Διάλογος αρχιερέως και κληρικού, ΙΑ. – Οσίου πατρός ημών Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η.

Κατά των εικονομάχων – δυσσεβών Βογομύλων.

Αρχιερεύς: Δεν είναι χρεία πολλών λόγων περί τούτου. Διότι και τα παλαιά και τα νέα όλα συμφώνως μαρτυρούσι την παράδοσιν της Εκκλησίας, ότι είναι εκ Θεού και όντως αγία. Πλην θέλομεν είπει και ημείς όσα εμάθομεν από τους αγίους πατέρας. Επειδή δεν πρέπει παντάπασι να θαρρώμεν εις τους ιδικούς μας λόγους, δια τούτο μήτε ιδικά μας λέγομεν. Την σήμερον λοιπόν εις κανέν σύστημα χριστιανικόν, μήτε μεταξύ των λεγομένων αιρετικών, ευρίσκονται εικονομάχοι, εκτός της μιαράς φατρίας των δυσσεβών Βογομύλων, οι οποίοι δεν πρέπει καθόλου να ονομάζωνται χριστιανοί, επειδή απαρνούνται όλα, ως προείπομεν, τα της Εκκλησίας μυστήρια, και με αυτά και τας ιεράς εικόνας.
Οι παλαιοί εικονομάχοι σχεδόν τα ίδια με αυτούς εφρόνουν, πλην έλεγον ότι τιμούν τον άγιον τύπον του Σταυρού, τους ιερούς ναούς, το θείον βάπτισμα, και τους περί πίστεως όρους των πατέρων. Τας θείας όμως εικόνας είδωλα δυσσεβώς τας ονόμαζον. Εντεύθεν προχωρήσαντες περισσότερον εις την κακίαν, επεχείρουν να αθετούν και των αγίων τα ιερά λείψανα, προσέτι και τα θαύματα, και εδογμάτιζον οι δυσσεβείς να μη ονομάζηται κανείς άγιος. Αυτά όμως είναι όλα ανατροπή, και αναίρεσις των χαρισμάτων, τα οποία μας εχαρίσθησαν από τον Θεόν δια της ενανθρωπήσεως του ζώντος λόγου, και μία προφανής αθέτησις της δια λόγων και έργων ομολογίας και ανακηρύξεως αυτού του Σωτήρος μας. Επειδή δε και οι εθνικοί προς τούτοις, και οι ιουδαίοι κινούνται εναντίον των αγίων εικόνων, και τας ονομάζουσιν είδωλα, θέλομεν απολογηθή και προς αυτούς με ολίγον, και αυτό το ολίγον θέλει είναι αρκετόν εις εκείνους όσοι καταλαμβάνουν.
Ναι, ο Θεός είναι αόρατος, καθώς είναι και ασώματος και άσαρκος και ασχημάτιστος, και δια τούτο δεν είναι μήτε περιγραπτός. Πλην με όλον τούτο τον είδομεν πολλάκις περιγραφόμενον εις τους προφήτας, και σχηματιζόμενον και εικονικώς θεωρούμενον. Διότι και ο Αβραάμ είδε τον Θεόν, και ο Ιακώβ επάνω εις την κλίμακα, και ο Μωυσής εις την βάτον και εις το όρος. Ο Ησαΐας επί θρόνου υψηλού καθήμενον. Ο Ιεζεκιήλ ομοίως εν μέσω ζώων. Ο Δανιήλ επί νεφελών, ως παλαιόν των ημερών, και πολλοί άλλοι από τους προφήτας. Ας τους ερωτήσωμεν λοιπόν, αυτά αληθή είναι ή ψευδή; Βέβαια θέλουν ομολογήσει ότι είναι αληθή. Θεία τάχα ήσαν αυτά ή ειδώλων φαντάσματα; Θέλουν ομολογήσει, νομίζω, ότι αυτά είναι θεία. Εγένοντο Θεού οπτασίαι, κατά την δύναμιν των ορώντων, επειδή δεν φαίνεται ποτέ ο Θεός, καθώς είναι εκ φύσεως, μήτε είναι τούτο δυνατόν, ον ασχημάτιστον το θείον. Επειδή λοιπόν αυτά είναι εκ Θεού, καθότι και ο ίδιος λέγει: «Εγώ οράσεις επλήθυνα, και εν χερσί προφητών ωμοιώθην», και είναι Θεού οπτασίαι, είναι λοιπόν και σεβάσμιαι, και άγιαι, και προσκυνηταί αυταί αι οράσεις, και καθώς εις τας θείας βίβλους, ούτω και εις εικόνας άγιαι ζωγραφίζονται. Και καθώς, όταν με τον νουν εννοώνται και με τον λόγον λέγωνται, τοιουτοτρόπως και εις σανίδια και εις τοίχους και εις ενδύματα, όταν ευσεβώς και θείως γράφωνται, καλώς και ευσεβώς είναι ζωγραφισμέναι. Δια να ίδωμεν και ημείς ορατώς εις τας εζωγραφισμένας θείας εικόνας, καθώς εις τους βίβλους με τον νουν, εκείνα τα οποία οι προφήται είδον, και τα οποία είναι όντως οράσεις και οπτασίαι θείαι, και να αγιασθώμεν, καθώς δια μέσου των αναγνωσμάτων κατά τον νουν, ούτω και με την όρασιν κατά τας αισθήσεις, ως σύνθετοι υπό παντός εκ ψυχής και σώματος.
Γίνονται δε και φαντασίαι δαιμονικαί , όμως αυταί είναι απευκταίαι, μιαραί και μυσαραί, και υπό παντός πιστού απόβλητοι. Αι βίβλοι δε αυτών και τα νοήματα βδελυκτά. Διότι είναι ασεβή και μιαρά, ομοίως και μορφώματα αυτών, και εικονίσματα είναι ομού με εκείνους βδελυκτά και απόβλητα. Λοιπόν από αυτά συνάγεται ότι όσα μεν επ’ ονόματι Θεού γίνονται, αυτά είναι θεία και άγια, όσα δε επ’ ονόματι δαιμονίων, αυτά είναι μυσαρά και βδελυκτά. Δια τούτο και ο Μωυσής, εναντίον μεν των δαιμονικών ειδώλων ούτω λέγει: «ού ποιήσεις παν ομοίωμα, ούτε όσα εν τω ουρανώ άνω ούτε όσα εν τη γη κάτω». Επειδή αυτά τα εθεοποίουν οι έλληνες. Τους τύπους όμως των θείων, καθώς τους είδεν εν τω όρει, τους κατεσκεύασε δια της σκηνής, και πλάκας είχε και Κιβωτόν, η οποία είχεν αυτάς τας πλάκας και την ράβδον, η οποία εβλάστησε, και το μάννα, όπερ έβρεχεν ο Θεός, και επροσκύνει έμπροσθεν αυτών, αναφέρων την προσκύνησιν εις τον Θεόν. Είχεν ακόμη και εικόνας χωνευτάς ομοιωμάτων αγγέλων, δια να φανερώση σαφέστερα την εικόνα της αληθείας των ουρανίων, και επειδή είναι αληθώς άγγελοι ζώντες εις τον ουρανόν πέριξ της θείας εκείνης φύσεως, δια τούτο έστησε και αυτός αγγέλους γλυπτούς πέριξ της σκηνής, δεικνύων με όλα αυτά και μαρτυρών ότι όσα είναι επ’ ονόματι Θεού, είναι όλα άγια, όσα δε επ’ ονόματι δαιμονίων, άθεα και απόβλητα.
Ομοίως και εις τας θυσίας, διώρισεν ο Μωυσής να θυσιάζουν άλογα ζώα. Είχαν αυτά και οι έλληνες, αλλά τα μεν θύματα του Μωυσέως ήσαν θεία, επειδή προσεφέροντο εις τον αληθινόν Θεόν, και άγια κρέατα ομοίως και τα λοιπά προσαγόμενα εις θυσίαν άγια ωνομάζοντο και θύματα Θεού, και εγίνοντο προς ιλασμόν και κάθαρσιν, και όσα επροσφέροντο, εις τον Θεόν επροσφέροντο. Τα δε των ελλήνων και αθέων, ήσαν μιαρά και ανόσια, ως προσφερόμενα εις τους δαίμονας, και μεταδοτικά βδελυρίας, δια τούτο και από ημάς απόβλητα. Το λέγει τούτο και ο Παύλος: «Εάν δε τις υμίν είποι τούτο ειδωλόθυτον εστί, μη εσθίετε». Και ο Θεάδελφος δε με τους λοιπούς αποστόλους παραγγέλλει εις τους από των εθνών πιστούς, να φυλάττωνται από ειδωλόθυτα και πορνείας και από πνικτού. Και πάλιν ο Παύλος λέγει: «Τα έθνη δαιμονίους θύει και ου Θεώ». Καθώς λοιπόν όσα προσφέρονται θυσία εις τους δαίμονας είναι πονηρά, ομοίως και όσα εικονίζουσι τους δαίμονας πονηρά και πλήρη κακίας, ουχί ότι τα κτίσματα του Θεού είναι πονηρά, επειδή μήτε οι δαίμονες, ως κτίσματα, είναι πονηροί, καθότι όλα τα παρά Θεού είναι καλά, αλλά διότι έγιναν πονηροί εκ προαιρέσεως, και αποστάται Θεού αυτοθελήτως και με το αυτεξούσιον αυτών. Κατά τούτο και όσα προσφέρονται και εις αυτούς είναι βδελυκτά, επειδή ενοικούν εις αυτά οι δαίμονες, και ενεργούν δια μέσου αυτών. Ούτω λοιπόν και οι λόγοι και τα δόγματα και τα βιβλία των ασεβών είναι μιαρά και εναγή, διότι γράφονται και λέγονται εναντίον του Θεού.

Των θείων όμως ανδρών οι λόγοι, τα κηρύγματα και τα βιβλία είναι προσκυνητά και σεβάσμια, επειδή αποβλέπουσιν εις δόξαν Θεού, και μετέχουσι θείας χάριτος. Αυτό τούτο νόει και δια τας θείας εικόνας. Προσκυνητά και σεβάσμια νόμιζε, όσα περιέχουσιν είτε οράσεις προφητικάς είτε ως άνθρωπον τον του Θεού λόγον δι’ ημάς ενανθρωπήσαντα εικονίζουσιν, ή την Θεοτόκον αυτήν την εκ του Αβραάμ και Δαβίδ κατά γένος καταγομένην, και τους θεράποντας αυτού του Κυρίου αποστόλους, ιεράρχας ή μάρτυρας ή αγίους ζήσαντας ασκητικώς και παρθενικώς, οίτινες, έτι ζώντες, σκεύη απεδείχθησαν Θεού, και είχον χάριτας προφητικάς και δυνάμεις ιαμάτων και σημείων, και μετά θάνατον ενεργούσι και ενήργησαν δια των λειψάνων αυτών και επικλήσεων θεία πράγματα, και κάμνουν τα αυτά και δια των μορφωμάτων των και εικόνων. Διότι τους δίδει να κάμνουν τα τοιαύτα Εκείνος ο οποίος ενώκησεν εις αυτούς, και πάντοτε και δια πάντων ενεργεί ο του Θεού Λόγος ο ζων, και ενεργός και χωρίς του οποίου δεν έγινε μήτε γίνεται τίποτε, ο οποίος και ύδατα αγιάζει δια του θείου πνεύματος, και τα διαφυλάττει άφθαρτα, καθώς και την όκνιν και τα νεκρωθέντα σώματα των δούλων των. Και τους αψύχους ναούς τους αγιάζει, και τελούνται πολλά σημεία και θαύματα εις τόπους ιερούς, όπου γίνεται επίκλησις του Χριστού, ή της μητρός του ή των αγίων αυτού.
Και την δύναμιν αυτήν δεν την έχουν τα ξύλα ή οι λίθοι ή αι πηγαί. Επειδή και αυτά, καθώς και τα άλλα, είναι κτίσματα Θεού, αλλά η θεία επίκλησις και η χάρις του πνεύματος, η οποία κατώκησεν εις αυτά, έχει την δύναμιν.
Όθεν όλα τα του Χριστού, από οποιανδήποτε ύλην και αν είναι, είτε σταυρός είτε ναός είτε άγιον ύδωρ, όλα τη του Χριστού δυνάμει θαυματουργούσι. Και άρτος ανυψούμενος επ’ ονόματι της Αγίας Τριάδος, και τύπος μόνος του σταυρού εις τον αέρα γινόμενος, έχουν ισχύν και θαυματουργούν. Διότι διώκει φανερά τους δαίμονας, και καταργεί πάσαν μαγείαν και μαγικήν επωδήν. Επειδή ο Χριστός εναντίον του διαβόλου εσαρκώθη, δια να καταργήση την δύναμίν του. Και δεν είναι καμία αμφιβολία ότι την κατήργησεν. Επειδή ποίος άλλος έκαμε τους δαίμονας ασθενείς, ποίος κατέπαυσε την πολυθεΐαν, ποίος διέφθειρε τους ναούς των ειδώλων, ποίος κατέπαυσε προφανέστατα τα μαντεία, καθώς ο Χριστός κατήργησεν όλα τα του διαβόλου δια των μαθητών του; Μήπως ηδυνήθη ο νόμος του Μωυσέως να κάμη τούτο; Μήπως οι προφήται; Μήπως το γένος των ιουδαίων το θεοκτόνον και απειθές; Μήπως οι αθεότατοι και ασελγέστατοι εθνικοί; Ποίος από αυτούς αντέστη εις τους τυράννους; Ποίος εδίδαξε τα έθνη; Ποίος κατέπεισε τον κόσμον να γνωρίση τον εν Τριάδι αληθινόν και μόνον Θεόν; Και μάλιστα χωρίς όπλα, χωρίς πλούτον, χωρίς αρχικήν τυραννίδα, χωρίς σοφίαν κοσμικήν, αλλά με πτωχούς και πένητας και ταπεινούς και αμαθείς; Δεν τα κατώρθωσεν αυτά ο Χριστός δια μέσου αλιέων και των κατά καιρούς ταπεινών του δούλων, οι οποίοι εθανατώνοντο, εδιώκοντο και ετυραννούντο; Το οποίον και έως την σήμερον προδήλως φαίνεται.
Αυτός λοιπόν, η μεγάλη δύναμις του Πατρός, η ζώσα σοφία του Θεού, ο ενυπόστατος λόγος, η ασώματος σφραγίς και εικών, το συναΐδιον απαύγασμα, καθώς η αισθητή αυτή ακτίς του φαινομένου ηλίου είναι φως εκ φωτός, ούτω και αυτό το άυλον φως εκ του ασωμάτου και αγεννήτου φωτός φωτίζει τα αυτά πάντα και αγιάζει τα πάντα. Και καθώς ο ήλιος φωτίζει και θερμαίνει αισθητώς όλα τα φαινόμενα, ούτω και η δύναμις του ηλίου της δικαιοσύνης διαπερά εις όλα. Δια τούτο και όλα άγια είναι τα θεία, και αι εικόνες αυτού και τα ενδύματα, τα οποία και εθαυματούργουν ομοίως και τα των δούλων αυτού. Επειδή αυτός ο ίδιος τους εχάρισεν αυτήν την δύναμιν, καθώς λέγει: «ο πιστεύων εις εμέ, τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιήσει, και μείζονα τούτων ποιήσει». Και τούτο δε δι’ αυτού, ως εις άλλο μέρος λέγει: «χωρίς εμού ου δύνασθαι ποιείν ουδέν». Είναι φανερόν ότι και μείζονα, ήγουν μεγαλύτερα κατώρθωσαν, επιστρέψαντες δι’ αυτού από την πλάνην των ειδώλων όλον τον κόσμον εις την θείαν του πίστιν, δια της συνεργείας του θείου πνεύματος. Δια τούτο όλα μεν τα του Χριστού είναι άγια, τα δε των δαιμόνων ακάθαρτα και μιαρά, και κατάπτυστα, ομοίως και όλα τα των ασεβών, οι ναοί των, αι συναγωγαί των και τα παμμίαρα βιβλία των.
Αλλά ας ερωτήσωμεν τους ιουδαίους και τους εθνικούς, διατί τα βιβλία της πίστεώς των τα έχουν αιδέσιμα, και τα βαστούν ως φυλακτήρια; Τάχα δια τα δέρματά των και δια τα εν αυτοίς χρώματα; Τάχα δια το μέλαν ή κυανούν ή χρυσούν εν τοις γράμμασι; Και διατί οικοδομούσι συναγωγάς και συνάγονται εις αυτάς; Τάχα επειδή τας νομίζουσιν απλάς οικίας; Θέλουν αποκριθή, στοχάζομαι, ότι επειδή τα βιβλία των είναι γεγραμμένα δια την θρησκείαν των, και επειδή δι’ αυτήν αι συναγωγαί ωκοδομήθησαν, δια τούτο τα τιμούν αυτά, ως πράγματα ανήκοντα εις την θρησκείαν των. Λοιπόν από τούτο θέλει λυθεί πάσα απορία. Διότι αν δεν τα τιμώσι δια την ύλην, αλλά διότι έχουν χάριν Θεού, αυτοί οι οποίοι δεν γνωρίζουν Θεόν, πώς λοιπόν μέμφονται ημάς, οι οποίοι πιστεύομεν εις τον αληθινόν και μόνον εν Τριάδι Θεόν, επειδή τιμώμεν όλα εκείνα τα οποία είναι επ’ ονόματι αυτού, και εξεικονίζομεν τα της οικονομίας του λόγου, ο οποίος εσαρκώθη τω όντι, και εφάνη εις τους ανθρώπους, και τιμώμεν τα των αγίων αυτού, και δια των αγίων εικόνων ως δια γραμμάτων και τους μη γινώσκοντας τας Γραφάς διδάσκομεν, και ημείς αγιαζόμεθα και κατά τον νουν και κατά πάσαν αίσθησιν, ενώ και ο ίδιος ο Μωυσής έπηξε σκηνήν κατά μίμησιν και εικόνα των ουρανίων, ως είπομεν, και έστησε στήλας των Χερουβίμ τορνευτάς και γλυπτάς εις το θυσιαστήριον, και επροσκύνει εις ξυλίνην Κιβωτόν και εις πλάκας λιθίνους και εις τα λοιπά της σκηνής. Δεν είναι λοιπόν απόβλητοι οι τύποι των θείων πρωτοτύπων. Αρκούν λοιπόν αυτά προς τους αθέους και τους ανοήτους φιλονείκους.
Κληρικός: Αρκετά εδιδάχθημεν, άγιε δέσποτα, και τον περί τούτου λόγον. Λείπει τώρα να μάθωμεν και ποία άραγε αίρεσις ανεβλάστησεν εις την εκκλησίαν ύστερον από την εβδόμην οικουμενικήν Σύνοδον, και ποίαν φθοράν επροξένησε, και πώς πρέπει να απολογώμεθα προς τους κυριευομένους από αυτήν την αίρεσιν.
Αρχιερεύς: Και τους προτέρους λόγους, αδελφέ, δεν τους είπομεν από τον εαυτόν μας, αλλά όσα είχομεν από αγίους πατέρας, και από αυτούς ολίγα τινά, διότι μήτε σκοπόν έχομεν να είπομεν δι’ όλα μήτε δύναμιν έχομεν ικανήν δι’ αυτό. Θαρρούντες όμως εις τον Θεόν, δια να αναπαύσωμεν το ζήτημά μας, ερχόμεθα να ομιλήσωμεν και δι’ αυτό το υπέρ την δύναμίν μας.

***

Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Τα Άπαντα.
Εκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, Καρόλου Ντηλ 4, Θεσσαλονίκη.
Θεσσαλονίκη 2001, ακριβής ανατύπωσις εκ της εν έτει 1882 γενομένης τετάρτης εκδόσεως.

***

Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.