Στην πλαγιά του βουνού γεννήθηκα με πολλά άλλα αδέρφια μου. Απ’ όλα όμως μόνο δυο ζήσαμε. Δε θυμούμαι τι απόγιναν τ’ άλλα, γιατί ήμουν πολύ μικρό. Μπορεί να τα έφαγαν ή να τα πάτησαν τα πρόβατα, όταν ήταν πολύ μικρά. Μπορεί να τα έπνιξε καμιά νεροποντή. Θυμούμαι μόνο, πως εμένα μ’ επροστάτευε ένας θάμνος αγκαθωτός. Μ’ εκρατούσε φιλόστοργα στην αγκαλιά του σα μάνα το μικρό της. Αυτός φαίνεται με προφύλαξε από τα πρόβατα και τις νεροποντές.
Και μεγάλωνα και ψήλωνα και πέρασα τον προστάτη μου θάμνο.
Μεγάλωνα και ψήλωνα και ήμουν ευτυχισμένο. Ο χειμώνας με στόλιζε με το αγνό χιόνι του. Και όταν έβγαινε ο ήλιος, κάθε ακτίνα του γινόταν επάνω στο χιόνι χίλια, μύρια διαμάντια. Καμιά βασίλισσα του κόσμου δε φόρεσε τόσα διαμάντια, όσα εγώ. Και τη γλυκειά την άνοιξη πολλές φορές ο κότσυφας καθόταν στα τρυφερά κλαδιά μου και ξαπολούσε το μουσικό κελάδημά του στον καθαρό ουρανό.
Δίπλα μου υψωνόταν ένας πελώριος έλατος, που είδε να περνούν από πάνω του εκατό χειμώνες. Με το γιγάντειο ανάστημά του και με την πυκνή του φυλλωσιά με προφύλαγε απ’ το βοριά. Και πάρα πέρα ζούσε τ’ αδερφάκι μου, τρυφερό κι ευτυχισμένο σαν κι εμένα. Όταν τ’ αεράκι έπαιζε με τα σουβλερά φύλλα μας, τραγουδούσαμε το ίδιο τραγούδι, μα δεν μπορέσαμε ποτέ ν’ ανταμώσουμε τα κλαδιά μας και να φιληθούμε. Όταν θα μεγαλώναμε σαν τον πατέρα μας, θα είμαστε αιώνια αγκαλιασμένα και ευτυχισμένα.
Μεγάλωνα και ψήλωνα και ήμουν ευτυχισμένο.
Μια μέρα, που ο χειμώνας με είχε στολίσει με πυκνό, αγνό χιόνι κι ο ήλιος έριχνε απάνω μου σωρό τα διαμάντια, πλησίασε ένας άνθρωπος κρατώντας στο χέρι του ένα κοφτερό και γυαλιστερό πράγμα.
Άθελα κάποιος κρύος φόβος μ’ έπιασε, σαν κάτι κακό να προαισθάνθηκα. Ο άνθρωπος αυτός μου φάνηκε κακός. Αμέσως τίναξε με δύναμη κι άγρια κτυπήματα τα διαμάντια από πάνω μου, τσαλαπάτησε το θάμνο, και αισθάνθηκα το κρύο σίδερο να σχίζη τον τρυφερό κορμό μου.
Δε χρειάστηκε πολύ κόπο. Με τέσσερα πέντε κτυπήματα μ’ εσκότωσε. Δεν έφυγε όμως αμέσως ούτε η φρεσκάδα των φύλλων μου, ούτε η μυρωδιά μου, που είναι σαν βάλσαμο.
Με άρπαξε απ’ το βουνό, απ’ τον πατέρα μου, απ’ τον αδερφό μου, και μ’ έστησε ορθό σ’ ένα μεγάλο σαλόνι.
Αντί για χιόνια, άπλωσαν στα φύλλα μου βαμβάκι˙ και παιγνίδια.
Ένα βράδυ άναψαν μέσα στο σαλόνι πολλά φώτα. Μα δεν ήταν τα φώτα αυτά ούτε σα δυνατό φως του ήλιου, ούτε σα γλυκό φως του φεγγαριού. Γύρω μου μαζεύτηκαν πολλά παιδάκια και τραγουδούσαν και χόρευαν, μα τα τραγούδια τους δεν ήταν σαν το κελάδημα του κότσυφα, ούτε σαν το λάλημα της φλογέρας του τσοπάνη. Ο αέρας ήτανε ζεστός κι εμύριζε αλιώτικα. Οι μυρωδιές αυτές δεν ήταν ούτε σαν τη μυρωδιά τη δική μας, ούτε σαν τη μυρωδιά των αγριομενεξέδων, που ανθούσανε μέσα στο θάμνο κρυμμένοι.
Ώ! Τι ζεστός και τι ασφυκτικός αέρας! Πού το δροσερό αγεράκι του βουνού και πού ο καθάριος βοριάς!
Από το κλειστό τζάκι φαινόταν στον ουρανό ένα αστεράκι. Αυτό μόνο μου θύμιζε την παλιά ζωή μου στο δάσος. Εκεί τη νύχτα είχα συντροφιά τ’ αμέτρητα αστέρια του ουρανού. Και το αστεράκι αυτό φαινόταν σα να με παρηγορούσε στο θάνατό μου. Ευτυχισμένο αστέρι, είσαι πολύ ψηλά και δε σε φτάνει το ανθρώπινο χέρι!
Τα παιδάκια τραγουδούσαν και χόρευαν και λαμπερή χαρά ήταν στα πρόσωπά τους. Αυτά τ’ αγαπούσα και το είχα παρηγοριά, ότι ο θάνατός μου τους προξενούσε ευτυχία. Δεν αγαπούσα όμως και τους μεγάλους, που τριγύριζαν γύρω μου, γιατί ήταν μεγάλοι σαν κι αυτόν, που με σκότωσε στο δάσος.
Τέλος, ήρθε μια στιγμή, που με γύμνωσαν απ’ τα στολίδια μου και τα μοίρασαν στα παιδιά. τα τραγούδια λίγο λίγο έπαψαν, οι άνθρωποι ένας ένας έφυγαν, τα φώτα έσβησαν κι έμεινα ολομόναχο στο σαλόνι το σκοτεινό.
Την άλλη μέρα πρωί βρέθηκα πεταμένο στην αυλή μαζί με τα σκουπίδια.
Αχ, γιατί ο κακός άνθρωπος νάρθη στο δάσος και να με κόψη; Γιατί να με χωρίση απ’ τον πατέρα μου, από τον αδερφό μου, από τ’ άλλα έλατα, απ’ τον κότσυφα, από τ’ αγέρι του βουνού;
Π. Παναγόπουλος.
Από το βιβλίο: Αναγνωστικόν της πέμπτης τάξεως του δημοτικού σχολείου. Ν. Κοντοπούλου – Δ. Κοντογιάννη, Γ. Καλαματιανού Θ. Γιαννοπούλου. Αθήναι 1952
Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.