Γοητεία και απογοήτευση. Καλό ή κακό; – Μητροπ. Νικοπόλεως και Πρεβέζης Μελετίου Καλαμαρά.

Η λέξη «γοητεία» είναι της μόδας. Οι λέξεις «γοητεία», «γοητευτικό», «γοητεύτηκα» δίνουν και παίρνουν στις κοσμικές συζητήσεις• και ιδίως μεταξύ γυναικών.

Και μερικές φορές, θέλοντας να δείξωμε, πόσο ακόμα πιο έντονα ήσαν τα αισθήματα και οι εντυπώσεις μας, ξεφωνίζουμε:

— Τρέλλα! … Παλάβωσα!…

Μιλάμε έτσι, γιατί έχομε την ιδέα, ότι το να γοητεύει κανείς, ή να γοητεύεται είναι καλό πράγμα. Γιατί τάχα ομορφαίνει την ζωή. Όμως δεν είναι τόσο καλό! Γιατί στην συνέχεια τα πράγματα αλλάζουν! Και τότε ο άνθρωπος που είχε πετάξει ψηλά «αεροβατώντας», «γοητευμένος», αρχίζει και «απογοητεύεται» και «ξεγοητεύεται».

Και το «ξεγοήτευμα» δεν είναι και τόσο κακό, όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Αντίθετα. Είναι καλό! Είναι προσγείωση. Είναι απαλλαγή από το ψέμα. Είναι επιστροφή στην αλήθεια.

Στην γλώσσα της χριστιανικής ζωής οι λέξεις «γόητας», «γοητεία η γητεία», «γοήτευμα η γήτεμα» μιλάνε για μία ενέργεια μανική και δαιμονική, που κάνει τον άνθρωπο και χάνει τον έλεγχο του λογικού του• και δεν μπορεί πια να σκεφθεί λογικά και σωστά!

Γοητεύεται ο άνθρωπος, όταν αφήσει τον εαυτό του να συναρπαγή! Και προφυλάσσεται από την γοητεία πραγμάτων, προσώπων, καταστάσεων και ιδεών, όταν ξέρει να κρατάει το μυαλό του καθαρό και την ψυχή του ανυποδούλωτη στα πάθη. Παρασυνεβλήθη!…

Η γοητεία είναι μία πανίδα, ένα δόκανο, ένα αγκίστρι. Και κάποιο πράγμα η κάποια ιδέα είναι το δόλωμα. Το δόλωμα ξετρελλαίνει το άλογο ζώο (πουλάκι, αλεπού, ποντίκι, ψάρι…). Γοητεύεται από το δόλωμα. Και … η συνέχεια είναι γνωστή…. Και μονότονα πεζή. Και το αποτέλεσμα είναι νοητό.

— Ζώο είναι, λέμε. Τι να σου κάμει! Δεν λογάει!

Μα ο άνθρωπος που είναι λογικός, δεν πρέπει να καταντάει σε ανάλογη θέση.

– Τι εστιν άνθρωπος; Ηλάττωσας αυτόν, Κύριε, βραχύ τι παρ’ αγγέλους. Δόξη και τιμή εστεφάνωσας αυτόν. Και κατέστησας αυτόν επί τα έργα των χειρών Σου κυρίαρχον. Πάντα υπέταξας υποκάτω των ποδών αυτού!…

Και ενώ ο Θεός τον ηθέλησε τόσο ψηλά, ο ανθρωπος ξεπέφτει στην θέση των αλόγων ζώων. Και πιο κάτω ακόμη! … Και άνθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε. Παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις. Και ωμοιώθη αυτοίς.

Ο άγιος Ιάκωβος ο Πέρσης

Ζωντανό παράδειγμα ο άγιος Ιάκωβος ο Πέρσης. Ζούσε στην πρωτεύουσα της Περσίας, την Κτησιφώντα, γύρω στο 400 μ. Χ. Βασιλιάς των Περσών ήταν τότε από την γενιά των Σασσανιδών ένας πολυτάλαντος νέος ο Βαχράμ ο Ε’. Όπως και οι περισσότεροι Πέρσες ο Βαχράμ ήταν πυρολάτρης. Λάτρευε τον Ζωροάστρη. Και είχε εχθρική στάση εναντίον των Χριστιανών. Έκανε και διωγμούς. Μα όχι συνεχώς και αδιάκοπα. Και ήξερε να κάνει στραβά μάτια, όταν κάποιος χριστιανός του ήταν χρήσιμος.

Ο Ιάκωβος ήταν και αυτός ένας ταλαντούχος νέος. Ωραίος, Έξυπνος. Γεμάτος ζωτικότητα και λεβεντιά. Γοητευτικός. Και άξιος άνθρωπος. Και είχε ένα αξίωμα λαμπρό, που κάνει τους άλλους Πέρσες να τον φθονούν.

Μα ο βασιλιάς τον θαυμάζει. Τον εκτιμά βαθύτατα. Η παρουσία τον γοητεύει. Τον κάνει τον στενώτερο φίλο και συνδαιτυμόνα του. Και γοητεύεται ακόμη πιο πολύ. Από το ήθος του, που λάμπει. Και βλέποντάς τον να είναι παντού άψογος και στα έργα του τέλειος, γοητεύεται όλο και πιο πολύ. Και θέλει τον Ιάκωβο δικό του. Κατάδικό του! Και παίρνει την απόφαση να τον τραβήξει πνευματικά και ιδεολογικά κοντά του.

Πως όμως θα γοητεύσει ένα χαρακτήρα αδαμάντινο;

Πως γοητεύτηκε.

Στους άνδρες, στους λεβεντόψυχους, και ιδίως στους πνευματικά φωτισμένους, οι φοβέρες δεν πιάνουν. Ο Βαχράμ το ξέρει αυτό. Και αρχίζει αλλιώς. Με τον πιο έξυπνο και ψυχολογικά πιο επιτυχημένο τρόπο. Του φέρεται με τον φιλικώτερο τρόπο. Τον εξυψώνει με επαίνους στα ουράνια. Του δείχνει την πιο μεγάλη δυνατή εύνοια. Δεν προφθάνει ο Ιάκωβος να ειπή λέξη, και αμέσως γίνεται! Ο Βαχράμ αδικεί Πέρσες δικούς του στα φανερά για χάρη του Ιακώβου!

Και ο Ιάκωβος; Μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος από μία τέτοια εύνοια; Έχει γοητευθή. Όπου κι αν βρίσκεται λέει μέσα του: Για κύτταξε, πόσο με αγαπάει! Από τα χείλη μου κρέμεται! Και οι άλλοι του λένε: Για κύτταξε αγάπη που σου έχει! Αυτός πάει να τρελλαθή για σένα!… Τον τραβάς από την μύτη….

Μα τα πράγματα δεν έμειναν εκεί… Μία ήμερα ο Βασιλιάς Βαχράμ ο Ε’, επήρε τον Ιάκωβο παράμερα και του είπε:

– Βλέπεις, Ιάκωβε, πόσο σε αγαπώ. Είσαι ο καλλίτερός μου φίλος. Ο πιο έμπιστος. Ο επιστήθιος. Όμως η κατάσταση αυτή δεν θα μπορέσει να διατηρηθή αν δεν κάνεις και συ κάποιο βήμα. Έχομε μία διαφορά. Στην θρησκεία! Κάτι που μας χωρίζει. Δεν γίνεται να έλθεις και συ στην ίδια θρησκεία με μας, στην πίστη των πατέρων μας, να είμαστε εδώ και πέρα μία ψυχή; Να μη μας χωρίζει τίποτε! Ούτε ο θάνατος!….

Και ο Ιάκωβος; Γοητευμένος από την συμπεριφορά του Βαχράμ συλλογίζεται:

— Είναι δυνατό να ειπείς όχι σε ένα τέτοιο βασιλιά, όταν σε αγαπάει τόσο πολύ; Επιτρέπεται, Ιάκωβε, να του ειπής ΟΧΙ;

Σκέπτεται και ξανασκέπτεται ο Ιάκωβος! Μα πως το σκέπτεται; Ο νους του έχει κολλήσει στην αγάπη και στην εκτίμηση του βασιλιά. Την μετράει από όλες τις πλευρές και καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι δεν μπορεί να την ανταμείψει με ένα ΟΧΙ. Και απαντά:

– ΝΑΙ, βασιλιά μου. Όπως θέλεις. Πάντα μαζί Σου!

Ο Βαχράμ πανηγυρίζει. Και ο Ιάκωβος παύει να είναι Χριστιανός. Με ένα ΝΑΙ αρνήθηκε τον Χριστό.

Γιατί τον ΑΡΝΗΘΗΚΕ; Γιατί γοητευμένος από τον Βαχράμ, τα δώρα του, την αγάπη του, την εκτίμησή του, εκόλλησε το μυαλό του σ’ αυτά. Και ούτε που πέρασε από τον νου του, όταν έλεγε το ΝΑΙ, τι είναι ο Χριστός και τι η βασιλεία Του.

Χοροπηδούν τα μαυράκια!…

Κάποια φορά ταξειδεύοντας μέσα στην ζούγκλα δύο ευρωπαίοι εξερευνητές ευρέθηκαν μπροστά σε μία ομάδα παιδιά ιθαγενών που έπαιζαν με κάτι πέτρες που πέταγαν σπίθες! Κατάλαβαν ότι είναι διαμαντόπετρες. Και ηθέλησαν να τις πάρουν!

— Μας δίνετε, παιδιά, αυτές τις παλιοπέτρες που μας χρειάζονται; Εμείς θα σας δώσωμε πιο όμορφα παιχνίδια!

Και τους έδωκαν καθρεφτάκια και παιδικές φυσαρμόνικες!

Χοροπηδούν τα μαυράκια από την χαρά τους! Έδωσαν πέτρες και επήραν πράγματα που δεν τα είχαν ιδεί ποτέ στην ζωή τους!… Νόμιζαν τον εαυτό τους κερδισμένο!… Που να φαντασθούν τι είχαν δώσει, και τι είχαν πάρει!….

Έτσι την είχε πάθει και ο Ιάκωβος. Και χειρότερα. Εκείνα δεν ήξεραν να εκτιμήσουν τις πέτρες τους! Εκείνος δεν ασχολήθηκε τότε να εκτίμηση αυτό που πουλούσε, τον Χριστό!

Ο Δαβίδ και ο Αβεσσαλώμ

Μα δεν φέρονται όλοι σαν τον Ιάκωβο.

Διαβάζαμε το Β’ Βασιλειών κεφ.16 και βλέπομε. Ο Δαβίδ ήταν βασιλιάς. Εβασίλευσε χρόνια πολλά. Ένδοξα. Και γεμάτος ευτυχία. Μα ήλθε και η θύελλα. Η θύελλα που απειλεί εξ’ ίσου τις φτωχοκαλύβες και τα ανάκτορα! Μία πίκρα πολύ μεγάλη. Εστράφηκε εναντίον του ο υιός του ο Αβεσσαλώμ. Με στόχο να τον σφάξει τον πατέρα του και να γίνει αυτός βασιλιάς. Και ο Δαβίδ; Παίρνει τα βουνά. Από βασιλιάς καταντάει κατσαπλιάς! Και ο Αβεσσαλώμ από πίσω! Ψάχνει να τον βρει! Να τον σφάξει! Τον πατέρα του! Εκείνον που τον γέννησε!

Γοητευμένος από το όραμα του βασιλικού θρόνου ο Αβεσσαλώμ, κάνει πράγματα πρωτάκουστα! Ξεσηκώνονται οι φίλοι του Δαβίδ.

— Τι επήρες τα βουνά; Θα τον σφάξωμε, το παλιόπαιδο!….

Μα ο Δαβίδ δεν γοητεύεται στην σκέψη της τιμωρίας και της εκδίκησης!

— Το παιδί μου θα σφάξω; Προτιμώ τις ταλαιπωρίες και τον θάνατο!…

Φεύγει για να μη τον σφάξει το παιδί του. Και για να μη σφάξει το παιδί του!…. Στην ψυχή του βασιλεύει η πατρική στοργή• και η σκέψη της παρουσίας του Θεού.

Ο Δαβίδ και ο Αβεσσά

Σε κάποιο σημείο τον συναντά ένας γέρος, ο Σεμεΐ. Ο Σεμεΐ τον μισούσε τον Δαβίδ. Και ανίκανος πια να κάμει κακό, καταριέται! …. Κατάρες φρικτές!

— Σκόνη, στάχτη να γίνεις!….

Ο Δαβίδ ακούει. Μα δεν λέει τίποτε. Σκύβει το κεφάλι. Και ψιθυρίζει: Δόξα Σοι, Κύριε. Μα οι γύρω του δεν το καταπίνουν! Ένας λεβεντόψυχος στρατηγός ο Αβεσσά, που μόλις συγκρατιέται λέει:

— Θα το σφάξω το παλιόσκυλο!

Γιατί τα είπε αυτά; Γιατί γοητεύτηκε από τα αισθήματα αγανάκτησης, με τα οποία γέμισε η καρδιά του, βλέποντας ένα παλιόγερο να βρίζει και να καταριέται τον βασιλιά Δαβίδ στην πιο ευγενική εκδήλωση της ζωής του! Και κατέληξε στην σκέψη: Μία κι’ έξω! Να ξεμπερδεύωμε με κάτι τέτοιους!…. Και την σκέψη του την εύρισκε τετραγωνικά λογική! Γιατί θα του έδινε το δικαίωμα να καμαρώνει σε όλη του την ζωή! Και να λέει: Μπράβο μου. Καλά του έκαμα. Γινόταν και διαφορετικά;

Αλλά ο Δαβίδ δεν συμφωνεί! Γυρίζει και λέει ήρεμα στον Αβεσσά:

— Αδελφέ και φίλε Αβεσσά, ο γιος μου, που τον εγέννησα και τον ανέθρεψα, γυρεύει το κεφάλι μου. Και σας το έχω ειπεί. Μη τολμήσει κανείς ν’ απλώσει χέρι επάνω του. Γιατί είναι παιδί μου. Και το αίμα για μένα νερό δεν γίνεται. Αν λοιπόν εκείνον τον συγχωρούμε, θα τα βάλωμε με αυτόν τον ταλαίπωρο γέρο, που έχει ένα πάθος εναντίον μου; Αφήστε τον. Ας καταριέται. Καλό θα βγη. Θα ιδεί ο Θεός την ταπείνωση και την ανεξικακία μου. Και θα μας ελεήσει!…

Ο Αβεσσαλώμ γοητεύτηκε από τον πόθο του θρόνου! Ο Αβεσσά γοητεύτηκε και τυφλώθηκε από την οργή και την αγανάκτηση! Μα ο Δαβίδ δεν άφησε, ούτε τις καταστάσεις, ούτε τις πράξεις, ούτε τα λόγια των ανθρώπων γύρω του, να γίνουν καμινέττο που θα παραθέρμαινε στο κεφάλι του τους λογισμούς του και τα συναισθήματά του. Διατήρησε την σκέψη του ήρεμη και νηφάλια, πνευματικά σωστή. Και από το στόμα του βγήκαν λόγια θείας σοφίας! Και ο Θεός είδε την ταπείνωσή του και την ανεξικακία του. Και τον ελέησε.

Ο δίκαιος Ιώβ και η γυναίκα του

Είδαμε, πως αγωνίστηκε να μη γοητευθή ένας βασιλιάς. Ας ιδούμε τώρα και ένα φτωχό. Η μάλλον έναν άνθρωπο που ήταν πολύ πλούσιος, αλλά δυστύχησε και φτώχηνε τόσο πολύ, ώστε να κάθεται επάνω σε ένα σωρό κοπριά! Μπορείτε να φαντασθήτε χειρότερο ξεπεσμό;

Και ο πιο φτωχός έχει μία καρέκλα. Έχει ένα κρεβατάκι από σανίδια. Έχει μία ακρούλα να σταθή! Ο Ιώβ δεν είχε τίποτε απολύτως! Κατάντησε άρρωστος επάνω σε ένα σωρό κοπριά. Εγκαταλειμμένος από τους πάντες!

Και η γυναίκα του; Στους δρόμους! Ζητιανεύει. Για λίγο ψωμάκι. Για να φάνε!…. Και περιμένει να σκοτεινιάσει, για να ξαπλώσει κάπου στο ύπαιθρο να ξεκουραστή, η πρώην νοικοκυρά και αρχόντισσα! Περπατάει σιωπηλή. Μα βράζει από τους λογισμούς.

— Θεέ μου, μέχρι που; Και μέχρι πότε;

Και κάποια στιγμή ξεσπάει στον Ιώβ.

— Υπομονή και υπομονή! Μέχρι πότε πια; Και γιατί; Για να ευαρεστήσομε το Θεό; Και γιατί; Που είναι τα καλά που έκαμες μέχρι τώρα; Που είναι οι προσευχές σου; Που είναι οι ελεημοσύνες σου; Που είναι οι νηστείες σου; Για κοίτα, που κατάντησες! Που είναι το έλεος του Θεού; Που είναι η προστασία Του; Που είναι η αγάπη Του; Που είναι η δικαιοσύνη Του; Που είναι η υπόσχεσή Του, ότι θα αμείβει τα καλά μας έργα; Τι τον θέλεις τέτοιο Θεό; Βλαστήμα Τον και πέθανε!

Είχε ανάψει η ταλαίπωρη γυναίκα! Είχε σκοτισθή ο νους της από την συνεχή μονόπλευρη αναμόχλευση των ταλαιπωριών της! Και νόμισε πως αν ο Ιώβ βλαστημήσει τον Θεό, θα ικανοποιηθεί- θα χορτάσει• θα βάλει τα πράγματα στην θέση τους! Είχε η δυστυχής συναρπαγή, είχε γοητευθή από τους λογισμούς της!

Μα ο Ιώβ δεν την ακολούθησε στο σκεπτικό της. Ήρεμος, νηφάλιος, έχοντας σαν αφετηρία στην σκέψη, ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος και πανάγαθος, της είπε:

— Γιατί «μου χάλασες», γυναίκα; Γιατί μιλάς έτσι, σαν να ήσουν ελαφρομύαλη, επιπόλαιη, και απερίσκεπτη; Όταν ο Θεός μας έδινε αγαθά, ήταν καλός. Τώρα που μας δίνει δοκιμασίες, δεν θα δείξωμε υπομονή; Τι δούλοι Του είμαστε τότε;

Πως να μη γίνει υπόδειγμα πίστεως, νηφαλιότητας, υπομονής, νήψεως, αφοσιώσεως, λογικής;

Πεθερά και νύφη μαζί!

Μα ο Ιάκωβος γοητεύτηκε! Και ζη μέσα στην παραζάλη της γοητείας αρκετόν καιρό. Τρίβει τα χέρια του ενθουσιασμένος. Για φαντάσου να ξεκινήσει απλό παιδί και να τον θεωρεί ο βασιλιάς, όχι απλώς τον πιο καλό του συνεργάτη, αλλά φίλο, μία ψυχή!

Άλλα η παραζάλη αυτή δεν διαρκεί πολύ. Έρχεται κάτι να την ταράξει και να την ανατρέψει! Τι; Ένα γράμμα. Από την μάνα του και από την γυναίκα του. Πεθερά και νύμφη. Που ήταν και οι δύο χριστιανές. Και που σαν χριστιανές ήταν πράγματι ομόψυχες. Μία ψυχή και μία γνώμη. Έκατσαν και του έγραψαν. Και οι δύο μαζί:

Ιάκωβε,

Δεν σου έπρεπε να κάνεις τέτοιο λάθος, να αφήσεις την αλήθεια και να πας στο ψέμα. Κρίμα, να γελαστής συ από τις τιμές και τα δώρα! Γιατί, όση αξία και αν φαίνωνται πως έχουν, όσο πολύτιμα και αν σου φάντασαν, είναι πρόσκαιρα! Θα σβήσουν σαν όνειρο! Θα διαλυθούν σαν καπνός! Πως την έκαμες τέτοια ανοησία, και αγάπησες έναν άνθρωπο θνητό πιο πολύ από τον αιώνιο Θεό;

Άφησες την αγάπη του Θεού για την αγάπη ενός ανθρώπου, που μια ημέρα θα πεθάνει και θα τον φάνε τα σκουλήκια! Και τότε ποιό θα είναι το κέρδος σου; Αλλά έστω, θα πεθάνεις πρώτα εσύ! Και τι θα σου προσφέρει, όταν θα πηγαίνεις για την αιώνια κόλαση; Σε τι θα σε βοηθήσει;

Μεγάλη λύπη έχομε! Για σένα! Πικρά δάκρυα χύνομε! Σκέψου το λάθος σου! Γύρισε πίσω!

Ήσουν στο φως. Και επήγες στο σκοτάδι! Ανάνηψε! Γύρισε στην ευσέβεια! Σου μιλάμε για τελευταία φορά. Αν δεν μας ακούσεις δεν είμαστε πια τίποτε για σένα! Εγώ δεν θα είμαι πια η μητέρα σου. Και εγώ δεν θα είμαι πια η γυναίκα σου. Δεν θα έχεις πια καμμιά σχέση μαζί μας!

Το ξεγοήτευμα

Το διάβασε ο Ιάκωβος το γράμμα αυτό και έπεσε σε βαθειά περισυλλογή. Αρχίζει να σκέπτεται ήρεμα. Να βλέπει και την άλλη όψη. Εκείνη που είχε ξεχάσει. Εκείνη που είχε μέσα του υποτιμήσει. Και καταλαβαίνει ότι είχε κάμει λάθος. Ότι «την είχε πατήσει». Ότι είχε γοητευθή! Κατάλαβε ότι είχε αδικήσει τον εαυτό του φοβερά. Και έτσι αρχίζει να ξεγοητεύεται! Και παίρνει την απόφαση να τα θυσιάσει όλα για τον Χριστό.

Μα δεν ξεγοητεύτηκε μόνον ο Ιάκωβος. Απογοητεύτηκε και ξεγοητεύτηκε και ο Βαχράμ. Που είδε το οικοδόμημά του συντρίμια. Αλλά του Βαχράμ η καρδιά δεν εγέμισε με γαλήνη• ούτε με ηρεμία• ούτε με χαρά. Ο Βαχράμ έγινε θηρίο. Γιατί άλλη είναι η θρησκεία του Χριστού, και άλλη η θρησκεία των δαιμονίων. Ο Χριστός δίνει ειρήνη και αγάπη και καθαρότητα. Τα δαιμόνια προκαλούν ταραχή, μίσος και βρωμιά.

Και γεμάτος οργή ο βασιλιάς Βαχράμ διατάζει να συλλάβουν τον Ιάκωβο. Και αρχίζουν οι απειλές. Ότι αν δεν σταθή στην ειδωλολατρεία για πάντα, αν δεν αρνηθή τον Χριστό για πάντα, θα τιμωρηθή σκληρά.

Αλλά ο Ιάκωβος ήρεμος τώρα και μυαλωμένος, δεν γοητεύτηκε πια!

— Βασιλιά μου, μην επιμένεις. Και άφησε τα ωραία λόγια! Ο,τι και αν ειπείς, σπέρνεις την θάλασσα σιτάρι! Θα φυτρώσει ποτέ; Μη κοπιάζεις άδικα. Δεν αλλάζω γνώμη. Με τίποτε. Και για τίποτε!

Όμως ανάμεσα στην πίστη του Χριστού και στην πίστη των δαιμονίων (η στην έλλειψη πίστης) υπάρχει και μία άλλη διαφορά: Οι μη χριστιανοί τα βλέπουν όλα σαρκικά. Έτσι και ο Βαχράμ έκαμε την σκέψη:

— Τι είναι το πιο όμορφο στον κόσμο; Η ζωή! Και τι είναι το πολυτιμότερο για τον καθένα μας; Ο εαυτούλης του.

Και διατάζει:

Στριμώχτε τον! Βασανιστήρια. Αρχίστε να κόβετε τα δάχτυλά του. Πόντο-πόντο! Με πριόνι. Και πρώτα το μικρό δάχτυλο! Μετά το δεύτερο. Ένα-ένα. Και λίγο-λίγο! Και η διαταγή εκτελείται! Αρχίζει το κλάδεμα.

Μα ο Ιάκωβος δεν συναρπάζεται πια ούτε από τον πόνο, ούτε από τον φόβο του θανάτου! Έχει ειρήνη. Γιατί έχει σφαιρική θεώρηση της ζωής. Θυμάται ότι υπάρχει και αιώνια ζωή. Και αντί να τρέμει η να ωρύεται και να καταριέται, δοξάζει τον Θεό;

— Βλέπεις, Κύριε! Με κλαδεύουν! Σαν να ήμουν δένδρο. Το πρώτο κλαδί μου κόπηκε κιόλας! Προς δόξαν Σου.

Και στον εαυτό του έλεγε:

—Κλάδεμα έχομε. Χειμώνας είναι. Θα περάσει. Θα έλθει η άνοιξη της αναστάσεως. Και εκεί θα ξαναβλαστήσουν τα κλαδιά, που κόψανε από το δένδρο μου!

Το κλάδεμα προχωρεί. Μα ο Ιάκωβος μένει ακλόνητος. Τον πλησιάζει ένας «φίλος» του:

— Βρε Ιάκωβε, ανόητος είσαι; Φέρσου έξυπνα, καημένε. Ειπέ πως Τον αρνείσαι τον Χριστό. Όχι με την καρδιά σου, ρε. Με το στόμα μόνο! Ένα ψεματάκι. Μέσα στα τόσα που λέμε. Και χαρά στο πράγμα! Αφού ωφελεί. Χωρίς να βλάπτει κανένα! Θα το δεχθούν. Θα σε αφήσουν. Και μετά, σήκω και φύγε. Μακρυά από την Περσία. Στην Ρωμιοσύνη. Και ζήσε, όπως θέλεις. Μην αφήνεις αυτό το θηρίο να σου κάνει ο,τι θέλει!…

Μα ούτε από τα λόγια αυτά δεν γοητεύτηκε ο άγιος Ιάκωβος. Και απάντησε.

— Υποκρισία ενώπιον των ανθρώπων, μπορεί να έχει πέραση! Μπορεί ποτέ να έχει πέραση στον Θεό; Αν Τον αρνηθώ ενώπιον των ανθρώπων, πως θα περιμένω να με δεχθή ενώπιον των αγγέλων;

Αλήθεια! Είναι ποτέ δυνατό να θεωρηθή, ότι έχει σωστή θεώρηση του Χριστού και της αιώνιας ζωής εκείνος που βλέπει υπερβολική και μονομερή την στάση του αγίου Ιακώβου;

Και το κλάδεμα προχωρεί! Έχουν κόψει τα χέρια. Και τα δύο. Κόβουν και το πόδι. Και έχουν φθάσει στο γόνατο! Ο πόνος στο γόνατο είναι ο πιο οδυνηρός. Ο πιο αβάσταχτος. Το τσεκούρι χτυπάει τώρα στο γόνατο. Και ο άγιος βγάζει ένα βαθύ αναστεναγμό:

— Χριστέ μου, βοήθει.

Και ήταν τόσο οδυνηρός, ώστε -όπως διαβάζομε στον βίο του – ερράγισαν και οι πέτρες!

Στην κατάσταση αυτή ήρθε η εντολή να του κόψουν το κεφάλι. Και ο Ιάκωβος το ακούει ήρεμα. Και κάνει την τελευταία του προσευχή:

Δέσποτα Θεέ, Πάτερ Παντοκράτωρ, Κύριε Ιησού Χριστέ, Άγιο Πνεύμα, Σε ευχαριστώ που με αξίωσες να μαρτυρήσω για το άγιο Όνομά Σου. Βλέπεις, Κύριε.

• Δεν έχω πόδια να σηκωθώ να Σε προσκυνήσω.

• Δεν έχω χέρια να τα υψώσω στον Ουρανό να Σε επικαλεσθώ!

• Δεν έχω χέρι να κάμω σαν χριστιανός για τελευταία φορά το σημείο του Τιμίου Σταυρού Σου.

Παράλαβε κατά το έλεός Σου την ψυχή μου. Και κάμε, όταν θα έλθει η ευλογημένη άνοιξη της αναστάσεως να ξαναβλαστήσω στην βασιλεία Σου ολόκληρος, δένδρο καρποφόρο.

Του έκοψαν το κεφάλι. Και παρέδωκε το πνεύμα του στον Πατέρα και Πλάστη μας.

Η πνευματική του διαθήκη

Ο άγιος Ιάκωβος ο Πέρσης μας αφήνει ένα μεγάλο δίδαγμα: Ότι χρειάζεται να έχωμε «νήψη ψυχής», δηλ. να είμαστε προσγειωμένοι στο νου• και ήρεμοι στα αισθήματα.

Το ρήμα «νήφω» σημαίνει είμαι νηφάλιος, ξεμέθυστος. Το μεθύσι από το κρασί θολώνει το μυαλό και ταράζει τα συναισθήματα. Και έτσι ο μεθυσμένος κάνει πράξεις τέτοιες, που λέμε: Είδε ο τρελλός τον μεθυσμένο και έφυγε. Πολύ κακό το μεθύσι από κρασί. Μα έχει και ένα καλό. Ότι μετά από λίγες ώρες ο άνθρωπος ξεμεθάει. Και συνέρχεται.

Μα υπάρχει και μία άλλη μέθη. Αυτή, «ουκ από οίνου»! Όχι από κρασί. Αλλά από συναισθήματα• από ιδέες• από πάθη• από την γοητεία των ωραίων της γης. Από την μέθη αυτή ο άνθρωπος πολύ δύσκολα ξεμεθάει!

Ο άγιος Ιάκωβος μας λέει:

Πρόσεχε. Μη γοητεύεσαι. Μη γοητεύεις. Μην απογοητεύεσαι. Και μην απογοητεύεις. Φρόντιζε να ξεγοητεύεσαι και να ξεγοητεύεις. Γιατί αυτό μας εδίδαξε ο Χριστός, ο ελευθερωτής των ψυχών ημών. Και αυτό μας διδάσκουν οι φίλοι Του και μιμητές Του, οι άγιοι. Κυβέρνα τους λογισμούς σου…

Ας Ιδούμε τώρα και μία ιστορία σύγχρονη, κάπως παράξενη. Αλλά και αρκετά συνηθισμένη με λίγες παραλλαγές:

Ένας νεαρός 18 χρόνων επήγε με κάποιο συνομήλικο φίλο του να διασκεδάσουν «νεανικά». Διασκέδασαν, όσο πιο «καλά» μπορούσαν με τα κορίτσια τους. Έφαγαν. Ήπιαν. Εμέθυσαν. Και σαν νεαροί άρχισαν να κάνουν ο ένας στον άλλο τον «μάγκα». Και τελικά ήρθαν στα χέρια. Ο νεαρός μας έφαγε κάποια παραπάνω. Και του εστοίχισε. Γιατί έβλεπε και το κορίτσι του! Και αυτό, όσο κι’ αν το σκεφτόταν, το εύρισκε τόσο απαράδεκτο, ώστε τελικά ο λογισμός του αιχμαλωτίσθηκε.

— θα τον σφάξω τον άτιμο!…

Και τον έσφαξε!

Γιατί; Γιατί την μία ημέρα εγοητεύθηκαν από την διασκέδαση και δεν ήξεραν τι έκαναν και την άλλη εγοητεύθη από την φιλοτιμία• από τον τραυματισμένο άκριτο εγωισμό.

Και να τώρα στο δικαστήριο. Και στην φυλακή. Και εδώ αρχίζει το ξεγοήτευμα!

— Μαύρη η ώρα, που επήγα να διασκεδάσω! Ένα γλέντι! Θεέ μου, πόσο θα το πληρώσω! Μαύρη η ώρα που ξεκίνησα!… Και οι ημέρες στην φυλακή περνούν πικρές. Και το μαστίγωμα της συνείδησης τις κάνει ακόμη πιο πικρές!

— Τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος! Εκείνος στο χώμα! Και εγώ; Ζωντανός νεκρός. Ω, τι μεγάλο πράγμα να ξέρει ο άνθρωπος να κυβερνάει τους λογισμούς του! Τι σπουδαίο πράγμα, να μπορεί ο νέος να μη γοητεύεται, ούτε από τον πόθο της διασκέδασης, ούτε από τα νταηλίκια και τοὺς παλληκαρισμούς του! Φώτισέ με, Θεέ μου! Επήρα λάθος δρόμο!

Και απογοητευμένος από τα αποτελέσματα της εξυπνάδας του και ξεγοητευμένος πια στην πικρή σκοτεινιά του κελιού της φυλακής, ο νεαρός γονατίζει και Τον επικαλείται.

— Μη αποστρέψεις το πρόσωπό Σου απ’ εμού. Κυβέρνησε την ζωή μου!

Μη λησμονείς ότι…

Αν δεν θέλεις να γοητευθής σε πράγματα επιζήμια και να απογοητευθής πικρά, πρόσεξε:

• Να θυμάσαι ότι την ζωή μας την κυβερνάνε οι λογισμοί μας.

• Μην αφήνεις λοιπόν τον εαυτό σου να κατάληξη σε αποφάσεις με οδηγό τα πάθη που γοητεύουν και τυφλώνουν:

• Κυβέρνησε τους λογισμούς σου με οδηγό το ανέσπερο και άδυτο φως του Χριστού.

• Κατάφευγε στην συμβουλή του Πνευματικού σου Πατέρα.

Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, 1995

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Αγία Ζώνη.gr: 06 Ιουλίου 2020

Δημοσιεύθηκε στην Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.