Κυριακή Μετά την Χριστού Γέννησην: Η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., Υμνολογική Εκλογή, ομιλία Αγίου Γρηγορίου Νύσσης – εις το Γενέθλιον του Σωτήρος Χριστού και εις τα νήπια της Βηθλεέμ.

Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον Κεφ. Β. 13 – 23.

Αναχωρησάντων των μάγων, ιδού άγγελος Κυρίου φαίνεται κατ’ όναρ τω Ιωσήφ λέγων, εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και φεύγε εις Αίγυπτον, και ίσθι εκεί έως άν είπω σοι, μέλλει γάρ Ηρώδης ζητείν το παιδίον του απολέσαι αυτό. Ο δέ εγερθείς παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού νυκτός και ανεχώρησεν εις Αίγυπτον, και ήν εκεί έως της τελευτής Ηρώδου, ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυρίου δια του προφήτου λέγοντος, εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου. Τότε Ηρώδης ιδών ότι ενεπαίχθη υπό των μάγων, εθυμώθη λίαν, και αποστείλας ανείλε πάντας τους παίδας τους εν Βηθλεέμ και εν πάσι τοις ορίοις αυτής απο διετούς και κατωτέρω, κατά τον χρόνον όν ηκρίβωσε παρά των μάγων. τότε επληρώθη το ρηθέν υπό Ιερεμίου του προφήτου λέγοντος, Φωνή εν Ραμά ηκούσθη, θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς, Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής, και ουκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ουκ εισίν.
Τελευτήσαντος δέ του Ηρώδου, ιδού άγγελος Κυρίου κατ’ όναρ φαίνεται τω Ιωσήφ εν Αιγύπτω λέγων, εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και πορεύου εις γήν Ισραήλ’ τεθνήκασι γάρ οι ζητούντες την ψυχήν του παιδίου. ο δέ εγερθείς παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και ήλθεν εις γήν Ισραήλ. ακούσας δέ ότι Αρχέλαος βασιλεύει επι της Ιουδαίας αντί Ηρώδου του πατρός αυτού, εφοβήθη εκεί απελθείν. Χρηματισθείς δέ κατ’ όναρ ανεχώρησεν εις τα μέρη της Γαλιλαίας, και ελθών κατώκησεν εις πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, όπως πληρωθή το ρηθέν δια των προφητών, ότι Ναζωραίος κληθήσεται.

Απόδοση.

Όταν αναχώρησαν οι μάγοι, ένας Άγγελος του Θεού παρουσιάσθηκε στον Ιωσήφ, στο όνειρό του, και του είπε. «Σήκω αμέσως, πάρε το Παιδί και τη μητέρα Του, και φύγε στην Αίγυπτο, και μείνε εκεί, ωσότου σου πω. Γιατί ο Ηρώδης, όπου να ‘ναι, θα ψάξει να βρει το Παιδί για να το σκοτώσει.» Ο Ιωσήφ σηκώθηκε αμέσως, πείρε το Παιδί και τη μητέρα Του, και μέσα στη νύχτα, έφυγε στην Αίγυπτο. Εκεί έμεινε, ώσπου πέθανε ο Ηρώδης. Έτσι εκπληρώθηκε ο λόγος του Κυρίου που είχε πει ο προφήτης: «από την Αίγυπτο κάλεσα το Γιό μου.»
Όταν κατάλαβε ο Ηρώδης πως οι Μάγοι τον εξαπάτησαν, οργίσθηκε πάρα πολύ. Έστειλε τότε τους στρατιώτες, και σκότωσαν στη Βηθλεέμ και στην περιοχή της, όλα τα παιδιά από δύο χρονών και κάτω, σύμφωνα με το χρόνο που εξακρίβωσε από τους Μάγους. Έτσι εκπληρώθηκε ο λόγος του Κυρίου που είχε πει ο προφήτης Ιερεμίας: «ακούστηκε στη Ραμά κραυγή, θρήνος, κλάματα και στεναγμός βαρύς. Για τα παιδιά της κλαίει η Ραχήλ, και πουθενά δε βρίσκει παρηγοριά, γιατί δεν υπάρχουν πια στη ζωή.»
Όταν λοιπόν πέθανε ο Ηρώδης, ένας Άγγελος σταλμένος από τον Κύριο, εμφανίσθηκε στον Ιωσήφ, σε όνειρο στην Αίγυπτο, και του είπε: «σήκω, πάρε το Παιδί και τη μητέρα Του, και πήγαινε στη χώρα του Ισραήλ, γιατί πέθαναν όσοι ήθελαν να θανατώσουν το Παιδί.» Τότε ο Ιωσήφ σηκώθηκε, πείρε το Παιδί και τη μητέρα Του, και γύρισε πάλι στη χώρα του Ισραήλ. Όταν έμαθε πως βασιλιάς της Ιουδαίας είναι ο Αρχέλαος, στη θέση του πατέρα του του Ηρώδη, φοβήθηκε να εγκατασταθεί εκεί. Με Θεϊκή εντολή όμως που του δόθηκε στο όνειρό του, αναχώρησε για την περιοχή της Γαλιλαίας. Ήλθε λοιπόν και έμεινε στην πόλη Ναζαρέτ. Έτσι εκπληρώθηκε για το Χριστό η προφητεία που έλεγε, ότι θα ονομαστεί
Ναζωραίος.

Επιμέλεια κειμένου, Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη.

Ομιλία του Αγίου Γρηγορίου Επισκόπου Νύσσης εις το άχραντον και θείον Γενέθλιον του Μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και εις τα νήπια που εφονεύθησαν εις την Βηθλεέμ από τον Ηρώδη.

Βλέποντας λοιπόν το σπήλαιο στο οποίον εγεννήθη ο Δεσπότης, φέρε στον νου σου τον σκοτεινόν και υπόγειον βίο των ανθρώπων, στον οποίον έρχεται αυτός που φανερώνεται στους «εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένους». Και περιτυλίσσεται σφιχτά με σπάργανα αυτός που έχει φορέσει τα δεσμά των ιδικών μας αμαρτιών. Η δε φάτνη είναι ο σταύλος των αλόγων ζώων. Σ’ αυτήν γεννάται ο Λόγος, ώστε να «γνωρίση ο βους τον κτησάμενον (τον ιδιοκτήτην του) και όνος την φάτνην του κυρίου αυτού». Βους είναι αυτός που ευρίσκεται στον ζυγόν του Νόμου, και όνος το αχθοφόρον ζώο που είναι φορτωμένο με την αμαρτία της ειδωλολατρίας.

Αλλά η κατάλληλος για τα άλογα τροφή και ζωή είναι το χόρτο. «Ο εξανατέλλων χόρτον τοις κτήνεσι», λέγει ο Προφήτης. Ενώ το λογικόν ζώον τρέφεται με άρτον. Γι’ αυτό λοιπόν «ο εξ ουρανού καταβάς άρτος της ζωής», τοποθετείται στην φάτνη, που είναι η εστία των αλόγων ζώων, ώστε και τα άλογα να γευθούν την λογικήν τροφή, και να γίνουν έλλογα. Μεσιτεύει λοιπόν στην φάτνη μεταξύ του βοός και του όνου ο Κύριος και των δύο, «ίνα το μεσότοιχον του φραγμού λύσας, τους δύο κτίση εν εαυτώ εις έναν καινόν άνθρωπον», ελευθερώνοντας τον ένα από τον βαρύ ζυγό του Νόμου και απαλλάσσοντας τον άλλον από το φορτίον της ειδωλολατρίας. Αλλά ας υψώσωμε το βλέμμα στα ουράνια θαύματα. Κοίτα, δεν μας ευαγγελίζονται μόνο Προφήτες και άγγελοι αυτήν την χαράν, αλλά και οι ουρανοί ανακηρύττουν με τα ιδικά τους θαύματα την δόξαν του Ευαγγελίου. Από την φυλή του Ιούδα ανέτειλεν ο Χριστός μας, όπως λέγει ο Απόστολος, αλλά οι Ιουδαίοι δεν φωτίζονται από την ανατολή του. Και οι μάγοι, ενώ είναι άσχετοι με τις διαθήκες της επαγγελίας και ξένοι από την ευλογία των πατέρων, προηγούνται όμως στην γνώση από τον Ισραηλιτικόν λαό. Και τον ουράνιον αστέρα ανεγνώρισαν, και τον Βασιλέα που εγεννήθη στο σπήλαιο δεν ηγνόησαν. Εκείνοι του φέρουν δώρα, αυτοί τον επιβουλεύονται. Εκείνοι τον προσκυνούν, αυτοί τον καταδιώκουν. Εκείνοι ευρίσκουν τον ζητούμενον και χαίρονται, αυτοί με την γέννηση του προσδοκωμένου ταράττονται. «Ιδόντες», λέγει, «οι Μάγοι τον αστέρα επί του τόπου ου ην το παιδίον, εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα. Ηρώδης δε ακούσας τον λόγον εταράχθη και πάσα Ιεροσόλυμα μετ’ αυτού». Οι μάγοι του προσφέρουν λίβανον ως Θεόν και τιμούν το βασιλικόν αξίωμα με τον χρυσόν, και με κάποιαν προφητικήν χάρη δηλώνουν την οικονομία του Πάθους με την σμύρνα. Ενώ οι άλλοι καταδικάζουν σε εξόντωσιν όλα τα νήπια της περιοχής, πράγμα που θεωρώ ότι τους ενοχοποιεί όχι μόνο για σκληρότητα, αλλά και για την εσχάτην ανοησία. Τι νόημα έχει δηλαδή η παιδοκτονία; Και για ποίον σκοπόν ετόλμησαν οι μιαιφόνοι αυτό το ανοσιούργημα; Επειδή, λέγει, ένα νέο θαυμαστόν φαινόμενο του ουρανού εμήνυσε στους Μάγους την ανάδειξη του Βασιλέως.

Τι λοιπόν; Πιστεύεις ότι το σημείο που τον ανήγγειλε είναι αληθινόν ή το θεωρείς ως ανυπόστατη διάδοση; Αν είναι ικανός να κάνη υποχειρίους τους ουρανούς, τότε βεβαίως δεν είναι στο χέρι σου να τον πειράξης. Αν όμως δίδη στην εξουσία σου την ζωή και τον θάνατό του, ματαίως τότε τον φοβείσαι. Διότι αυτός που φέρεται έτσι, ώστε να είναι υποχείριος στην εξουσία σου, για ποίον λόγο κατατρέχεται; Γιατί εξαπολύεται το φριχτόν εκείνο πρόσταγμα, η αποτρόπαια απόφασις κατά των νηπίων, να εξοντωθούν τα καημένα τα βρέφη; Ποίαν αδικία έκαμαν; Ποίαν αφορμήν έδωσαν, ώστε να καταδικασθούν σε θάνατο ή σε άλλην τιμωρία; Ένα μόνον ήταν το έγκλημά τους, ότι εγεννήθησαν και ήλθαν στην ζωή. Και για τον λόγον αυτόν έπρεπε να γεμίση όλη η πόλις από δημίους και να συναχθή πλήθος μητέρων και νηπίων, ο κόσμος να τους συμπαρίσταται, και οι πατέρες τους και όλοι, όπως είναι φυσικό, να συγκεντρώνονται στο δράμα των συγγενών τους. Ποίος ημπορεί να περιγράψη με τον λόγο τις συμφορές; Ποιος θα παρουσιάση ενώπιόν μας με την διήγηση τα πάθη τους; Τον ανάμικτον εκείνον οδυρμό, την γοερά θρηνωδία παιδίων, μητέρων, συγγενών, πατέρων που εκραύγαζαν αξιολύπητα ενώπιον της απειλής των δημίων; Πώς να ζωγραφίση κανείς τον δήμιον εμπρός στο νήπιο με γυμνό το ξίφος, με βλέμμα αγριεμένο και φονικό, και με τις ανάλογες φωνές, να σύρη με το ένα χέρι το βρέφος προς τον εαυτόν του και με το άλλο να υψώνη το ξίφος; Και από το άλλο μέρος την μητέρα να προσπαθή να πάρη το παιδί από τα χέρια του, και να εκτείνη στην κόψη του ξίφους τον ιδικόν της τράχηλο, για να μην αντικρύση με τα μάτια της το κακόμοιρο παιδί της, βρέφος ακόμη να χάνη την ζωή του στα χέρια του δημίου;

Πώς πάλι θα ημπορούσε κάποιος να διηγηθή το δράμα των πατέρων; Τις παρακλήσεις των τέκνων τους, τις κραυγές, τα τελευταία σφιχταγκαλιάσματά τους, και πολλά παρόμοια που συνέβαιναν εκείνες τις στιγμές; Ποίος ημπορεί να διεκτραγωδήση την πολύμορφο και πολύτροπον εκείνη συμφορά, τις διπλές ωδίνες των μητέρων που μόλις προσφάτως εγέννησαν, την ανυπόφορον φλόγα της μητρικής στοργής; Πώς το καημένο το βρέφος εδέχετο το θανάσιμον κτύπημα, ενώ ήταν προσκολλημένο στον μαστόν της μητέρας του; Πώς η αθλία μητέρα προσέφερε το γάλα στο στόμα του νηπίου και συγχρόνως εδέχετο το αίμα του στην αγκάλη της; Πολλές φορές μάλιστα με την ορμή που είχε το χέρι του δημίου, διεπέρασε με ένα κτύπημα του ξίφους μαζί με το παιδί και την μητέρα, και το αίμα έκανε κοινό αυλάκι που εσχηματίσθη από δύο πηγές. Από την μητρικήν πληγή και το θανάσιμο τραύμα του τέκνου της. Και επειδή η ανόσιος διαταγή του Ηρώδου περιελάμβανε και τούτο, να μην εφαρμοσθή η θανατηφόρος απόφασις μόνο στα νεογέννητα, αλλά και αν κάποιο είχε φθάσει στο δεύτερον έτος να φονευθή και αυτό μαζί, διότι γράφει «από διετούς και κατωτέρω», θέλει ο λόγος να εκφράση και άλλην ακόμη συμφορά που, όπως ήταν φυσικό, συνέβη. Διότι πολλές φορές το διάστημα των δύο ετών έκαμε την ιδία γυναίκα δύο φορές μητέρα. Τι απερίγραπτο πάλι αυτό το θέαμα, δύο δήμιοι να ασχολούνται με μίαν μητέρα. Ο ένας να τραβά κοντά του το νήπιο που τρέχει γύρω της και ο άλλος να αποσπά το βρέφος από την αγκάλη της; Πόσο θα υπέφερε τότε, όπως είναι φυσικόν, η αθλία μητέρα, την στιγμή που εσχίζετο η καρδία της στα δύο τέκνα της, και έκαιε ο πόνος και των δύο τα μητρικά της σπλάγχνα; Δεν ήξερε ποίον από τους δύο κακούς δημιούς να ακολουθήση, αφού έσυραν τα παιδιά ο ένας από εδώ και ο άλλος από εκεί για να τα σφάξουν. Να τρέξη στο νεογέννητο, που το κλάμα του ήταν ακόμη άναρθρο και δεν ημπορούσε να εκφρασθή; Ακούει όμως το άλλο που έχει αρχίσει ήδη να ομιλή, να προσκαλή ψελλίζοντας και κλαίοντας την μητέρα του. Τι να κάνη; Πώς να ανταποκριθή; Σε ποίου φωνή να απαντήση; Με ποίου την κραυγή να ενώση την ιδική της; Για ποίου θάνατο να θρηνήση, αφού εξ ίσου της σχίζουν και τα δύο βέλη την καρδία;

Ας απομακρύνωμε όμως την ακοήν από τους θρήνους για τα νήπια, και ας στρέψωμε τον νου μας στα ευθυμότερα, σ’ αυτά που αρμόζουν στην εορτήν, αν και η Ραχήλ, με τις δυνατές φωνές της, όπως λέγει ο Προφητης, οδύρεται για την σφαγήν των τέκνων της. Κατά την ημέρα όμως της εορτής, όπως λέγει ο σοφός Σολομών, πρέπει να λησμονούνται οι συμφορές. Και ποία εορτή άραγε έχουμε επισημοτέρα από αυτήν, κατά την οποίαν ο ήλιος της δικαιοσύνης διέλυσε τα πονηρά σκότη του διαβόλου, και αναλαμβάνοντας την ιδικήν μας φύση, φωτίζει με αυτήν την κτίση, κατά την οποία αυτό που είχε πέσει ανεστήθη, και έτσι αυτό που ευρίσκετο σε πόλεμο συμφιλιώνεται, το αποκηρυγμένον επαναφέρεται, αυτό που είχε εκπέσει από την ζωήν επανέρχεται στην ζωήν, αυτό που είχε υποδουλωθεί και ευρίσκετο σε αιχμαλωσίαν αποκαθίσταται στο βασιλικόν αξίωμα, αυτό που εκρατείτο δεμένο με τα δεσμά του θανάτου επιστρέφει απελευθερωμένο στην χώρα των ζώντων; Τώρα, σύμφωνα με την προφητεία, «αι χαλκαί πύλαι του θανάτου συντρίβονται, και συνθλίβονται οι σιδηροί μοχλοί», οι οποίοι εκρατούσαν το ανθρώπινον γένος δεσμευμένο μέσα στην φυλακή του θανάτου. Τώρα «ανοίγεται», όπως λέγει ο Δαβίδ, «η πύλη της δικαιοσύνης». Τώρα αντηχεί σ’ όλη την οικουμένην ομόφωνος ο «ήχος τον εορταζόντων». Από άνθρωπον ήλθεν ο θάνατος, από άνθρωπο και η σωτηρία. Ο πρώτος έπεσε στην αμαρτία, ο δεύτερος ανέστησε αυτόν που είχε πέσει. Η γυναίκα υπερασπίσθη τώρα την γυναίκα. Η πρώτη είχε ανοίξει την είσοδο στην αμαρτία, ενώ αυτή υπηρέτησε την επάνοδο της δικαιοσύνης. Εκείνη εδέχθη την συμβουλήν του όφεως, αυτή επαρουσίασε τον αναιρέτην του όφεως, και εγέννησε την πηγήν του φωτός. Εκείνη δια του ξύλου εισήγαγε την αμαρτία, αυτή δια του ξύλου έφερε στην θέση της αμαρτίας το αγαθόν. Ξύλον εννοώ τον σταυρό, και ο καρπός του ξύλου τούτου γίνεται γι’ αυτούς που τον γεύονται αειθαλής και αμάραντος ζωή. Και κανείς να μη νομίζη ότι μόνο στο μυστήριον του Πάσχα αρμόζει τέτοια ευχαριστία. Ας σκεφθή ότι το Πάσχα είναι το τέλος της Οικονομίας. Πώς θα επραγματοποιείτο το τέλος, εάν δεν είχε προηγηθή η αρχή; Ποίον είναι αρχικώτερον από το άλλο; Ασφαλώς η Γέννησις από την Οικονομία του Πάθους.

Και του Πάσχα λοιπόν τα καλά είναι μέρος των εγκωμίων της Γεννήσεως. Και αν υπολογίση κανείς τις ευεργεσίες που εξιστορεί το Ευαγγέλιον, και διηγηθή λεπτομερώς τις θαυματουργικές θεραπείες, την άνευ τροφίμων διατροφή, την επάνοδο των νεκρών από τα μνήματα, την αυτοσχέδιο παρασκευήν του οίνου, την αποκατάσταση της υγείας των κάθε είδους ασθενών, την εκδίωξη των δαιμονίων, τα άλματα των χωλών, τους οφθαλμούς που επλάσθησαν από πηλόν, τις θείες διδασκαλίες, τις νομοθεσίες, την μύηση στα υψηλότερα δια μέσου των παραβολών, όλα αυτά είναι δωρεά της παρούσης ημέρας. Διότι αυτή έγινε αρχή των αγαθών που ηκολούθησαν. «Αγαλλιασώμεθα», λοιπόν, «και ευφρανθώμεν εν αυτή». Μη φοβηθούμε τις ειρωνείες των ανθρώπων, και ας μη νικηθούμε από αυτούς όταν προσπαθούν να μας εξευτελίσουν, όπως μας παρακινεί ο Προφήτης. Αυτοί χλευάζουν τον λόγο της Οικονομίας, λέγοντας ότι δεν αρμόζει στον Κύριο να λάβη ανθρώπινο σώμα και να αναμιχθή με την γέννηση στην ζωή των ανθρώπων. Αγνοούν, καθώς φαίνεται, το μέγα μυστήριον, πώς δηλαδή η σοφία του Θεού οικονόμησε την σωτηρία μας. Είχαμε πωληθεί εκουσίως για τις αμαρτίες μας, και είχαμε υποδουλωθή στον εχθρόν της ζωής μας σαν αγορασμένοι δούλοι.

Τι μεγαλύτερον επιθυμούσες να σου προσφέρει ο Δεσπότης; Όχι το να απαλλαγής από την συμφορά; Τι περιεργάζεσαι τον τρόπο; Γιατί θέτεις νόμους στον ευεργέτη και δεν αντιλαμβάνεσαι τις ευεργεσίες του; Είναι σαν να απωθή κάποιος τον ιατρό και να μέμφεται την ευεργεσία του, επειδή επραγματοποίησε την θεραπεία με αυτόν και όχι με τον άλλον τρόπο. Αν επιζητής από περιέργεια να ερευνήσης το μέγεθος της Οικονομίας, σου αρκεί να μάθης τόσο μόνον, ότι το θείον δεν είναι ένα μόνον από τα αγαθά, αλλά όποιο αγαθό ημπορεί να φαντασθή κανείς, εκείνο είναι. Το δυνατόν, το δίκαιον, το αγαθόν, το σοφόν, όλα τα ονόματα και τα νοήματα που έχουν σημασία θεοπρεπή. Αναλογίσου λοιπόν μήπως δεν συνδιάσθηκαν στο γεγονός αυτό όλα αυτά που είπαμε. Η αγαθότης, η σοφία, η δύναμις, η δικαιοσύνη. Ως αγαθός, ηγάπησε τον αποστάτη. Ως σοφός, επινόησε τον τρόπον επανόδου των υποδουλωμένων. Ως δίκαιος, δεν κακομεταχειρίζεται αυτόν που υπεδούλωσε τον άνθρωπο, και τον απέκτησε σύμφωνα με το δίκαιον της αγοράς, αλλά έδωσεν ως αντάλλαγμα τον εαυτόν του υπέρ των κρατουμένων, ώστε, μεταθέτοντας ως εγγυητής την οφειλή στον εαυτόν του, να ελευθερώση τον αιχμάλωτον από τον εξουσιαστήν του. Ως δυνατός, δεν εκρατήθη από τον άδη, ούτε το σώμα του εγνώρισε φθορά. Διότι δεν ήταν δυνατόν να νικηθή από την φθοράν ο αρχηγός της ζωής. Αλλά ήταν εντροπή να δεχθή ανθρωπίνην γέννηση, και να υποστή την εμπειρία των παθημάτων του σώματος; Χαρακτηρίζεις έτσι την υπερβολή της ευεργεσίας;

Πράγματι, επειδή δεν ήταν δυνατόν να απαλλαγή το ανθρώπινο γένος με άλλον τρόπον από τα τόσο μεγάλα δεινά, κατεδέχθη ο Βασιλεύς της απαθείας να ανταλλάξη την ιδία του την δόξα με την ιδική μας ζωή. Και εισέρχεται μεν η καθαρότης στον ιδικόν μας ρύπον, ο ρύπος όμως δεν εγγίζει την καθαρότητα, όπως λέγει το Ευαγγέλιον. Το κατεφθαρμένο σώζεται από την ένωσή του με το άφθαρτο. Η φθορά δεν επηρεάζει την αφθαρσία. Για όλα αυτά γίνεται αρμονική χορωδία από την σύμπασα κτίση. Όλοι αναπέμπουν ομόφωνον δοξολογία στον Κύριον της κτίσεως, και κάθε γλώσσα, επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων, αναβοά ότι «ευλογητός Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 632 και εξής.

Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.

Υμνολογική εκλογή.

Απολυτίκιον Των Αγίων. Ήχος β’.

Ευαγγελίζου Ιωσήφ, τω Δαυίδ τα θαύματα τω θεοπάτορι’ Παρθένον είδες κυοφορήσασαν’ μετά Μάγων προσεκύνησας’ μετά Ποιμέ¬νων εδοξολόγησας, δι’ Αγγέλου χρηματισθείς. Ικέτευε Χριστόν τον θεόν, σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Ηλθε πια ο καιρός, Ιωσήφ, να φέρεις τα καλά νέα στον Δαυίδ, που ήταν ο πρόγονος και πατέρας του Θεού κατά την ανθρώπινη φύση Του. Ηλθε πια στη γη ο Θεός. Είδες την Παρθένο να κυοφορεί, είδες να γεννάται ο Ιησούς, μαζί με τους μάγους Τον προσκύνησες, μαζί με τους αγγέλους τον εδοξολόγησες, αφού άγγελος Θεού σου απεκάλυψε το μυςτήριο αυτό και σου διέλυσε τις αμφιβολίες σου. Τώρα λοιπόν ικέτευε τον νεογέννητο Χριστό και Θεό να σώσει τις ψυχές μας.

ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ

Κάθισμα. Ήχος α’. Χορός αγγελικός.

Πατρός ως αληθώς, ουρανίου θεράπων, εγένου Ιωσήφ, και πατήρ του ανάρχου, Υιού συ νενόμισαι, του σαρκί νηπιάσαντος’ όθεν σή¬μερον την παναγίαν σου μνήμην, εορτάζομεν, εν ευφροσύνη καρ¬δίας, πιστώς ανυμνούντές σε.

Του ουρανίου Θεού Πατρός έγινες αληθινός υπηρέτης, Ιωσήφ, καθώς ήσουν ο προστάτης της Παρθένου και μητέρας του Υιού Του, και συγχρόνως θεωρήθηκες πατέρας του αγέννητου και άναρχου Υιού και Θεού, που για χάρη μας σαρκώθηκε, για να μας σώσει από την αμαρτία και τον θάνατο. Γι’ αυτό και σήμερα που εορτάζουμε την πανάγια σου μνήμη, με χάρά και ευφροσύνη από τα βάθη της καρδιάς μας σε ανυμνούμε.

Δόξα. Και νυν. Όμοιον.

Χορός των Προφητών, εορτάζει ενθέως, το θαύμα το εν σοι, γεγο¬νός ώ Παρθένε” θεόν σεσαρκωμένον γαρ, επί γης απεκύησας’ Μά¬γοι πίστει δε, συν Ιωσήφ εκβοώσι, τω Δαυίδ νυνί, τω θεοπάτορι Κόρη, τα άρρητα θαύματα.

Ο χορός των προφητών εορτάζει, βλέποντας να πραγματοποιούνται του Θεού οι υποσχέσεις, και Τον δοξάζουν καθώς με έκπληξη θεωρούν το θαύμα, που έγινε σε Σένα Παρθένε, γιατί έφερες στον κόσμο τον άσαρκο Θεό με ανθρώπινη σάρκα. Οι μάγοι με πίστη μαζί με τον Ιωσήφ φωνάζουν με χαρά και αναγγέλλουν στον Δαυίδ, που είναι ο πρόγονος και κατ’ άνθρωπον πατέρας του Ιησού, τα ανέκφραστα θαύματα.

Κοντάκιον. Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον.

Ευφροσύνης σήμερον, Δαυίδ πληρούται ο θείος, Ιωσήφ τε αϊνεσιν, συν Ιακώβω προσφέρει” στέφος γαρ τη συγγενεία Χριστού λαβόντες, χαίρουσι, και τον αφράστως εν γη τεχθέντα, ανυμνούσι και βοώσιν’ Οίκτίρμον σώζε τους σε γεραίροντας.

Σήμερα ο κατά σάρκα πρόγονος του Χριστού, ο θείος Δαυίδ, ευφραίνεται, ο Ιωσήφ μαζί με τον Ιάκωβο προσφέρουν αίνους και δοξάζουν τον Θεό, γιατί έλαβαν κάτι πρωτόγνωρο, έλαβαν το στεφάνι της συγγενείας προς τον Χριστό, και χαίρονται και ανυμνούν Αυτόν, που με ακατάληπτο και απερίγραπτο τρόπο γεννήθηκε στη γη, και Του φωνάζουν: Συ που είσαι γεμάτος από ευσπλαχνία, σώσε όλους όσοι Σε τιμούν και δοξάζουν.

Ο Οίκος

Απορρήτω βουλή, τίκτεται σαρκί ο άσαρκος” περιγράφεται νυν σώματι, ο απερίγραπτος, και σώζει Ατρέπτως τΑς άμφω ουσίας” αρ¬χήν λαμβάνει ο φύσει άναρχος, και μόνος Υπέρχρονος’ οράται βρέ¬φος, ο Υπερτέλειος’ φέρεται χερσίν, ο φέρων τα σύμπαντα. Διό τους τούτου συγγενεία σεμνυνομένους, ως θεός στέφει τω εαυτού τοκετώ’ ους δοξάζοντες πίστει, ασιγήτως εκβοώμεν’ Οικτίρμον σώζε τους σε γεραίροντας.

Σύμφωνα με την απόκρυφη και ακατάληπτη απόφαση του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων γεννιέται σαν άνθρωπος στη γη με ανθρώπινη σάρκα Αυτός, που δεν έχει σάρκα από τη θεία φύση Του’ περιγράφεται μέσα στα όρια του ανθρωπίνου σώματος Αυτός, που δεν μπορεί να περιγραφεί σαν Θεός’ και σώζει για πάντα χωρίς να μπορεί πλέον να αλλάξει και τις δύο φύσεις, την θεία και την ανθρώπινη, γιατί αυτό θέλησε να κάμει για τη σωτηρία των ανθρώπων. Με τη γέννησή Του φαίνεται να αρχίζει τώρα η ζωή Αυτού, που από τη φύση Του είναι άναρχος και ξεπερνά όλον τον χρόνο. Φαίνεται σαν ατελές βρέφος Αυτός που είναι υπερτέλειος’ μεταφέρεται στα χέρια Αυτός, που στο Χέρι Του κρατά και κατευθύνει τα σύμπαντα. Τώρα όλους εκείνους που για τη συγγένειά τους προς Αυτόν δίκαια αισθάνονται σεμνή υπερηφάνεια, τους στεφανώνει ως Θεός με τη γέννησή Του. Και εμείς τους δοξάζουμε ψάλλοντας: Συ Κύριε, που είσαι γεμάτος από ευσπλαχνία, σώσε όλους όσοι σε τιμούν και δοξάζουν.

Συναξάριον.

Τη αυτή ημέρα, Κυριακή μετά την του Χριστού Γέννησιν, Μνήμη των αγίων και δικαίων θεοπατόρων, Ιωσήφ του Μνήστορος της αγίας Παρθένου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, Ιακώβου, του Αδελφού του Κυρίου, και Δαυίδ του Προφήτου και βασιλέως.
Στίχοι. Τιμώ Ιωσήφ, Μνήστορα της Παρθένου,
Ως εκλεγέντα φύλακα ταύτης μόνον.

Συ τέκτονος παις, άλλ’ αδελφός Κυρίου,
Του πάντα τεκτήναντος εν λόγω, μάκαρ.
Εγώ τι φήσω, μαρτυρούντος Κυρίου”
Τον Δαυίδ εύρον, ως εμαυτού καρδίαν;
Τιμώ τον Ιωσήφ τον μνήστορα της Παρθένου, γιατί αυτός μόνο διαλέχθηκε από τον Θεό σαν φύλακας αυτής και του Βρέφους της.
Συ Ιάκωβε είσαι παιδί του ξυλουργού αλλά και αδελφός Αυτού που με τον λόγο Του δημιούργησε τα σύμπαντα.
Εγώ τι να πω, όταν ο Θεός λέγει: Τον Δαυίδ βρήκα από τους ανθρώπους, σαν τον άνθρωπο που ευχαριστεί την καρδία Μου.

Ταις των Αγίων σου πρεσβείαις, ο θεός, ελέησον καί σώσον ημάς.
Αμήν.

Εξαποστειλάριον των Αγίων. Τοις μαθηταίς συνέλθωμεν.

Συν Ιακώβω μέλψωμεν, τω κλεινώ θεαδέλφω, Δαυίδ τον θεοπάτορα, Ιωσήφ τε τον θείον, της Θεοτόκου Μνήστορα’ του Χριστού γαρ τη θεία, Γεννήσει καθυπούργησαν, Βηθλεέμ εν τη πόλει, θεοπρεπώς, μετ’ Αγγέλων, Μάγων τε και Ποιμένων, αυτώ τον ύμνον άδοντες, ως θεώ και Δεσπότη.

Ας υμνήσουμε μαζί με τον Ιάκωβον τον ένδοξο αδελφό του Χριστού και Θεού τον Δαυίδ, που είναι ο κατ’ άνθρωπον πρόγονος του Χριστού, και τον Ιωσήφ τον θείο μνήστορα της Θεοτόκου, γιατί υπηρέτησαν στη θεία γέννηση του Χριστού στην πόλη Βηθλεέμ, όπως ταίριαζε στον Θεό! Μμαζί με τους αγγέλους, τους ποιμένες και τους μάγους έψαλαν τον ύμνο, που έπρεπε στον Θεό και Δεσπότη.

Δόξατων αίνων. Ήχος πλ. δ’. Ανατολίου.

Αίμα, και πυρ, και ατμίδα καπνού, τέρατα γης, ά προείδεν Ιωήλ’ αίμα, την Σάρκωσιν’ πυρ την θεότητα” ατμίδα δε καπνού, το Πνεύ¬μα το Αγιον, το επελθόν τη Παρθένω, και κόσμον ευωδιάσαν. Μέ¬γα το μυστήριον, της σης ενανθρωπήσεως, Κύριε δόξα σοι.

Ο προφήτης Ιωήλ είδε με την αποκάλυψη του Θεού, παράδοξα σημεία για τη ζωή του φυσικού κόσμου: αίμα, φωτιά και ατμό καπνού, που ανέβαινε. Το αίμα σήμαινε την ανθρώπινη φύση του Χριστού και Θεού, η φωτιά έδειχνε την θεότητά Του, και η ατμίδα του καπνού δήλωνε το Αγιο Πνεύμα, που θα κατέβαινε από τον ουρανό και θα επεσκίαζε την Παρθένο, οπότε και θα σκορπούσε πρωτόγνωρη ευωδία στον κόσμο. Είναι μεγάλο και ακατάληπτο το μυστήριο της ενανθρωπήσεώς Σου, Κύριε! Δόξα Σ’ Εσένα.

Απόδοση Μοναχής Θεοδοσίας.

Δημοσιεύθηκε στην Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.