Αρρώστια η φιλαργυρία.

Κάποιος σοφός Άραβας, πριν πεθάνει, είχε συντάξει τη διαθήκη του. Ανάμεσα λοιπόν στ’ άλλα, είχε γράψει: «Έκλεισα όλη μου την περιουσία μου στο μεγάλο χρηματοκιβώτιο
του γραφείου μου. Όσα περιέχει, τα παραχωρώ στον πιο ευτυχισμένο της γης». Μετά το θάνατό του, δέκα χιλιάδες άνθρωποι τρέξανε στον δικαστή να το βεβαιώσουν
πως ήταν οι πιο ευτυχισμένοι της γης, και πως συνεπώς, έχουν δικαίωμα στο θησαυρό. Δεν έλειψαν οι φιλονικίες και οι φωνές. Ο δικαστής για να προλάβει κάτι χειρότερο, έσπευσε να δηλώσει πως αυτός ήταν ο πιο ευτυχισμένος απ’ όλους, κι γι’ αυτό, ο θησαυρός του ανήκε. Τρέχει με λαχτάρα, ανοίγει το χρηματοκιβώτιο, και τι να δει; Αντί για θησαυρό, μερικά χαλίκια τυλιγμένα σ’ ένα σημείωμα που έγραφε: «Αν ήσουν πραγματικά ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος της γης, δε θα είχες ανάγκη από τα χρήματά μου».

Αρρώστια η φιλαργυρία. Πάθος που αιχμαλωτίζει τον άνθρωπο και τον ρίχνει στα δεσμά των πιο φρικτών παθών. Για να διαπιστώσει ο καθένας μας το μέγεθος του
κακού που μας οδηγεί η φιλαργυρία, θα σας αναφέρουμε δυο μικρές ιστορίες.

Σ’ ένα πλοίο μεταξύ των ταξιδιωτών βρίσκονταν και δυο φιλάργυροι. Το πλοίο ναυάγησε. Ο κόσμος έτρεχε να σωθεί αφήνοντας όλα τα υπάρχοντά του στις καμπίνες
του πλοίου. Οι δυο φιλάργυροι προσπαθούσαν και την τελευταία στιγμή να επωφεληθούν, και να ικανοποιήσουν την αρρώστια τους, ακόμη και αυτή τη
στιγμή του ναυαγίου. Έτσι ο μεν ένας έτρεχε στις καμπίνες των επιβατών να κλέψει ό,τι πολύτιμο έβρισκε, ο δε άλλος κάθισε στην καμπίνα του, πήρε ένα χαρτί
και άρχισε να καταγράφει την περιουσία του. Όταν συνειδητοποίησαν την κατάστασή τους, ήταν πλέον αργά. Βούλιαξαν στον πάτο της θάλασσας μαζί με το πάθος
τους.

Η δεύτερη ιστορία είναι μια τέχνη που χρησιμοποιούν οι Αφρικανοί. Για να πιάσουν δηλαδή ζωντανούς τους πηθίκους, κρεμούν στέρεα ένα σακί με ρύζι επάνω σ’ ένα δένδρο. Το ρύζι είναι, ως γνωστόν, η πιο αγαπητή τροφή των πιθήκων. Το σακί έχει τόσο άνοιγμα, όσο χωρεί για να περάσει το «χέρι» του ζώου. Όταν όμως γεμίσει την «χούφτα» του ρύζι, είναι αδύνατο να βγει. Προχωρεί το ζώο προς το δένδρο, βάζει το «χέρι» του μέσα στο σακί και παίρνει μια χούφτα από το αγαπημένο του ρύζι. Μόλις αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να το βγάλει, κάνει μορφασμούς, ταράζεται, σπαρταρά, κινείται με βία. Όμως χαμένος κόπος. Ο μαύρος προχωρεί και τον πιάνει τόσο εύκολα! Δεν είχε ο πίθηκος παρά να χαλαρώσει το «χέρι» του, να πέσει το ρύζι, για να ξαναβρεί την ελευθερία του. Αλλά προτιμά την αιχμαλωσία, προτιμά το θάνατο παρά ν’ αρνηθεί τη λεία του.

Τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, που ψάλλεται στους ναούς ο όρθρος της Μεγάλης Παρασκευής, ακούμε από τους ψάλτες μας: «Σήμερα ο Ιούδας εγκαταλείπει τον Διδάσκαλο, και λαμβάνει ως φίλο και οδηγό του το διάβολο. Τυφλώνεται από το πάθος της φιλαργυρίας και χάνει ο σκοτεινός αυτός άνθρωπος το φως(το Χριστό)…». Ο Ιούδας λοιπόν λάτρευε τα χρήματα. Δεν τα επιθυμούσε ή απλά τα αγαπούσε. Ένα πάθος που έγινε λύσσα (απόστιχα Μεγάλης Πέμπτης). Οδηγείται σε σκοτείνιασμα του μυαλού του. Σε ώρα σκοταδιού άλλωστε γίνεται η σύλληψη του Χριστού και το φίλημα της προδοσίας. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: Αντί να ακολουθήσει την οδό της μετανοίας, ακολουθεί το δρόμο της απελπισίας και της αυτοκτονίας. Προσκολλάται στον ένα από τους δυο κυρίους. Ό,τι μπορεί να συμβεί και με τον καθένα μας.

Όμως δεν μπορείς να δουλεύεις σε δυο κυρίους. Ο καθένας μας ας τοποθετηθεί υπεύθυνα.

ΠΗΓΗ

Home

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.