Να θυμάσαι την παρατήρηση ότι: «αληθινές είναι και οι σκοτεινές πλευρές – αρρώστεια – που εκδηλώθηκαν στον εθνικό οργανισμό: Ατομισμός, κατάπτωση, αισχροκέρδεια, δουλοπρέπεια μπροστά στον εγκληματία κατακτητή». Γ. Βερίτη, Άρθρα και Μελέται, πεζά Ι, σελ. 100. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι ασυνέπειες και ατέλειες βαρύνουν στην ιστορία ατόμων και λαών κάθε εποχής. Όμως για την ορθόδοξη εκκλησία των ελλήνων θα διαπίστωνες κάθε φορά πως δεν υπήρξε κατώτερη των περιστάσεων και ότι αντίθετα αναδείχτηκε ανώτερη από κάθε άλλη σύγχρονη Εκκλησία και κάθε άλλη θρησκεία των άλλων εθνών. Δέχεσαι ότι παρουσίασαν και σκιές εκπρόσωποι της ορθόδοξης εκκλησίας, όμως θα τονίσεις, ιερά εξέταση δεν συνέστησε η ορθόδοξη εκκλησία, την οποία ιερά εξέταση θα δεχόταν ευχαρίστως ο σουλτάνος, αν ήθελε η ανατολική ορθόδοξη εκκλησία.
Να συλλογιστείς όμως πολύ και τη γνώμη του καθηγητή Ν. Τωμαδάκη: «Αν αι επισκοπαί και οι θρόνοι επωλούντο, τούτο πρωτίστως ήτο έργον του κατακτητού και της υπ’ αυτού επιβληθείσης διαφθοράς και αμαθείας. Η παρηγορία την οποίαν παρείχεν η εκκλησία εις το δουλεύον έθνος, η συντήρησις – και η υποτυπώδης έστω – εκπαιδεύσεως και ελληνομαθείας, η στίριξις εις την πίστιν, εις την οποίαν συνέβαλλον τα θαύματα, αι πανηγύρεις και τα λείψανα των αγίων (για τα οποία η κατηγορία κοκκαλοπωλητές στους μοναχούς) απήλλασσον και επροστάτευον το δουλεύον γένος από την αλλαξοπιστίαν, επομένως από την εθνολογικήν του αφομοίωσιν προς τον κατακτητήν. Η ομαδική εγκατάλειψις της παραδόσεως θα έσειε τα θεμέλια του έθνους και ο ορθός λόγος θα ήτο ανίκανος να υποκαταστήσει την γοητεία των θρύλων, της παραδόσεως και της πίστεως. Ως προς τας υπερβασίας των μοναχών, αι πλείσται εξηλείφθησαν από της απελευθερώσεως και εξής, αρθέντος του βασικού των αιτίου» εισαγωγή στην έκδοση της ελληνικής νομαρχίας, σελ. 18.
Θα πρέπει να αναγνωρίσεις ότι αίτιο των σκοτεινών σελίδων της εκκλησίας στην εποχή της τουρκοκρατίας ήταν το κλίμα διαφθοράς του τούρκου κατακτητή που επηρέασε αναγκαστικά και εκπροσώπους της ορθόδοξης εκκλησίας. Αλλά και τότε πάλι η εκκλησία – στις χειρότερες έστω ημέρες της – πρόσφερε το αναμφισβήτητο έργο της διασώσεως του ελληνισμού και της ορθής πίστεως!
Τις αλήθειες αυτές τις έχουν υπογραμμίσει επανειλημμένα συγγραφείς και ιστορικοί. Λ.χ. ο Βικέλας: «Η εκκλησία ουδέποτε παρημέλησε τα μεγάλα προς το έθνος καθήκοντά της, ουδ’ ήσαν ολίγοι κατά τους σκοτεινούς εκείνους χρόνους χρηστοί ιεράρχαι, οι εξαγοράσαντες δια των αρετών των τας κακίας των συναδέλφων των» Κυρ. Σιμόπουλου, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμ. Α’, σελ. 182. Και ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος διαβεβαιώνει: «οσαδήποτε και αν υπήρξαν τα αμαρτήματα πολλών εκ των πατριαρχών, ουδείς εξ αυτών ωλίσθησεν περί την ακριβή του πατρίου δόγματος και των υπάτων εθνικων συμφερόντων τήρησιν» Ιστορία του Ελληνικού έθνους, εκδ. Γαλαξίας, τόμ. ιδ’, σελ. 84.
Ίσως έχεις ακούσει ή και να διάβασες ότι αποδόθηκε στην εκκλησία σαν σκιά της, η αντίθεσή της να φυτρώσουν νέες ιδέες στους υπόδουλους. Όταν έρχονταν όμως ιδέες νεωτερισμών, αθεϊστικών και αντικληρικών θεωριών και συρμών από τη Δύση˙ όταν διαδίδονταν ιδέες επαναστατικές και δημεγερτικές, προερχόμενες και κατευθυνόμενες από ξένες δυνάμεις και φαίνονταν καθαρά ότι το γένος δε θα ελευθερωνόταν, αλλά θ’ άλλαζε μόνο κατακτητή ή θα καταπνιγόταν στο αίμα, τότε θα ήταν καλύτερα να σιωπούσαν εκκλησία και πατριαρχείο; Θα ήταν σωστότερο ν’ αρνηθούν την υπευθυνότητά τους να ενημερώσουν, να διαφωτίσουν και να προφυλάξουν τους υποδούλους; Και δε θα θεωρούνταν η αδιαφορία και η σιωπή τους η χειρότερη θέση και υπηρεσία στους αιώνες;
Για όλα αυτά η εκκλησία και το πατριαρχείο έλαβαν θέση υπεύθυνα, κάθε φορά που παρουσιάστηκε ανάγκη: πολεμήθηκαν οι ιδέες λ.χ. του Γεωργίου Σουγδουρή, δασκάλου στη σχολή Γκιούμα των Ιωαννίνων 1683- 1709, που δεν ομολογούσε «την εις Αίμα και Σώμα του Χριστού μετουσίωσιν του άρτου και του οίνου της Θείας Μεταλήψεως». Και στα προεπαναστατικά χρόνια πολεμήθηκαν οι προπαγανδιστικές ενέργειες των Γάλλων του Ναπολέοντα και – γιατί όχι – γλύτωσε ο Ελλαδικός χώρος από έναν ακόμη Ναπολεόντειο πόλεμο. Τέτοιες ιδέες αντιλαμβάνεσαι ότι στρέφονταν σε τελευταία ανάλυση κατά της ορθοδοξίας, κατά της εκκλησίας και του ελληνισμού και αναρωτιέσαι γιατί δε θεωρείται η αντίδραση της εκκλησίας επί του προκειμένου φωτεινή σελίδα της ιστορίας της.
Μελετώντας το έργο «Τα μετά την Άλωσιν» του συγγραφέα Αθανασίου Κομνηνού – Υψηλάντη, ίσως σου γεννηθούν τα εξής ερωτήματα:
Γιατί η εκκλησιαστική φορολογία την εποχή της τουρκοκρατίας ήταν ίση με την τουρκική και ίσως – ίσως μερικές φορές ανώτερη της τουρκικής; Η ακίνητη εκκλησιαστική περιουσία – τα βακούφια – δεν έδινε πλούτο στην εκκλησία και στο πατριαρχείο; Και οι πολλοί «δίσκοι» = προαιρετικές εισφορές, που περιφέρονταν στις εκκλησίες δεν ενοχλούσαν, αν δεν τυραννούσαν, το φτωχό ραγιά;
Απάντηση σου δίνεται με τη διατύπωση του καθηγητή Ν. Τωμαδάκη: «Τα γρόσια τα απαιτούσε και τα έπαιρνε ο κατακτητής τούρκος, μαζί με τα χαράτσια, τα οποία η εκκλησία συνήγε =συγκέντρωνε δια να πληρώνη τον κεφαλικόν φόρον όλων των ορθοδόξων εις τους Οθωμανούς δυνάστας…. Η εκκλησία (και δη το πατριαρχείον) εδημιούργησεν σχολάς, τυπογραφεία, γηροκομεία, πτωχοκομεία, λεπροκομεία και βιβλιοθήκας. Εξηγόραζεν αιχμαλώτους από τα παζάρια της Ανατολής, ενίσχυε πτωχούς, αδυνάτους, ετύπωνε λεξικά, βιβλία δια τον λαόν… Αν δεν εδωροδοκούντο οι τούρκοι από το ταμείον του πατριαρχείου, την Κάσσαν, δεν θα διεσώζετο ελληνισμός. Εάν δεν εξηπατάτο το σουλτάνος Σελίμ Γ’ με ψευδομάρτυρας ότι η Πόλις παρεδόθη και δεν ηλώθη, θα είχεν επιβληθή βίαιος εξισλαμισμός… Η Εκκλησία διέσωσε τον εθνισμόν μας, την γλώσσαν μας, την Πίστιν μας, έναντι προσκαίρου υποταγής και δη βαρείας φορολογίας. Ή θα εδίδαμεν λοιπόν τα χαράτσια, τα πεσκέσια, εδωροδοκήσαμεν προσετερίσθημεν πασάδες και σουλτάνους. Εξηκολουθήσαμεν να είμεθα ΓΕΝΟΣ. Εκυριαρχήσαμεν εις την διοίκησιν, την θάλασσαν, το εμπόριον… Και εφθάσαμεν εις το 1821 με πρωτεργάτας πολλάς δεκάδας αρχιερέων και χιλιάδων κληρικών δίπλα εις τους λαϊκούς και τους καπεταναίους… Το μέλλον του Ελληνισμού το εστοχάζοντο Πατριάρχαι, όπως ο Κύριλλος Λούκαρις ή ο Γρηγόριος Ε’ – διπλωμάται – οι οποίοι επλήρωσαν τους αγώνας των (και την έναντι των τούρκων διπλοπροσωπίαν των) με το σχοινί της αγχόνης των!». Ι. Μ. Χατζηφώτη, βυζάντιο και εκκλησία σελ. 115 – 117.
Άλλη μια ενδιαφέρουσα κρίση σου παρέχεται από τον καθηγητή και Ακαδημαϊκό Σπυρ. Μαρινάτο: «Πας τις θα εννοήσει τώρα πόσον άδικον ήτο εκ μέρους διακεκριμένων νεοελλήνων, όπως ο Λασκαράτος ή ο Ροΐδης, το να διασύρουν σκληρώς την αμάθειαν και το πρωτόγονον του ελληνικού ιερατείου. Δεν ηδυνήθησαν να εκτιμήσουν το γεγονός ότι το ιερατείον, τούτο υπήρξεν εις από τους σπουδαίους αφανείς παράγοντας της εθνικής ημών επιβιώσεως» Λόγος της 24/3/1967 στην Ακαδημία Αθηνών.
Και θ’ αποδεχτείς σωστή μια επίκριση του Ι. Συκουτρή: «Αν έχει κανείς να κατηγορήσει την εκκλησίαν θα έλεγεν ότι πολλάκις τον τελείως δευτερογενή δι’ αυτήν εθνικόν σκοπόν έθεσεν υπεράνω των καθαρώς θρησκευτικών˙ και του ιδίου της ως οργανισμού αυτοτελούς συμφέροντος». Για να ομολογήσεις ότι ως Έλληνες οφείλουμε για την «κένωσή» της αυτή ευγνωμοσύνη.
Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Α’. Λάρισα 1979
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.