«Ναυάγια» – Πορφυρίας Μοναχής.

Σάββατο, δέκα το πρωί, με σταματάει μια κυρία, γύρω στα εξήντα. Μπαίνει και κάθεται μπροστά, δίπλα μου.
-Καλημέρα, πού πάμε;
Δεν μου απαντά. Γύρισα και την κοίταξα. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στις εικόνες, που έχω στο ταμπλό. Την άφησα να κοιτάει και ξεκίνησα. Σε λίγα λεπτά την ξαναρωτώ:
-Πού πάμε;
Σαν να ξύπνησε από λήθαργο, τίναξε το κεφάλι της.
-Μιλήσατε; με ρωτάει.
-Ναι, σας ρώτησα πού πάμε.
-Πού πάμε; Όπου θέλεις.
-Τι όπου θέλω, κυρία μου;
-Θα μου κάνεις μια χάρη;
-Τι χάρη θέλετε;
-Να πάμε να πιούμε μαζί έναν καφέ, όπου θέλεις, και θα σου πληρώσω και το μεροκάματο σου, σε παρακαλώ. Ο τρόπος που μου το ζήτησε δεν μου άφηνε περιθώρια να αρνηθώ.
-Εντάξει, πάμε.
Πήγαμε σε μια ωραία και ήσυχη καφετέρια, με πολύ πράσινο.
-Σ’ αρέσει εδώ; τη ρώτησα στον ενικό, μια και η περίπτωση δεν απαιτούσε απόσταση. Απ’ ότι φάνηκε μάλιστα, μάλλον το αντίθετο.
-Ναι, μ’ αρέσει.
Καθίσαμε, παραγγείλαμε τον καφέ μας και τη ρώτησα, γιατί επέλεξε εμένα να μιλήσει.
-Επέλεξα εσένα, γιατί, μόλις μπήκα στο ταξί και άκουσα στο ραδιόφωνο τον σταθμό της Εκκλησίας, είδα και τις εικόνες στο ταμπλό του αυτοκινήτου, σκέφτηκα πως σ’ εσένα θ’ ανοίξω την καρδιά μου, πριν τρελαθώ και με πάνε στο Δαφνί.
-Λοιπόν, πριν τρελαθείς και σε πάνε στο Δαφνί, της λέω γελώντας, άνοιξε μου την καρδιά σου. Πριν ξεκινήσουμε τη συζήτηση, να σου κάνω μια ερώτηση;
-Βεβαίως!
-Εργάζεσαι;
-Εργαζόμουν! Σήμερα είμαι συνταξιούχος, λόγω ασθενείας.
-Αν επιτρέπεται, πού εργαζόσουν;
-Ήμουν διευθύντρια σε μια πολύ μεγάλη εταιρία…
-Άρα είσαι δυναμική γυναίκα… Πώς κι έφθασες σ’ αυτήν την ανάγκη;
-Γιατί; Θέλεις να πεις πως οι δυναμικοί άνθρωποι δεν έχουν τέτοιες ανάγκες;
-Αντιθέτως! εσείς έχετε μεγαλύτερη ανάγκη από πνευματική και ψυχική στήριξη. Ελάχιστες είναι οι γυναίκες, που μπορούν να τα συνδυάσουν όλα- Θεό, ευαισθησία, καρδιά, δυναμισμό. Ευτυχώς, έχω γνωρίσει μερικές τέτοιες γλυκιές υπάρξεις. Και, πίστεψε με, εύχομαι αυτή τη στιγμή να έχω απέναντι μου άλλη μια τέτοια ύπαρξη. Λοιπόν, σ’ ακούω.
-Όταν ήμουν είκοσι ετών, αγάπησα ένα παλληκάρι, αλλά αυτή η αγάπη δεν είχε γερά θεμέλια και πολύ γρήγορα κατέρρευσε. Όμως άφησε τον καρπό της: Γέννησα ένα αγωράκι. Με τον άνδρα που το έκανα δεν παντρευτήκαμε.
-Ο λόγος;
-Δεν με ήθελαν οι δικοί του. Το αναγνώρισε όμως. Μετά τη γέννα, άφησα την ανατροφή του παιδιού στη μητέρα μου, ενώ εγώ ασχολήθηκα με την καριέρα μου. Ήθελα να ανέβω ψηλά. Και ανέβηκα πολύ ψηλά, αλλά με μεγάλο κόστος.
-Άξιζε τον κόπο αυτή η άνοδος;
-Θα σου μιλήσω ειλικρινά. Όχι! Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, αυτό το λάθος δεν θα το έκανα ξανά. Αυτό που θα επέλεγα, με μεγάλη μου ευχαρίστηση, θα ήταν να δημιουργήσω οικογένεια. Με το παιδί μου είμαστε ξένοι, δεν έχουμε καμιά ψυχική επαφή. Ποτέ δεν ήμουν στο πλευρό του. Ούτε σε αρρώστιες ούτε στα πρώτα του βήματα, στις πρώτες του λεξούλες, ούτε θέλησα να το διαβάσω, να το πάω σχολείο ή να παίξουμε. Για όλα ήταν η μητέρα μου. Ο γιός μου, ο Άγγελος, έλεγε τη μητέρα μου γιαγιά-μάννα. Εγώ δεν υπήρχα πουθενά… παρά μόνο για την καριέρα μου.
Τώρα που πήρα σύνταξη, αποφάσισα να ασχοληθώ λίγο με το γιό μου, τον Άγγελο. Σήμερα είναι τριάντα έξι ετών και συζεί με μια κοπέλα. Αποφάσισα λοιπόν να τους καλέσω στο σπίτι, για να γνωρίσω την κοπέλα και να γνωριστώ και με το γιό μου. Όταν ήρθαν σπίτι και με σύστησε στην κοπέλα, η φωνή του ήταν απόμακρη, ξένη. «Από ‘δώ η μητέρα μου». Το άφησα όμως να περάσει και προσπάθησα να είμαι όσο πιο γλυκιά μπορούσα μαζί τους. Σιγά-σιγά, κι αφού η ατμόσφαιρα ζεστάθηκε, τους ρώτησα:
«-Παιδιά μου, γιατί δεν παντρεύεστε;»
«-Οι γονείς της δεν με θέλουν για γαμπρό τους», μου απάντησε ο γιός μου.
«-Γιατί κορίτσι μου δεν τον θέλουν;»
«-Γιατί απλώς είναι ένας δημόσιος υπάλληλος και οι γονείς μου έχουν άλλα όνειρα για μένα». Τότε παίρνει τον λόγο ο γιός μου:
«-Σιγά μωρέ… Θα αγαπήσει άλλος άνθρωπος το παιδί σου, όπως το αγαπώ εγώ;» Στο άκουσμα αυτών των λόγων ταράχθηκα.
«-Ήσουν ξανά παντρεμένη;» ρώτησα.
«-Ναι, έχω και ένα αγωράκι». Πικράθηκα, μα το έπνιξα.
«-Εγώ δεν μπορώ να επέμβω. Η απόφαση είναι δική σας».
Κύλησε ήρεμα όλο το απόγευμα και το βράδυ έφυγαν. Στην πορεία δεν είπα τίποτε στο γιό μου… Ούτε μείνε ούτε φύγε. Τον άφησα να αποφασίσει μόνος του. Άλλωστε αισθανόμουν πως εμένα δεν μου έπεφτε λόγος, ακόμη ήμαστε ξένοι.
Μετά από δυο μήνες, ένα πρωινό, έρχεται στο σπίτι χαρούμενος. Πρώτη φορά με αγκάλιασε και με φίλησε.
-Τι συνέβη, παιδί μου, και είσαι τόσο χαρούμενος;
-Μάννα! θα σε κάνω γιαγιά, θα γίνω πατέρας, μου είπε ενθουσιασμένος.
Είναι γεγονός πως δε χάρηκα καθόλου, γιατί, απ’ ότι μάθαινα, μάλωναν συνέχεια. Όμως δεν το έδειξα και προσποιήθηκα πως χάρηκα με το ευχάριστο γεγονός.
Σιγά-σιγά άρχισα να συνηθίζω και στην ιδέα του παιδιού. Πήγα και ψώνισα το κρεβατάκι του και όλη του την προίκα. Ο υπέρηχος έδειξε πως είναι κοριτσάκι…
Η σχέση με τον γιό μου είχε αρχίσει να ζεσταίνεται. Η κοπέλα μπήκε στον έβδομο μήνα. Βλέποντας την κοιλίτσα της να μεγαλώνει, η ζωή άρχισε να έχει ενδιαφέρον.
«-Παιδιά μου, για ό,τι χρειαστείτε εγώ είμαι εδώ. Τα έξοδα της γέννας είναι δικά μου- όσο για την προίκα του παιδιού, ελάτε να σας δείξω… Τη βλέπετε τη ντουλάπα; Γεμάτη με ρούχα του παιδιού είναι!»
Την άνοιξα και έμεινε άφωνος. Για δεύτερη φορά μ’ αγκάλιασε ο γιός μου.
«-Μάννα, σ’ ευχαριστώ πολύ», μου είπε και με φίλησε. Τον κράτησα στην αγκαλιά μου και με πήραν τα κλάματα.
«-Συγχώρεσε με, παιδί μου, για το κακό που σου έκανα!»
«-Έλα… Μην κλαις… Ξέχασε τα, όπως θα προσπαθήσω να τα ξεχάσω κι εγώ. Η γιαγιά-μάννα, το στήριγμα μου, πέθανε. Τώρα ας προσπαθήσουμε να γνωριστούμε και να αγαπηθούμε εμείς οι δύο!» Τα λόγια του μου έδωσαν ελπίδα, αλλά και λύπη μαζί.
Η χαρά κράτησε μόνο πέντε μήνες από την ημέρα που αποφάσισα να δεχτώ το εγγόνι μου. Μια μέρα ήρθε ο γιός μου ξαφνικά στο σπίτι πικραμένος.
«-Τι έχεις παιδί μου;» τον ρώτησα απορημένη.
«-Η Κατερίνα…έριξε το παιδί!» Έμεινα άφωνη… Δεν πίστευα στ’ αφτιά μου.
«-Τι είπες;»
«-Αυτό που άκουσες!»
«-Επτά μηνών, ολόκληρο παιδί, το σκότωσε;»
«-Το σκότωσε!» απάντησε κλαίγοντας.
«-Δεν μπορώ να το πιστέψω… Ποιος γιατρός το έκανε αυτό, ποιος εγκληματίας; Τι συνέβη και έφτασε στο σημείο να σκοτώσει το παιδί της;»
«-Μαλώσαμε».
«-Για ποιο λόγο;»
«Γιατί της είπα πως, όταν γεννήσει θα πρέπει να βρει κι αυτή μια δουλειά, για να τα βγάλουμε πέρα».
«-Και τι σου είπε;» «-Να κόψω το λαιμό μου, να βρω και δεύτερη και τρίτη δουλειά. Το δέχθηκα, αλλά της ζήτησα να ελαττώσει τα έξοδα της.
-Καλά-καλά, μου απάντησε και σταμάτησε η κουβέντα εκεί. Για μια εβδομάδα δεν ήρθε σπίτι, έμεινε στους γονείς της. Όταν εμφανίστηκε, ήταν χωρίς το παιδί στην κοιλιά της. Έπαθα σοκ!. Τη ρώτησα:
-Τι συνέβη; Τι έγινε το παιδί; Γέννησες και δεν μας ειδοποίησες; Μου είπε πολύ ψυχρά:
-Το παιδί δεν υπάρχει, το έριξα.
-Γιατί το έριξες; Μου είπε πως δεν είμαι άξιος να γίνω πατέρας, γι ‘ αυτό και το έριξε…»
-Καταλαβαίνεις, Ράνια μου, πώς παίζει η ζωή μαζί μου;
-Ένα καταλαβαίνω, Μαρία. Στο βωμό του χρήματος και της δόξας, θυσίασες το παιδί σου και τώρα τα ζητάς όλα και γρήγορα… Αρνείσαι να δοκιμαστείς, αρνείσαι να νιώσεις τι εστί πόνος, αρνείσαι να πληρώσεις το τίμημα για την εγκατάλειψη του παιδιού σου, αρνείσαι να χάνεις, γιατί έμαθες πάντα να κερδίζεις, αδιαφορώντας αν, κερδί¬ζοντας δόξα, σκότωνες το παιδί σου. Και τώρα που έμεινες έξω από όλη τη δραστηριότητα σου και αισθάνεσαι πως δεν αξίζεις τίποτε, τώρα θυμήθηκες το παιδί σου. Κάνω λάθος;
-Όχι, έτσι είναι, όπως τα λες.
-Βέβαια, αυτό που έγινε ήταν έγκλημα, δολοφόνησαν ένα παιδί, και το δολοφόνησε η ίδια του η μάννα! Μαρία, είτε σκοτώσεις ένα παιδί μ’ αυτόν τον τρόπο είτε το εγκαταλείψεις, εγκληματίας είσαι. Πρέπει να ξέρεις πως η ζωή δεν σου χαρίζεται… Μακριά από τον Θεό, Μαρία, είμαστε πνευματικά νεκροί. Γι’ αυτό και μετανόησες για την άνοδο σου. Αν αυτή η άνοδος, η επαγγελματική, ήταν από τον Θεό, δεν θα έφτανες σήμερα σ’ αυτή την απελπισία. Επίσης, αν πίστευες στον Θεό, θα είχες αντίβαρο την πίστη σου. Όμως ποτέ δεν είναι αργά, για να κερδίσεις ό,τι έχασες. Αγωνίσου πρώτα να κερδίσεις την αγάπη του Θεού, την αγάπη της Μαρίας, γιατί πρέπει πρώτα να αγαπήσεις εσένα, και ύστερα την αγάπη του παιδιού σου και όλα τα άλλα θα έρθουν με τον καιρό τους. Οπλίσου με υπομονή, με πολλή προσευχή, και στο τέλος θα κερδίσεις. Όμως κάτι μου λέει πως το παιδί δεν το σκότωσαν, δεν είναι εύκολο να σκοτώσεις ένα παιδί επτά μηνών. Μήπως το γέννησε και το έδωσε για υιοθεσία;
-Δεν ξέρω! όμως θα το ψάξω, και, αν ζει, θα το πάρω να το μεγαλώσω εγώ. Ίσως έτσι ξεπληρώσω το κακό που έκανα στο παιδί μου.

Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», της μοναχής Πορφυρίας.
ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος.

Δημοσιεύθηκε στην Θαυμαστά γεγονότα, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.