« Κάπου-κάπου περνούσαν και χτυπούσαν την πόρτα μας Ιαχωβάδες. Ήταν ένα ζευγάρι νεαρών, ένα αγόρι και ένα κορίτσι με μία Αγία Γραφή στο χέρι. Η μητέρα μου ήταν πολύ ζωντανός άνθρωπος και θα έλεγα “φανατική” στα θέματα πίστεως. Έτσι, όταν τους έβλεπε μπροστά στην είσοδο, τους μιλούσε απότομα και άγρια:
«Τι ήρθατε εσείς στο σπίτι μου; να μου μιλήσετε εσείς για τι πράγμα; φύγετε αμέσως, εξαφανιστείτε από μπροστά μου εχθροί της πίστεώς μας, φύγετε τώρα…”.
Ο πατέρας μου ήταν ήρεμος και της έλεγε να μην φωνάζη.
Μετά από μερικά τηλεφωνήματα, ο Άγιος (Πορφύριος) σήκωσε το τηλέφωνο και αφού άκουσε το θέμα, της είπε:
«Αχ, τα καημένα τα παιδιά, αυτά είναι αδέρφια μας πλανεμένα, τα παρασύρανε και τα πλανέψανε… πόσο τα λυπάμαι! Εάν ξαναέρθουνε, να τους πης: “Θέλετε να μην μου μιλήσετε καθόλου εσείς, αλλά να ακούσετε εμένα; Θέλετε να σας μιλήσω εγώ και όχι εσείς;”. Εάν δεν δεχτούνε και φύγουνε, όταν θα ξαναέρθουνε θα τους το ξαναπής. Αν αρνηθούνε και δεύτερη φορά, άφησέ τους και μην ξαναασχοληθής μαζί τους».
Από το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)». Α’. Μαρτυρίες. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη».
Εκδοτική Παραγωγή :ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ ΑΒΕΕ