Τολμάει, ανοίγει τη θύρα και μπαίνει στο σπίτι όπου βρίσκεται καλεσμένος ο Κυριος. Κρατάει στα χέρια της δοχείο αλαβάστρινο, γεμάτο μύρο πολύτιμο. Πλησιάζει και στέκεται πίσω, στα πόδια Του, η γυναίκα η γνωστή στην πόλη εκείνη, χωρίς τιμή, «εσχάτη και απαρρησίαστος».
Η εικόνα δραματική! Πηγές δακρύων τα μάτια της, οθόνη πολύτιμη τα μαλλιά της, μύρο πανάκριβο αυτό που έσφιγγε στην καρδιά της.
Και ύστερα λίγες λέξεις ποιητή, να μας αποκαλύπτουν το δράμα της, να φανερώνουν την τιμή της ψυχής της, το μέγεθος της μετανοίας της, τη βεβαιότητα της πίστεως, τη δύναμη της αγάπης της•
« Αγάπησον φιλούσαν
την δικαίως μισουμένην».
Ξημερώνει μεγάλη Τετάρτη, κι ίσως απόψε μπορέσω να μάθω καλύτερα γιατί οι θειότατοι Πατέρες όρισαν αυτή τη μεγάλη ημέρα, μόλις λίγες ώρες πριν τα άχραντα Παθη του Κυρίου, να μνημονεύουμε, να τιμούμε μόνη αυτή τη γυναίκα, την πόρνη, την αμαρτωλή, τη γνωστή στην πόλη εκείνη. Ισως ακόμη καταλάβω βαθύτερα γιατί οι μεγάλοι άγιοι, οι υπέροχοι ασκητές, που πάλεψαν μια ζωη κάθε γήινο θέλημα, επιλέγουν αυτήν για αντάξιο πρότυπο. Τη δική της παρρησία επικαλούνται να δικαιολογήσουν την τόλμη της λατρείας τους, να εκφράσουν τα πιο ακριβά αισθήματα της καρδιάς τους.
Ξημερώνει μεγάλη Τετάρτη, λίγες ώρες πριν τα άχραντα του Κυρίου μας Πάθη, και η δική μου ψυχή ίσως όσο ποτέ σε ευτέλεια, γνωστή αναπόφευκτα και στους άλλους, στη δική της μικρή «πόλη» κι ακόμη χωρίς δοχείο αλαβάστρινο και δίχως μύρο, «εσχάτη και απαρρησίαστος».
Ισως όμως για όλα αυτά ικανή να ζητήσει να βρει τα άλλα τα ατίμητα που είχε η γυναίκα εκείνη, τη βεβαιότητα της πίστεως, τη δύναμη της μετανοίας, την τόλμη της μεγάλης αγάπης, τους στεναγμούς και τα δάκρυα. Να πάει ως εκεί που βρίσκεται ο Χριστός. Να πάει όπως είναι, να χωρέσουν στα φτωχά χείλη της λόγια μεγάλα, εμπνευσμένα και έντεχνα, σαν αυτά που βάζει στο στόμα κάθε αμαρτωλού η άλλη εκείνη γυναίκα, η υμνωδός και αγία•
«Δεξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ. Καμφθητι μοι προς τούς στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τούς ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει…
Αμαρτιών μου τα πλήθη, και κριμάτων σου αβύσσους, τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος».
Να μπορέσει αύριο κι η δική μου ψυχή να προσκυνήσει αληθινά, μοναδικά τα Αχραντα πάθη Του. « Εσχάτη και απαρρησίαστος» να φτάσει να δει την Ανάσταση.
γ.
Από το περιοδικό: “Η δράσις μας”, τεύχος Απριλίου 2006