μόνο ὅταν περνᾶμε καλά, ἀλλά καί ὅταν περνᾶμε δοκιμασίες, γιατί καί τίς δοκιμασίες τίς ἐπιτρέπει ὁ Θεός γιά φάρμακα τῆς ψυχῆς.
Πολύ πονοῦσε γιά τίς ψυχές πού ὑπέφεραν στό ἄθεο καθεστῶς τῆς Ρωσίας. Μοῦ ἔλεγε μέ δακρυσμένα μάτια:
-Παιδί μου, ἡ Ρωσία ἔχει ἀκόμη κανόνα ἀπό τόν Θεό· θά περάση ὅμως.
Γιά τόν ἑαυτό του ὁ Γέροντας δέν νοιαζόταν καθόλου οὔτε καί φοβόταν, γιατί εἶχε πολύ φόβο Θεοῦ (θεία συστολή) καί εὐλάβεια. Ἐπειδή ἀγωνιζόταν καί μέ πολλή ταπείνωση, δέν διέτρεχε οὐτε τόν πνευματικό κίνδυνο τῆς πτώσεως. Ἑπομένως, πῶς νά φοβηθῆ καί τί νά φοβηθῆ; Τούς δαίμονες, πού τρέμουν ἀπό τόν ταπεινό ἄνθρωπο, ἤ τόν θάνατο, πού συνέχεια τόν μελετοῦσε καί ἑτοιμαζόταν χαρούμενος γι’ αὐτόν; Μάλιστα, εἶχε ἀνοίξει καί τόν τάφο του μόνος του, γιά νά εἶναι ἕτοιμος, καί ἔμπηξε καί τόν Σταυρό, πού καί αὐτόν τόν εἶχε κάνει ὁ ἴδιος, καί ἔγραψε τά ἑξῆς, ἀφοῦ εἶχε προαισθανθῆ τόν θάνατό του: «Ἁμαρτωλός Τύχων, Ἱερομόναχος, 60 χρόνια στό Ἅγιο Ὄρος. Δόξα σοι ὁ Θεός».
Πάντα μέ τό Δόξα σοι ὁ Θεός θά ἄρχιζε καί μέ τό Δόξα σοι ὁ Θεός θά τελείωνε ὁ Γέροντας. Εἶχε συμφιλιωθῆ πιά μέ τόν Θεό, γι’ αὐτό χρησιμοποιοῦσε περισσότερο τό Δόξα σοι ὁ Θεός παρά τό Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Κινεῖτο, ὅπως εἴδαμε, στόν θεῖο χῶρο, ἀφοῦ λάμβανε μέρος καί στήν οὐράνια δοξολογία μέ τούς Ἁγίους Ἀγγέλους τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας.
Ἐπειδή εἶχε ἀνάψει πιά ἡ φλόγα τοῦ θείου ἔρωτος μέσα τήν καρδιά του, γι’ αὐτό καί δέν τόν συγκινοῦσαν τά μάταια πράγματα, ὅπως ἀνέφερε. Τό κελλί του ἦταν καί αὐτό μικρό. Εἶχε ἕνα τραπεζάκι πού ἀκουμποῦσε εἰκόνες, καθώς καί τό ἀκοίμητο κανδήλι καί τό θυμιατήρι. Δίπλα εἶχε τό Ἁγγελικό του Σχῆμα καί τό τριμμένο του ράσο. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τοῦ τοίχου εἶχε τόν Ἐσταυρωμένο καί σέ μιά ἄκρη εἶχε τρεῖς σανίδες γιά κρεβάτι μέ μιά κουρελιασμένη κουβέρτα ἁπλωμένη γιά τρῶμα. Γιά σκέπασμα εἶχε ἕνα παλιό πάπλωμα μέ τά βαμβάκια ἀπ’ἔξω, ἀπό τό ὁποῖο ἔπαιραν καί τά ποντίκια βαμβάκι, γιά νά κάνουν τίς φωλιές τους. Ἐπάνω στό δῆθεν μαξιλάρι του εἶχε τό Εὑαγγέλιο καί ἕνα βιβλίο μέ ὁμιλίες τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου. Τό δέ πάτωμα τοῦ κελλιοῦ του ἦταν μέν ἀπό σανίδες, ἀλλά φαινόταν σάν σουβαντισμένο, ἐπειδή δέν σκούπιζε ποτέ, καί οἱ λάσπες, πού ἔμπαιναν ἀπό ἔξω, μέ τά γένια καί τά μαλλιά, πού ἔπεφταν κάτω χρόνια ὁλόκληρα, εἶχαν σχηματίσει κανονικό σουβά.
Ὁ Παπα-Τύχων δέν ἔδινε καμιά σημασία στό καθάρισμα τοῦ κελλιοῦ του ἀλλά στό καθάρισμα τῆς ψυχῆς του, γι’ αὐτό καί κατόρθωσε νά γίνη δοχεῖο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Συνέχεια ἔπλενε τήν ψυχή του μέ τά πολλά του δάκρυα καί χρησιμοποιοῦσε χονδρά προσόψια, ἐπειδή τά συνηθισμένα μανδήλια δέν τόν ἐξυπηρετοῦσαν.
Εἶχε φθάσει σέ μεγάλη κατάσταση πνευματικά ὁ Γέροντας! ἡ ψυχή του εἶχε γίνει πολύ εὐαίσθητη, ἀλλά, γιά νά βρίσκεται ὁ νοῦς του συνέχεια στόν Θεό, εἶχε φθάσει καί σέ ἀναισθησία σωματική, ἀφοῦ δέν αἰσθανόταν πιά καμιά ἐνόχληση ἀπό τίς μύγες, τά κουνούπια καί τούς ψύλλους, πού εἶχε χιλιάδες. Τό κορμί του ἦταν κατατρυπημένο καί τά ροῦχα του γεμάτα ἀπό κόκκινα στίγματα. Μοῦ λέει ὁ λογισμός μου ὅτι καί μέ τίς σύριγγες νά τοῦ τραβοῦσαν τό αἷμα του τά ζουζούνια, πάλι δέν θά τό αἰσθανόταν. Μέσα στό κελλί του κυκλοφοροῦσαν ὅλα ἐλεύθερα, ἀπό ζουζούνια μέχρι ποντίκια.
Κάποτε τοῦ εἶπε ἕνας Μοναχός, ἐπειδή ἔβλεπε τά ποντίκια νά χοροπηδοῦν:
-Γέροντα, θέλεις νά σοῦ φέρω μία γάτα;
Ἐκεῖνος ἀπήντησε:
-Ὄχι, παιδί μου. Ἐγώ ἔχω μιά γάτα, μιάμιση φορά μεγαλύτερη ἀπό τήν γάτα. Ἔρχεται ἐδῶ, τήν ταΐζω, τήν χαϊδεύω, καί μετά πηγαίνει στήν καλύβα της κάτω στό λάκκο καί ἡσυχάζει.
Ἦταν μιά ἀλεπού, ἡ ὁποία ἐπισκεπτόταν τόν Γέροντα τακτικά, σάν καλός γείτονας.
Εἶχε ἐπίσης καί μία ἀγριόχοιρο, πού γεννοῦσε κάθε χρόνο κοντά στόν φράχτη τοῦ κήπου του, γιά νά τήν προστατεύη ὁ Γέροντας. Ὅταν ἔβλεπε κυνηγούς νά περνοῦν ἀπό τήν περιοχή του, τούς ἔλεγε ὁ Παπα-Τύχων:
-Παιδιά μου, ἐδῶ δέν ὑπάρχουν μεγάλα γουρούνια. Φύγετε.
Οἱ κυνηγοί νόμιζαν ὅτι δέν ὑπάρχουν ἀγριόχοιροι στήν περιοχή του καί ἔφευγαν.
Ὁ ἅγιος Γέροντας σάν καλός πατέρας τούς μέν ἀνθρώπους ἔτρεφε πνευματικά, τά δέ μεγάλα ζῶα τά τάϊζε ἀπο τήν λίγη τροφή πού εἶχε καί τά χόρταινε περισσότερο ἀπο τήν πολλή του ἀγάπη, καί τά μικρά ζουζούνια τ’ ἄφηνε νά θηλάζουν ἀπό τό λίγο του αἷμα.
Εἶχε γερή κράση ὁ Γέροντας, ἀλλά ἀπό τήν πολλή ἄσκηση εἶχε ἐξαντληθῆ. Ὅταν τόν ρωτοῦσε κανείς «τί κάνεις Γέροντα, εἶσαι καλά;» ἀπαντοῦσε:
-Δόξα σοι ὁ Θεός, καλά εἶμαι παιδί μου. Ἐγώ δέν εἶμαι ἄρρωστος, ἀλλά ἀδυναμία ἔχω.
Πολύ στενοχωριόταν, ὅταν ἔβλεπε καλοθρεμμένο νέο, καί περισσότερο, ὅταν ἔβλεπε καλοθρεμμένο Καλόγηρο, ἐπειδή δέν ταιριάζουν τά πάχια μέ τό Ἀγγελικό Σχῆμα.
Μιά μέρα τόν ἐπισκέφτηκε ἕνας λαϊκός πολύ χονδρός ἄνδρας καί τοῦ λέει:
-Γέροντα, ἔχω πόλεμο σαρκικό μέ βρώμικους λογισμούς, πού δέν μ’ ἀφήνουν καθόλου νά ἡσυχάσω.
Ὁ Παπα-Τύχων τοῦ εἶπε:
-Ἐάν, παιδί μου, ἐσύ θά κάνης ὑπακοή, μέ τήν Χάρη τοῦ Χριστοῦ ἐγώ θά σέ κάνω Ἄγγελο. Νά λές, παδί μου συνέχεια τήν εὐχή, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, καί νά περνᾶς ὅλες τίς ἡμέρες μέ ψωμί καί νερό, καί τό Σάββατο καί τήν Κυριακή νά τρῶς φαγητό μέ λίγο λάδι. Νά κάνης καί ἀπό ἑκατόν πενήντα μετάνοιες τήν νύκτα καί νά διαβάζης μετά τήν Παράκληση τῆς Παναγίας καί ἕνα καί ἕνα κεφάλαιο ἀπό τό Εὐαγγέλιο καί τό Συναξάρι τοῦ Ἁγίου τῆς ἡμέρας.
Μετά ἀπό ἕξι μῆνες, πού τόν ξαναεπισκέφτηκε, ὁ Γέροντας δέν μπόρεσε νά τόν γνωρίση, γιατί ε ἶχαν φύγει ὅλα τά περίσσια πάχια, καί μέ εὐκολία πιά χωροῦσε ἀπο τήν στενή πόρτα τοῦ Ναοῦ του. Ὁ Γέροντας τόν ρώτησε:
-Πῶς περνᾶς τώρα παιδί μου;
Καί ἐκεῖνος ἀπάντησε:
-Τώρα νιώθω πραγματικά σάν Ἄγγελος, γιατί δέν ἔχω οὔτε σαρκικές ἐνοχλήσεις οὔτε καί βρώμικους λογισμούς καί αἰσθάνομαι πολύ ἐλαφρύς, πού ἔφυγνα τά πάχια.
Μέ τέτοιες πρακτικές συμβουλές νουθετοῦσε τούς ἀνθρώπους πού τοῦ ζητοῦσαν βοήθεια. Ἐκτός, φυσικά, ἀπό τήν μεγάλη πείρα πού εἶχε ἀποκτήσει, εἶχε λάβει καί θεῖο φωτισμό ἀπό τούς μεγάλους ἀσκητικούς του ἀγῶνες. Μετά ἀπό τίς νουθεσίες του ἐπακολουθοῦσαν οἱ προσευχές του, πού τίς αἰσθάνονταν οἱ ἐπισκέπτες ἔντονα, ὅταν ἔφευγαν.
Τό πετραχήλι σχεδόν ποτέ δέν τό ἔβγαζε, γιατί πολλές φορές τό σήκωνε ἀπό τόν ἕναν ἄνθρωπο καί τό ἅπλωνε στόν ἄλλον καί ἔπαιρνε τίς ἁμαρτίες ἀπό τούς συνανθρώπους του καί τούς ξαλάφρωνε μέ τό Μυστήριο τῆς θείας Ἐξομολογήσεως. Τίς ἐξομολογήσεις, πού τοῦ ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι, τίς ξεχνοῦσε ἀμέσως καί ἔτσι ἔβλεπε ὅλους τούς ἀνθρώπους πάντοτε καλούς καί ὅλο καλούς λογισμούς εἶχε γιά ὅλους, γιατί εἶχε γιά ὅλους, γιατί εἶχε ἐξαγνισθῆ πιά ἡ καρδιά του καί ὁ νοῦς του.
Κάποτε τόν εἶχε ρωτήσει ἕνας Ἡγούμενος:
-Γέροντα, ποιός ἀδελφός εἶναι πιό καθαρός μέσα στό Κοινόβιο;
Ὁ Πάπα-Τύχων ἀπήντησε:
-Ἅγιο Καθηγούμενε, ὅλοι οἱ ἀδελφοί εἶναι καθαροί.
Ποτέ δέν πλήγωνε ἄνθρωπο, ἀλλά τοῦ θεράπευε τά τραύματα μέ τό βάλσαμο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ἔλεγε στήν πονεμένη ψυχή:
-Παιδί μου, ἐσένα ὁ Χριστός σέ ἀγαπάει, σέ συγχώρεσε, Ὁ Χριστός ἀγαπάει περισσότερο τούς ἁμαρτωλούς πού μετανοοῦν καί ζοῦν μέ τήν ταπείνωση.
Πάντα τόνιζε τήν ταπείνωση καί ἔλεγε χαρακτηριστικά:
-Ἕνας ταπεινός ἄνθρωπος ἔχει περισσότερη Χάρη ἀπό πολλούς ἀνθρώπους. Κάθε πρωί ὁ Θεός εὐλογεῖ τόν κόσμο μέ τό ἕνα χέρι, ἀλλ’ ὅταν ἰδῆ κανέναν ταπεινό ἄνθρωπο, τόν εὐλογεῖ με τά δύο Του χέρια. Πά, πά, πά, παιδί μου, ἐκεῖνος πού ἔχει μεγαλύτερη ταπείνωση, εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἀπό ὅλους!
Ἐπίσης, ἔλεγε γι’ αὐτούς πού παρθενεύουν πώς πρέπει νά ἔχουν ταπείνωση, γιατί ἀλλιῶς δέν σώζονται μόνο μέ τήν παρθενία, διότι ἡ κόλαση εἶναι γεμάτη καί ἀπό ὑπερήφανους παρθένους.
-Ὅταν καυχᾶται κανείς ὅτι εἶναι παρθέονος -ἔλεγε- θά τοῦ πῆ ὁ Χριστός: «Ἐπειδή δέν ἔχεις ταπείνωση, πήγαινε στήν κόλαση». Ἐνῶ σ’ ἐκεῖνον πού ἦταν ἁμαρτωλός καί μετανόησε καί ζῆ ταπεινά μέ συντριβή καρδίας καί ὁμολογεῖ ὅτι εἶναι ἁματωλός, θά τοῦ πῆ ὁ Χριστός: «Ἔλα, παιδί μου, ἐδῶ στόν γλυκό Παράδεισο».
Ἐκτός ἀπό τήν ταπείνωση καί τήν μετάνοια τόνιζε πολύ τήν μελέτη του Θεοῦ, δηλαδή ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου νά γυρίζη συνέχεια γύρω ἀπό τόν Θεό. Ἐπίσης, τόνιζε τήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων: Εὐεργετινό, Φιλοκαλία, Ἅγιο Χρυσόστομο, Μέγα Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Ἅγιο Μάξιμο, Συμεών Νέο Θεολόγο, Ἀββᾶ Μακάριο καί Ἀββᾶ Ἰσαάκ. «Ἡ μελέτη, ἔλεγε ὁ Γέροντας, θερμαίνει καί τήν ψυχή, καθαρίζει καί τόν νοῦ καί ἔτσι ἀσκεῖται μέ προθυμία ὁ ἄνθρωπος καί ἀποκτάει ἀρετές, ἐνῶ, ὅταν δέν ἀσκῆται, ἀποκτάει πάθη».
Μιά μέρα μέ ρώτησε:
-Ἐσύ, παιδί μου, τί βιβλία διαβάζεις;
Τοῦ ἀπάντησα:
-Ἀββᾶ Ἰσαάκ.
-Πά,πά, πά, παιδί μου, αὐτός ὁ Ἅγιος εἶναι μεγάλος! Οὔτε ἕναν ψύλλο δέν σκότωσε ὁ Ἀββᾶς Ἱσαάκ.
Ἤθελε μέ αὐτό πού εἶπε νά τονίση τήν μεγάλη πνευματική εὐαισθησία τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Παπα-Τύχων προσπαθοῦσε νά μιμηθῆ τόν Ἅγιο Ἰσαάκ, ὄχι μόνο στόν ἡσυχαστικό του πνεῦμα ἀλλά καί στήν εὐαισθησία τῆς πνευματικῆς του ἀρχοντιᾶς, καί δέν ἐπιβάρυνε κανέναν ἄνρθωπο. Ἔλεγε στούς Μοναχούς ὅτι πρέπει νά ζοῦν ἀσκητικά, γιά νά ἐλευθερωθοῦν ἀπό τίς μέριμνες, καί ὄχι νά δουλεύουν σάν ἐργάτες καί νά τρῶνε σάν κοσμικοί. Γιατί τό ἔργο τοῦ Μοναχοῦ εἶναι οἱ μετάνοιες, οἱ νηστεῖες, οἱ προσευχές, ὄχι μόνο γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά καί γιά ὅλο τόν κόσμο, ζωντανούς καί πεθαμένους, καί λίγη δουλειά γιά τά ἀπαραίτητα, γιά νά μήν ἐπιβαρύνη τούς ἄλλους, διότι μέ τήν πολλή δουλειά καί μέριμνα ξεχνάει κανείς τόν Θεό. Ἔλεγε χαρακτηριστικά:
-Ὁ Φαραώ ἔδινε πολλή δουλειά καί πολύ φαγητό στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ, γιά νά ξεχάσουν τόν Θεό.
Πρίν ἀρχίση τίς συμβουλές του ὁ Γέροντας, εἶχε τυπικό νά κάνη πρῶτα προσευχή, νά ἐπισκευθῆ τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιά νά τόν φωτίση, καί αὐτό συνιστοῦσε καί στούς ἄλλους. Ἔλεγε: «Ὁ Θεός ἄφησε τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιά νά μᾶς φωτίζη. Αὐτό εἶναι νοικοκύρης. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας ἀρχίζει μέ τό Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας». Ἐνῶ ἔλεγε αὐτά γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλοιωνόταν τό πρόσωπό του, καί πολλοί εὐλαβεῖς ἄνθρωποι τήν ἔλβεπαν αὐτή τήν ἀλλοίωση.
Μερικοί τόν τραβοῦσαν καί καμιά φωτογραφία κρυφά. Ἄλλοι τοῦ ζητοῦσαν εὐλογία γιά νά τόν φωτογραφίσουν, καί αὐτός τό δεχόταν ἁπλά. Σηκωνόταν ἀμέσως, πήγαινε στό Ναό καί φοροοῦσε τό Ἁγγελικό Σχῆμα. Ἔπαιρνε καί τόν Σταυρό στό ἕνα χέρι καί μέ τό ἄλλο ξέπλεκε τήν μεγάλη γενειάδα, τήν ὁποία ἔδενε κότσο, καί φαινόταν πράγματα σάν τόν Πατριάρχη Ἀβραάμ, ἰδίως στα ὑστερνά του, πού εἶχε γίνει ὁλόλευκος πιά ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά. Ἀφοῦ λοιπόν ἑτοιμαζόταν, στεκόταν κάτω ἀπό τήν ἐλιά, γιά νά τόν φωτογραφίσουν, καί ἔπαιρνε μία στάση μικροῦ παιδιοῦ. Εἶχε ὡριμάσει πιά πνευματικά καί εἶχε γίνει σάν μικρό παιδί, ὅπως μᾶς συνιστᾶ ὁ Χριστός νά γίνουμε σάν τά ἄκακα παιδιά.
Οἱ Πατέρες πού τόν συμβουλεύονταν, στά γεράματά του τόν ἐπισκέπτονταν πιό τακτικά, γιά νά τοῦ προσφέρουν καμιά βοήθεια, καί τόν ρωτοῦσαν:
-Γέροντα, μήπως θέλεις νά σοῦ κόψουμε ξύλα;
Ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε:
-Κάντε ὑπομονή, ἐάν δέν πεθάνω τό καλοκαίρι, νά μοῦ κόψετε ξύλα γιά τό χειμώνα.
Τό 1968 εἶχε προαισθανθεῖ πιά τόν θάνατό του, γιατί συνέχεια ἀνέφερε γιά τόν θάνατο. Τόν εἶχαν ἐγκαταλείψει καί οἱ λίγες σωματικές του δυνάμεις. Μετά τῆς Παναγίας (τόν Δεκαπενταύγουστο) εἶχε πέσει στό κρεβάτι καί ἔπινε μόνο νερό, γιατί καιγόταν ἐσωτερικά. Παρόλο πού βρισκόταν σ’ αὐτήν τήν κατάσταση, πάλι δέν ἤθελε νά μένη ἄνθρωπος κοντά του, γιά νά μήν τόν περισπᾶ στήν ἀδιάλειπτη προσευχή του.
Ὅταν εἶχε πλησιάσει ἡ τελευταία ἑβδομάδα τῆς ζωῆς του ἐπί τῆς γῆς, τότε μοῦ εἶπε νά καθίσω κοντά του, γιατί θά ἀποχωριζόμασταν πιά, ἀφοῦ θά ἔφευγε ἐκεῖνος γιά τήν ἀληθινή ζωή. Ἀκόμη καί αὐτές τίς δέκα ἡμέρες δέν μέ ἄφηνε νά μένω συνέχεια κοντά του, ἀλλά μοῦ ἔλεγε νά πηγαίνω στό διπλανό κελλάκι, γιά νά προσεύχωμαι καί ἐγώ, μετά ἀπό τήν μικρή βοήθεια πού τοῦ πρόσφερα. Φυσικά, δέν εἶχα τά ἀπαιτούμενα γιά νά τόν ἀνακουφίσω ὅσο ἔπρεπε, ἀλλά, ἐπειδή δέν εἶχε ἀνακουφισθῆ ποτέ τό ταλαιπωρημένο του σῶμα, καί ἡ ἐλάχιστη βοήθεια του φαινόταν πολύ μεγάλη.
Μιά μέρα, εἶχα οἰκονομήση δύο λεμόνια καί τοῦ ἔκανα μιά λεμονάδα. Μόλις ἤπιε λίγο, δροσίστηκε καί μέ κοιτοῦσε παράξενα.
-Πά, πά, πά, παιδί μου, αὐτό τό νερό εἶναι πολύ καλό! Ποῦ τό βρῆκες; Ὁ Χριστός νά σοῦ δώση σαράντα χρυσά στεφάνια.
Φαίνεται δέν εἶχε πιεῖ ποτέ λεμονάδα ἤ εἶχε πιεῖ, ὅταν ἦταν πολύ μικρός, καί εἶχε ξεχάσει τήν γεύση της.
Ἐπειδή ἦταν ἀκίνητος πιά στό κρεβάτι, γιατί εἶχε παραδώσει σ’ αὐτό τίς λίγες του σωματικές δυνάμεις καί δέν μποροῦσε νά σηκωθῆ νά πάη στό Ναό τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὅπου λειτουργοῦσε μέ εὐλάβεια χρόνια ὁλόκληρα, μοῦ ζήτησε νά τοῦ φέρω τόν Σταυρό ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα γιά παρηγοριά. Ὅταν εἶδε τόν Σταυρό, γυάλισαν τά μάτια του καί, ἀφοῦ τόν ἀσπάσθηκε μέ εὐλάβεια, τόν κρατοῦσε σφιχτά στό χέρι του μέ ὅλη τήν δύναμή πού τοῦ εἶχε ἀπομείνει. Εἶχα δέσει καί ἕνα κλωνάρι βασιλικό στόν Σταυρό καί τοῦ ἔλεγα:
-Μυρίζει καλά, Γέροντα;
Ἐκεῖνος μοῦ ἀπάντησε:
-Ὁ Παράδεισος, παιδί μου, μυρίζει πολύ καλύτερα.
Μιά μέρα ἀπό ἐκεῖνες τίς τελευταῖες του, εἶχα βγεῖ ἔξω, γιά νά τοῦ φέρω λίγο νερό. Ὅταν ἄνοξα μετά καί μπῆκα στό κελλί του, μέ κοιτοῦσε παράξενα καί μοῦ λέει:
-Ἐσύ, ὁ Ἅγιος Σέργιος εἶσαι;
-Ὄχι, Γέροντα, εἶμαι ὁ Παΐσιος.
-Τώρα, παιδί μου, ἦταν ἐδῶ ἡ Παναγία, ὁ Ἅγιος Σέργιος καί ὁ Ἅγιος Σεραφείμ. Ποῦ πῆγαν;
Κατάλαβα ὅτι κάτι γίνεται καί τόν ρώτησα:
-Τί σοῦ εἶπε ἡ Παναγία;
-Θά περάση ἡ Πανήγυρη καί μετά θά μέ πάρη.
Ἦταν ἀπόγευμα, παραμονή τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, 7 Σεπτεμβρίου τοῦ 1968 καί μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες, στίς 10 Σεπτεμβρίου, ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ.
Τήν προτελευταία ἡμέρα μοῦ εἶχε πεῖ ὁ Γέροντας:
-Αὔριο θά πεθάνω καί θέλω νά μή κοιμηθῆς, γιά νά σέ εὐλογήσω.
Ἐγώ τόν λυπόμουνα ἐκεῖνο τό βράδυ, πού κουραζόταν, γιατί συνέχεια τρεῖς ὧρες εἶχε τά χέρια του ἐπάνω στό κεφάλι μου, μέ εὐλογοῦσε καί μέ ἀσπαζόταν γιά τελευταῖα φορά. Γιά νά ἐκφράση καί τήν εὐγνωμοσύνη του γιά τό λίγο νερό πού τοῦ εἶχα δώσει στά τελευταῖα του, μοῦ ἔλεγε:
-Γλυκό μ ου Παΐσιο, ἐμεῖς παιδί μου, θά ἔχουμε ἀγάπη εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἡ ἀγάπη εἶναι ἀκριβή ἡ δική μας. Ἐσύ θά κάνης εὐχή ἀπό ἐδῶ, καί ἐγώ θά κάνω ἀπό τόν Οὐρανό. Πιστεύω ὅτι θά μέ ἐλεήση ὁ Θεός, γιατί ἑξήντα χρόνια παιδί μου, Καλόγηρος, συνέχεια ἔλεγα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Ἔλεγε ἐπίσης:
-Ἐγώ θά λειτουργῶ πιά στόν Παράδεισο. Ἐσύ νά κάνης εὐχή ἀπό ἐδῶ, καί ἐγώ θά ἔρχωμαι κάθε χρόνο νά σέ βλέπω. Ἐάν ἐσύ θά καθίσης στό Κελλί αὐτό, ἐγώ θά ἔχω χαρά, ἀλλά ὅπως ὁ Θεός θέλει, παιδί μου. Σοῦ ἔχω καί κουμπάνια, γιά τρία χρόνια κονσέρβες, καί μοῦ ἔδειχνε, δίπλα, ἕξι μικρά κουτιά σαρδέλες καί ἄλλα τέσσερα κουτιά καλαμάρια, πού τά εἶχε φέρει κάποιος ἀπό καιρό, καί ἔμειναν στήν ἴδια θέση, ὅπου τά εἶχε ἀφήσει ὁ ἐπισκέπτης τότε. (Γιά μένα αὐτές οἱ κονσέρβες, δέν ἔφθαναν οὔτε γιά μιά βδομάδα).
Ξανά ἐπαναλάμβανε ὁ Γέροντας:
-Ἐμεῖς, παιδί μου, θά ἔχουμε ἀκριβή ἀγάπη εἰς αἰῶνες αἰώνων, καί θά ἔρχωμαι κάθε χρόνο νά σέ βλέπω, καί τά μάτια του ἔτρεχαν δάκρυα συνέχεια.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐκεῖνες οἱ δέκα πολύτιμες ἡμέρες, πού παρέμεινα κοντά του, ἦταν ἡ μεγαλύτερη εὐλογία τοῦ Θεοῦ γιά μένα, γιατί βοηθήθηκα περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά, ἀφοῦ μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά τόν ζήσω λίγο ἀπό κοντά καί νά τόν γνωρίσω καλύτερα. Αὐτό πού μοῦ ἔκανε μεγαλύτερη ἐντύπωση ἦταν τό πόσο στά ζεστά εἶχε πάρει τό θέμα τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς! Δίπλα ἀπό τό κρεβάτι του εἶχε ἕτοιμες ἐπιστολές, γιά νά τίς ταχυδρομήσω, μόλις πεθάνη, σέ γνωστούς του Ἐπισκόπους, γιά νά τόν μνημονεύουν. Ἐπίσης μοῦ ἔδωσε ἐντολή νά φέρω Ἐπίσκοπο νά τόν διαβάση στόν τάφο καί νά τόν ἀφήσω ἐκεῖ-νά μή τοῦ κάνω τήν ἐκταφή- μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
Εἶχα εἰδοποιήσει ἐν τῷ μεταξύ στό Μοναστήρι ὅτι εἶναι πιά στά τελευταῖα του ὁ Παπα-Τϋχων, καί ἦρθε ὁ Πατήρ Βασίλειος, γιά νά τόν ἑτοιμάσουμε. Ἔβλεπες πιά σιγά-σιγά νά σβήνη ὁ Γέροντας, σάν τό κανδήλι, πού τελειώνει τό λάδι ἀπό τήν κούπα καί μένει λίγο στό φιτίλι καί κάνει τίς τελευταῖες του ἀναλαμπές.
Ἔτσι μᾶς ἔφυγε ἡ ἁγιασμένη ψυχή καί μᾶς ἄφησε τό σῶμα του καί ἕνα μεγάλο κενό. Τόν ἑτοιμάσαμε οἱ δυό μας καί εἰδοποιήσαμε τό πρωΐ καί τούς ἄλλους Πατέρες, καί τοῦ διάβασαν τήν νεκρώσιμη ἀκολουθία οἱ γνωστοί του Ἱερεῖς μέ εὐλάβεια. Μᾶς ἄφησε πόνο, φυσικά, στίς ψυχές μας μέ τόν ἀποχωρισμό του, γιατί ἡ παρουσία του ἔπαιρνε πόνο καί σκορποῦσε παρηγοριά. Τώρα πιά ὁ Γέροντας θά μᾶς ἐπισκέπτεται ἐκεῖνος ἀπό τόν Οὐρανό καί θά μᾶς βοηθάη περισσότερο. Ἄλλωστε, τό εἶχε ὑποσχεθῆ ὁ ἴδιος: «Ἐγώ θά ἔρχωμαι κάθε χρόνο νά σέ βλέπω».
Πέρασαν τά χρόνια ὁλόκληρα, χωρίς νά μοῦ παρουσιασθῆ, καί αὐτό μέ ἔβαλε σέ λογισμούς: «μήπως ἔσφαλα σέ κάτι;» Μετά ἀπό τρία χρόνια μοῦ ἔκανε τήν πρώτη ἐπίσκεψη. Ἐάν ἐννοοῦσε ὁ Γέροντας ὅτι τό «….κάθε χρόνο» θά ἄρχιζε μετά ἀπό τά τρία χρόνια, αὐτό μέ παρηγορεῖ, γιατί ἔτσι δέν ἥμουν ἐγώ αἰτία σ’ αὐτό τό θέμα.
Ἡ πρώτη λοιπόν φορά ἦταν στίς 10 Σεπτεμβρίου 1971, βράδυ, μετά τό μεσονύκτιο. Ἐνῶ ἔλεγα τήν εὐχή, βλέπω ξαφνικά τόν Γέροντα νά μπαίνη στό κελλί! Πετάχτηκα καί τοῦ ἔπιασα τά πόδια καί τά φιλοῦσα μέ εὐλάβεια. Δέν κατάλαβα ὅμως πῶς ξεγαντζώθηκε ἀπό τά χέρια μου καί , καθώς ἔφυγε, τόν εἶδα νά μπαίνη στό Ναό καί ἐξαφανίστηκε. Φυσικά, τά χάνει κανείς ἐκείνη τήν ὥρα, ὅταν συμβαίνουν τέτοια γεγονότα. Οὔτε καί μπορεῖ νά ἐξηγήση αὐτά μέ τή λογική, γι’ αὐτό καί λέγονται θαύματα. Ἄναψα ἀμέσως τό κερί, γιατί μόνο τό κανδήλι εἶχα ἀναμμένο, ὅταν συνέβη αὐτό, γιά νά σημειώσω στό ἡμερολόγιο τήν ἡμέρα αὐτή πού μοῦ εἶχε παρουσιασθῆ ὁ Γέροντας, γιά νά τό θυμᾶμαι. Ὅταν εἶδα ὅτι ἦταν ἡ ἠμέρα πού εἶχε κοιμηθεῖ ὁ Γέροντας (10 Σεπτεμβρίου), πολύ λυπήθηκα καί ἐλέγχθηκα, πού μοῦ πέρασε τελείως ἀπαρατήρητη ἐκείνη ἡ ἡμέρα. Πιστεύω νά με συγχώρησε ὁ καλός Πατέρας, γιατί ἐκείνη τήν ἡμέρα, ἀπό τό φώτισμα μέχρι τό ἡλιοβασίλεμα, εἶχα ἐπισκέπτες στό Καλύβι καί εἶχα κουραστῆ καί ζαλιστῆ καί ξεχάστηκα τελείως. Ἀλλιῶς, κάτι θά ἔκανα γιά νά βοηθηθῶ ὁ ἴδιος καί νά δώσω λίγη χαρά στόν Γέροντα μέ ὁλονύκτια προσευχή.
Δέν ξέρω ἐάν εἶχε παρουσιασθῆ σέ ἄλλον, πρίν ἀπό τήν πρώτη αὐτή ἐπίσκεψη πού μου ἔκανε. Στό Κελλί μου πάντως εἶχε παρουσιασθῆ καί σ’ ἕναν ἄγνωστο Μοναχό (πρώην Καρακαλληνό), στόν Πατέρα Ἀνδρέα, ὡς ἑξῆς:
Εἶχε ἔρθει στό Κελλί μου, γιά νά τόν ἐξυπηρετήσω σέ κάτι πού ἤθελε. Φυσικά, οὔτε μέ γνώριζε οὔτε καί ἐγώ τόν γνώριζα. Περίμενε λοιπόν ἔξω ἀπό τό Κελλί μου,κάτω ἀπό τήν ἐλιά, γιατί νόμιζε ὅτι ἀπουσιάζω. Ἐγώ ἤμουν μέσα στό ἐργαστήρι καί δέν ἀκουγόμουνα, γιατί βερνίκωνα εἰκονάκια. Ὅταν τελείωσα, ἔψαλα τό Ἅγιος ὁ Θεός καί βγῆκα ἔξω. Μόλις μέ εἶδε ὁ Πατήρ Ἀνδρέας, ξαφνιάστηκε καί μοῦ διηγήθηκε μέ θαυμασμό τό ἑξῆς γεγονός:
«Ἐνῶ περίμενα κάτω ἀπό τήν ἐλιά, εἶχαν κλείσει τά μάτια μου, ἀλλά τίς αἰσθήσεις μου τίς εἶχα. Βλέπω, λοιπόν, ἕναν Γέροντα νά βγαίνη ἀπό ἐκεῖνα τά δενδρολίβανα καί νά μοῦ λέη:
-Ποιόν περιμένεις;
Καί ἐγώ ἀπάντησα:
-Τόν Πατέρα Παΐσιο.
Ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε:
-Ἐδῶ εἶναι, καί ἔδειχνε μέ τό δάκτυλο πρός τό κελλί.
Ἐκείνη τήν στιγμή πού ἔδειχνε, ἄκουσα νά ψέλνης τό Ἅγιος ὁ Θεός καί βγῆκες ἔξω. Αὐτός, Πάτερ Παΐσιε θά εἶναι κανένας Ἅγιος, γιατί τούς καταλαβαίνω. Ἔχω ἰδεῖ καί ἄλλες φορές τέτοια!»
Τότε τοῦ διηγήθηκα μερικά γιά τόν Γέροντα καί τοῦ εἶπα ὅτι ἐκεῖ στά δενδρολίβανα εἶναι ὁ τάφος του. Εἶχα φυτέψει γύρω-γύρω δενδρολίβανα, τά ὁποία εἶχαν μεγαλώσει, καί δέν διακρινόταν ὁ τάφος, γιά νά μή πατιέται τό Λείψανό του, μιά πού μοῦ ἔδωσε ἐντολή νά μή τοῦ κάνω ἐκταφή.
Νομίζω ὅτι ἀπό τά λίγα αὐτά πού ἀνάφερα καί ἀπό τά λίγα πού ἔγραψα γύρω ἀπό τήν ζωή τοῦ σεβαστοῦ Γέροντος, πολλά θά καταλάβουν ὅσοι ἔχουν ἐσωτερικά βιώματα. Φυσικά, ὅσοι ζοῦνε ταπεινά καί στήν ἀφάνεια μποροῦν νά καταλάβουν πόσο ἀδικοῦνται οἱ Ἅγιοι, μέ τό νά βλέπουμε μόνο τίς ἐξωτερικές ἀρετές τῶν Ἁγίων -ὅσες δέν κρύβονται- καί αὐτές μόνο νά γράφουμε, ἐνῶ ὁ πνευματικός πλοῦτος τῶν Ἁγίων μᾶς εἶναι σχεδόν ἄγνωστος. Αὐτά τά λίγα συνήθως, πού ἔχουμε ἀπό τούς Ἁγίους ἤ τούς ξέφυγαν, διότι δέν μπόρεσαν νά τά κρύψουν, ἤ τούς ἀνάγκαζε ἡ μεγάλη τους ἀγάπη νά κάνουν αὐτή τήν πνευματική ἐλεημοσύνη.
Φυσικά, μόνο ὁ Θεός γνωρίζει τά πνευματικά μέτρα τῶν Ἁγίων. Οὔτε καί οἱ ἴδιοι οἱ Ἅγιοι τά γνώριζαν, διότι οἱ Ἅγιοι μόνο τίς ἁμαρτίες τους μετροῦσαν καί ὄχι τά πνευματικά τους μέτρα. Ἔχοντας λοιπόν ὑπ’ ὄψιν μου τό ἅγιο αὐτό τυπικό τῶν Ἁγίων, πού δέν ἀναπαύονται στούς ἀνθρώπινους ἐπαίνους, προσπάθησα νά περιοριστῶ στά ἀπαραίτητα γεγονότα.
Πιστεύω ὅτι εἶναι εὐχαριστημένος καί ὁ Παπα-Τύχων καί δέν θά παραπονεθῆ, ὅπως παραπονέθηκε σ’ αὐτόν ὁ φίλος του Γέρο-Σιλουανός, ὅταν εἶχε γράψει γιά πρώτη φορά τόν Βίο του ὁ Πατήρ Σωφρόνιος. Εἶχε παρουσιασθῆ τότε ο Γέρο- Σιλουανός στόν Παπα-Τύχωνα καί τοῦ εἶπε:
-Αὐτός ὁ εὐλογημένος Πατήρ Σωφρόνιος πολλά ἐγκώμια μοῦ ἔγραψε· δεν τό ἤθελα.
Γι’ αὐτό φυσικά εἶναι καί Ἅγιοι. Ἐπειδή ἀπέφευγαν τήν ἀνθρώπινη δόξα, τούς δόξασε ὁ Θεός.
Οἱ εὐχές τοῦ Πάπα-Τύχωνα καί ὅλων τῶν γνωστῶν καί ἀγνώστων Ἁγίων νά μᾶς βοηθᾶνε στά δύσκολα χρόνια πού περνᾶμε. Ἀμήν.

(Ἀκολουθεῖ ἠ προσευχή τοῦ Γέροντα, πού εἶχε γράψει μέ πολύ πόνο καί πολλά δάκρυα καί τήν ἔστελνε στίς πονεμένες ψυχές τῆς Ρωσίας σάν βάλσαμο ἀπό τό Περιβόλι τῆς Παναγίας).

«Δόξα εἰς τόν Γολογθᾶ τοῦ Χριστοῦ»
Ὦ Θεῖε Γολγοθᾶ, ἁγιασμένε μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ! Σέ παρακαλοῦμε, πές μας πόσες χιλιάδες ἁμαρτωλῶν μέ τήν Χάρη τοῦ Χριστοῦ, τήν μετάνοια καί τά δάκρυα καθάρισες καί γέμισες τόν νυμφώνα τοῦ Παραδείσου; Ὦ! μέ τήν ἀγάπη σου τήν ἄρρητη, Χριστέ Βασιλιά, μέ τήν Χάρη Σου ὅλα τά οὐράνια παλάτια γέμισες ἀπό μετανοοῦντες ἁμαρτωλούς. Σύ καί ἐδῶ κάτω ὅλους ἐλεεῖς καί σώζεις. Καί ποιός μπορεῖ ἀντάξια νά Σέ εὐχαρισήση, ἔστω κι ἄν εἶχε Ἀγγελικό νοῦν; Ἁμαρτωλοί, ἐλᾶτε γρήγορα. Ὁ Ἅγιος Γολγοθᾶς εἶναι ἀνοικτός καί ὁ Χριστός εὔσπλαχνος. Προσπέσετε πρός Αὐτόν καί φιλήστε τά ἅγιά Του πόδια.
Μόνον Αὐτός σάν εὔσπλαχνος μπορεῖ νά γιατρέψη τίς πληγές σας! Ὤ, θά εἴμαστε εὐτυχεῖς, ὄταν ὁ πολυεύσπλχνος Χριστός μᾶς ἀξιώση με μεγάλη ταπείνωση καί φόβο Θεοῦ καί καυτά δάκρυα νά πλύνουμε τά πανάχραντά Του πόδια καί μέ ἀγάπη νά τά φιλήσουμε! Τότε ὁ Χριστός εὔσπλαχνος θά εὐδοκήση νά πλύνη τίς ἁμαρτίες μας καί θά μᾶς ἀνοίξη τίς πόρτες τοῦ Παραδείσου, ὅπου μέ μεγάλη χαρά, μαζί μέ τούς Ἀρχαγγέλους καί Ἀγγέλους, τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ καί μέ ὅλους τούς Ἁγίους, αἰώνια θά δοξάζωμεν τόν Σωτήρα τοῦ κόσμου, τόν γλυκύτατο Ἰησοῦ Χριστό, τόν Ἀμνό τοῦ Θεοῦ μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν Ὁμοούσιο καί ἀδιαίρετο Τριάδα.
Ἱερομόναχος Τύχων-Ἅγιον Ὄρος

Γράφτηκε ὁ βίος τοῦ Γέροντα στίς 26 Μαΐου, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Κάρπου, τό 1977, στό Σταυρονικητιανό Κελλί «Τίμιος Σταυρός», δόξα σοι ὁ Θεός!
Μοναχός Παΐσιος.

Από το βιβλίο: Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, του Οσίου Παισίου του Αγιορείτου. Έκδοσις Ιερόν γυναικείον Ησυχαστήριον Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου – Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 1998

Η/Υ επιμέλεια Καταιρίνα Κατσούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.